«Ποίηση σημαίνει λέξεις, από κείνες  τις λέξεις  που η καθεμιά  απ’ αυτές,  λες και είναι πουλιά που είχαν μείνει για πάρα πολύ καιρό έγκλειστες σε  κλουβί, βγαίνουν πετώντας έξω»
 

«Τα ποιήματα ποτέ δεν είναι προϊόν φαντασίας, μπορεί να έρχονται καμιά φορά σαν κάτι ξέφρενες παραισθήσεις, όμως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν ψεύδονται» 

Βασίλι Μποροντίν
(
Василий Бородин)

 

Ο ποιητής, ζωγράφος, μουσικός, επιμελητής και κριτικός λογοτεχνίας Βασίλι Μποροντίν (1982-2021) γεννήθηκε και έζησε στη Μόσχα όπου και σπούδασε μεταλλουργία. Αρθρογραφούσε για τη σύγχρονη ποίηση και τις εικαστικές τέχνες. Έχει κυκλοφορήσει εννιά ποιητικές συλλογές και συμπεριληφθεί σε λίστες αρκετών βραβείων. Ποιήματα, δοκίμια και εικονογραφήσεις του έχουν δημοσιευθεί σε μια σειρά ρωσικά λογοτεχνικά περιοδικά. Παρόλα αυτά, οι συνομιλητές του από την εφημερίδα “NG Ex Libris” σχολιάζοντας τη συνέντευξή του το 2019, διαπιστώνουν ότι:

«Ο Βασίλι Μποροντίν νιώθει πιο άνετα με τον άνεμο και τη βροχή παρά με τους ανθρώπους. Η ποίησή του είναι μια “(επαν)ανακάλυψη” του κόσμου ή, σύμφωνα με τους κριτικούς, μια κοσμογονία. Δεν κυνηγά τη δόξα ούτε τις δημοσιεύσεις, ακόμα και οι δημόσιες απαγγελίες του είναι σπάνιες. Τον τελευταίο καιρό είναι πιθανότερο να τον συναντήσει κανείς με την ακουστική του κιθάρα σε κάποια υπόγεια διάβαση του μετρό. Τόσο πιο πολύτιμα γίνονται τα λόγια του περί ποίησης, της οποίας είναι μάλλον φίλος παρά παιδί.»

Τα έργα του αντανακλούν την ευαισθησία του και την ιδιαίτερη παρουσία του στην σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία. Η ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας Αλίνα Νταντάεβα σχολιάζει:

«Στα ποιήματα του Βασίλι Μποροντίν υπάρχει κάτι το ανυπεράσπιστο και εύθραυστο. Εμβαθύνοντας στη σύνταξή τους, αισθάνεται κανείς αυτόπτης μάρτυρας όχι της δόμησης αλλά μάλλον της αποδόμησης της γλώσσας. Λες και κάποιος αφαίρεσε από την δομή αυτών των κειμένων, τον σκληρό σκελετό που συντονίζει την ύλη στον χώρο, και παρόλα αυτά, αυτή η δομή, ως δια μαγείας, διατηρείται συναρμοσμένη στον αέρα. Επίσης, αυτά τα ποιήματα μου θυμίζουν λίγο τις πικραλίδες: είναι ελαφριά, φωτεινά, νταντελένια όταν τα κοιτάς στο φως, ενώ στην κάθε λέξη κρύβεται το δυναμικό ενός σπόρου, φαίνονται έτοιμα να σκορπίσουν και να πετάξουν μόλις τα φυσήξεις.

Η ποιήτρια Άλλα Γκορμπουνόβα αποκαλεί την ποιητική του Μποροντίν μια “ποιητική συμβάντων”, σημειώνοντας ότι “αφορμή για πολλά ποιήματά του αποτελούν οι εντυπώσεις-συμβάντα” (από την ιστοσελίδα των Βραβείων Αντρέι Μπέλυ). Είναι σημαντικό να αποκωδικοποιήσουμε ορθά τη λέξη “συμβάν”, καθώς δεν πρόκειται απλώς για κάποιο γεγονός που έλαβε χώρα με αυτόπτη μάρτυρα τον ποιητή, αλλά για το Συμβάν, από το συν-βαίνω, ένα είδος συνύπαρξης που μεταμορφώνεται από τον παρατηρητή και μεταμορφώνει τον ίδιο, με εκείνη την έννοια, με την οποία συμβάν αποτελεί η άνοδος ενός σαλιγκαριού στο όρος Φούτζι.

