Καιμιαν άλλη φορά, κάποτε, ζούσε ανάμεσά μας ο Βέσιντ, ο οποίος ήτανε ζωγράφος. Ξεκίνησε ζωγραφίζοντας ό,τι έβλεπε. Δεν είχε και πολλά να δει, κι έτσι εξαντλήθηκαν γρήγορα τα πρώτα του θέματα. Η στέπα, μερικά σκυλιά και τα εκατόν-τόσα πρόσωπα του καταυλισμού βρήκαν την πιστή τους αποτύπωση από το χέρι του θαυμάσιου αυτού ανθρώπου. Στη συνέχεια, πήρε να ζωγραφίζει πλάσματα της φαντασίας του. Τα έργα του δεν θα είχαν τελειωμό, αν δεν έβρισκε τη σθεναρή αντίσταση της στέπας, των σκυλιών και των εκατόν-τόσων προσώπων του καταυλισμού. Αυτά που φανταζόταν ο απαίσιος αυτός άνθρωπος δεν άρεσαν σε κανέναν: όρνεα κι ερπετά μηχανικά, δέντρα που ο κορμός τους θύμιζε τη σπονδυλωτή μας άρθρωση, συστάδες ανθρώπων που έδειχναν ν’ ασφυκτιούν μες στις φρικώδεις διακλαδώσεις τους, «σπιτάκια» που ένας θεός ξέρει γιατί ο ζωγράφος τους τα έλεγε έτσι κάθε φορά που οι έντρομοι θεατές τής τέχνης του ρωτούσαν τι είναι αυτοί οι κάθετοι συμπαγείς όγκοι με κάτι σαν οστά δεινοσαύρων στα θεμέλια και κάτι σαν τεράστιο μάτι καρφωμένο στην αιχμηρή κωνική τους απόληξη.

Ο Βέσιντ έπεσε σε απελπισία πιο μαύρη από το κάρβουνο με το οποίο ζωγράφιζε τα πλάσματα της φαντασίας του. Ω, ας έδειχναν αυτοί που έβλεπαν τα έργα του έστω και τη μισή από την ικανοποίηση που ένιωθε αυτός όταν τα έφτιαχνε –και πάλι πολλή θα ήταν. Όμως, όχι. Κάθε φορά που ο Βέσιντ τριγυρνούσε στον καταυλισμό επιδεικνύοντας τις εικόνες του, οι άνθρωποι δυσφορούσαν στη θέα τους κι απομακρύνονταν περίκλειστοι, αφού σκέπαζαν όχι μόνο την όραση με τα βλέφαρά τους αλλά και τα μάτια με τα χέρια τους, ίσως επηρεασμένοι από τα σκυλιά που ακροβολίζονταν στον καταυλισμό με την ουρά στα σκέλια, ίσως επηρεασμένα από τη στέπα που ανέβαζε από τα ιλυώδη της έγκατα έναν βαρύ, πηχτό και δυσοίωνο βόμβο, θυμίζοντας προανάκρουσμα σεισμού αλλά ποτέ, η αλήθεια είναι, ξεσπώντας στην ενεργητική διακωμώδηση αυτού που οι άνθρωποι αποκαλούσαν «σταθερότητα».

