Δυο παρέες ενώθηκαν δίπλα στα γαλαζοπράσινα νερά της μικρής Εδέμ.
Η μια αποτελούνταν μόνο από κορίτσια και η άλλη μόνο από αγόρια.
Σαν η Εύα να ξαναβρήκε τον Αδάμ δίχως αγγελική επίβλεψη τούτη τη φορά.
Δυο παρέες ενώθηκαν.
Η κλωστή στη ραφή τους;
Συνδυασμός του θαυμασμού που προκαλεί η ανακάλυψη μιας δροσοπηγής στο ηλιοκαμένο δέρμα και της διαρκώς αναγεννόμενης επιθυμίας για μελλοντικά όνειρα που παράγουν τα νιάτα.
Η αρχική βία της σμίξης των ομάδων θύμιζε την εγγενή βία της ερωτικής πράξης.
Η απόλαυση της διεύρυνσης του συνόλου, της νέας κοινότητας των κοινοτήτων, ενέτεινε τη μυσταγωγία της καλοκαιρινής ενδεχομενικότητας.
“Έχεις προσέξει ποτέ πως το ανακλώμενο φως στην επιφάνεια της θάλασσας μοιάζει με δίκτυο νευρώνων;”
*
Κάτω από τα υπεραιωνόβια κλαδιά ενός κέδρου κοιτάξαμε κλεφτά τον ήλιο.
Ο αφρικανικός λίβας παρέσυρε τους παλμούς μας και σκέπασε με άμμο τα απομεινάρια των αστικών μας φόβων.
“Call my name when you talk to God” ψέλλισε το ηχείο.
Εμείς, ταπεινοί προσκυνητές της σκιάς υμνήσαμε τη λύτρωση που μας παρείχε η μοναδική θεότητα που ανα-γνωρίσαμε.
Ανάμεσα σε ρίζες και ρετσίνι αφήσαμε τα παραμύθια που αφηγούνται οι τζίτζικες να παρασύρουν τους λυγμούς μας.
Ο καπνός του τσιγάρου ξέρανε το αφυδατωμένο μας στόμα.
Ο καπνός της πυρκαγιάς ξέρανε την αφυδατωμένη μας ελπίδα.
Το αλάτι της θάλασσας έκαψε τις πληγές που τα βράχια χάραξαν στα πόδια μας.
Το αλάτι των δακρύων έκαψε τους σπόρους της άνοιξης που φυλάξαμε για χρόνια στα στήθη μας.
*
Χθες βράδυ μια αίγα ήρθε δίπλα στο τραπέζι μας.
Αρνήθηκε να πιεί τη ρακή που τη φυλέψαμε γιατί είχε μέσα στάχτη.
Χλεύασε το γεγονός πως το πρωϊνό μοναχικό μας κλάμμα συνοδευόταν από μια βραδινή πεποίθηση νίκης κάθε που βρισκόμασταν στη γιορτή.
Γνώριζε πως αυτή η πεποίθηση βασίζεται στη ματαιότητα που επιφέρει η παραδοχή της ήττας.
Έτσι κι εμείς, παιδιά της γενιάς μας καθώς είμαστε, αποφασίσαμε να αρνηθούμε τη διαιώνιση αυτού του δυστοπικού παρόντος.
Αποφασίσαμε το θάνατό μας ώστε να μπορέσει να ζήσει κάτι πέρα από εμάς.
Διαλέξαμε την άμεση αντι-κουλτούρα του παγανισμού αντί για την αργή επιστροφή στο Μεσαίωνα.
.
*
Αποφασίσαμε να σφάξουμε την αίγα.
Με το αίμα της σημαδέψαμε έναν κέδρο. Υπό τη σκέπη του έναστρου ουρανού απολαύσαμε την ιδρωμένη απελευθέρωση της ομαδικής σεξουαλικότητας.
Ένα μπουκάλι ρούμι τελείωσε όσο κάποιος χαρτογραφούσε τις Πλειάδες.
Ένα τσιγαριλίκι γύριζε από στόμα σε στόμα ενώ αναζητούσαμε τη γενεαλογία των μουσικών ειδών που μας σημάδεψαν.
Χορέψαμε γυμνοί γύρω από τη φωτιά του ματωμένου κέδρου και μέσα στη διαύγεια του ψυχικού μας πόνου αρχίσαμε να βουτάμε μία-ένας στη ζεστή αγκαλιά του φλεγόμενου παραδείσου.
Δεν καταφέραμε να κάψουμε το οικοδόμημά σας προτού κάψετε καθετί που θα μπορούσε να συντηρήσει το γέλιο ενός παιδιού.
Έτσι επιλέξαμε να αφήσουμε τη βροχή να σβήσει το αύριο μιας αθλιότητας δίχως τέλος.
Οι πρωτόπλαστοι αυτοπυρπολήθηκαν.
Η Εδέμ δάκρυσε μα δέχθηκε τη θυσία.
Και όταν έσβησε ο Κέδρος, στο έδαφος που ποτίστηκε με το λίπασμα της ανθρωπότητας άνθισαν δυο όμορφα λουλούδια.
Ένα της θύμισης για αυτά που υπήρξαν και ένα της θλίψης για όσα θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει.
Σ π ι ν θ η ρ ι σ τ ή ς