Στο παρακάτω ποίημα (βλέπε 1) ως ένα τέτοιο γεγονός εμφανίζεται η μετακίνηση ενός ηλικιωμένου με ένα προς φύτευση δέντρο σε ένα άδειο τρόλεϊ. Είναι αισθητή η αντίθεση ανάμεσα στη στασιμότητα (τον γέρο και το δέντρο) και την κίνηση (το τρόλεϊ και τη βροχή). Η στασιμότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται φαντασιακή, καθώς ο ακίνητος γέρος και το δέντρο κινούνται τόσο μαζί με το τρόλεϊ, όσο και εντός τους, σε βιολογικό επίπεδο: ο γέρος προς τον θάνατο και το δέντρο προς τη ζωή. Ταυτόχρονα, το τρόλεϊ λειτουργεί σαν μεταφορά και για τον πρώτο (“ήσυχο σαν θάνατος”) και για τη δεύτερη, διότι η ζωή είναι κίνηση και κάθε κίνηση οδηγεί εν τέλει στο θάνατο. Αλλά ακόμη και ο θάνατος, ο οποίος είναι ουσιαστικά στατικός, είναι επίσης φαντασιακός· το δέντρο είναι μόνο φαινομενικά νεκρό, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται στο κατώφλι της ζωής. Ο γέρος δε, φαίνεται να οδεύει προς το θάνατο, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται στο κατώφλι της αιώνιας ζωής, γεγονός που υποδεικνύεται από τον βιβλικό υπαινιγμό στην προσευχή για σωτηρία: “Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον” που είναι στίχος από τον 12ο ψαλμό του Δαυίδ. Παρεμπιπτόντως, το ποίημα τελειώνει με την πολυπόθητη “φώτιση των οφθαλμών”, δηλαδή την ικανότητα να αντικρίσει τη συνάντηση της βροχής “με μια σταγόνα / ένα μοναχό κλαδί” (αυτό που ο Αλεξάντρ Ζιτενιόφ, σε μια κριτική του για μια ποιητική συλλογή του Μποροντίν, ονόμασε  “τοποθέτηση μιας μικροφωτογραφικής πραγματικότητας στην λυρική εστίαση”, περιοδικό “Αέρας”, 2013).

Τέλος, στην δεύτερη στροφή (“μα μουσική σ’ αυτό ούτε σ’ αυτόν / ούτε εκεί – / μουσική δεν υπάρχει”) ο Μπροντίν προσεγγίζει την άρνηση μέσω κατάφασης. Αν ο ποιητής θεωρεί αναγκαίο να ακουστεί ότι η μουσική (στο δέντρο, στον γέρο) δεν υπάρχει, σημαίνει ότι αυτή η μουσική υπάρχει a priori εντός τους, συνιστώντας τρόπον τινά ένα φαινόμενο “ceci ce n’est pas une pipe”. Έτσι, η μουσική δεν υπάρχει, διότι υπάρχει ενύπνια και η ησυχία αυτού του ύπνου ακούγεται πιο έντονα από την ίδια τη μουσική. Επί της ουσίας, δεν πρόκειται για ησυχία αλλά για σιωπή με την έννοια που την είχε ορίσει ο ποιητής Αϊγκί: «Η σιωπή δεν είναι παρά ησυχία με περιεχόμενο». Συνεπώς, ο Μποροντίν επιχειρεί διαρκώς να πλησιάσει το στόχο του εξ αντιδιαστολής, ήτοι τη δημιουργία της δικής του γλώσσας μέσω της αποδόμησης της γλώσσας, την κατάφαση μέσω της άρνησης, τη μουσική μέσω της σιωπής, τη ζωή μέσω του θανάτου. Με άλλα λόγια, μέσω της πρωτογενούς “ένωσης και πάλης των αντιθέτων” τα οποία, ως γνωστόν, πληρούν με νόημα την τέχνη και την ίδια την ύπαρξή μας.»