Κάπως έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα, όταν ο Βέσιντ είχε τη φαεινή ιδέα να ζητήσει από τους άλλους να του εμπιστευτούν τα πλάσματα της φαντασίας τους για να τα ζωγραφίσει. Πράγμα συγκινητικό το πόσο ενθουσιάστηκε ο Βέσιντ με την ιδέα που είχε, αλλά και πράγμα απογοητευτικό το ότι μόνο δυο τρεις από τους εκατόν-τόσους ανθρώπους του καταυλισμού δεν έδειξαν να ενοχλούνται από την πρόταση του αλλόκοτου αυτού ανθρώπου. Ήταν τέτοια η τραχύτητα με την οποία αντιδρούσαν σ’ αυτό το τόσο απλό «Πες μου τι φαντάζεσαι, κι εγώ θα στο ζωγραφίσω», ώστε ο Βέσιντ ένιωσε σχεδόν ευγνωμοσύνη όταν μία απ’ τις γυναίκες απομάκρυνε το κορμί αλλά όχι και το βλέμμα της από τη σκάφη στην οποία έπλενε ρούχα κι είπε γελώντας με ένα ολωσδιόλου απορρυπαντικό γέλιο, μιας και προς στιγμήν καθάρισε κάθε λεκέ που είχαν εναποθέσει οι προηγούμενοι στην ψυχή τού Βέσιντ: «Χα χα, τι φαντάζομαι λέει! Στάσου, μωρέ, να σκεφτώ… Ορίστε, τα ρούχα που πασχίζω να ξεβρομίσω τα φαντάζομαι ήδη καθαρά, ειδάλλως δεν θα ’χα ανάκαρα να τα πλύνω –αχ καλέ μου Βέσιντ, είναι τόσο κουραστική αυτή η δουλειά!» Κάτι παρόμοιο συνέβη και μ’ έναν μόνο από τους άντρες, τον οποίο η πρόταση τού Βέσιντ τον βρήκε την ώρα που στερέωνε τα καλάμια της καλύβας του: «Φτωχός άνθρωπος είμαι, γιε μου. Τι περιμένεις να φαντάζομαι; Σε λίγες μέρες μπαίνουμε στον μήνα των Θυμωδών Ανέμων. Εκτός από τα καλάμια, προσπαθώ να στερεώσω στο μυαλό μου και την ιδέα πως τούτο το χρέπι θ’ αντέξει τη μανία τους, αλλά κάτι τέτοιο δεν το λες και φαντασία. Ευχή μάλλον το λες, μπορεί και κουταμάρα, αφού ήδη για ανεκπλήρωτη τη λογαριάζω». Την ήπια ακολουθία ολοκλήρωσε ένα πολύ μικρό παιδί, που του ’χε γυαλίσει ένα από τα συννεφάκια στον ουρανό, το πιο μικρό, το πιο στρογγυλό, το πιο κόκκινο, το πιο κοντά στη γη απ’ όλα τ’ άλλα, γιατί ήταν σίγουρα λωτός, ζουμερός και παραγινωμένος, κι αχ πεντανόστιμος, κι αχ ας βρισκόταν κάποιος μεγάλος να το ανεβάσει στο πιο ψηλό κλαδί τού πιο ψηλού δέντρου, ν’ απλώσει το μικρό του χέρι και να κόψει από τον ουρανό τον ζουμερό λωτό του: «Βίσιντ, Βίσιντ, έλα και βάνε με ψηλά στην πιο ψηλή παλατανιά». «Κούτσικο κουτούτσικο, να φας τα μούτρα σου θες; Άσ’ τα αυτά, και μόνο πες μου τι φαντάζεσαι, κι εγώ θα στο ζωγραφίσω». Το παιδί έκανε στα γρήγορα τους λογαριασμούς του, υπολογίζοντας να πει αυτό που του ζητιόταν, με αντάλλαγμα να βρεθεί στο ύψος που ήθελε, αλλά θα έπρεπε πρώτα να καταλάβει τι ήταν αυτό που του ζητιόταν: «Βίσιντ, τι είναι φαντάζομαι;» Ο Βέσιντ δεν ήταν εύκολος στα λόγια και προτίμησε να μην απαντήσει, όχι δηλαδή από περιφρόνηση στην ηλικία του συνομιλητή του, αλλά από πλήρη επίγνωση της δικής του αναποτελεσματικότητας.

Οι επόμενες μέρες (και νύχτες) δεν είναι γνωστό πώς κύλησαν για τη στέπα, τα σκυλιά και τους εκατόν-τόσους ανθρώπους του καταυλισμού, αλλά, εξ αποτελέσματος κρίνοντας, μάλλον καλά ή τέλος πάντων αναμενόμενα. Βοηθούσε και η εποχή. Οι τέσσερις μήνες των Πεισμωδών Βροχών είχαν παρέλθει, οι τέσσερις μήνες των Θυμωδών Ανέμων δεν είχαν έλθει, και το τετράμηνο των Μικρών Αποκαταστάσεων ήθελε ακόμα μπόλικες μέρες μέχρι να εξαντληθεί, κι οι άνθρωποι μπορούσαν να απολαμβάνουν δημιουργικά τον χρόνο τους, καθαρίζοντας όσα οι βροχές είχαν σαπίσει και στερεώνοντας όσα οι άνεμοι θα πάσχιζαν να κλονίσουν. Ο μόνος που είχε πέσει σε πλήρη αδράνεια ήταν ο Βέσιντ. Να ζωγραφίσει ξανά αυτά που έβλεπε βαριόταν, να συνεχίσει να ζωγραφίζει αυτά που φανταζόταν φοβόταν, να παραιτηθεί από την τέχνη του αρνιόταν, άρα το μόνο που απέμενε ήταν να στριφογυρνά στο κρεβάτι του όταν λαγοκοιμόταν και να τρώει τα νύχια του όταν απ’ τον ύπνο πεταγόταν, μέχρι που πια αίμα (αίμα!) πήραν να βγάζουν οι άκρες των δαχτύλων του κι ο Βέσιντ κατάλαβε πως, αν δεν αντιμετωπίσει αλλιώς όσα τον έτρωγαν, στο τέλος θα αυτοφαγωνόταν, κι αποφάσισε πως, αντί να φάει τα δάχτυλά του, καλό θα ήταν να περιμένει τα νύχια του να μεγαλώσουν πάλι. Ναι, αλλά πώς; Κλεισμένος στην καλύβα του; Πέφτοντας σε σύντομους κι ανήσυχους ύπνους που του άνοιγαν την όρεξη για το ίδιο του το κρέας; Ε, όχι δα! Θα μπορούσε να κάνει μια βόλτα τώρα που ο καιρός κρατιόταν καλός, πριν να πλακώσουν οι θυμώδεις άνεμοι που θα σπρώχνουν το σώμα του προς τα πίσω, δυσκολεύοντας ακόμα κι αυτή την ταπεινή κι αρχέγονη δραστηριότητα στην οποία καταφεύγουν οι άνθρωποι όταν η μόνη κίνηση που εμπιστεύονται είναι αυτή των ποδιών τους κι η μόνη ακολουθία στην οποία ελπίζουν δεν είναι άλλη από τη διαδοχή των βημάτων τους στη γη.

