Κύριε, αν έπρεπε να διαλέξετε, τι θα προτιμούσατε να είστε, τυφλός, κουφός, μουγκός, άγευστος ή άοσμος; Εγώ πάντως άοσμος. Μου φαίνεται το λιγότερο κακό.

-Εννοείς ποια αίσθηση θα άντεχα να χάσω;

-Ναι… Μάλλον… Εγώ πάντως άοσμος. Δεν πειράζει να μη μυρίζω. Δηλαδή πειράζει, αλλά όχι τόσο όσο να μη βλέπω, ας πούμε, ή να μην ακούω.

-Θοδωρή, αυτός που δεν μπορεί να μυρίσει δεν λέγεται άοσμος, ούτε άγευστος αυτός που δεν έχει γεύση, αλλά καταλαβαίνω τι θες να πεις.

-Και πώς λέγονται αυτοί;

-Ομολογώ πως δεν ξέρω. Ίσως να λέγονται κι έτσι, δεν ξέρω. Συνήθως άοσμο λέμε αυτό που το ίδιο δεν διαθέτει οσμή, όχι αυτό που δεν έχει την ικανότητα να μυρίσει. Το ίδιο και με τη γεύση.

-Εντάξει. Εσείς τι θα χάνατε; Εγώ πάντως άοσμος.

-Θα έπρεπε οπωσδήποτε να χάσω κάτι;

-Λέμε τώρα, κύριε. Ας πούμε. Στα ψέματα. Εγώ πάντως άοσμος.

-Ναι, μωρέ Θοδωρή, το κατάλαβα αυτό. Τι να σου πω τώρα… Νομίζω πως θα προτιμούσα να είμαι μουγκός.

-Και πώς θα κάνατε μάθημα, κύριε;

-Ε, δεν θα έκανα μάθημα.

-Και τι θα κάνατε, κύριε;

-Όλο και κάτι θα έβρισκα να κάνω.

-Και ποια αίσθηση έχει χάσει ο μουγκός, κύριε;

-Του Κόσμου. Δεν πρόκειται για αίσθηση αλλά για ικανότητα. Ναι, νομίζω πως αυτή την ικανότητα θα προτιμούσα να χάσω, την ικανότητα της ομιλίας. Δεν θα με πολυπείραζε να μην μπορώ να μιλάω.

-Δηλαδή διαλέγετε το μουγκός τελικά;

-Ε, ας κάνω κι αλλιώς με σένα που έμπλεξα.

-Γιατί το λέτε αυτό, κύριε; Εγώ δεν σας είπα να γίνετε με το ζόρι μουγκός. Εγώ σας είπα να γίνετε ό,τι θέλετε.

-Εντάξει, Θοδωρή μου. Μουγκός θα προτιμούσα να γίνω.

-Εγώ πάντως άοσμος.