Ένα ζωγραφικό έργο του Βασίλι Μποροντίν που ως συνήθως παλεύει για να βρει την ομορφιά του κόσμου

Δυστυχώς, τα λόγια της ποιήτριας για την προσέγγιση της ζωής μέσω του θανάτου αποδείχθηκαν προφητικά. Ο νέος και ταλαντούχος δημιουργός «έφυγε» από το παράθυρο του σπιτιού του, πανομοιότυπα με τον μυστηριώδη θάνατο ενός ακόμα μεγάλου θλιμμένου λυρικού, της τζαζ μουσικής ωστόσο: του Chet Baker. Ο άδικος χαμός του Βασίλι ‘Βάσια’ Μποροντίν βύθισε στη θλίψη τη ρωσική λογοτεχνική κοινότητα, καθώς άφησε ανολοκλήρωτο το πλούσιο έργο του και της στέρησε έναν φωτεινό και ταπεινό άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που προτιμούσε να βγάζει το ψωμί του ως αποθηκάριος και διανομέας ή παίζοντας μουσική στο δρόμο αντί να αμείβεται ως επαγγελματίας στα λογοτεχνικά σαλόνια, όπου τον εκτιμούσαν ούτως ή άλλως. Έναν αφοσιωμένο φίλο που πρόσφερε απλόχερα δωρεάν επιμέλειες, εικονογραφήσεις, χειροποίητες εικονογραφημένες ποιητικές συλλογές πολλών ποιητών και ποιητριών, τα τραγούδια του και τις συμβουλές του, και άνοιξε το σπίτι του στους πάντες, ενώ για τον εαυτό του θεωρούσε ντροπή να ζητήσει οποιαδήποτε βοήθεια, παρόλο που μπορεί να την είχε περισσότερο ανάγκη.

Αυτές τις μέρες γράφτηκαν πολλά για τον ίδιο, για τα οικονομικά και τα οικογενειακά του προβλήματα, τον εθισμό του στο αλκοόλ, τον πρόσφατο χαμό του πατέρα του, για όλα όσα έφεραν πιο κοντά το τέλος και απ’ όσα δεν βρήκε καταφύγιο στην ποίηση. Όμως, η ποίηση του πολυγραφότατου Μποροντίν  δεν μοιάζει με μυστική σπηλιά όπου προσπαθεί να κρυφτεί, αλλά με ορεινό ποτάμι που εκβάλλει από αυτήν με δύναμη και κόντρα στις πέτρες που το συγκρατούν. Εντυπωσιάζει η αυθόρμητη και έντονη ροή των ποιημάτων του, μια καθαρή πηγή λόγου που αναβλύζει από τα σκοτεινά βάθη μιας πολυτάραχης ψυχής. Δεν είναι όμως ακατέργαστη: η ρυθμικότητα είναι αισθητή ακόμα και στα μη έμμετρα ποιήματά του, σαν ανάμνηση μιας επί χρόνια καλλιεργημένης συγκρότησης, της οποίας η ακριβής απόδοση είναι, ομολογώ, ακατόρθωτη στη μετάφραση, όπως συμβαίνει και με τα λογοπαίγνια και την ηχητική χρήση της γλώσσας –που είναι επίσης χαρακτηριστικά της ρωσικής πρωτοποριακής ποίησης του 1920, τα οποία εξίσου αναγκαστικά απομακρύνουν τις μεταφράσεις της από το πρωτότυπο. Στην ποίηση του Μποροντίν οι αρχετυπικές, ενίοτε μυθικές ή βιβλικές μορφές αναπτύσσουν σουρεαλιστικές σχέσεις με τον περιβάλλοντα αστικό χώρο, το δάσος, τα στοιχεία της φύσης. Αυτές οι σχέσεις σκηνοθετούνται έτσι ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι όλο το ποιητικό σύμπαν επιδίδεται  στην υπαρξιακή αναζήτηση, όντας απο-υποκειμενοποιημένο και ακολουθώντας μια αυτόνομη πορεία χωρίς το βλέμμα του ποιητή. Ο ποιητής εδώ θυμίζει καμεραμάν που με μαεστρία και λεπτότητα ανοίγει παραθυράκια  στον έξω κόσμο, εστιάζοντας με τον φακό του σε παράξενες λεπτομέρειες σαν άλλος Ταρκόφσκι. Δεν τον βλέπουμε πουθενά, όμως νιώθουμε το μέσα του που είναι «μόνο φως και φωτιά».