Έτσι κι έγινε. Ο Βέσιντ, σε μιαν έσχατη προσπάθεια να προστατεύσει το ίδιο του το σώμα από το ίδιο του το στόμα, βγήκε για μια βόλτα αγνώστων λοιπών στοιχείων, εφόσον ούτε τη διάρκειά της είχε προαποφασίσει ούτε τον προορισμό της είχε προκαθορίσει, κι όλη αυτή η απροσδιοριστία είχε σαν αποτέλεσμα να αισθάνεται μεν καθ’ όλη τη διάρκεια του περιπάτου τούς κραδασμούς των βημάτων του, να βλέπει κοιτώντας προς τα πίσω τα ίχνη των ποδιών του πάνω στο χώμα, αλλά συγχρόνως, κοιτώντας προς τα πάνω, να βλέπει τον εαυτό του στον αέρα, ένα σώμα που πέφτει απ’ τον ουρανό, ελαφρύ σαν πούπουλο ή σαν φύλλο, ο αέρας το πάει εδώ, το πάει εκεί, κι ούτε ο ουρανός ο ίδιος δεν ξέρει αν τελικά θα σκαλώσει στα πυκνά κλαδιά ενός δέντρου, αν θα ταξιδέψει με τη ροή ενός φιλόξενου ποταμού ή αν θα εναποτεθεί σ’ ένα μικρό κομμάτι γης, πλήρως εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα και στα άτσαλα πατήματα των πάσης φύσεως ζώων. «Ας ελπίσουμε ότι θα πέσω σε ποτάμι» σκέφτηκε ο Βέσιντ που περπατούσε αναλογιζόμενος τον Βέσιντ που πετούσε.

Το σίγουρο είναι πως από ώρα σε ώρα θα έπεφτε πάνω του το σούρουπο. Ο Βέσιντ δεν είχε απομακρυνθεί αρκετά από τον καταυλισμό γιατί ήταν ήδη μεσημέρι όταν αποφάσισε να φύγει απ’ αυτόν, ωστόσο τουλάχιστον πεντάωρο ασταμάτητης οδοιπορίας το είχε οπωσδήποτε συμπληρώσει, συνεπώς αν θα επέστρεφε, θα έπρεπε να το κάνει εκείνη τη στιγμή, αλλά αν θα συνέχιζε τη βόλτα του, θα έπρεπε ήδη να έχει κατά νου την εξασφάλιση ενός πρόχειρου καταλύματος. Κοντοστάθηκε αναποφάσιστος, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι κρατά ανάμεσα στα δόντια του το πιο κακοποιημένο από τα δάχτυλά του, τον ήδη μισοφαγωμένο αντίχειρα του δεξιού του χεριού. Επόμενο θα ήταν να ταραχτεί από την επανάληψη της αυτοκαταστροφικής του απρέπειας, φυσικό θα ήταν να απομακρύνει το χέρι από το στόμα του νευρικά κι απότομα, αναμενόμενο θα ήταν να νιώσει όχι απλώς ταραγμένος αλλά και θυμωμένος με τον αδιόρθωτο εαυτό του, ωστόσο δεν πρόλαβε τίποτε απ’ αυτά να αισθανθεί και τίποτε απ’ αυτά να κάνει, κι έμεινε εξακολουθητικά ακίνητος στην ίδια θέση και στην ίδια στάση, ένα υπερμέγεθες νήπιο, με τον αντίχειρα στο στόμα, που ακούει κάποιον, ίσως τον Θεό τον ίδιο, να του λέει «Έι, εσύ!» κι ο Βέσιντ δεν κοιτάει προς τον ουρανό γιατί η φωνή δεν έρχεται από εκεί, έρχεται από κάπου πίσω του, κι ο Βέσιντ στρέφεται αργά προς κάπου πίσω του, και βλέπει έναν άντρα να στέκεται με τα πόδια σε διάσταση και τα χέρια στη μέση του, κι ο Βέσιντ τον κοιτάζει έχοντας ξεχασμένο τον αντίχειρα στο στόμα του, και πιο πολύ από φοβισμένος όταν βλέπει τον άντρα να τον πλησιάζει, νιώθει ντροπιασμένος όταν ο άντρας τού απομακρύνει το χέρι από το στόμα, και πιο πολύ από φοβισμένος και μαζί ντροπιασμένος, νιώθει παγωμένος όταν ακούει τον άντρα να του λέει: «Αχ Βέσιντ, ψήλωσες πολύ, αλλά δεν μεγάλωσες καθόλου».

