Αν τοποθετήσουμε για λίγο στο περιθώριο τόσο τους φιλολογικούς και υφολογικούς προσδιορισμούς όσο και τις αφηγηματολογικές και συντακτικές αναλύσεις στο σύνολο του έργου του Μάριου Χάκκα παραμένει κάτι που δύσκολα γίνεται διακριτό. Αυτό που παραμένει ως λογοτεχνικό κατάλοιπο στο έργο του συγγραφέα είναι μια σωματική οντότητα. Στο σύνολο του έργου του Χάκκα εντοπίζεται ένα σώμα με σάρκα και οστά. Αυτό το σώμα διαχέεται μέσα στο έργο του ανενόχλητα και σιωπηρά. Παράλληλα, μέσα στη διάχυση συντελείται και η ίδια η δημιουργία του. Στο λογοτεχνικό έργο του Χάκκα δημιουργείται μια μοναδική οντότητα μιας ιδιαίτερης σωματικής δομής που βρίσκεται παρόν στο διήγημα, στην ποίηση και ακόμα στα θεατρικά του. Ο ρόλος της παρουσίας της σωματικής οντότητας νοηματοδοτείται καθόσον πλάθεται μέσα στο σύνολο του έργου. Τα οστά, ο λιπώδης και μυϊκός ιστός αλλά ακόμα και το ίδιο το βλέμμα δίνουν στον λόγο «σταγόνες αίματος». Δίνουν αίμα για να μην μείνουν οι λέξεις κενές να μας «ταλαιπωρούν σαν εύκολες ρίμες». Το λογοτεχνικό έργο του Χάκκα δεν ολοκληρώνεται ποτέ γιατί πολύ απλά ο ίδιος πεθαίνει μόλις στα 41 του χρόνια από καρκίνο. Ο Χάκκας πεθαίνει γράφοντας και μέσα από τη συγγραφή του δημιουργεί ένα σώμα ενώ χάνει το δικό του. Δεν δημιουργεί ένα καθρέφτισμα της δικιάς του παρουσίας ως μια έκφραση της επιθυμίας για αιωνιότητα μπροστά στην περατότητα. Αντίθετα, διαμορφώνεται μια οντότητα έξω από τον ίδιο η οποία έχει συγκολληθεί ως «σώμα που φυραίνει μέχρι να γίνει απολειφάδι». Ο Χάκκας δεν αποκαλύπτει ποτέ έναν δικό του κόσμο, σφραγισμένο από αισθητική καθαρότητα. Αντιθέτως, στη λογοτεχνική αισθητική του εντοπίζεται ένα «βρωμερό σαρκίο». Η πηγή της λογοτεχνικής του παραγωγής δεν είναι το μεγαλείο της αριστοτεχνίας αλλά ο «κοινός χωμάτινος τάφος για τα σπασμένα φτερά μας». Μέσα από αυτό τον τάφο γεννάται η «δίχως σκιά ίσκιου» του ίδιου του Χάκκα που δεν έχει γίνει ποτέ δικιά του. Με «γόνατα τρύπια» και με «μασκάλες που ολοένα βουλιάζουν σε ύπνο τεντωμένο σαν τύμπανο» ακούει τους χτύπους της καρδιάς του «τσιμπήματα ενός παπαγάλου παμφάγου». «Το τσαλάκωμα» της σκιάς του Χάκκα βρίσκεται να διαχέεται κουτσό «μ’ ένα δάκτυλο σκόνη» με τις παλάμες του γεμάτο ρωγμές σε μια «Περίπτωση Θανάτου». Το νέο σώμα αναδύεται από τις εξαιρετικές του στιγμές με «πέτρες σφηνωμένες στα δόντια» του. Τα «σκέλια του ανοίγουν σαν Κολοσσός της Ρόδου» και έρχονται χιλιάδες στίχοι και σκάζουν μέσα του σαν κύματα. Η γλώσσα του βρίσκεται αλλού και τα πόδια του μια νευρικότητα που τον κάνει κομμάτια. Από μακριά ο Χάκκας μυρίζει το δέρμα του άλλου. Ένα