Πραγματικά τώρα, τι άνθρωπος θα πρέπει να είσαι, τι παρελθόν μπορεί να έχεις, τι είναι δυνατόν να έχει προηγηθεί μέσα σου, ώστε να μένεις κυριολεκτικά άναυδος μετά απ’ αυτόν τον διάλογο; Γιατί απλώς να μην ασχοληθείς λίγο με το παιδάκι (μαθητής σου είναι στο κάτω-κάτω και, υποτίθεται, από τους αγαπημένους σου), γιατί να μην το ρωτήσεις επιτέλους τι σκάλωμα έχει φάει και από την αρχή ήδη της σχολικής χρονιάς μέχρι και τώρα που εκπνέει το έτος τριγυρνάει κάθε τόσο στα διαλείμματα με ένα τετραδιάκι και σημειώνει τις απαντήσεις που του δίνουν οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές του, οι άλλοι μαθητές, μεγαλύτεροι και μικρότεροι, ακόμα και οι υπάλληλοι του κυλικείου, στις ερωτήσεις που τους κάνει και οι οποίες, με εξαίρεση την ερώτηση που προηγήθηκε, θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε κάτι σαν «Τι θα ήθελες να μπει στη θέση αυτού που έχεις ή αυτού που είσαι;». Εντάξει, υποτίθεται ότι ο Θοδωρής θέλει να γίνει δημοσιογράφος, ο ίδιος λέει ότι προπονείται στις συνεντεύξεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις που θέτει στον έναν και στον άλλον, όμως, και πάλι, δεν παύει να είναι ένα παιδάκι της τρίτης δημοτικού και το αναμενόμενο θα ήταν να ρωτάει «Ποιο φαΐ σ’ αρέσει πιο πολύ; Τι ομάδα είσαι; Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ηθοποιός; Τραγουδιστής; Ποδοσφαιριστής;» –τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν θα έπρεπε να κάνει; Ε, δεν τις έκανε. Συνειδητά ή όχι, μέσα από τις «συνεντεύξεις» του ήταν θαρρείς κι ενδιαφερόταν όχι γι’ αυτό που είναι ο ερωτώμενος αλλά γι’ αυτό που θα ήθελε να είναι, προσφέροντάς του τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής αυτοβιογράφησης, παίρνοντας βέβαια στο τέλος και μια κανονικότατη ψυχογραφία του άλλου, γιατί όσο είμαστε αυτό που μπορέσαμε, είτε το θελήσαμε είτε όχι, άλλο τόσο είμαστε αυτό που θελήσαμε, είτε το μπορέσαμε είτε όχι, και σε κάθε περίπτωση το να εκμαιεύονται τέτοιου είδους πληροφορίες από ένα μαριδάκι της τρίτης δεν το λες και το πιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου.

Ο δάσκαλος αναλογίζεται πως είναι η πρώτη φορά που ο Θοδωρής αντικατέστησε τρόπον τινά τις αντικαταστάσεις με τις απώλειες. Ενώ δηλαδή όλους αυτούς τούς μήνες ρωτούσε «τι θα άλλαζες;», είναι η πρώτη φορά που ρώτησε «τι θα έχανες;»

-Τι δουλειά κάνανε οι γονείς σας, κύριε;

-Αγρότες ήταν, Θοδωρή μου.

-Και τι δουλειά θα θέλατε να κάνουνε, αν δεν ήταν αγρότες, κύριε;

Ναι, το θυμάται καλά, αυτή ήταν η πρώτη αντικατάσταση που κλήθηκε να κάνει ο δάσκαλος. Θα ακολουθούσαν κι άλλες κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, αλλά με τον τρόπο που προτείνονταν ήταν πρακτικώς αδύνατον να συγκροτηθούν βιογραφίες των οποίων τα δεδομένα θα είχαν κάποια συνέπεια ή λογικό ειρμό, κι αυτό γιατί η δημοσιογραφική μύγα τσίμπαγε όποτε το θυμότανε τον Θοδωρή –θα μπορούσε να περάσει και μήνας χωρίς ο μικρός να ρωτήσει κανέναν τίποτα, σε σημείο που ατονούσε ως και το παρατσούκλι του, κι από «τζέρναλης» γινόταν ξανά Θοδωρής. Επιπλέον, όταν τον τσίμπαγε η μύγα του, δεν έκανε διαδοχικές ερωτήσεις στον ίδιο άνθρωπο, αλλά την ίδια ερώτηση σε πολλούς ανθρώπους, όσους δηλαδή προλάβαινε κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων.

Έστω κι έτσι πάντως, ο δάσκαλος θυμόταν ότι, με βάση τις απαντήσεις του στα όσα μέχρι τώρα τον είχε ρωτήσει ο επίδοξος δημοσιογράφος, θα ζούσε στο Θησείο αν δεν έμενε στην Κυψέλη –μμμ. Θα είχε καταγωγή από την Αστυπάλαια, αν δεν είχε γεννηθεί στην Κυνουρία –πώς γράφεται αυτό, κύριε; Θα ήταν Ιρλανδός αν δεν ήταν Έλληνας, αλλά θα ήθελε να ζει στην Τοσκάνη, αν δεν ζούσε στην Ελλάδα –πού είναι αυτό, κύριε; Αν δεν τον βαφτίζανε Γιάννη, θα τον λέγανε Μίσκιν –τι όνομα είναι αυτό, κύριε; Θα ήταν λύκος αν δεν είχε γεννηθεί άνθρωπος –ωωωωω! Οι γονείς του θα ήταν ακροβάτες τσίρκου αν δεν ήταν αγρότες –ουάου! Θα ήταν πιλότος πολιτικής αεροπορίας αν δεν ήταν δάσκαλος –ΓΙΕΣ! Θα ζούσε στην Αμερική πριν από την ανακάλυψή της, ως μέλος κάποιας ινδιάνικης φυλής, αν δεν είχε γεννηθεί στην τωρινή εποχή –γιέααα