Κρακ. Σαν να κόβεται από δέντρο. Αλλά δεν κόβεται. Εξακολουθεί να είναι στο δέντρο –φύλλο ή κλαδί, δεν έχει σημασία, κάτι που πάντως κόβεται και πέφτει, κι όταν πασχίζει να κρατηθεί από κάπου, αντιλαμβάνεται πως είναι στη θέση του, δηλαδή στο δέντρο του, αν πρόκειται για φύλλο ή κλαδί, στο κρεβάτι του, αν πρόκειται για άνθρωπο. «Ηρέμησε, Βέσιντ», του είχε πει ο Αρπ Ματακάρμπα, ο αλάνθαστος θεραπευτής του καταυλισμού, «υπναγωγικός σπασμός λέγεται αυτό, ένα από τα μυστήρια του ύπνου, καθ’ όλα ακίνδυνο». Δεν θα ’παιρνε και όρκο, ωστόσο τώρα ο Βέσιντ δεν κοιμάται, έχει όμως όλα τα συμπτώματα του υπναγωγικού σπασμού: το αίσθημα της πτώσης, την ανάγκη να κρατηθεί από κάπου, την πλήρη σύγχυση χώρου και χρόνου, παραπατάει όντας ακίνητος, με τον ίδιο τρόπο που είχε κατά καιρούς νιώσει να πέφτει όντας ξαπλωμένος. Κι είναι κι η ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά κάπως περίεργη, η ώρα που το φως έχει ήδη φύγει, αλλά το σκοτάδι δεν έχει ακόμα έρθει, σαν όλος ο κόσμος να ισορροπεί σ’ ένα σκοινί λεπτότατης αναποφασιστικότητας, λίγο πριν να γείρει προς τη νύχτα, προς τον φόβο, προς το ψέλλισμα, προς την απορία –σαν του Βέσιντ, όταν γέρνει, κατάκοπος, προς τον άντρα και του ψιθυρίζει:

–Ίντμον, πώς με είδες, αφού όλοι σε λέγανε τυφλό; Όμως…, κυρίως…, Ίντμον, πώς είσαι εδώ και μου μιλάς, αφού όλοι σ’ έχουν για νεκρό;

–Έλα τώρα Βέσιντ, κατά βάθος ακόμα κι αυτοί που με λέγανε τυφλό ήξεραν πως είμαι άνθρωπος διαρκώς προσηλωμένος. Εξωτερικά μοιάζουμε.

–Εμείς οι δύο;

–Όχι. Οι τυφλοί με τους προσηλωμένους.

–Όμως… και νεκρό…, νεκρό σε λέγανε.

–Σ’ αυτό δεν τους αδικώ. Έφυγα χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνω. Τι διαφορετικό συμβαίνει μ’ έναν πεθαμένο;

–Και τώρα τι κάνεις εδώ πέρα;

–Μάλλον εγώ θα έπρεπε να στο ρωτήσω αυτό. Ξέρεις, Βέσιντ, βρίσκεσαι στην καρδιά του κήπου μου. Κι αυτό εκεί (όχι εκεί που κοιτάς, Βέσιντ, εκεί που σου δείχνω) είναι το σπίτι μου. Κι αυτή που ακούς, και που αν κρίνω από την όψη σου δεν την καλοπιστεύεις, είναι η φωνή μου, με την οποία σε ρωτώ: Τι θα κάνεις; Θ’ ακούσεις τούς άλλους και θα μείνεις εδώ να τρέμεις, έχοντας μετά να λες για την υπόλοιπη ζωή σου ότι συναντήθηκες κάποτε μ’ ένα φάντασμα, ή θα ακούσεις την κούρασή σου και θα μ’ ακολουθήσεις ως το σπίτι μου, όπου θα βρεις ποτό να πιεις, φαΐ να φας, κρεβάτι να ξαπλώσεις;

