Αρχές του 1921. Ο Κώστας Ουράνης βρίσκεται στην Ισπανία και στέλνει ανταποκρίσεις στον αθηναϊκό τύπο. Επισκεπτόμενος το μουσείο Πράδο στη Μαδρίτη εντυπωσιάζεται από τα έργα των μεγάλων Ισπανών ζωγράφων. Σ’ ένα από τα κείμενά του που αναδημοσιεύουμε ακολούθως αποθεώνει τον Φρανθίσκο ντε Γκόγια (1746-1828) και συγκρίνοντας την τέχνη της ζωγραφικής με τη λογοτεχνία υποστηρίζει, βλέποντας τα έργα του Γκόγια, ότι η πρώτη υπερτερεί. Τα ουκ ολίγα κείμενα που έγραψε ο Ουράνης ταξιδεύοντας στα ιβηρικά εδάφη πολλά χρόνια αργότερα θα κυκλοφορούσαν σε ένα από τα ταξιδιωτικά του βιβλία με τον τίτλο «Ισπανία».

 

ΓΚΟΓΙΑ

Ανταπόκριση: ΜΑΔΡΙΤΗ, Ιανουάριος 1921

 

Από τα κυριότερα έργα του Γκόγια που υπάρχουν στο μουσείο του Πράδο είναι δυο πίνακες που παριστάνουν ένα και το αυτό πρόσωπο: μια μελαχρινή και ωραία Ανδαλούζα. Η στάση της και στους δύο πίνακες είναι η ίδια. Και στους δύο είναι ξαπλωμένη νωχελώς στον ίδιο σοφά κι ακουμπάει το κεφάλι της στο ίδιο προσκέφαλο. Η μόνη διαφορά είναι ότι στον ένα πίνακα είναι γυμνή και στον άλλο ντυμένη. Οι δυο αυτοί πίνακες έχουν μια νόστιμη ιστορία. Το όμορφο μοντέλο είχε δεχθεί, ύστερα από πολλές παρακλήσεις του Γκόγια τον οποίον αγαπούσε, να ποζάρει γυμνό. Η εικόνα είχε τελειώσει όταν ο σύζυγος, ο οποίος γνώριζε ότι η γυναίκα του πόζαρε, ζήτησε να δει τον πίνακα του Γκόγια προσθέσας ότι θα μετέβαινε την επομένη γι’ αυτό στο ατελιέ του ζωγράφου. Ο έρως κάνει θαύματα. Σε μια μόνη νύχτα ο Γκόγια ζωγράφισε ένα δεύτερο πίνακα στον οποίο η ερωμένη του απεικονίζετο ντυμένη τόσο επιμελώς ώστε να μη φαίνεται ούτε ένα τέταρτο της κνήμης της έξω από την εσθήτα της…

Εάν ανέφερα αυτό το ανέκδοτο είναι για να δείξω την ταχύτητα με την οποία ζωγράφιζε ο Γκόγια και η οποία εξηγεί το τεράστιο και ποικίλο έργο που άφησε. Ο τρόπος με τον οποίον ζωγράφιζε ήταν τόσο εκκεντρικός όσο και το ταλέντο του. Έπαιρνε τα χρώματα από μέσα από κάδους και τα έβαζε στο τελάρο με σφουγγάρια, με σκούπες, με κουρέλια, μ’ ό,τι τέλος του έπεφτε στο χέρι. Με τα δε δάχτυλά του έβαζε τους ελαφρούς τόνους.

Ήταν κατ’ αυτόν τον τρόπο που ζωγράφισε πλείστους πίνακές του, εκκλησιαστικούς και πατριωτικούς, και ιδίως τον περίφημο εκείνο πίνακα που τιτλοφορείται «Δύο Μαΐου» και ο οποίος παριστάνει τους Γάλλους κατακτητές τουφεκίζοντας μερικούς Ισπανούς πατριώτες, πίνακα στον οποίο ο Γκόγια απέδωσε, με εξαιρετική μαεστρία την φρίκη, τη γενναιότητα, την απόφαση και την αγωνία που κατείχαν τις ψυχές των τουφεκιζομένων.

