.
«ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ – εν αναμονή (του Άλλου) στα “όρια της αλήθειας”»[1].
Ο Θάνατος, μεταμφιεσμένος σε ζωή, βγαίνει στη σκηνή· φτιασιδωμένος υπερβολικά με «…μια κόκκινη μάλια κεντημένη με άστρα»[2], πασχίζει να ξεγελάσει το αποσβολωμένο κοινό του, που παρακολουθεί το κινούμενο «τέρας» πάνω στο σκοινί με δέος και (μια κάποια) ανακούφιση, μιας και η σύνεση και η λογική το κράτησε σε απόσταση από τέτοιου είδους επικίνδυνες απολαύσεις.
«Ο Θάνατος –ο Θάνατος που σου λέω– δεν ακολουθεί την πτώση σου, έρχεται προτού εμφανιστείς πάνω στο σκοινί. Πεθαίνεις πριν ανέβεις. Όποιος χορέψει, θα πεθάνει -αποφασισμένος να κατακτήσει κάθε ομορφιά, άξιος για κάθε ομορφιά […].
[…] Το βάψιμο, αντί να τονίζει την εκκεντρικότητα της τέχνης σου, θα τη μετριάζει. Είναι πιο φυσικό να περπατά χωρίς κοντάρι ένα πλάσμα ψιμυθιωμένο, χρυσαφένιο, βαμμένο, διφορούμενο τελοσπάντων, εκεί όπου δε διανοήθηκαν ποτέ να πάνε μαρμαράδες ή συμβολαιογράφοι». [3]
Συνεπαρμένος από τον παράφορο έρωτα για το σκοινί σου, κάνεις τα πάντα για να αναδείξεις τη μεγαλοσύνη του, που σε βαστάζει ακόμα μία νύχτα. Οφείλεις να το δοξάσεις στο έπακρο, όσο θα αναλώνεσαι σε ένα ακατάπαυστο και άσκοπο κυνήγι του ειδώλου σου πάνω στη διάφανη επιφάνεια ενός κατάμαυρου χάσματος, μακριά από την οικειότητα μιας τελετουργικής καθημερινότητας που, σε πείσμα σου, κατεργάζεται την αναβολή του τέλους σου.
Σε απόντα χώρο και εσαεί μελλοντικό χρόνο, στοιχειώνεσαι από την έλξη του κενού που σε σπρώχνει διαρκώς προς ένα ακατοίκητο έξω, «[…] ανοιχτό, χωρίς τίποτα ενδόμυχο, χωρίς προστασία και επιφύλαξη (και πώς θα μπορούσε εξάλλου, αφού δεν έχει καμιά εσωτερικότητα και, τουναντίον, ξεδιπλώνεται επ’ άπειρον, έξω από κάθε κλείσιμο; ) […]»·[4] μα και ταυτόχρονα απροσπέλαστο, καθότι, γυμνό από ουσία, έχει μόνο να σου προσφέρει την απέραντη μοναξιά του τίποτα, καθάρια και ελεύθερη από γλώσσα και καθρέφτες.
«Το κυνήγι πάνω στο σκοινί, η καταδίωξη του ειδώλου σου, τα βέλη με τα οποία το τρυπάς δίχως να το αγγίζεις, και το πληγώνεις και το κάνεις να αστράφτει, είναι Γιορτή. Μα η προσέγγιση του ειδώλου σου είναι η μεγάλη Γιορτή».[5]
Και ο μεγάλος Θάνατος, θα προσθέταμε, που, εντός της απειρότητας του έξω, σε εξαναγκάζει σε μια αέναη αναμονή του Συντρόφου που δεν θα γνωρίσεις ποτέ, παρά θα οσμιστείς μόνο με την παραίτησή σου από την υπόσχεση (κυριαρχίας του νοήματος; ) και τη διάνοιξή σου στο έρεβος μιας συνεχούς επερώτησης.[6]
Κι εκεί, στο μεταίχμιο της καταγωγής και του μηδενός, λυτρωμένος από τη σήψη της μέρας και του κόσμου, καυλώνεις με την πυρκαγιά που μόλις προκάλεσες.
