Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια μαρτυρία από την ταραχώδη Ανάσταση του 1919 στη Σμύρνη, 40 περίπου μέρες πριν την ελληνική στρατιωτική απόβαση. Πρόκειται για την τελευταία σκλαβωμένη Ανάσταση, όπως την ονομάζει ο ανώνυμος συντάκτης του κειμένου, αφού οι επόμενες τρεις έγιναν σε συνθήκες «ελευθερίας», παρουσία του ελληνικού στρατού. Έπειτα ακολούθησαν τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής και η πυρπόληση της εκκλησίας. Οι διασωμένες εικόνες του ναού που συνοδεύουν το κείμενο αποτελούν προσθήκη του ΑΣΣΟΔΥΟ.

 

Το πανύψηλο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής, σήμα κατατεθέν της Σμύρνης.

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΣΧΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ

«Είναι μερικές στιγμές που δεν σβήνουν ποτέ από τη ζωή, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν ασημώσουν τα μαλλιά. Θα θυμάμαι πάντα το τελευταίο Πάσχα που έκανα στη σκλαβωμένη Σμύρνη, ή καλλίτερα το τελευταίο σκλαβωμένο Πάσχα της Σμύρνης (1919) γιατί τα άλλα τρία που γιόρτασα ήσαν ελεύθερα και ύστερα πια κανένα. Η πλάκα κάλυψε τον απέραντο τάφο που άνοιξε τον Αύγουστο του 1922.

Ήμουν παιδί και μόλις στο Μούδρο υπεγράφη η ανακωχή (1918), ο πατέρας μου με πήρε και πήγαμε στη Σμύρνη όπου είχαμε συγγενείς και όπου ο πατέρας μου είχε κατάστημα, που εγκατέλειψε λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος.

Βρήκαμε την ελληνούπολη να σφαδάζει κάτω από την αγωνία και την προσδοκία.

[…] Οι Έλληνες κάτοικοι δεν ήξευραν τι να πιστέψουν και η καρδιά τους εσπάραζε.

Οι διαδόσεις ολοένα εντείνονταν. Σήμερα έρχεται ο «Αβέρωφ», αύριο το «Κιλκίς», μεθαύριο καταλαμβάνεται η Σμύρνη. Όλοι τώχαν βέβαιο, όσο και αν οι Τούρκοι εφαίνοντο δυστροπώτεροι.

Θυμάμαι πολύ καλά και τη στιγμή που χαράσσω τις γραμμές αυτές, ύστερα από δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, τις μορφές που έβλεπα στους δρόμους, τα λόγια που άκουα, το δράμα εκείνο της προσδοκίας που άρχισα να το συμμερίζομαι κι εγώ από λίγες εβδομάδες που βρισκόμουν στη Σμύρνη. Τα όνειρα θα γινόντουσαν πραγματικότης; Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάσαν;

 

12-2 1922 – Έλληνες έχουν βρεί καταφύγιο στο προαύλιο του ναού της Αγίας Φωτεινής. Έξω διακρίνονται Τούρκοι στρατιώτες.

Τη Μεγάλη Δευτέρα, έξαφνα, έκαμε την εμφάνισή του στους δρόμους της Σμύρνης ένας Σμυρνηός αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, αδειούχος. Πίσω του, όπου και αν εμφανιζόταν ακολουθούσαν εκατοντάδες Ελλήνων και έκλαιαν. Μικρά παιδιά τον πλησίαζαν και του φιλούσαν το χέρι, γέροι επήγαιναν κοντά του και με τα δάκρυα στα μάτια τού μιλούσαν για την Ελλάδα. Κι όλοι περίμεναν τη νύχτα της Αναστάσεως. Δεν σημαιοστόλισαν στις 25 Μαρτίου. Θα σημαιοστόλιζαν το Πάσχα και τα ντουφέκια θ’ αντηλαλούσαν στα σοκάκια και στους αυλογύρους των εκκλησιών. Την Μεγάλη όμως Τρίτη ο Τούρκος νομάρχης έβγαλε μια διαταγή απαγορεύοντας τους πυροβολισμούς με απειλή φυλακίσεως, προστίμου. Ταυτοχρόνως και οι συμμαχικές αρμοστειακές αρχές έκαμαν συστάσεις να τηρηθούν οι διαταγές του Τούρκου νομάρχου και της Τουρκικής αστυνομίας γιατί αλλιώς, υπήρχε κίνδυνος θλιβερών επεισοδίων.