Ακολουθούν έντεκα από τα ποιήματά του που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από φίλες και φίλους ποιητές οι οποίοι τα ανάρτησαν στο προφίλ του στο Facebook.

photo: Анна Шмитько

 

ΔΙΑΣΠΑΡΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
του Βασίλι Μποροντίν

(μτφρ: Ξένια Καλαϊτζίδου)

 

(1)

γυμνό δεντράκι

κουβαλά

στο τρόλεϊ ένας γέρος

μα μουσική ούτε σ’ αυτό ούτε σ’ αυτόν

ούτε εκεί –

μουσική δεν υπάρχει

ούτε στο δεντράκι

ούτε στον γέρο

το τρόλεϊ ήσυχο σαν θάνατος

οι ρίζες

σε σακούλα άσπρη κοιμούνται

θαρρείς «μήποτε υπνώσω εις θάνατον»

και ψιχαλίζει

ψιχάλες ειν’ απόμακρες τελείες

σαν τη βροχή, των δρόμων γέρο

που με μια σταγόνα

ένα μοναχό κλαδί

έξω απ’ το μετρό θα συναντήσει

 

 

(2)

ν’ αγγίξω τυχαία λίγο πάνω απ’ το γόνατο

και στην καρδιά μου να το κρατήσω μια ζωή

γιατί να το θυμάμαι

γιατί να το πω

 

καιρός να πάω στον άλλο κόσμο

μα εντός

μονάχα και μόνο

φως και φωτιά

 

 

(3)

γεννήθηκα άρτος

μα ο άρτος πέτρα έγινε

πέτρα έμεινε για χίλια χρόνια

κι έγινε άμμος

 

τότε η φωτιά την άμμο

έκανε γυαλί

όμως

έσπασε το γυαλί

 

κράτα το θραύσμα στην παλάμη σου

χωρίς

να καταλάβεις

τι

να το κάνεις

 

στην παλάμη αν το σφίξεις

πάλι

θα γίνει

μια χούφτα άμμο

 

μια χούφ-

τα άμμο

θα φτιάξει

μια πέτρα

 

θα γίνει άραγε

η πέτρα

άρτος ξανά;

η πέτρα άρτος

 

 

(4)

ειν’ εκ των έσω η θλίψη κάποτε

ή μέσα, όλη της

στης γης την άκρη κάθεται

στην πέτρα της αυγής

 

του νου καμιά φορά μακριά

το δίχτυ απλώνεται

χάθηκε η ψυχή του η συννεφιά

κι όλη νύχτα κρέμεται

 

νωρίς στο γεύμα γιορτινό

η σφήκα ταπεινή

κουνά της μέσης της το σπάσιμο

ξανά, ώρα μισή

 

αργά, τραπέζια της γιορτής

στης βάρκας πέταλα

κουτσαίνει ο μέρμηγκας της γης

το χέρι του βοά

 

κάποτε, δρόμοι βοοειδών:

σαν γέρος πάνω τους

αέρας διάφανος, νοσηρός

και καίγεται εντός

 

μα κάποτε κι η σκόνη, σαν

ίζημα θλίψης στα ζεστά

όταν το πέρα είναι μακριά

κι η συνάντηση, αγκαλιά

 

 

(5)

άδειο καλοκαίρι κουκουτσιού από κεράσι

σε πορσελάνινο μπολάκι κάθεσαι και φτύνεις

ντριν

ντριν

ντριν

πάρε προσεκτικά αγκαλιά

αυτό το σύννεφο γεμάτο αίμα

και μαζί σου

κουβάλα το

πολύ πολύ μακριά

 

 

(6)

κοιμήσου ξερό δάσος

βιβλίο που κάθε βράδυ καίγεσαι

όλο και πιο πικρά κι αβάσταχτα

 

βιβλίο για το χιόνι

βιβλίο για την αυστηρή μπόρα

με το εξώφυλλο προς τον ουρανό

να κρύβει το θρόισμα των άστρων

 

 

(7)

η καρδιά, στο βορρά

 

ο αέρας, στο δέντρο

αντί για φυλλωσιά

 

ο αέρας, παντού

 

σουλατσάρει ο άνθρωπος

αντί για τον εαυτό του

 

που να συναντήσει τον εαυτό του

τι να του πει του εαυτού του

 

χρόνο με το χρόνο μόνο

παράθυρα και νεφέλες

 

στα καλώδια, ένα αστεράκι

δίπλα σ’ ένα άλλο

 

 

(8)

μπορεί ένα όνειρο, όνειρο ν’ αγκαλιάσει;

φως, το φως;

σκοτάδι,

το σκοτάδι;

νους, το νου, και νους κατά νου;

 

το αγχώδες, να ταράζει

το φρικτό, να μας τρομάζει

μα ο κοινός αέρας δεμένος μοιάζει

με κάτι που πια να γίνει αδυνατεί

το πρωταρχικό «εμείς δεν είμαστε εμείς»

 

 

(9)

όταν αγαπάς, το στήθος διαρκώς πονάει στη μέση όσο κρατάει ο χωρισμός και δεν πονάει κατά τη συνάντηση