Λύκος. Πιλότος. Αστυπαλιώτης. Ιρλανδός εν Τοσκάνη. Γόνος τσιρκολάνων. Ινδιάνος. Ηλίθιος. Εσχάτως και μουγκός. Ό,τι να ’ναι. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ατονούσαν μέσα του οι απαντήσεις την ίδια ώρα που τις έδινε. Διέθεταν ειλικρίνεια, αλλά δεν ταυτιζότανε μαζί τους. Του άρεσε, φέρ’ ειπείν, ο λύκος, απάντησε «λύκος» στην ερώτηση τι θα ήθελε να είναι αν δεν ήταν άνθρωπος. Δεν «είδε» τον εαυτό του ως λύκο. Δεν αισθάνθηκε κανένα είδος, έστω και αμυδρού, μετασχηματισμού. Κι ίσως, αν η συγκεκριμένη ερώτηση ερχόταν από έναν ενήλικα, να απαντούσε αλλιώς, ίσως να έλεγε πως αν δεν ήταν άνθρωπος, θα ήθελε να είναι οτιδήποτε άλλο. Οπουδήποτε αλλού. Οποτεδήποτε άλλοτε. Όχι αυτός. Όχι ο ίδιος. Όχι εδώ. Όχι τώρα. Όχι έτσι.

Όταν όμως άκουσε τον εαυτό του ν’ απαντά «Μουγκός θα προτιμούσα να γίνω», συνέχισε ν’ ακούει τον εαυτό του να επαναλαμβάνει καθ’ όλη τη διάρκεια του διαλείμματος «Μουγκός θα προτιμούσα να γίνω», και μάλιστα λίγο πιο δυνατά κάποια στιγμή, ίσως για να καλύψει τον ήχο του κουδουνιού που καλούσε μαθητές και δασκάλους να ξαναμπούν στις τάξεις και, αν είναι δυνατόν, ακόμα δυνατότερα όταν μπήκε μέσα στην τάξη, ίσως για να καλύψει τούτη τη φορά τις φωνές των παιδιών, κι αυτός που «μουγκός θα προτιμούσε να γίνει» είχε καταληφθεί ολοκληρωτικά από την προτίμησή του, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπομένει την έκπληκτη και παθητική παρακολούθηση ενός αβγού που αγνοούσε πλήρως την επώασή του, μέχρι που το άκουσε, κρρρρρακ, να σπάει την ίδια στιγμή που απάντησε «Μουγκός θα προτιμούσα να γίνω» κι ένιωσε να βγαίνει, όχι πλέον έξω από το στόμα του αλλά μέσα στο σώμα του, η ίδια αυτή απάντηση, που ενηλικιωνόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αφού την αισθανόταν να γλιστράει απ’ τ’ αβγό αδύναμη σαν παράπονο, και διαδοχικά να γίνεται ενισχυμένη σαν αίτημα, ισχυρή σαν αξίωση, επιτακτική σαν ανάγκη και, τέλος, στον έσχατο αναβαθμό της, την αισθάνθηκε διαμορφωμένη πλήρως, παγιωμένη και ενταγμένη στον υποδόριο μηχανισμό του όχι σαν ένα επίκτητο και κυριαρχικό εξάρτημα, αλλά σαν μια εγγενής και ολοκληρωτική ανικανότητα.