δέρμα κατάλοιπο που η συνοχή του δένει σε «μια φαγούρα απροσδόκητη» που θέλει να ξύνεται μόνο στο πόδι μιας καρέκλας. Το μέσα του είναι μόνο το πίσω από τα ρούχα του. Δεν υπάρχει η ασφάλεια του βάθους που σαν καταφύγιο κουρνιάζει το νόημα των ποιητών. Το νόημα του σώματος εντοπίζεται μόνο στο να επιζητεί ένα τρίτο νεφρό, τίποτε περισσότερο. Ψάχνει ένα «τραπέζι νεφρό» για να κάνει χώρο «να πάρει πηλό να πλάσει απ’ την αρχή έναν άνθρωπο». Στη σκιά του σώματος φαίνεται μια ασώματος κεφαλή ή «ένα κρανίο γεμάτο λουλούδια». Δεν υπάρχει πουθενά πρόσωπο και ο Χάκκας το φωνάζει μα δεν τον ακούει κανείς εκτός από το άλλο σώμα που τον ακολουθεί. Το βλέπει από μακριά και ψιθυρίζει «ποτέ ένα πρόσωπο, ποτέ ένα πρόσωπο παρά μια ράχη που σπάζει». Διακρίνεται «μια μαύρη τρύπα που χάσκει» και με «δροσιά και χαμόγελο» προσπαθεί «να κλείσει το χάσμα» «έχοντας κόντρα τον ήλιο, ενώ το φεγγάρι έκαιγε» μέσα στον νεφρό που έψαχνε. Έχει «δύο τρύπες για μάτια», αυτό ήταν σίγουρο για τον Χάκκα, γιατί έβλεπε μέσα στο σκοτάδι «κάτω από το δέρμα μια ποσότητα φωσφόρου για να γίνει φως». Το σώμα κινείται σαν φυγάς και «αναπνέει από το δέρμα του άλλου». Ο Χάκκας χάνει το δέρμα του και αφήνει τον αόρατο άνθρωπο να επιστρέψει για να τον σκεπάσει. Τη στιγμή που η δικαιοσύνη και η αναχώρηση γίνεται κοινός τόπος στη συνείδηση του Χάκκα το σώμα γυρνάει και δείχνει να «φουσκώσουν τα γάγγλια στο λαιμό» του γδέρνοντάς τον παράλληλα στους τοίχους. Βρέθηκε ανάσκελα στη ρίζα ενός δέντρου. Σαν σπέρμα κείτεται στο πάτο σε μια χαράδρα πλάγια. Παλεύει για ν’ αγκαλιάσει το δέντρο μήπως και σηκωθεί. Το μόνο που μένει για τον Χάκκα είναι η έξοδος και η μάχη για να υπάρχει. Στα τελευταία του παραμένει μέσα στα σπλάχνα του μόνο το σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που το φωτίζει το ξένο σώμα που τον γυροφέρνει. Μια «αυτοπυρπόληση» που προκαλεί το «ανθρώπινο βεγγαλικό» να δυσανασχετεί σε «μια αναστάτωση κυττάρων και του σύμπαντος». Ένα «όμορφο καλοκαίρι» το σώμα φαίνεται να πλησιάζει άφοβα τον Χάκκα. Μέσα του «καταρρέουν σάρκες παχύρρευστες – που – τις ρουφούν άπληστα χώματα». Ο Χάκκας φωνάζει «μαντεύω πλήθος νεύρα» και σβήνει ενώ το σώμα που τον γυροφέρει τελικά τον καταδιώκει σαν «αποσπάσματα μιας τεμαχισμένης ψυχής».

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 μετάφρασε την ποιητική συλλογή «Η Αιχμή του Πάθους» του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawi από τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το εκπαιδευτικό βιβλίο «Μαθθαίννω Κυπριακά» από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.