αυτό δεν έχει σημασία

πρέπει να αγοράσω στο κατάστημα “Ακόρντο” τη φλογέρα με πλήκτρα, το όργανο των τραγουδιστών της Τζαμάικα

αυτό δεν έχει νόημα

πρέπει να αναποδογυρίσω το μυαλό μου, να θυμηθώ ότι δεν ήταν ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αλλά ο ίδιος ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκείνος που είπε:

«κλίνη ταύτη τάφος μου εστί*»

πρέπει να ακυρώσω το μυαλό και να ψηλαφίσω τριγύρω και τον ευτυχισμένο, και τον κλαίγοντα εχθρό, την πατρίδα

που στα δέντρα της, στα χέρια-νύχια τους

μαζεύτηκε η βροχή

κι η βροντή από καιρό πέρασε, λες και κουβάλησε τον εαυτό της

στο δικό της τάφο

όμως σύντομα θα πεταχτεί έξω: «όλα επέστρεψαν

κι εγώ επέστρεψα,

είμαι η μεγάλη κρίση, θα σας ελέγξω και

θα σας σώσω»

 

*η φράση αυτή υπάρχει στην απόδοση της Ευχής Γ’ του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού στα εκκλησιαστικά σλάβικα  ως εξής: «Εύσπλαχνε και πολυέλεε Κύριε ο Θεός μου, μηδέ κλίνη ταύτη τάφος μου εστί;»

 

 

(10)

σε τσίγκινη κούπα νερό αναπηδάει

ξανά και ξανά, στα καλώδια πάει

 

και φτιάχνει σταγόνες, σταγόνες που σέρνουν

σαν τρένα που επιστολές μεταφέρουν

 

απ’ όσους δεν αγαπούν πια, σ’ όποιον δεν αγαπάει:

εκεί ξεκινά η βροχή και τα άνθη χτυπάει

 

 

 

(11)

είναι φωτεινά στο λάκκο

κάτω απ’ το βάρος του λύκου κατέρρευσε η στρώση

ιδού, ξάπλωσαν

τα φύλλα που στροβιλίζονταν πριν

είναι φωτεινά στο λάκκο

 

το νερό στο σπίτι

ταλαντεύεται όλο και πιο ήσυχα στον κουβά

ανασαίνει ο άρρωστος

και στο ταβάνι κάνει μια στρογγυλή ανταύγεια

το νερό στο σπίτι

 

στον πυκνό καπνό

ανεβαίνουν γυρίζοντας οι ρούσες σπίθες

εκεί πάνω σβήνουν

σαν γκρίζες τελείες πλέουν κατεβαίνοντας

στον πυκνό καπνό

 

στον νυχτερινό ουρανό

λάμπει το αστρικό βάθος

και βαθιές ανάσες

παίρνει ο διάφανος λύκος και τρέχει

στον νυχτερινό ουρανό

 

Καλό φτερούγισμα

 

Η δημιουργικότητα αυτού του όμορφου ανθρώπου δεν εξαντλείται στη γραφή.
Εδώ μπορείτε να βρείτε εικονογραφήσεις και εικαστικά του έργα: http://vasborodin.gallery.ru/
και εδώ μουσικές του: https://vassilyborodin.bandcamp.com/

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ξένια Καλαϊτζίδου γεννήθηκε το 1989 στην Πένζα της Ρωσίας. Έχει σπουδάσει στο Πολυτεχνείο του Α.Π.Θ. και είναι πτυχιούχος του ινστιτούτου ρώσικης γλώσσας Αθηνών Πούσκιν. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Ένεκεν" η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο "Ήρωες άχαρων πόλεων", ενώ το 2019 κυκλοφόρησε η μικρή ποιητική συλλογή της "Τα ψυχομετρικά" (αυτοέκδοση) η οποία και διανεμήθηκε δωρεάν σε μορφή ζιν. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην "Ανθολογία 77 βραβευμένων ποιητών" στα φεστιβάλ ποίησης Θεσσαλονίκης 2000-2005 της Ε.Σ.Λ.Ε. και σε άλλα έντυπα. Υπήρξε για δέκα περίπου χρόνια τακτική συνεργάτιδα του λογοτεχνικού περιοδικού "Ένεκεν", ενώ, άρθρα, μεταφράσεις και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί επίσης σε λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστολόγια. Ζει στη Θεσσαλονίκη όπου το προηγούμενο διάστημα εργάστηκε ως καθηγήτρια ρωσικής γλώσσας και διατηρεί συνεργασίες με διάφορα μεταφραστικά γραφεία.