Τώρα πια, μόνο νοητά μπορούμε να αισθανθούμε το γεγονός πως όλη η πρωτεύουσα αποτελούσε κάποτε μια ήσυχη αγροτική έκταση, ένα απέραντο πεδίο άσκησης του βουκολικού βιώματος στους λιγοστούς ανθρώπους που την κατοικούσαν.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια ποιμενική και κτηνοτροφική Αθήνα μέσα στην οποία οι ρυθμοί της ζωής ήταν περισσότερο εναρμονισμένοι με το ανάγλυφο τοπίο και τα ζώα, οι αρχαιότητες ήταν γεωλογικά ενταγμένες στην καθημερινότητα, δεν υπήρχε φραγμός στο βλέμμα, ο χρόνος κυλούσε χωρίς τον ήχο του ρολογιού, εν τέλει η συμβίωση ανθρώπου-τόπου ήταν πιο ειρηνική.
Ίσως αυτή η ειρήνευση να είναι που λείπει από τις στρεσογόνες ζωές μας και με την πρώτη ευκαιρία αναζητάμε μιαν απόδραση σε χωριά και νησιά, να λυτρωθούμε από μια καθημερινότητα καταπιεσμένης γαλήνης. Άλλωστε ο τουρισμός και η έννοια της εξοχής είναι μια κατά βάση αστική συνήθεια των δύο τελευταίων αιώνων, που δεν αγγίζει ιδιαίτερα τους ανθρώπους της υπαίθρου.
Όμως, γίνεται να νοσταλγήσεις κάτι που δεν έχεις ζήσει; Έχεις το δικαίωμα να αντλήσεις γαλήνη από μια τόσο μακρυνή και αβίωτη οπτασία;
Ίσως η απάντηση να μας φανερωνόταν αν μπορούσαμε να μπούμε μέσα στο μυαλό ενός βοσκού την ώρα που κοιτάει έναν ταξιδιώτη να βάζει τα αλάρμ και να φωτογραφίζει με το smart phone το ανέμελο κοπάδι με τα πρόβατα.
Μέχρι να βρεθεί ο βοσκός, ας κάνουμε την αβίωτη οπτασία πιο έγκυρη και ας δούμε ντοκουμέντα από μια λυρική Αθήνα ατέλειωτης χορτολιβαδικής θέας. Ας περιπλανηθούμε στα χαρακτικά και τις γκραβούρες/ζωγραφιές άλλων εποχών, που απεικονίζουν ερείπια με ζώα και τσοπάνηδες. Ας ανιχνεύσουμε τις πιθανότητες μιας πολυτελούς ζωή γεμάτο ένδεια.