O Γάλλος συγγραφέας Jacques Normand (1848-1931) επισκέπτεται ένα βράδυ τον Μιστράλ (1830-1914) στο σπίτι του στη Maillane (Προβηγκία, Νότια Γαλλία). Γράφει ένα μικρό σημείωμα σχετικά, λίγο αργότερα, για να κρατήσει και να μοιραστεί την ανάμνηση αυτή, το 1910.
Ακολουθεί
.
ΠΡΟ τεσσάρων περίπου μηνών, εφθάσαμεν ένα βράδυ προ της οικίας του Μιστράλ στη Maillane. Ήταν ένα βράδυ έκτακτο. Το γαλήνιο φως της σελήνης περιέβαλε την οικία του ποιητή. Η μικρή θύρα άνοιξε. Μια υπηρέτρια –στην οποία θα ηδύνατο κανείς να δώσει το όνομα υπηρέτριας-φίλης – μας οδήγησε στην αίθουσα. Οι τοίχοι ασπρισμένοι με ασβέστη, μια υψηλή εστία, καθίσματα ψάθινα, μια στρογγυλή τράπεζα, σκεπασμένη με μια κηρωτή οθόνη, και μια απλή λυχνία η οποία φώτιζε πάντα ταύτα. Το εσωτερικό οικίας ενός αγρότη, ενός χωρικού ο οποίος θα αγάπαγε τη σπουδή – διότι σε λίγο επισκεφθήκαμε το γραφείο κατάμεστο βιβλίων. Προ του παραθύρου ένα γραφείο όπου ο συγγραφέας της Μιρέλλας –ο οποίος συνθέτει πάντοτε περπατώντας στην εξοχή- γράφει, επιστρέφοντας, τους ωραίους ηλιόλουστους στίχους του.
Ήδη, είμαστε συναθροισμένοι γύρω από το τραπέζι, στη μικρή αίθουσα, πίνοντας κανένα ποτήρι ρακί. Μαζί μας η κυρία Μιστράλ γλυκειά, ωραία. Η φίλη υπηρέτρια λαμβάνουσα και αυτή το μέρος της στη συνομιλία. Ο Pain-Perdu, ο οικιακός σκύλος του διδασκάλου, ένας κύων μαύρος με οφθαλμούς θολούς, ο οποίος φωνάζει από χαρά όταν τον χαϊδεύουν και ζητεί να δαγκάσει εξ ευγνωμοσύνης. Καθαρά ενδεδυμένος, με τον ερυθρό λαιμοδέτη, τον επαρχιακό του πίλο στο όπισθεν μέρος της κεφαλής, ο Μιστράλ είναι εκεί, ήσυχος και μειδιών. (Προ ολίγου εφ’ αμάξης, μεταβαίναμε στο Saint-Remy). Μας ομίλησε με την άδουσα και αδιάφορη φωνή του. Μας είπε την ιστορία της ζωής του: την αρχή του σταδίου του, τον γάμο του, την παιδική του ηλικία· εν ακούσιον και επαναλαμβανόμενο λουτρό, ακολουθούμενο από μια αυστηρά πατρική διόρθωση. Το γιλέκο του παππού το οποίο πήρε μια ημέρα και φύλαξε έκτοτε στο ερμάριο με σεβάσμια προσοχή. Ακόμη τώρα ομιλεί, αστειεύεται, καπνίζει το τελευταίο σιγάρον του… Αιφνιδίως ο νεώτερος του «ομίλου», ο μόνος άγαμος, θέτων ένα ποτήρι στο τραπέζι το σπάει. Γελάσαμε όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της καλής υπηρέτριας και φωνάξαμε με παιδική δροσερή φωνή:
-«Θα παντρευτεί στο χρόνο».
Και τοιουτοτρόπως γελώντες εγκαταλείψαμε τη γλυκειά αυτή οικία –parva domus, magna quies- όπου διέρχονται μακράν του θορύβου των πόλεων, πλησίον αυτών των χωρικών τους οποίους τόσο αγαπά και τους οποίους τόσο καλά άδει, οι πλήρεις εργασίας ημέρες του ποιητή…
JACQUES NORMAND
(Μετάφραση: Τάκης Λάσκαρης)
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ,
τον Νοέμβριο του 1910, τεύχος 117