Έxeiέναν υπέροχο ήλιο, καθόμαστε και οι τρεις στα γραφεία μας· ο ένας δουλεύει, ο άλλος καπνίζει, εγώ πίνω έναν παγωμένο χυμό. Από τα ανοιχτά παράθυρα το φως γεμίζει το δωμάτιο και φτάνει ο ήχος των ανθρώπων που κάθονται στο καφέ, στα σκαλάκια στο τέλος του δρόμου. Έχουμε ανοίξει τον ανεμιστήρα που ανακατεύει τα χαρτιά στο γραφείο μου και συζητάμε για το νέο μαγαζί που άνοιξε στην γειτονιά.
Μπαίνει το αφεντικό κεφάτος.
«Τι γίνεται εδώ; Λουφάρουμε;» Κοπανάει τον συνεργάτη μου που κάπνιζε στον ώμο, εκείνος του προσφέρει τσιγάρο. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο τον πεζόδρομο που καταλήγει μπροστά από το κτήριο, γυρίζω το κεφάλι μου και τον μιμούμαι. Έχει μια ευχάριστη καλοκαιρινή κίνηση.
«Λοιπόν, κύριοι· πήρε τηλέφωνο ο πελάτης μας και ρωτάει για την πρόοδο των εργασιών. Έχετε καταφέρει τίποτα ή θα με εκθέσετε εκ νέου;»
Ο Σταύρου, αυτός που καπνίζει, ο ψηλός με τα σγουρά μαλλιά, τού δίνει έναν ανοιχτό φάκελο. Έχω ήδη διαβάσει τα περιεχόμενά του, νωρίς το πρωί πίνοντας καφέ, και ξέρω ότι δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον να πει. Τίποτα που να ξεκολλάει αυτές τις έρευνες που ξεκίνησαν το χειμώνα και έχουν τραβήξει ως τον Ιούνη. Βγαίνω για δουλειά τα δροσερά δειλινά του πρώτου καλοκαιριού για την ίδια υπόθεση που με στοίχειωνε τον Φλεβάρη. Εγώ το έχω πει στο αφεντικό πως αυτό το πράμα δεν πάει πουθενά.
Εκείνος διαβάζει και παρατάει τα χαρτιά στο περβάζι του μεγάλου παραθύρου.
Ο Νικόπουλος, ο πιο μεγάλος από εμάς και ο πιο αθλητικός, σηκώνει το κεφάλι του από αυτά που έγραφε.
«Σας το λέω ανοιχτά· πάνε τουλάχιστον δέκα μέρες που εγώ ούτε που προσποιούμαι πως ψάχνω. Έχει καταλήξει αστείο. Ο τύπος δεν μας έχει δώσει κανένα στοιχείο».
Το αφεντικό παίρνει μια καρέκλα και κάθεται ανάμεσα στα γραφεία μας. Το δέντρο με τα μωβ λουλούδια απέναντί μας έχει ανθίσει. Έχει ακόμη κέφι και μας εξηγεί πως εφόσον ο πελάτης εξακολουθεί να πληρώνει, εμείς δεν έχουμε κανέναν λόγο να σταματήσουμε τις έρευνες. Το μόνο που χρειάζεται είναι να του προσφέρουμε μικρές ενδείξεις πως πλησιάζουμε κάπου.
Οι ώρες περνάνε και πρέπει να βγω για έρευνα. Είναι πέντε, έχει ακόμη ήλιο, οπότε σκέφτομαι να περπατήσω ως την Πλάκα και να κοιτάξω εκεί γύρω, στους δημοφιλείς πεζοδρόμους, αλλά ο Σταύρου το έχει επιλέξει πριν από μένα, οπότε πρέπει να κινηθώ σε άλλα μέρη. Διαλέγω να πάω στο κέντρο· ανάμεσα στις ξεβαμμένες πολυκατοικίες και τα ανηφορικά προς τον Λυκαβηττό στενά με τα διαλυμένα πεζοδρόμια, βρίσκεις καμιά φορά κάτι καφέ που μαζεύουν κόσμο σαν την δεσποινίδα που ψάχνουμε.
