Ο «Σίσυφος», ο πρώτος προσωπικός δίσκος της Σοφίας Λαμπροπούλου, κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες. Τιτλοφορείται έτσι από το ομώνυμο δοκίμιο του Αλμπέρ Καμύ, όπως μας λέει η ίδια.  «Χρησιμοποιώ επίσης λαϊκή και νεότερη ποίηση και στήνω ένα σενάριο για το τί σημαίνει για εμένα ανδρεία και ανυπακοή». Η απάντηση αναμένει τους ακροατές του δίσκου. Στη σύνθεση Το Sabâ του ανδρειωμένου η Ελένη Χρήστου τραγουδάει χαρακτηριστικά τους στίχους

Τ’ αντρειωμένου τ’ αρματα δεν πρέπει να πουλιώνται,
μον’ πρέπει τους ‘ς την εκκλησιά κ’ εκεί να λειτουργιώνται,
πρέπει να κρέμονται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο,
να τρώει η σκουριά το σίδερο κ’ η γης τον αντρειωμένο.

(Νικόλαος Γ. Πολίτης, Τα δημοτικά τραγούδια. Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, ΕΚΑΤΗ 2005)

Η Λαμπροπούλου εμπνέεται από τον Καμύ και ξεκινά την ανίχνευση εκλεκτικών συγγενειών με άλλα έργα γραπτού λόγου και όχι μόνο, συνυφαίνοντας στον αργαλειό της διαφορετικές παραδόσεις για να δημιουργήσει ένα σύγχρονο μουσικό εργόχειρο με τη δική της ιδιαίτερη σφραγίδα. Έτσι, μελοποιεί τον «Γκρεμιστή» του Κωστή Παλαμά του οποίου το μήνυμα -το χτίσιμο και το γκρέμισμα- μοιάζει διαχρονικό και φέρνει στο νου τον Σίσυφο που κατά τον μύθο έσπρωχνε ασταμάτητα έναν βράχο στην κορυφή ενός λόφου κι όταν όλα έδειχναν ότι τα κατάφερνε, ο βράχος ξανακυλούσε κάτω από το βάρος σαν να γκρεμίζεται ο σισύφειος μόχθος.  Η Χριστίνα Μαξούρη δίνει τη φωνή της και μας λέει

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.

Όπως αναφέρει η Σοφία στον επίλογό της στο ένθετο του άλμπουμ:

Το γκρέμισμα είναι και θέση και στάση.
Είναι ως θάνατος, σύμβολο του τέλους και (ανα)γέννησης της αρχής
και όχι το «Viva la muerte!» των στρατιωτών του κάθε Φράνκο,
αλλά η πτώση του Σίσυφου του Καμύ που κοροϊδεύει και περιφρονεί τους Θεούς και που γίνεται αθάνατος με το να μην αποδέχεται την αθανασία που του προσφέρουν.
Για να κερδίσεις, πρέπει να χάσεις,
αλλά για να χάσεις πραγματικά πρέπει να έχεις…
Είναι το αυτονόητο που μας έπεισαν ότι είναι παράλογο
Είναι το «Ζωή και όχι Επιβίωση»
Είναι η απόλυτη απόδειξη της αγάπης για ζωή
Για τις καλές και τις άσχημες ημέρες
αλλά κυρίως για αυτές που βολευόμαστε και «μακροημερεύουμε» 

Φωτογραφίες © Vegel Daniel

Σε όλο το άλμπουμ πλάθει ένα νοηματικό σενάριο με αντικρουόμενες εκ πρώτης όψεως έννοιες και ήχους, όπως για παράδειγμα το δημοτικό μοιρολόι και η πανκ κουλτούρα. Στο «Μοιρολόι του τέλους και της αρχής», που ανοίγει τον δίσκο, αναλογίζεται το μοιρολόι που θρηνεί ένα τέλος, αλλά εισάγει και μια γιορτή. Έπειτα στο «Εν αρχή ην» ενοποιεί τα Anarchy in the UK και God save the Queen των Sex Pistols και τα μετατρέπει από βίαιες μουσικές καταθέσεις σε παιδικό τραγούδι, δείχνοντας ένα δημιουργικό γκρέμισμα που γεννά κάτι ελπιδοφόρο. Στη συνέχεια, οι αντιθέσεις, οι διαλεκτικές σχέσεις και το νέο, χαρακτηρίζουν όλο το άλμπουμ, σε πολλαπλά επίπεδα. Το παράλογο του σισύφειου μύθου ζητά σύνθεση, αφήγηση και μουσική παρηγορία για να το αντέξουμε απέναντι στο φιλοσοφικό ερώτημα περί ζωής και αυτοκτονίας του Καμύ. 