Δεν ήξερε ο Βέσιντ, καθόλου δεν ήξερε τι να κάνει, ασχέτως αν τελικά ακολούθησε τον Ίντμον μέχρι το σπίτι του –μια λιτή πέτρινη κατασκευή, γεμάτη αντικείμενα τεράστιου σχεδιαστικού ενδιαφέροντος αλλά άγνωστης στον Βέσιντ χρηστικότητας. Δεν ήξερε τι να κάνει, ακόμα κι όταν ένιωσε το σώμα του να βυθίζεται στο πιο αναπαυτικό κάθισμα που είχε ποτέ καθίσει. Με λίγα λόγια, δεν ήξερε τι να κάνει ακόμα κι όταν τελικά έκανε, με αποτέλεσμα να βιώνει συγχρόνως την αγωνία μιας απόφασης που πρέπει επιτέλους να παρθεί και την αγωνία για τις συνέπειες της ίδιας αυτής απόφασης που έχει ήδη πάρει. Μία από τις δύο αγωνίες, κατά προτίμηση η πρώτη, θα έπρεπε φυσιολογικά να περισσεύει, κι ο Βέσιντ να συγχρονίσει επιτέλους τη συνείδησή του όχι με το ενδεχόμενο να μην ακολουθήσει τον Ίντμον αλλά με το δεδομένο ότι τελικά τον ακολούθησε. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συμβεί αυτό, αλλά συνέβη, κι ο Βέσιντ μπόρεσε να αρθρώσει την πρώτη από τις εύλογες απορίες του.

–Και γιατί έφυγες, Ίντμον;

–Για ν’ αποφύγω την ηχορύπανση. Από ένα σημείο και πέρα, όλων των ειδών οι θόρυβοι είχαν καταλάβει όλων των ειδών τούς χρόνους. Αναζήτησα μια πιο ήσυχη συνοικία και όπως βλέπεις δεν απομακρύνθηκα και πολύ για να τη βρω. Βέβαια, κι εδώ έχει θόρυβο, αλλά υπάρχουν και στιγμές κατά τις οποίες μπορείς σε συνθήκες ησυχίας να κάνεις κάτι –για παράδειγμα, να έχεις, απερίσπαστος, μια πολιτισμένη συνομιλία με έναν απροσδόκητο επισκέπτη, όπως τώρα.

–Πώς είναι δυνατόν να σε έδιωξε από μας ο θόρυβος; Εγώ βρίσκω απελπιστικά ήσυχο τον καταυλισμό.

–Ποιον καταυλισμό;

–Αυτόν που εγκατέλειψες για να βρεις την ησυχία σου.

–«Καταυλισμός». Τι περίεργο! Εσύ αποκαλείς υποτιμητικά αυτό που εγώ ονειρεύομαι.