Ποτέ, ούτε την στιγμή που ο πελάτης μου έδωσε προσωπικά χίλια ευρώ όταν πρωτομπήκε στο γραφείο, δεν πίστεψα πως αυτή η υπόθεση θα έβγαζε οπουδήποτε. Ήξερα πως απλώς θα του τρώγαμε λεφτά, πράγμα που ποσώς με ενδιέφερε· ο τύπος φαίνεται ματσωμένος. Τον πρώτο καιρό, χρησιμοποιούσα την υπόθεση ως δικαιολογία για να βγαίνω στις γειτονιές που μου αρέσουν και πρακτικά να σχολάω νωρίτερα. Με όποιον άνθρωπο και να μίλαγα, ό,τι αναφορά και αν του παρέδιδα, ο πελάτης φαινόταν πεπεισμένος ότι πλησιάζαμε κάπου.
Αναζητούμε μια γυναίκα γύρω στα εικοσιπέντε, μετρίου αναστήματος, ξανθιά, με χαρακτηριστική προφορά στο σίγμα και ρο και τρομερά όμορφη. Ο πελάτης λέει πως του έχει κλέψει αμέτρητα λεφτά σε κοσμήματα· εγώ πιστεύω ότι κάτι πιο ενδιαφέρον συμβαίνει μεταξύ τους. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που ξέρω εγώ είναι πως εδώ και έξι μήνες με πληρώνουν για να κάθομαι σε καφέ και να μιλάω σε όμορφες γυναίκες.
Αν και η αλήθεια είναι πως κάπου εκεί τον χειμώνα αυτή υπόθεση έφτασε με τρελάνει. Έβλεπα στον ύπνο μου ξανά και ξανά πως κορίτσια γνωστά μου είχαν καταλάβει πως τα έψαχνα και προσπαθούσαν με σκοτώσουν ενώ κοιμόμουν. Μια φορά, ονειρεύτηκα πως ο πελάτης με περίμενε έξω από το σπίτι μιας κοπέλας που έβλεπα εκείνον τον καιρό και με μαχαίρωσε στο συκώτι πριν ανέβει τρέχοντας την σκάλα, γλιστρώντας από την πόρτα που ακόμη ήταν μισάνοιχτη. Μου είχε γίνει εμμονή να την βρω. Μετά από ένα μήνα αϋπνίας πήρα τον πελάτη τηλέφωνο και του ζήτησα προσωπικό μπόνους για να συνεχίσω να ψάχνω. Πλέον δεν τον φαντάζομαι ποτέ να καιροφυλακτεί, ούτε φοβάμαι τις γνωστές μου· έχω καταλήξει πως αυτός είναι παντελώς αγαθιάρης και εκείνη είναι ικανή να κρύβεται στην ανωνυμία της και στην αδιευκρίνιστη περιγραφή της.
Είμαι σε ένα καφενείο στα Εξάρχεια και πίνω λεμονάδα. Είχα δει να κάθονται στα τραπέζια τέσσερα κορίτσια, μόνα, που ταίριαζαν στην γενικόλογη περιγραφή. Κανένα ρο και κανένα σίγμα δεν μου φάνηκε ιδιαίτερο. Ο ήλιος έχει πέσει, το σπίτι απέναντί μου είναι γεμάτο γκράφιτι και μια σπασμένη λάμπα κρέμεται πάνω από τον δρόμο. Μυρίζει κάτι απροσδιόριστα καλοκαιρινό. Πληρώνω και πάω να περπατήσω στο τελευταίο φως.