Ακούγοντας το άλμπουμ, ζητάμε από τη Σοφία Λαμπροπούλου να μας πει «τι σημαίνει, λοιπόν, για εσένα ανδρεία και ανυπακοή; Στον δίσκο σου και έξω από αυτόν».

⇒ «Ο Ήρωας είναι μυθικό πρόσωπο. Σε κάποιες χρονικές περιόδους δε, οι έννοιες Ήρωας και Θεός είχαν πολύ μικρή απόσταση. Ο Ήρωας, ο Άγιος, ο Επαναστάτης, Ο Γκρεμιστής, ο Ανδριωμένος. Μπορεί κάποιος να δώσει πολλά διαφορετικά ονόματα. Σκέψου όμως το μέγεθος της πληροφορίας που προκύπτει μέσα από αυτή την γραμμή διαδοχής, από αυτή την παράδοση. Την ενέργεια που κουβαλάνε όλα αυτά. Αυτό σημαίνει ότι ο Ανδριωμένος ήταν πάντα πολύ βασικός παράγοντας μίας κοινωνίας. Είναι αυτός που αφυπνίζει. Είναι αυτός που τολμάει. Είναι αυτός που με απόλυτη συνείδηση μπαίνει μπροστά, ορίζει την μοίρα του, σκοτώνει τα τέρατα, διεκδικεί τον χώρο του, ανοίγει δρόμους και με την αυτοθυσία του δίνει το παράδειγμα σε άλλους να τολμήσουν να κάνουν το ίδιο και να πιστέψουν ότι το να αλλάζεις τα πράγματα δεν είναι κάτι αδύνατο ή μάταιο.

Η ανδρεία είναι μάλλον ο ανώτατος λαϊκός τίτλος τιμής. Τον τίτλο αυτόν στον δίνει ο χρόνος. Έχει άμεση σχέση με την συνέπεια, την αλήθεια αλλά και με την κατά κάποιο τρόπο υπεράνθρωπη φύση των πράξεων του ατόμου στο οποίο αναφέρονται. Η Ανυπακοή και η εναντίωση στο παράλογο γύρω του είναι τα βασικά και απαραίτητα στοιχεία ενός τέτοιου χαρακτήρα. Η σχέση του με τον σκοπό του είναι συνεχής και εμμονική. Βρίσκεται σε μία διαρκή σύγκρουση τόσο με το παράλογο μέσα του όσο και έξω. Ο τρόπος με τον οποίο πιστεύει και αγωνίζεται για το δίκαιο και ο τρόπος με τον οποίο εκμηδενίζει το εγώ του και ξεπερνάει την φύση του, δίνει στην έννοια της ζωής ένα ανώτερο νόημα πολύ μακρυά από αυτό μιας απλής επιβίωσης. Για την κυρίαρχη λογική, με την οποία βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση, οι πράξεις του είναι φυσικά αυτοκτονικές και κατακριτέες και φυσικά πολεμάται τις περισσότερες φορές πολύ σκληρά γιατί στην πραγματικότητα κλονίζει τα δεδομένα μιας καλά εγκατεστημένης κατάστασης άρα αυτοί που επενδύουν σε αυτή τη στασιμότητα -όπως είναι αναμενόμενο- εξοργίζονται.

Στο δίσκο, η έννοια της ανδρείας και της ανυπακοής είναι ο συνδετικός κρίκος όλων των φαινομενικά ασύνδετων στοιχείων. Είναι σαν ένα κολάζ. Είναι μία πορεία και μία προσπάθεια αναπαράστασης αυτής της ιστορικής συνέχειας της παράλογης για τα κοινά δεδομένα, ηρωικής αυτοθυσίας. Μπορεί να παρουσιαστεί με πάρα πολλές διαφορετικές αναγνώσεις. Γι’ αυτό και με τεράστιο θράσος ζητάω από τον ακροατή πριν ξεκινήσει ο δίσκος να πατήσει το replay. Η ερμηνεία του μύθου από τον Α. Καμύ, ο Γκρεμιστής του Κ. Παλαμά, το μοιρολόι και η πεντατονία, η παράδοξη διασκευή των Sex Pistols, το δημοτικό τετράστιχο του Ανδριωμένου, οι πίνακες του Χ. Περιορέλλη (Συλλογή “Άπνους” 2013) είναι μόνη της η καθεμία ιστορίες αυτοτελείς που κινούνται παράλληλα και αλληλοσυμπληρώνονται. 