–Δεν καταλαβαίνω…

–Ξέρεις, Βέσιντ, υπάρχει μια εικόνα που είναι για μένα πηγή απεριόριστης γαλήνης. Όταν τα νεύρα μου δοκιμάζονται άσχημα, όταν μου φαίνεται ασυγχώρητη η αδυναμία μου να βάλω ένα τέλος στον βρυχηθμό των μηχανών, στη μουρμούρα των πραγμάτων, στη φλυαρία των ανθρώπων, όταν αισθάνομαι ότι πνίγομαι κάτω από την αδιάκοπη ροή εντυπώσεων που συσσωρεύονται πάνω μου αλλά δεν οργανώνονται μέσα μου, κι εγώ πνίγομαι, πνίγομαι κανονικά, όπως ακριβώς θα πνιγόμουν αν έπρεπε να αντιμετωπίσω μια χαλασμένη βρύση, τη χαλασμένη στρόφιγγα μιας χαλασμένης βρύσης που όσο πασχίζεις να την κλείσεις τόσο αυτή ξερνά χαλασμένο νερό, τότε βυθίζομαι στην καρέκλα που εσύ τώρα κάθεσαι, κλείνω τα μάτια μου και σπρώχνω τον εαυτό μου μακριά και πάνω απ’ όλον αυτόν τον χαλασμό. Το ξεκίνησα σαν μια βλακώδη άμυνα, αλλά νά που τώρα έχει γίνει το μοναδικό μου καταφύγιο –τόσο αληθινό ώστε να κάνει τη δουλειά του, αλλά και τόσο τίμιο ώστε να μην προβάλλει σαν κάτι περισσότερο από πλάσμα της φαντασίας μου. Ονειρεύομαι, λοιπόν, ότι ζω σε έναν ολιγομελή καταυλισμό (εκατό άνθρωποι όλοι κι όλοι, άντε λίγο περισσότεροι) σε μια μακρινή σε χώρο και χρόνο στέπα –μια ασαφής και αδιαβάθμητη έκταση, που αναβλύζει ησυχία, αφού ακόμα και τα λίγα και πλήρως εξημερωμένα σκυλιά που έχω τοποθετήσει εκεί δεν γαβγίζουν όταν ενοχλούνται από κάτι αλλά απομακρύνονται με την ουρά στα σκέλια, και τα λίγα παιδιά που αναλογούν στους λίγους ανθρώπους του καταυλισμού, αντί να τσιρίζουν δύστροπα για φαΐ, εμπιστεύονται τη γεύση κάθε σύννεφου που θυμίζει ζουμερό φρούτο. Μερικές φορές βυθίζομαι τόσο στην ησυχία αυτού του αδιέξοδου σκηνικού, ώστε με πιάνει νύστα, όμως εγώ δεν θέλω να κοιμηθώ, γιατί δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο ύπνος θα φερθεί με την ίδια απαλότητα στα κλειστά μου βλέφαρα. Γι’ αυτό λοιπόν ξεκινώ να πειράζω με τον νου μου τις εποχές, τις «εκτραχύνω», αν μου επιτρέπεται η λέξη. Αυξάνω τη συχνότητα των βροχών, τόσο που θα τους άξιζε να λέγονται πεισμώδεις, υπερβάλλω στην ένταση των ανέμων, τόσο που θα τους πήγαινε να λέγονται θυμώδεις, κι επιμηκύνω τη διάρκεια και των δύο, τόσο που θα αναλογούσε στο καθένα τους μία ολόκληρη εποχή, μεγάλης κιόλας διάρκειας. Ενδιαμέσως, φαντάζομαι να αναπτύσσεται η γαλήνια δράση των ανθρώπων, όταν ηρεμούν οι άνεμοι και αποσύρονται τα νερά, κι αυτοί μπορούν να προβούν στις στωικές τους επανορθώσεις, αποκαθιστώντας τις ζημιές τόσο της υγρασίας όσο και της ξηρασίας, και φροντίζοντας συγχρόνως να έχουν τα μόνα πράγματα που αξίζει να υπάρχουν: σπίτια σταθερά, ρούχα καθαρά, σύννεφα φαγώσιμα… Ω Βέσιντ, δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει χωρίς την ηχομόνωση αυτής της εικόνας, χωρίς την ικανότητά της να κλείνει τη στρόφιγγα της χαλασμένης βρύσης, που το νερό της δεν είναι άλλο από ένας πνιγηρός όγκος θορυβωδών κι αταξινόμητων εντυπώσεων… Όμως, εσύ γιατί με κοιτάζεις τρομαγμένος;

–Ίντμον, τι είναι αυτά που λες;

–Πφ, ονειροφαντασιές, συμφωνώ, θα καταλάβαινα να σου προκαλούν πλήξη, όμως εσύ δείχνεις στ’ αλήθεια τρομαγμένος.

–Μα δεν τρομάζω με αυτά που λες, τρομάζω απ’ τη σιγουριά με την οποία τα αποδίδεις στη φαντασία σου και όχι στη μνήμη σου.

–Μα της φαντασίας μου πλάσματα είναι, όχι της μνήμης μου. Πώς θα μπορούσα να τα θυμάμαι όλα αυτά;

–Θα μπορούσες γιατί τα είχες ζήσει, Ίντμον, κι ίσως ακόμα να τα ζεις. Μπορεί να έφυγες από τον καταυλισμό, αλλά δεν παύεις να βρίσκεσαι στην επικράτεια της στέπας.

–Σε χάνω, Βέσιντ. Πολύ φοβάμαι ότι εξέλαβες μεταφορικά τα όσα σου είπα και τώρα αντιδράς έχοντας κατά νου αντιστοιχίες που δεν ήταν στις προθέσεις μου. Μια απλή εικόνα σού αφηγήθηκα, ένα προϊόν καταπραϋντικής επινόησης, χωρίς καμία διάθεση μεταφορικών ή συμβολικών επενδύσεων.

–Άντε πάλι… Ξέρεις, δεν έχω ιδέα γιατί το κάνεις τώρα όλο αυτό, σίγουρα όμως είναι πολύ ενοχλητικό.

–Μα τι εννοείς επιτέλους;

–Εννοώ ότι με ενοχλεί να μιλάς για τη ζωή μας σαν να είναι κάτι ψεύτικο.

–Βέσιντ, ούτε για τη ζωή μας μιλώ ούτε είναι ψεύτικο όλο αυτό που σου αφηγήθηκα, έχει την αλήθεια του, μόνο που αυτή η αλήθεια δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω. Είναι μια αλήθεια του μυαλού μου.