Προχωράω κάτω από τους φανοστάτες και σκέφτομαι πως ακόμη και αν κάποια που θα έβρισκα μιλούσε με ιδιαίτερο ρο και σίγμα, δε θα ήξερα τι να κάνω μετά. Συνειδητοποιώ για ακόμη μια φορά ότι αυτή η δουλειά δεν κάνει για μένα και ότι είμαι κάκιστος σε αυτήν. Ο ουρανός είναι μωβ, η ίδια ωραία μυρωδιά παντού, σκέφτομαι να κάτσω σε κάποιο μπαρ, να χαζέψω την μέρα να χάνεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους που μιλάνε και πίνουν στα τραπέζια πάνω στον πεζόδρομο. Φαντάζομαι τον πλούσιο πελάτη μου να πηγαίνει μόνος του σε όλους τους άδειους δρόμους που του έχουμε γράψει κατά καιρούς πως μας οδηγούν τα στοιχεία μας. Να περιμένει κάτω από παλιές πολυκατοικίες και να περπατάει στις έρημες λεωφόρους τον Αύγουστο. Να σταματάει ξανθά κορίτσια κάτω από τις διευθύνσεις που του έχουμε αναφέρει, να αναφωνεί «Εσύ» και να ακούει αυτό το αμετάκλητο «Κάνετε λάθος κύριε»· και να τα κάνει όλα αυτά κάτω από τον ίδιο μωβ ουρανό που βλέπω εγώ πίνοντας με τα λεφτά του· να περιμένει τα δειλινά σε άδειους δρόμους ως που να ξεχαστεί πως υπήρξε και να ξεχάσει πως μας προσέλαβε. Να χαθεί σε κάποιο από αυτά τα στενά.
Έχει νυχτώσει πια για τα καλά. Κάθομαι στα σκαλιά ενός σπιτιού που μοιάζει εγκαταλελειμμένο, σε ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Σκέφτομαι τι να γράψω στην ημερήσια αναφορά μου. Θα πω πως κάποιο από τα κορίτσια που μίλησα μου είπε πως ξέρει κάποια που ταιριάζει σε αυτήν την περιγραφή, μένει προσωρινά σε μια γκαρσονιέρα στο Παγκράτι, διεύθυνση τάδε. Αρκεί για να συνεχίσει να ελπίζει. Το μόνο που με αγχώνει είναι πως κάτι αντίστοιχο θα έχουν σκεφτεί και οι άλλοι δύο, οπότε πρέπει να διαλέξουμε ποιος θα έχει την τιμή να παρουσιάσει το τρομερό αυτό στοιχείο. Το αφεντικό μας αφήνει να παίζουμε, πια δεν ενδιαφέρεται πραγματικά ούτε αυτός· τίποτα δεν έχει νόημα το καλοκαίρι στην Αθήνα, όσοι ξεμένουν εδώ κάθονται να λιώνουν ως τις πρώτες βροχές, σε μέρες που μοιάζουν ίδιες μέσα στην νύστα της ζέστης.
Βγαίνω από το αδιέξοδο και παίρνω ένα ανηφορικό στενό που βγάζει στην λεωφόρο. Ψυχή. Κίτρινα φώτα και μουσική από ένα ισόγειο. Περπατάω στη μέση του δρόμου. Όσο πάει το μάτι μου, ως την αρχή της λεωφόρου, είμαι μόνος στην νύχτα. Ακούω την μουσική του ισογείου και σκέφτομαι αν αξίζει να ζητήσω άδεια. Κλείνω τα μάτια μου και περπατώ στα τυφλά. Όταν τα ανοίγω, βλέπω κάποιον να βγαίνει από ένα σπίτι δίπλα μου. Με κοιτάει με τα όμορφα μάτια της. Φοβάμαι μην την τρόμαξα μέσα στο σκοτάδι.
«Καλησπέρα σας» λέω.
«Καλησπέρα» μου λέει και αυτή. Είχα ξεχάσει εντελώς το λόγο που είμαι εδώ, όμως αυτό το σίγμα και το ρο με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Της έριξα έναν βλέμμα γεμάτο άγχος. Μου το ανταπέδωσε. Ετοιμάστηκα να πω κάτι και άρχισε να τρέχει. Την ακολουθώ, τα βήματά μας κάνουν αντηχούν στην άσφαλτο. Φτάνουμε στην λεωφόρο, παραμερίζουμε τους λίγους περαστικούς, ξαναστρίβει σε κάποιο στενό και τότε την χάνω.