Φτάνοντας στο σήμερα, το γεγονός ότι ο Γκρεμιστής παρουσιάζεται με γυναικεία φωνή ίσως να επιφέρει ασυνείδητα μία κάποια αίσθηση ισορροπίας, ίσως όμως και να δηλώνει ότι ο όρος ανδρεία, χωρίς να αμφισβητείται νοηματικά ούτε στο ελάχιστο, μπορεί πια να μην είναι αρκετά ακριβής πια ετυμολογικά ώστε να εκφράσει τον ηρωισμό του σήμερα και άρα, ίσως να υπάρχει η ανάγκη αναζήτησης και δημιουργίας καινούριου λεξιλογίου (ίσως) ανάλογο με τα ήθη της εποχής. Για την Ανυπακοή, ούτε λόγος».

Έπειτα ρωτάμε περί του νοήματος του Σισύφειου μύθου για έναν άνθρωπο του 21ου αιώνα.

⇒ «Πριν εκατό περίπου χρόνια, ο Μιχάηλ Μητσάκης στο κείμενο Η σύγχρονος εθνική κατάστασις έγραφε: «Οφειλαί μέχρι λαιμού, χρεωκοπία επικειμένη … δαπάναι ασυλλόγιστοι … όρεξις να φάγωμεν όλοι εκ του προϋπολογισμού … χρηματιστικόν έρεβος και κερδοσκοπία αχαλίνωτος … (κυβέρνησις) βανδαλική εν τω εσωτερικώ, αξιοδάκρυτος εν τω εξωτερικώ … μουσικόν αίσθημα άγνωστον, γνώσεως του ωραίου και εκτιμήσεως αυτού ούτε ίχνος… Λημέρι υπό μορφήν κράτους και κράτος – λημέρι. Ούτε δούλοι ακριβώς, ούτε ελεύθεροι αληθώς. Ούτε ανατολίται πλέον, ούτε ευρωπαίοι ακόμα… περιβληθέντες την ρεδιγκόταν του φραγγισμού απεμείναμεν υπ’ αυτής ακραιφνείς τσαρουχοφόροι και βρακάδες … Υπό προσωπίδα πολιτισμένην πτωχοί, πτωχοί ημιβάρβαροι». (Μιχαήλ Μητσάκης «Πεζογραφήματα» εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988). 

Αυτά συμβαίνουν περίπου 100 χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ενώ εμείς βρισκόμαστε ήδη εκατό χρόνια μετά από αυτό. Πραγματικά μοιάζει σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα έκτοτε. Το παράλογο είναι η μοναδική σταθερά διαχρονικά, είτε μας αρέσει είτε όχι. Η εξουσία δεν αρέσκεται στην αλλαγή. Γραπώνεται στις κορυφές της και προσπαθεί να τις κρατήσει με κάθε κόστος. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από τη στασιμότητα και το χάσιμο της επαφής με την πραγματικότητα. Παρόλα αυτά και λόγω έλλειψης παραδειγμάτων από την πλευρά της, οικειοποιείται προς το εθνικό συμφέρον, πάντα, στο πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα μυθικά – ηρωικά πρόσωπα που έκαναν σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα τη ροή της ιστορίας και που αν ήταν εν ζωή θα ήταν σίγουρα στο απέναντι στρατόπεδο. 

Η περίπτωση του Σίσυφου όμως είναι αρκετά διαφορετική ακόμη και από αυτή των υπολοίπων Ηρώων. Πρώτον, δεν θεωρείται καν ήρωας. Το καλύτερο όμως είναι ότι ειδικά για την περίπτωση του δεν υπάρχει καμία άφεση αμαρτιών και το αφήγημα του μύθου του ελέγχεται μέχρι τέλους. Τόσο πολύ τούς πρόσβαλε. Για την επίσημη μυθολογία που γράφεται από την πλευρά των Θεών, ο Σίσυφος παρουσιάζεται διαχρονικά ως συνώνυμο της ματαιότητας μέχρι να εμφανιστεί ο Αλμπέρ Καμύ και να αποκαταστήσει τη μνήμη του.