«Να καυλώνεις και να κάνεις τους άλλους να καυλώνουν. Η ζεστασιά που εκπέμπεις και ακτινοβολείς είναι ο ανικανοποίητος πόθος για τον εαυτό σου –ή για την εικόνα σου. […]
Το τσίρκο όπως και το θέατρο λειτουργεί το βράδυ, όταν πέφτει η νύχτα, μπορεί όμως και μέρα μεσημέρι.
Στο θέατρο πηγαίνουμε για να μπούμε στον προθάλαμο του ύπνου, του πρόσκαιρου θανάτου. Ό,τι παρακολουθούμε καθώς σβήνει η μέρα είναι Γιορτή, η πιο επίσημη, η τελευταία, κάτι πολύ κοντινό με την κηδεία μας. Όταν σηκώνεται η αυλαία, μπαίνουμε σ’ ένα χώρο όπου προετοιμάζονται καταχθόνιες αναπαραστάσεις. Όλα γίνονται βράδυ, για να ‘ναι η Γιορτή αμόλυντη, να ξετυλίγεται χωρίς κίνδυνο να τη διακόψει κάποια σκέψη, να τη χαλάσει κάποια πρακτική ανάγκη… […]
Ν’ αγαπάς λοιπόν το Τσίρκο και να περιφρονείς τον κόσμο […]».[7]
Όμως, για σταθείτε λιγάκι… «Αποστόλη, τα λόγια μου, ξέχασα τα λόγια μου…»
Τι αριστούργημα! Πόσο περιττές είναι τελικά οι διδαχές τη στιγμή του μεγάλου άλματος στο αβέβαιο· εκεί όπου η έξοδος από τον εαυτό –παρά την ύστατη προσπάθεια του καλλιτέχνη να ακουμπήσει έστω και μία ικμάδα δέρματος του σκληροτράχηλου θεατή αντίκρυ του– στέφεται με απόλυτη επιτυχία με την πανηγυρική ανάφλεξη του (ίδιου ως) Άλλου και του αντι-κειμένου του πόθου του· σε μια στιγμή απαράμιλλης ομορφιάς και κατάφασης της επιθυμίας της τέχνης για αδιάλειπτη επανεκκίνηση της παρτίδας του παιχνιδιού…
«Μάταιες οι συμβουλές μου και άστοχες. Δεν είναι δυνατόν να τις ακολουθήσει κανείς. Ήθελα μόνο να γράψω για την τέχνη σου ένα ποίημα που να σε θερμάνει ολόκληρο, από την κορφή ως τα νύχια. Να αναφλεγείς ήθελα, όχι να σε διδάξω».[8]
.
Στις 15 Απριλίου 1986 μας αποχαιρέτησε ο Ζαν Ζενέ, ο «Άγιος Κακός» της λογοτεχνίας· κι εγώ επιστρέφω στον «Σκοινοβάτη» του Ζενέ που ανέβηκε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο στο φιλόξενο θέατρο Φούρνος, στα παραπάνω λόγια που είχαν γραφτεί αφότου είδα τη «θανατοβασία» του Νίκου Αϊβαλή, με τον σκηνοθέτη Νίκο Αρμάο στο πόντιουμ των παρασκηνίων.
[1] Jacques Derrida (1993), APORIAS, μτφρ. Thomas Dutoit, Καλιφόρνια: Stanford University Press.
[2] Ζαν Ζενέ (2016), Ο σκοινοβάτης – Ο θανατοποινίτης, μτφρ. Χριστόφορος Λιοντάκης, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σ. 40.
[3] Ζαν Ζενέ, ό.π., σ. 23-24, 29.
[4] Michel Foucault (2016), Ο στοχασμός του έξω – Για τον Μωρίς Μπλανσό, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, Αθήνα: Πλέθρον, σ. 27.
[5] Ζαν Ζενέ, ό.π., σ. 36-37.
[6] Σκέψεις αφορμώμενες από το παραπάνω βιβλίο του Μισέλ Φουκώ.
[7] Ζαν Ζενέ, ό.π., σ. 37, 41-42.
[8] Ζαν Ζενέ, ό.π., σ. 45.