Τη νύχτα της Αναστάσεως μου είπε ο πατέρας μου:

Απόψε θ’ αναστήσουμε στην Αγία Φωτεινή.

Θυμάμαι πως την ώρα που πηγαίναμε πλησίαζαν μεσάνυχτα. Οι καμπάνες ηχολογούσαν στον αέρα και στα στενά σοκάκια με το ανέμπορο φωτισμό εκινούντο χιλιάδες Σμυρνηοί. Ανάμεσα όμως σ’ αυτούς και πυκνές περιπολίες Τούρκων στρατιωτών, αστυνομικών και ίλες ιππικού. Εκύκλωναν σιγά σιγά όλη την έκταση του ναού με τα εξαρτήματά του.

Τούρκοι, είπα στον πατέρα μου.

Δεν βαριέσαι, μου απάντησε. Δεν κάνουν τίποτα. Αυτοί είναι θρασύδειλοι. Περισσότερα θα κάνουν αν δεν ρίξουν οι χριστιανοί, παρά αν ρίξουν.

Εορταστική ατμόσφαιρα στην Αγία Φωτεινή πριν την καταστροφή της

Την ώρα που περνούσε το τρίστρατο, είμεθα από παντού κυκλωμένοι. Η λειτουργία είχε αρχίσει έξω στον περίβολο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος ανεβασμένος στην ξύλινη εξέδρα, αστραποβολούσε όλος στα χρυσοποίκιλτα άμφιά του και η μορφή του είχε μια αφάνταστη αίγλη.

Την ώρα εκείνη κάποιο σούσουρο εσημειώθη μέσα στον αυλόγυρο. Ο επικεφαλής των Τούρκων παρήγγειλε στο μητροπολίτη Χρυσόστομο να μη πυροβολήσουν οι χριστιανοί, γιατί αλλιώς θάμπαινε στον περίβολο και δεν ανελάμβανε καμμία ευθύνη.

Ο Χρυσόστομος απάντησε ότι κακά έκαμε ο Τούρκος αξιωματικός να τον διακόψει στη λειτουργία κι εξακολούθησε.

Επλησίαζε η ώρα ν’ ακουσθεί το Χριστός Ανέστη και η προσοχή μου ήταν στο εκκλησίασμα.

Όλοι είχαν μάθει την παραγγελία του Τούρκου αξιωματικού.

Τι θα γινόταν;

Στο καμπαναριό, όσοι είχαν ανέβει κρατούσαν τα σχοινιά στις καμπάνες, άλλοι ετοίμαζαν τα πυροτεχνήματα.

Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή σε καρτ-ποστάλ του 1875.

Κι έξαφνα, η καθαρή φωνή του Χρυσοστόμου ακούσθηκε σαν σάλπισμα μέσα στη νύχτα να ψάλλει: «Χριστός Ανέστη…». Τίποτα άλλο δεν ακούστηκε. Οι μικροί άρχισαν να κινούν τα εξαπτέρυγα, οι καμπάνες πήγαν να σπάσουν, χιλιάδες χέρια κατέβηκαν στις τσέπες και υψώθηκαν πάλι κρατώντας το καθένα κι ένα πιστόλι. Και η ατμόσφαιρα εσείσθη από χιλιάδες πυροβολισμούς, ομοβροντίες, αδιάκοπες. Εκύτταζα προς το τρίστρατον περιμένοντας να ιδώ τους Τούρκους να μπαίνουν καβάλα στα άλογά τους. Κανένας δεν εμπήκε και επί πέντε, δέκα, είκοσι λεπτά εσείετο το σύμπαν από τους πυροβολισμούς…

Όταν εφεύγαμε με τον πατέρα μου, εσκόρπιζαν μέσα στη νύχτα και στα στενοσόκακα και οι τελευταίες τουρκικές περιπολίες.

Δεν σου τώπα πως δεν κάνουν τίποτα, μου είπε.

Την ώρα εκείνη είχα πιστέψει πως τέλειωσε για πάντα η δύναμις των Τούρκων.

Ήταν το τελευταίο σκλαβωμένο Πάσχα της Σμύρνης. Ποιος να ήξερε… Ότι ύστερα από λίγα χρόνια για πάντα σκλαβωμένη η νύμφη της Ιωνίας δεν θα ξαναγιόρταζε πια Πάσχα.

Σμύρνη 20-9-22. Η Αγ.Φωτεινή μετά τη φωτιά.

 

Ανωνύμου
εφημ. ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΗΡΥΞ, Απρίλιος 1936

 

.