Ο Σίσυφος όμως είναι σίγουρα το αντίθετο της ματαιότητας, της στασιμότητας και της ασφάλειας όπως την εννοούν αυτοί φυσικά. Ο πιο έξυπνος ανάμεσα στους ανθρώπους, λατρεύει τη ζωή και τίποτα δεν θα σταθεί εμπόδιο στο να την απολαύσει όπως αυτός θεωρεί πρέπον. Έχει δίκιο, το ξέρει και τίποτε άλλο δεν τον αφορά. Όσο παράλογο και αν είναι το σκηνικό που τού έχει επιβληθεί βρίσκει τρόπο να το μεταλλάξει. Φυσικά και θα τον τιμωρούσαν. Το ήξερε και αυτό από την αρχή. Είναι άκρως εναρμονισμένος με αυτό που του έχει συμβεί. Η κορυφή ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός του, αν κρίνουμε απ’ τις πράξεις του. Και εκεί είναι που σφάλλουν οι Θεοί για άλλη μία φορά. Γι’ αυτό το λόγο δεν πέφτει απλώς πίσω υπό το βάρος ενός βράχου τιμωρού.

Ο Σίσυφος τότε και σήμερα έχει να αντιπαλέψει με τα άπειρα κλισέ περί επιτυχίας, αριστείας, κατάκτησης. Δεν περιμένει να συνωμοτήσει το σύμπαν για να συμβεί αυτό που θέλει αλλά προσπαθεί να στήσει ένα σύμπαν εξ αρχής έτσι όπως το ονειρεύτηκε. Μας υπενθυμίζει τον θάνατο και την θνητότητά μας. Τη δύναμη που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή. Μας προτείνει να ορίζουμε τη μοίρα μας. Μας μαθαίνει να μη φοβόμαστε να ακολουθούμε τον δρόμο μας ότι και αν συμβαίνει γύρω μας. Το νερό πρέπει να φτάσει στην Κόρινθο γιατί αυτό είναι το μόνο δίκαιο και αν ο Δίας βρεθεί στη μέση, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος αυτό το εμπόδιο να ξεπεραστεί. Το ίδιο και όταν αλυσοδένει τον Θάνατο και εξαιτίας αυτού απολαμβάνουν όλοι για λίγο κάτι από την αθανασία που ιστορικά απολαμβάνουν οι Θεοί και μόνον οι Θεοί. Πόσο βλάσφημος. Και από αυτή την απόσταση που βλέπουμε εμείς τον μύθο, ότι κάνει μοιάζει τόσο άκοπο, σαν παιχνίδι, σαν μία υπέροχη χορογραφία. 

Αποδέχεται την τιμωρία του, απολαμβάνει τη χαρά της πτώσης, δέχεται την συντριβή που ακολουθεί στο τέλος της και ενώ αυτοί τον χλευάζουν από μία ανούσια κορυφή που δεν κατάφερε και πάλι να τους μοιάσει, αυτός γίνεται ένα με το άπειρο».

Σοφία σ’ ευχαριστούμε πολύ και πατάμε το replay!

 

Η Σοφία Λαμπροπούλου, δεξιοτέχνης στο κανονάκι και συνθέτης, συγχωνεύει στο προσωπικό της ηχητικό ιδίωμα κόσμους της Ελληνικής λαϊκής παράδοσης, της Ανατολικής Μεσογείου, της κλασικής Οθωμανικής, Μεσαιωνικής, Πειραματικής και Σύγχρονης Μουσικής. Αν και η μουσική της παιδεία είναι κλασική, καθώς εντρύφησε στο πιάνο και τη θεωρία του από την τρυφερή ηλικία των οκτώ χρόνων, όταν δέκα χρόνια αργότερα γνώρισε το μουσικό όργανο κανονάκι επρόκειτο για έρωτα με την πρώτη ματιά και άκουσμα.  Σπουδάζοντας βυζαντινή μουσική, μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη το 2003 ακολουθώντας το πάθος της για το κανονάκι και προκειμένου να μελετήσει οθωμανική μουσική. Σήμερα, ζει στη Βιέννη και στην Αθήνα. Συχνά συνεργάζεται με μουσικούς από ποικίλες μουσικές παραδόσεις,  της Αφρικής, της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. 

INFO: Sofia Labropoulou, Sisyphus, Odradek Records (December, 2020). 

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.