Οι μαθητές του, νευρικοί και θορυβώδεις, όπως πάντα πριν να ξεκινήσει το μάθημα, ακινητοποιήθηκαν όταν παρατήρησαν την ακινησία του, ησύχασαν όταν συνειδητοποίησαν την ησυχία του και, κατά κάποιον τρόπο, δεν χρειαζόταν να γράψει στον πίνακα «Κάντε ησυχία, σας παρακαλώ» αφού έκαναν ησυχία, ούτε να προσθέσει χρειαζόταν «μέχρι να επιστρέψω», γιατί το ήξερε πως δεν θα επέστρεφε, όχι τουλάχιστον εκείνη τη μέρα, όχι για να συνεχίσει εκείνη τη συγκεκριμένη διδακτική ώρα, οπότε στα επιμέρους στοιχεία της η αναγραφή του ήταν κατά το πρώτο ήμισυ περιττή και κατά το δεύτερο ψευδής, αλλά και εν συνόλω ανέφικτη, διότι δεν θα μπορούσαν τα παιδιά να κάνουν ησυχία μία ολόκληρη μέρα, ή και δύο ή τρεις μέρες, ή όσες τέλος πάντων χρειάζονταν μέχρι να βρει ο δάσκαλός τους τη μιλιά του και να επιστρέψει, γιατί ο δάσκαλος δεν βγήκε από την τάξη για να πάει για τσισάκια του, όπως υπέθεσαν οι μισοί μαθητές του, ούτε για κακάκια του, όπως διαβεβαίωναν οι άλλοι μισοί, αλλά βγήκε για να πάρει τα πράγματά του από το γραφείο και να φύγει, να φύγει, μη ξέροντας, μη θέλοντας, μη μπορώντας να πει στον διευθυντή τι διάολο είχε πάθει, αλλά αναγνωρίζοντας ότι κάτι θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να πει, κι αυτό ανέλαβαν τα δάχτυλά του να το κάνουν, τα οποία δεν έδειξαν την κοιλιά του, μες στην οποία είχε αισθανθεί, κρρρρρακ, να σπάει το αβγό της βουβαμάρας του, ούτε το κεφάλι του, που το αισθανόταν να καίει, θαρρείς κι ολόκληρος ο ήλιος είχε εγκατασταθεί στο εσωτερικό του όχι για να φωτίσει αλλά για να φλογίσει το μυαλό του, ούτε το στόμα του έδειξαν, έτσι κι αλλιώς αχρηστευμένο ή, έστω, υποβιβασμένο πλέον στη βρεφική τροφοδόχο λειτουργία του, παρά μόνο τυλίχτηκαν στον λαιμό του κι αμέσως μετά ξετυλίχτηκαν, τεντώθηκαν και με μια κοφτή οριζόντια καρατιά στον αέρα «έγραψαν» κάτι σαν «τέλος, φινίτο, καπούτ, ο σωλήνας δεν δουλεύει», και λίγο μετά ένευσε καταφατικά στον διευθυντή, που τον ρώτησε «έφραξες;», ή μήπως τον ρώτησε «έφριξες;», δεν άκουσε καλά ο δάσκαλος, ωστόσο ένευσε καταφατικά: ναι, έφραξε, ναι, έφριξε, ναι, σ’ ό,τι κι αν ρωτήθηκε, ναι, όλα ισχύουν, τίποτα δεν αποκλείει τίποτα, μπορεί να είναι συγχρόνως πιλότος και δάσκαλος, άνθρωπος και λύκος, ηλίθιος και πανούργος, φραγμένος και φριγμένος, φρικαρισμένος και φρενιασμένος, όλα παίζουν –«Μπορώ να ξεκουμπιστώ τώρα;» ρώτησε ο δάσκαλος με τις αυτοσχέδιες χειροποίητες λέξεις του. «Ναι, Γιάννη» είπε ο διευθυντής, προσθέτοντας κι ένα εγκάρδιο «Περαστικά», που ο Γιάννης ποτέ δεν τ’ άκουσε μες στην πρεμούρα του να φύγει απ’ το σχολείο όσο πιο γρήγορα κι αθόρυβα γινόταν –ή μπορεί και να τ’ άκουσε. Όλα παίζουν.

