Από τη ζωή της Ανατολής

ΚΑΦΕΝΕΔΕΣ

 Προύσσα, 1921

 

Συλλογίζομαι ότι για τον Νεοέλληνα θα μπορούσε να δογματίσει κανείς ότι ανήκει, αν επιτρέπεται, στη σχολή των καφενέδων, κοντά στην άλλη εκείνη του ρομαντισμού. Αλλά για τον Τούρκο αποτελεί υστερική μανία, αισθητή πολύ εύκολα από όλους εκείνους που έρχονται να ζήσουν κοντά του και με την απλή υποχρέωση εκτελέσεως καθήκοντος, αφού δεν πρόκειται περί των θαυμάσιων εκείνων τύπων, που περιηγούνται με ευκολία τον κόσμο και φθάνουν από τη μανία αυτής της περιηγήσεως και εις τα βάθη της Ανατολής. Όσο και αν υποθέτει κανείς βέβαια, ότι ο τούρκικος καφενές δεν θα είναι άλλος από ένα τόπο πολύ συνηθισμένο όπου οι άνθρωποι κατασταλάζουν, όχι βέβαια για να απολαύσουν την ποίηση ή πεζότητα, όπως θέλετε, ενός καφέ, το εξαιρετικό του τούρκικου καφενέ, μοναδικόν, μου φαίνεται για την Ανατολή, έρχεται να σκορπίσει  στον άνεμο μία τοιαύτη υπόθεση. Στο βάθος του τούρκικου καφενέ πάντοτε ένας φωνογράφος στημένος επάνω σ’ ένα μαρμάρινο τραπέζι, ρυθμίζεται από τον Τούρκο διευθυντή του καφενέ, ο ταμπής κρυμμένος στη γωνία παίρνει σιγά-σιγά και με τη σειρά τις παραγγελίες του γκαρσονιού και ρίχνει και κάποτε-κάποτε ένα φοβισμένο, φευγαλέο βλέμμα στους θαμώνες γύρω, έναν τραγέλαφο προσώπων, πραγμάτων, χρωματισμών, που φαντάζουν στον ευρύ ανοιχτό χώρο του καφενέ. Στους τοίχους βρίσκονται κρεμασμένες κάποιες εικόνες Τούρκων ηρώων, που έχουν προσφέρει και αυτοί σε προγενέστερες εποχές τις υπηρεσίες τους για την τόσο εκπολιτιστική τουρκική ιστορία, συνεχιζόμενη και στην εποχή μας από τους μαχητές του Κεμάλ, κάποιες άλλες ιταλικές που απεικονίζουν την επιστροφή του Χριστόφορου Κολόμβου στην Ισπανία, μετά την ανακάλυψη πολλών νήσων, όπως μας βεβαιώνει το κάτωθεν των εικόνων σημείωμα, όλες πλαισιωμένες εις ένα χρωματιστό πλαίσιο – παντού χρωματισμοί, που φθάνουν και στα υποκάμισα των Τούρκων, που φαντάζουν από μακράν σαν παπαρούνες, σκορπισμένες σε Ανοιξιάτικο αγρόν, ζουνάρια κόκκινα, που ενθυμίζουν τους μακάριους εκείνους τύπους της εποχής του Μπαϊρακτάρη, χωρίς να λείπουν και τα μυτερά παπούτσια τους, που ντύνουν το χονδρό πόδι του Τούρκου Δον-Ζουάν, που περνά με λυγισμένο από το δρόμο ύφος, άγνωστο τελείως στους ξιπασμένους εκείνους Αθηναίους βλάμηδες, που ζουν με τον εφήμερο έρωτα και σκοτώνουν «δια λόγους τιμής». Ελησμόνησα να προσθέσω και την απαραίτητη ύπαρξη σε κάθε τουρκικό καφενέ ενός κουρείου, στην απλή καρέκλα του οποίου τεχνουργούνται κεφάλια τούρκικα μισοξυρισμένα στο πάνω μέρος και ξοδεύεται αφειδώς μια κοινή κολόνια, ακόμη και όταν οι Τούρκοι θαμώνες καπνίζουν τον ναργιλέ τους. Εις την περίσταση ο κουρέας κάθεται σε μια απλή καρέκλα και ασχολείται με τον ανθρώπινο αυτό εξωραϊσμό ακόμη και στα πολυτελέστερα τοιαύτα, όπου μπορεί να ιδεί κανείς σειρά ολόκληρη κουρέων καθημένων να κουρεύουν. Μια ρεκλάμα, γραμμένη με κόκκινα χτυπητά γράμματα, κρεμασμένη στον τοίχο, μάς πληροφορεί μίαν είδηση αρκετά ενδιαφέρουσα, για τους μακαρίους αυτούς ανθρώπους, που πίνουν εκεί κάτω στα Αθηναϊκά κέντρα, ότι ο ζύθος  Αμστέλ είναι ο καλύτερος του κόσμου,  χωρίς  υπερβολή. Αλλά αν οι θαμώνες του καφενέ πίνουν ποτέ μπύρα, ακόμη και την καλύτερη του κόσμου, δεν μπορώ να το βεβαιώσω, καθ’ όσον ουδέποτε κατά τις ολίγες ώρες της σχόλης μου στον τουρκικό καφενέν είδα ανθρώπους να ζυθοποτούν, προς αίσχος βέβαια της μεγαλοπρεπούς ρεκλάμας του ζύθου Αμστέλ. Τουναντίον είδα ανθρώπους να σκύβουν με μανία και πάθος Ανατολίτικο να πίνουν τον Περσικό ναργιλέ τους κατά προτίμηση από κάθε άλλη καφενόβια απόλαυση και σε σημείο ώστε τον θόρυβο του ταβλιού στον Αθηναϊκόν καφενέ να αντικαθιστά εδώ η μυσταγωγία του ναργιλέ που καπνίζεται με πίστη.

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΓΚΑΘΗΣ

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΣΤΡΑΠΗ, Μάιος 1921

 

.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.