–Μα πώς το λες αυτό; Κι εσύ από πού προέρχεσαι; Και πού εξακολουθείς να βρίσκεσαι; Και δεν μου λες, μη τυχόν και βλέπεις και κάποιον φανταστικό ζωγράφο στον φανταστικό καταυλισμό σου, που αυτός δεν θέλει να ζωγραφίζει αυτά που βλέπει και που οι άλλοι δεν θέλουν να ζωγραφίζει αυτά που αυτός φαντάζεται; Φρόντισες να τον παγιδεύσεις όπως του άξιζε;

–Μπερδεμένα μού τα λες. Πολύ μπερδεμένα. Πού κολλάει τώρα αυτός ο ζωγράφος;

–Τι «πού κολλάει», ανόητε; Του μιλάς! Εγώ είμαι αυτός. Ο καταυλισμός είναι το σπίτι μου. Η στέπα είναι ο τόπος μου. Οι εκτραχυμένες εποχές είναι ο καιρός μου. Αν εσύ τα αρνείσαι για καταγωγή και για συνθήκη σου, εγώ τα δέχομαι για πατρίδα και για πραγματικότητά μου.

–Τότε είσαι πολύ τυχερός. Είναι μια ωραία πατρίδα η πατρίδα σου και είναι μια ωραία πραγματικότητα η πραγματικότητά σου. Ή μάλλον είσαι πολύ ικανός, αν έχεις καταφέρει να ζεις ολόκληρος αυτό που εγώ μόνο μισός μπορώ να απολαμβάνω.

–Κόφ’ το επιτέλους. Κι αν θες να ζήσεις ολόκληρος τη δική μου απόλαυση, δεν έχεις παρά να βγεις έξω από δω. Βγες έξω. Τι κάνεις δω μέσα; Γύρνα εκεί απ’ όπου έφυγες. Αν δεν τον θυμάσαι τον δρόμο, είμαι σίγουρος πως μπορείς να τον φανταστείς. Πέντε μόλις ώρες θα τον περπατήσεις και θα δεις με τα ίδια σου τα μάτια αυτά που τώρα «φαντάζεσαι». Αλλά θα τα δεις ή μήπως είσαι πράγματι τυφλός; Και θα τα νιώσεις ή μήπως είσαι πράγματι νεκρός;

–Μίλα καλύτερα, Βέσιντ. Και θυμήσου τη στιγμή της συνάντησής μας. Για τυφλός, μια χαρά σε είδα να βυζαίνεις το δάχτυλό σου. Για νεκρός, μια χαρά απομάκρυνα το χέρι σου από το καταστροφικό σου στόμα.

–Τότε τρελός, τρελός είσαι. Κρύβεσαι από την πραγματικότητα μ’ έναν θεοπάλαβο τρόπο: δεν την αλλάζεις, δεν την εξωραΐζεις, δεν της αρνείσαι το ευτελές, το υποτυπώδες της περιεχόμενο. Την υπομένεις, φτάνεις στο σημείο να τη νοσταλγείς, μόνο και μόνο επειδή την ξεριζώνεις απ’ τη μνήμη σου και τη φυτεύεις στη φαντασία σου. Αγαπάς και νοσταλγείς την πραγματικότητά μας, Ίντμον, μόνο και μόνο επειδή την αρνείσαι –δεν το καταλαβαίνεις;

–Αχά… Λοιπόν, θα σου κάνω μια ερώτηση και θέλω να μου την απαντήσεις όχι με ειλικρίνεια, γιατί αυτή δεν σου την αμφισβητώ, αλλά με θάρρος, γιατί αυτό είναι που νομίζω ότι σου λείπει: Βέσιντ, πού νομίζεις ότι ζεις;

–Εκεί ακριβώς που φαντάζεσαι –αν και όχι με τη δική σου τη γαλήνη. Η ερώτηση όμως είναι άλλη. Αν ο τόπος που φαντάζεσαι είναι ο τόπος της πραγματικότητάς μου, τότε ποιος είναι ο τόπος της δικής σου πραγματικότητας; Με λίγα λόγια: Πού νομίζεις ότι ζεις εσύ, Ίντμον;