Ούτε λεπτό δεν πίστεψε πως έχει χάσει τη φωνή του. Μόνος και πιο ψύχραιμος, μέσα στ’ αμάξι του πλέον, σκεφτόταν όπως, μάλλον, θα σκεφτόταν κάθε λογικός άνθρωπος. Δεν βουβαίνεται κανείς απ’ τη μια στιγμή στην άλλη –μην τρελαθούμε κιόλας. Μια χαρά μπορούσε να μιλήσει, αλλά αναγνώριζε πως μέχρι πριν από λίγο, στο διάστημα που εκτείνεται από την απάντησή του στον Θοδωρή μέχρι και τώρα που ησυχάζει μέσα στ’ αυτοκίνητο, είχε πράγματι χάσει τη μιλιά του. Αλλά πώς γίνεται να χάσεις κάτι που δεν είναι χαμένο; Δεν γίνεται. Δεν γίνεται. Συνεπώς, η φωνή του ήταν στη θέση της, απλώς βίωσε την απενεργοποίησή της. Μπήκα σε λειτουργία πτήσης, χα χα! Αμέσως μετά όμως σχεδόν γελάει στην ιδέα της απενεργοποιημένης του φωνής. Θα δεχόταν τη μηχανική φύση του προβλήματος, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η φωνή του είχε με κάποιον τρόπο ακουστεί, όμως, όλως αιφνιδίως και περιέργως, είχε, υποτίθεται, ακουστεί πολύ βραχνή ή πολύ πιο ψιλή ή πολύ πιο βαριά ή τέλος πάντων πολύ διαφορετική από την κανονική φωνή του, ωστόσο είχε ακουστεί, είχε συναντήσει τα αφτιά των μικρών του μαθητών, οι οποίοι φανταζόταν να του λένε εν χορώ: «Ωλαλάαα, είστε για Ωριλάαα» –χα χα! Ξαναγελάει. Εδώ όμως έχουμε κάτι άλλο, κάτι μη μηχανικό. Δεν έχουμε την παραγωγή ενός χαλασμένου προϊόντος, αλλά τη μη παραγωγή του –διάολε! Δεν είχε γεννηθεί μουγκός. Μιλούσε απ’ την ώρα που γεννήθηκε. Ή, για να είμαστε ακριβείς, ακουγόταν απ’ την ώρα που γεννήθηκε. Έπρεπε να κλάψει, έκλαψε. Ακούστηκε. Πήραν μπρος οι πνεύμονες, έζησε. Έπρεπε να μιλήσει, μίλησε. Εντάξει, άου, βάου, κουκουβάου στην αρχή, αλλά μετά μια χαρά έλεγε τα ποιηματάκια του στο νηπιαγωγείο, τα μαθηματάκια του στο δημοτικό, τα άλλα του μαθηματάκια στο γυμνάσιο και το λύκειο, τα προφορικά του στο πανεπιστήμιο, τα γλυκόλογα στη γυναίκα του, τα συμβουλόλογα στα παιδιά του, καλημέρες από δω, καλησπέρες από κει, διέθετε τη φωνή του αφειδώς, ζούσε από τη φωνή του, δάσκαλος ήταν, διάολε, όχι πιλότος, τον πλήρωναν για να μιλάει, όχι για να πετάει. Και, για να τελειώνουμε, η εκφορά της φωνής μπορεί να προδίδει κάποια μηχανική βλάβη, αλλά η παραγωγή της φωνής είναι προϊόν επιθυμίας, πράγμα που σημαίνει πως μπορούσε αλλά δεν επιθυμούσε να μιλήσει. Όχι, όχι, όχι, δεν, δεν εί-, δεν εί-, δεν είν’ αυτό! Δυστυχώς, διαφωνεί. Αρνείται όχι μόνο σθεναρώς αλλά σχεδόν μανιωδώς αυτό το ενδεχόμενο. Δεν γνωρίζει ακόμα αν δεν τον ικανοποιεί ή αν δεν τον πείθει, αλλά πάντως το αρνείται.