Τρέχω στο γραφείο να κάνω αναφορά. Τέτοια ώρα δεν δουλεύει το μετρό, όποτε πρέπει να κάνω όλη την διαδρομή με τα πόδια. Περνάω από την μια γειτονιά στην άλλη, πλατείες, πεζόδρομοι, μεταμεσονύχτια μαγαζιά. Κι όσο τρέχω σκέφτομαι το πρόσωπό της. Νιώθω σαν να την είδα σε όνειρο, θα πλήρωνα για να την ξαναδώ. Ίσως αυτό να συνέβη στον πελάτη μας. Ίσως πάλι να μην ήταν αυτή, και απλώς να την τρόμαξε το αγχωμένο βλέμμα μου μέσα στον άδειο δρόμο. Όμως εγώ πρέπει να ξαναπάω εκεί, θα πρέπει να ξαναψάξω να την βρω. Όλες τις νύχτες του καλοκαιριού μέσα στον καύσωνα.
Με τα πόδια μου να καίνε από το τρέξιμο και το πουκάμισο μούσκεμα ανοίγω την πόρτα του κτηρίου και ανεβαίνω την σκάλα. Ψάχνω το σωστό κλειδί. Μπαίνω και βλέπω τα παράθυρα ανοιχτά και τα φώτα αναμμένα. Ο Σταύρου κάθεται και καπνίζει. Τον ρωτάω γιατί είναι εδώ τέτοια ώρα. Μου λέει πως γράφει αναφορά γιατί νομίζει ότι βρήκε το κορίτσι, σήμερα το απόγευμα, στο μνημείο Λυσικράτους. Μίλησαν λίγο και μόλις αντιλήφθηκε ποιος ήταν άρχισε να τρέχει, την κυνήγησε, ώσπου την έχασε σε κάποιο αδιέξοδο.
Ήταν εδώ από εκείνη την ώρα, και κάπνιζε μόνος του όσο νύχτωνε. Μου είπε πως κοιτούσε τον ουρανό να γίνεται μωβ γέρνοντας έξω από το παράθυρο.
«Γιατί δεν έγραψες ακόμη την αναφορά;» είπα με ζήλια.
«Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τον τρόμο της όταν κατάλαβε ότι την ψάχνω. Δεν ξέρω τι την θέλει ο πελάτης, όμως δε μπορώ να τον βοηθήσω να την βρει».
«Σε αντίστοιχες περιπτώσεις δεν έχεις ξαναδείξει τέτοια ευαισθησία».
Δεν μίλησε. Κοίταξα τον πεζόδρομο· άδειος.
«Είναι και κάτι άλλο ε;»
«Ναι» μου λέει.
«Το ξέρω».
Σιωπή.
«Έμαθες που μένει;»
Είπα πως ναι.
«Θα πας να την ξαναβρείς;»
«Ναι. Πρέπει να την δω ξανά, θα πλήρωνα όσα έχω».
Σηκώνεται και κάθεται στην κάσα του παραθύρου, κοιτάει έξω. Μυρίζει ακόμη η ίδια μυρωδιά.
«Εγώ λέω να μην πούμε τίποτα»
Απαντάω πως συμφωνώ. Του λέω πως θα γράψω την αναφορά για το Παγκράτι. Γνέφει συγκαταβατικά, σαν να το σκέφτεται ξανά και ξανά και να καταλήγει πως είναι το σωστό.
«Έτσι και θα συνεχίσουμε να πληρωνόμαστε για πάντα, και δε θα την παραδώσουμε σε αυτόν. Θα έχει τους λόγους της να κρύβεται. Εγώ μια φορά δε θα την ξαναενοχλήσω, δε θέλω να με φοβάται».
Συμφώνησα. Όλη αυτήν την ώρα την φανταζόμουν να γυρίζει τρέμοντας στο σπίτι της. Δεν του το είπα γιατί ντράπηκα, αλλά εγώ νιώθω πως θα ξαναπάω, και ας μην πρέπει. Να της εξηγήσω, να της μιλήσω. Και ξέρω πως θα με ακολουθήσει και αυτός. Όσο για τον πελάτη, τον φανταζόμουν ήδη να περπατάει κάποιον άλλον έρημο δρόμο και να ρωτάει τους περαστικούς, ώσπου να χάνεται μέσα στον ουρανό του δειλινού.
φωτογραφία εξωφύλλου:
Federica Giordano
.
.