–Ω νέε και γενναίε Βέσιντ, εσύ που έρχεσαι απ’ έξω να μου πεις. Εγώ εδώ ζω, γέρος, με κουρασμένη όραση και χαλασμένες λειτουργίες. Σχεδόν τυφλός. Σχεδόν νεκρός. Λίγο απέχω απ’ το να ταυτιστώ με κάθε φήμη που είχες ακούσει για μένα καθώς μεγάλωνες. Εδώ και χρόνια σ’ αυτό το σπίτι ζω με το ένα και μοναδικό παράθυρο, που βλέπει στην πολύβουη λεωφόρο γι’ αυτό και ποτέ δεν το ανοίγω, και τη μία και μοναδική πόρτα, που με βγάζει στον κήπο, όπου και είχα τη χαρά να σε βρω. Όταν δεν ονειρεύομαι τον καταυλισμό, θυμάμαι τον κόσμο μες στον οποίο έζησα, ένα απερινόητο και θορυβώδες συνονθύλευμα από όρνεα κι ερπετά μηχανικά, δέντρα που ο κορμός τους θύμιζε τη σπονδυλωτή μας άρθρωση, συστάδες ανθρώπων που έδειχναν ν’ ασφυκτιούν μες στις φρικώδεις διακλαδώσεις τους, «σπιτάκια» που ένας θεός ξέρει γιατί οι ένοικοί τους τα χαρακτήριζαν έτσι κάθε φορά που εγώ τους έλεγα  να εγκαταλείψουν αυτούς τους κάθετους συμπαγείς όγκους με τα οστά δεινοσαύρων στα θεμέλια και το τεράστιο μάτι καρφωμένο στην αιχμηρή κωνική τους απόληξη. Δεν τα είδες όλα αυτά ερχόμενος εδώ; Δεν πόνεσε τα μάτια σου η θέα τους. Τόσο πολύ έχεις συνηθίσει στην ασχήμια; Απλώς ρωτάω, Βέσιντ, δεν σε κρίνω, γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να κλαις.

Νά το πάλι. Σαν να ξεκρεμάστηκε από κάπου ψηλά. Η σιγουριά της πτωτικής κίνησης. Το τράνταγμα της πρόσκρουσης που δεν ακολουθείται ποτέ από γδούπο αλλά από το λαχάνιασμα μιας εσωτερικής φωνής που προσπαθεί να τον καθησυχάσει: «Ηρέμησε, Βέσιντ. Δεν έπεσες. Ήσουν πάντα πεσμένος». Πεσμένος από πού; Πεσμένος πού; Στο στενό κρεβάτι της καλύβας του; Στην αναπαυτική καρέκλα τού Ίντμον; Απλώς, στον κόσμο; Σε ποιον κόσμο; Στον δικό του ή σ’ αυτόν που αντεστραμμένα τού επέστρεφε ο Ίντμον; Κι αν βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, τι γίνεται όταν το πρόσωπο που βλέπεις γίνεται το έσοπτρο που σου επιστρέφει τα οικεία σου δεδομένα στην αινιγματική αντεστραμμένη τους διάταξη; Ομολογουμένως, θα άξιζε τον κόπο η διαλεύκανση όλης αυτής της σύγχυσης, αν ο Βέσιντ δεν αισθανόταν, πρώτη φορά, στ’ αλήθεια εξουθενωμένος. Αν κάτι μπορούσε να κάνει, ήταν μόνο μια δικαιολογία για τα δάκρυά του και μια διφορούμενη υπόσχεση εν είδει ανταμοιβής για τη φιλοξενία: «Ήταν ωραία μαζί σου, Ίντμον. Κλαίω γιατί θα πρέπει να σ’ εγκαταλείψω τώρα. Και δεν ξέρω πού να πάω. Δεν ξέρω καν από πού έφυγα πριν να έρθω ως εδώ, απ’ όπου θα πρέπει και πάλι να φύγω. Όσο για το κλειστό σου παράθυρο, σε διαβεβαιώ πως μπορείς να το ανοίξεις άφοβα. Τώρα θα έχει πέσει πια η νύχτα έξω, αλλά από αύριο μπορείς κάθε πρωί να το ανοίγεις. Ο κόσμος που θυμάσαι δεν υπάρχει. Έχει αντικατασταθεί από καταγάλανο αλμυρό νερό. Άλλοι το λένε θάλασσα και άλλοι ουρανό. Εσύ πες το όπως θες. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται να σ’ ακούσει».

Ό,τι άλλο γνωρίζουμε για τον Βέσιντ είναι φήμες. Πολλές φήμες, αφού δεν υπάρχει ξένος που να έχει έρθει ως εμάς και να μην μοιράστηκε μαζί μας τις αοριστολογίες του για κάποιον ζωγράφο που δουλεύει για κάποια παραγγελία, πασχίζοντας με κάρβουνο, «ο μούρλιακας», να κάνει κάποια σχέδια που άλλοτε τα λέει θαλασσογραφίες και άλλοτε ουρανογραφίες. Ισχυρίζεται, «ο έρμος», πως αξιώθηκε να του ανατεθεί ένα παράθυρο, κι αυτός είναι επιφορτισμένος με την υποχρέωση να ζωγραφίσει τη θέα του. Κανείς από τους ξένους μας δεν θυμάται το όνομα του ζωγράφου, αλλά εμείς είμαστε σίγουροι ότι πρόκειται για τον Βέσιντ. Αλλά κι έτσι να μην είναι, τι ζημιά θα μπορούσε να κάνει σ’ αυτόν τον κόσμο άλλη μία από τις τόσες μικρές κι ανωφελείς μας βεβαιότητες;

 

Εικόνα:
Anselm Kiefer – Winterlandschaft 1970

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.