Σφίγγει στα δάχτυλά του το τιμόνι με τέτοια ένταση, λες κι οδηγεί στην εθνική με ταχύτητα, αλλά δεν οδηγεί, δεν του πέρασε καν από το μυαλό να βάλει μπρος και να φύγει, απορροφημένος καθώς είναι από τον βουβαμένο του εαυτό, κι αθροίζοντας μέσα του διαδοχικές αφαιρέσεις: δάσκαλος που δεν μπορεί να διδάξει, οδηγός που δεν μπορεί να οδηγήσει, άνθρωπος που δεν μπορεί να μιλήσει, ένοχος που το φταίξιμό του είναι ότι ενέχεται μέσα σ’ όλο αυτό μ’ ένα είδος διαστροφικής απόλαυσης, αφού διασχίζει στιβάδες του εαυτού του των οποίων την ελαστικότητα αγνοούσε. Τις διασχίζει κατηφορικά, κι όμως αισθάνεται όχι απλώς αφημένος αλλά σχεδόν συνεργάσιμος στην ίδια του τη διολίσθηση, καθώς διαπιστώνει ότι όσο βαθαίνει η σύγχυσή του αλλά και η καταβύθιση μέσα σ’ αυτήν, τόσο πλησιάζει προς μια κρίσιμη εποπτεία του εαυτού του, θαρρείς και του ήταν εμπόδιο η προσπάθεια διατήρησης μιας κάποιας συνοχής του, θαρρείς κι άλλος τρόπος κατανόησης των ίδιων μας των ρυθμιστικών αρχών δεν υπάρχει παρά μόνο μέσα σε συνθήκες απορρύθμισης, όπως όταν, πιτσιρικάς ο ίδιος, έσπαγε τα παιχνίδια του για να καταλάβει πώς δουλεύουν.

Αίφνης, φωτίζεται ολόκληρος απ’ τη φλασιά που του ήρθε. Σκέφτεται πως έπαιζε θέατρο. Παρίστανε τον μουγκό, αλλά δεν ήταν μουγκός και, το πιο περίεργο όλων, όσο παρίστανε τον μουγκό δεν γνώριζε πως παριστάνει τον μουγκό, πράγμα που σημαίνει πως παρίστανε τόσο πειστικά κάτι που δεν ήταν, ώστε στο τέλος μάλλον έγινε. Έγινα μουγκός! Έγινε μουγκός! Ήταν ένας ρόλος που ανταποκρινόταν στις δυνατότητές του, γιατί, κατά τα άλλα, πώς να πας, ας πούμε, στην Τοσκάνη, στην Ιρλανδία ή έστω στην Αστυπάλαια; Αυτά ανήκουν πλέον σ’ άλλον πλανήτη και σ’ άλλη εποχή. Αλλά και λύκος κανονικός πώς να γίνεις; Θέλει γερά πνευμόνια το ουρλιαχτό του, κι αυτός ήτανε λύκος καπνιστής. Αποτυχία εξασφαλισμένη. Ως μουγκός θα διέπρεπε, αναμφίβολα, αλλά δεν ήταν και ρόλος που θα μπορούσες να τον υποστηρίξεις για πολύ. Βέβαια, αναγνώριζε πως δεν υποστήριζε πλέον αυτός τον ρόλο, αλλά ο ρόλος υποστήριζε αυτόν. Ήταν όμως έτσι;

Ο Γιάννης σκέφτεται πως, αν όντως έγινε μουγκός στα ψέματα, τότε δεν ήταν και τόσο ψέματα. Αν όντως έγινε στα ψέματα μουγκός, τότε δεν ήταν και τόσο μουγκός. Τι όντως απ’ τα δύο είχε γίνει; Πολύ ηλίθιος, καθόλου Μίσκιν, συνειδητοποιούσε πως ό,τι απ’ τα δύο κι αν είχε συμβεί, η πρόθεσή του ήταν η απελευθέρωση, αλλά το αποτέλεσμα θύμιζε παγίδευση, αφού η φωνή του είχε παγιδευτεί μέσα στο σώμα του, το σώμα του είχε παγιδευτεί μέσα στο αυτοκίνητο, το αυτοκίνητο είχε παγιδευτεί μέσα στην ακινησία, κι όλα μαζί, κι ο ίδιος μέσα σ’ αυτά, είχαν παγιδευτεί στα παιδικά δίχτυα μιας καταραμένης προοπτικής: Κύριε, αν έπρεπε να διαλέξετε, τι θα προτιμούσατε να είστε;…