Γκόγια. Η 2α Μαΐου 1808. Γνωστό και ως Η έφοδος των Μαμελούκων. Απεικονίζει σκηνή της Εξέγερσης της 2ας Μαΐου στη Μαδρίτη. Εκτίθεται μαζί με το έργο του Γκόγκια, Η 3η Μαΐου 1808, στο Πράδο.
Η 3η Μαΐου 1808

Ο Γκόγια είναι ο τελευταίος μεγάλος Ισπανός ζωγράφος. Κλείνει την ένδοξη σειρά των Βελάσκεζ, των Μουρίλλο, των Ριμπέρα. Μέρος του έργου του θυμίζει Βελάσκεζ, Βαν Ντυκ και Ρούμπενς. Αλλ’ εκεί που είναι πρωτότυπος και που είναι μοναδικός και μεγάλος είναι στα καθαρώς ισπανικά θέματα που τα ενέπνευσε η γύρω του ζωή. Το μέρος αυτό του έργου του έχει, εκτός των άλλων, και την αξία ιστορικών ντοκουμέντων. Είναι στις ακουαρέλλες του, τις τοιχογραφίες του, τις λιθογραφίες του και τα σκίτσα του που πρέπει να προσέξει εκείνος που θέλει να δει ξαναζωντανεμένη μπροστά του την Ισπανία των ρομαντικών, την Ισπανία των Τορέρος, των Μανολών (ισπανίδων γριζετών), των μοναχών, των λαθρεμπόρων, των ληστών, των αλγκοναζίλ και των μαγισσών, όλη τέλος την Ισπανία των μυθιστορημάτων και του μελοδράματος.

H Doña Leocadia, χρονολογείται στα 1819-1823. Αποκαλείται και Una Manola (Ξελογιάστρα).

Όλο αυτό το μέρος του έργου του ο Γκόγια το επονομάζει «Καπρίσος», αλλά αυτό που ονόμαζε «Καπρίτσια», είναι το πορτραίτο και η ιστορία της παληάς Ισπανίας στην εποχή που την εταξίδευε κανείς με λεωφορεία ουρόμενα από μουλάρια γεμάτα κουδουνάκια και που τα σπήλαια των αγρίων σιερρών ήταν άνδρα ληστών…

Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα, από τη σειρά χαρακτικών Los Caprichos, 1797-1798
Από τη σειρά χαρακτικών Η Ταυρομαχία, π. 1815-1816
Σκηνή ταυρομαχίας. Χρονολογείται μετά το 1825. Μουσείο Πράδο.

Το μέρος αυτό του έργου του Γκόγια διαιρείται και εις τα «Καπρίσος», στην «Ταυρομαχία» και στις «Σκηνές της Γαλλικής Εισβολής». Πρόκειται περί εκατοντάδων σχεδίων καμωμένων με ακουατίντα και, εις μέρη, με ωφόρτ. Η φαντασία, η δύναμη του σχεδίου, η ποικιλία και το μεγάλο ταλέντο του Γκόγια κάμουν από τα γρήγορα αυτά σχέδια αληθινά αριστουργήματα. Ανδαλούζες με μάτια αμυγδαλωτά και κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά, ισπανίδες με μαντίλλιες και μεγάλες χτένες στην κορυφή των μαλλιών τους, μανόλες με μεγάλους χρυσούς κρίκους στ’ αυτιά κι έναν ρόδο στο στόμα, τορέρο με κουστούμια βελούδινα και πολύχρωμα, μοναχοί χονδροί και βρωμεροί κι άλλοι μαραγκιασμένοι και ηδυπαθείς, κρεμασμένοι με τις γλώσσες έξω, γριές προξενήτρες με απαίσια πρόσωπα, «χρήσιμες μητέρες» που ξανοίγουν τα κορίτσια τους, άγριοι αλκουαζίλ γεμάτοι φυσίγγια και σπαθιά – όλη τέλος η Ισπανία που είδαν τα μάτια του Προσπέρου Μεριμέ και την οποία πρόφτασε ακόμα ο Γκωτιέ, η Ισπανία των ληστών, των προκλητικών γυναικών, των ερώτων του αίματος και των ταυρομαχιών περνάει μέσα από τα σχέδια του Γκόγια μ’ έναν ρεαλισμό που την ζωντανεύει καλλίτερα από κάθε μυθιστόρημα, καλλίτερα από κάθε ημερολόγιο ταξειδιώτου της εποχής…

Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιό του, χρονολογείται στα 1819-1823

Αλλ΄όλος ο Γκόγια δεν είναι μόνο αυτός. Εκτός από τον ρεαλιστή Γκόγια υπάρχει ο Γκόγια με την αχαλίνωτη και τη φρικιαστική φαντασία που ζωντάνεψε κατά τον υποβλητικώτερο τρόπο τους θρύλους της μαγείας που κυκλοφορούσαν στην εποχή του εις την Ισπανία.

Αιωρούμενες μάγισσες, 1797

Ο Γκόγια αυτός υπερβαίνει και αυτόν τον Όφφμαν στην απόδοση του μυστηρίου και του τρόμου. Ούτε ο Έδγαρ Πόου, ούτε η Άννα Ράδκλιφ, ούτε κανείς εξ αυτών που εισήγαγαν τον τρόμο και τα φαντάσματα στη φιλολογία δεν φθάνουν τη δύναμη και τη φαντασία του Ισπανού ζωγράφου. Στο θέμα αυτό υπήρξε ανεξάντλητος. Απέδωσε το Υπερπέραν με μία δύναμη Λατινική. Μάγισσες, γεμάτες ρυτίδες, ξεδοντιασμένες, σαιξπηριακές, με μάτια που μαγνητίζουν και με χαμόγελο που παγώνει∙ στρίγγλες απαίσιες, κουρελιασμένες με μύτες αγγιστρωτές και χέρια γαμψά∙ φαντάσματα φρικαλέα που βγαίνουν μέσα από αραχνιασμένους τάφους που ασπρίζουν στο φως του φεγγαριού∙ μπαμπούλες για μικρά παιδιά των οποίων η επίσκεψις θα τρόμαζε και μεγάλους∙ πεθαμένοι μισοφαγωμένοι, τυλιγμένοι σε κουραλιασμένα σάβανα, ό,τι τέλος η λαϊκή φαντασία εφαντάσθη το φρικώδες, το τρομερό και το ξωτικό ευρίσκεται στα σχέδια αυτά του Γκόγια.

Nada

Θα περιγράψω ένα από αυτά. Ένας νεκρός, μισοχωμένος στη γη, ανασηκώνεται με τον αγκώνα και με το οστεώδες του χέρι γράφει, χωρίς να κοιτάζει, σ’ ένα χαρτί τοποθετημένο δίπλα του, μια λέξη, τη λέξη «Νάδα» που σημαίνει «Τίποτα». Γύρω από το μισοφαγωμένο από τα σκουλίκια κεφάλι του, στριφογυρίζουν, φωτιζόμενα από ασθενείς λάμψεις μέσα στη νύχτα, τερατώδη φαντάσματα που πετάν σαν νυχτερίδες… Πρέπει να το δει κανείς αυτό για να νοιώσει μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσει μια φαντασία στην απόδοση του τρομερού και του μυστηριώδους!

Είναι γι’ αυτά, για τη ζωή που έδωσε με τον χρωστήρα του στο μυστήριο του Υπερπέραν, που ο Γκόγια έχει μια ξέχωρη κι όλως δική του θέση στη ζωγραφική. Δεν ξεύρω τίποτα το πιο μακάβριο από τα γεννήματα αυτά της φαντασίας του οραματικού αυτού ζωγράφου. Αυτή ακόμα η Δαντική Κόλασις δεν φέρνει τόσο έντονο ρίγος τρόμου όσο τα σχέδια του Γκόγκια. Από αυτή την άποψη υπήρξε ένας ποιητής, ένας μεγάλος ποιητής και η η θέση του είναι πλάι στους μεγάλους δημιουργούς που φώτισαν μ’ ένα ωχρό και τρεμάμενο φως τα τρομερά σκοτάδια του Υπερπέραν…

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ τον Ιανουάριο του 1921

.

Εικόνα εξωφύλλου:
Το Σάββατο των μαγισσών
ή ο Μέγας Τραγόμορφος (El aquelarre)

 

.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Αρνούμαι να υπογράψω