Ε, λοιπόν φτάνει! Εύχεται να μπορούσε ν’ ακούσει τη φωνή του να φωνάζει «Ε, λοιπόν φτάνει!» αλλά δεν μπορεί, κι αυτό αρχίζει σιγά-σιγά να του προκαλεί αφόρητη αδημονία. Είναι πεπεισμένος ότι για τις ανάγκες ενός ρόλου, που επιπόλαια αποδέχτηκε, έχασε στ’ αλήθεια τη φωνή του παριστάνοντας με βλακώδη ευσυνειδησία τον μουγκό. Όμως, Μα πώς δεν το σκέφτηκα τόση ώρα; αν μπορούσε να παριστάνει τον μουγκό, γιατί να μην μπορεί να παριστάνει το αντίθετό του; Αν είναι η υποκριτική του δεινότητα που τον ξαπόστειλε στην αποσύνδεσή του από μια τόσο κρίσιμη λειτουργία, γιατί να μην τη χρησιμοποιήσει για την επανασύνδεσή του με αυτήν; Με λίγα λόγια, αν παριστάνοντας ότι έχει χάσει τη μιλιά του είχε καταφέρει στ’ αλήθεια να τη χάσει, δεν έβλεπε γιατί δεν θα μπορούσε να την ξανακερδίσει παριστάνοντας ετούτη τη φορά ότι μιλάει.

Ιδιοφυές! / Σιγά τ’ αβγά. Κι επίσης, τι ερμηνεία είναι αυτή; / Αξιοθαύμαστη, συμφωνώ. Χειροκρότημα δεν ακούω… / Δεν εννοώ τι ερμηνεία. / Ναι, αλλά «τι ερμηνεία» είπες –μουγκός είμαι, όχι κουφός. / «Τι ερμηνεία» είπα, αλλά «τι εξήγηση» εννοώ. / Τι εννοείς; / Τι εξήγηση είναι αυτή που έδωσες για τη βουβαμάρα σου; / Μια εξήγηση…, μια εξήγηση… εύλογη. Ναι, «εύλογη» θα τη χαρακτήριζα. / Σα να λέμε, έγινες μουγκός επειδή υποκρίθηκες καλά τον μουγκό; Η μίμηση έγινε η ουσία σου; Το ρούχο έγινε δέρμα σου; Αυτό μού λες; / Πολύ ποιητικά το έθεσες, ωστόσο ναι. Γουέαρ ις δε πρόμπλεμ; / Με την ίδια λογική θα μπορούσες να σκοτώσεις. Αν μιμούμενος τον βουβό βουβαίνεσαι, μιμούμενος τον δολοφόνο δολοφονείς. / Ώπα, ώπα, ώπα, το χοντραίνεις. Δεν θα μπορούσα ποτέ ούτε καν να μιμηθώ πειστικά έναν δολοφόνο, πόσο μάλλον να γίνω κιόλας. / Γιατί δεν θα μπορούσες; / Γιατί ΔΕΝ ΘΕΛΩ, ρε φίλε! / Άρα ΗΘΕΛΕΣ να γίνεις μουγκός, γι’ αυτό τον μιμήθηκες τόσο καλά. Κι η ερώτηση είναι ΓΙΑΤΙ ήθελες να γίνεις μουγκός; / Μα ΔΕΝ ήθελα. Απλώς έγινα. Και τώρα προσπαθώ να ξεγίνω! / Όοοχι, δεν προσπαθείς. Μουγκός παραμένεις. Κι αυτό είναι που θέλεις, να παραμείνεις μουγκός, παραδέξου το. / Όχι, δεν το θέλω αυτό. / Το θέλεις. / Δεν το θέλω. / Το θέλεις. / Δεν το θέλω, ρε Γιάννη! / Το θέλεις, ρε Γιάννη! / Βούλωσ’ το επιτέλους. Άνθρωπος είμαι, όχι ρόλος. Εσύ, ειδικά εσύ, θα έπρεπε να το ξέρεις. Γιατί βουίζεις μες στ’ αφτιά μου; Γιατί πας εκεί όπου εγώ ποτέ δεν θα πήγαινα; Και ποιος είσαι εσύ, σε τελική ανάλυση, που με τις δικές σου προοπτικές ανοίγεις ένα ολόκληρο βάραθρο κάτω από τα δικά μου πόδια; Ποιος είσαι; / Γιατί, εσύ ποιος είσαι; / Όποιος θέλω είμαι. / Όχι. Όποιος ΔΕΝ θέλεις είσαι. / Ό,τι πεις. Είμαι όποιος δεν θέλω. Είμαι δολοφόνος. Είμαι ελέφαντας. Είμαι ποντίκι, χα! Αρούρι αρούρης είμαι! Μπορείς να σκάσεις τώρα; / Προς το παρόν πάντως, είσαι απλώς μουγκός. Κι επιστρέφω στην αρχική μου ερώτηση: Γιατί ήθελες να γίνεις μουγκός; / Ωχ, παράτα με και συ… / Απάντησέ μου και θα σε παρατήσω: Γιατί. Ήθελες. Να γίνεις. Μουγκός; /…Γιατί.

Δεν έχω.

Τίποτα.

Να πω…

Γιατί με εξουθενώνει η προσπάθεια να μιλάω, ενώ δεν έχω τίποτα να πω. Και δεν έχω τίποτα να πω, γιατί τελικά έχω χάσει μια αίσθηση κι όχι μια ικανότητα. Έχω χάσει την Αίσθηση του Κόσμου. Και, τι ειρωνεία, η απώλεια αυτής της Αίσθησης είναι και ο μοναδικός μάρτυρας της προγενέστερης παρουσίας της. Όσο τη διέθετα, αγνοούσα την ύπαρξή της, και τώρα που την αισθάνομαι χαμένη, μπορώ καθαρά να τη διακρίνω ως την παραμικρή της λεπτομέρεια, σαν ένα σώμα που καθίσταται ορατό μόνο όταν σωριάζεται μπροστά σου ως πτώμα. Σκοντάφτεις πάνω του, το κοιτάς άφωνος, κι ούτε που ξέρεις ποια είναι η ακριβής πηγή των δακρύων που σου προκαλεί η πρωτόγνωρη θέα του. Λένε πως όταν χάνεις μιαν αίσθηση οξύνονται όλες οι άλλες. Όταν χάνεις όμως την Αίσθηση του Κόσμου, η απώλεια της φωνής σου δεν είναι η αφετηρία των επιπλοκών αλλά η αργοπορημένη τους επίγνωση. Έχουν ήδη αλλοιωθεί η ακοή, η όραση, η γεύση, η αφή, η όσφρηση, και το σφραγισμένο σου στόμα άλλο δεν κάνει απ’ το να επισφραγίζει την καινούργια σου ελαττωματική οργάνωση, την ανάδυση μιας εκτρωματικής σύνθεσης, ενός αδόκιμου συμφυρμού μες στον οποίον ορθογραφείται πλέον αυτό που έχεις γίνει: Στώμα –εμπλοκή του στόματος μες στο μηχανοστάσιο του σώματος, απορρύθμιση οργάνων και ιδιοτήτων, γλώσσας και κόσμου, περιοχή όπου η βουβότητα είναι ο μόνος ήχος που μπορεί να παραχθεί, κι εσύ φτάνεις να εύχεσαι αυτή ακριβώς η βουβότητα να έχει τουλάχιστον και κάτι από την πανουργία ενός στρατηγήματος, κι όχι μονάχα την απόγνωση μιας διαμαρτυρίας ή, πολύ περισσότερο, τη ματαιότητα ενός τιποτένιου ξεχαρβαλώματος. Εύχεσαι να υπάρχει μια ελπίδα ότι η ύπαρξη ολόκληρη ησυχάζει, ναι, απλώς ησυχάζει, μέχρι να στερεώσει ξανά το στόμα της στο σώμα της. Μέχρι να ξαναβρεί τις παλαιές της διευθετήσεις και τις ακυρωμένες της συνάψεις με την Αίσθηση του Κόσμου. Μέχρι να ξαναβρεί τη μιλιά της. Τον λόγο τής μιλιάς της. Την Αίσθηση του Κόσμου. Τον Κόσμο τον ίδιο.                         

 

––––––––––***––––––––––

.

 

Εικόνα: Scott Hutchison

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.