Σtonχώρο της κριτικής της λογοτεχνίας δεν υπάρχουν σε επαρκή βαθμό αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια για να πιστωθεί αβίαστα σ’ ένα λογοτεχνικό έργο η αυθεντικότητα ή, αντίθετα, η κοινοτοπία του. Η ουσία του ζητήματος όμως δεν είναι αν τα λογοτεχνικά κριτήρια είναι ευδιάκριτα ή όχι και ποιός είναι ο αρμόδιος να τα χρησιμοποιήσει με τον σωστό τρόπο. Το σημαντικό της αποκατάστασης της αυθεντικότητας ενός λογοτεχνικού έργου μέσα στον κόσμο έγκειται στο κατά πόσο ο κριτικός λόγος θέτει σε ισχύ τη διακριτή του απωθητική λειτουργία: μια λειτουργία, δηλαδή, με την οποία απωθείται οτιδήποτε αποκρύπτει την έκθεση της λογοτεχνικής δυναμικής της γλώσσας. Η απειλή σε βάρος της λογοτεχνίας είναι υποπροϊόν της δικής της αμυντικής αδυναμίας. Η λογοτεχνική κοινοτοπία καραδοκεί ν’ αλλοιώσει τη διακριτή σχέση του τετριμμένου με το διαχρονικό. Το βάθος του χρόνου, λένε, είναι ο καλύτερος κριτής όσον αφορά την ανάδειξη της ποιότητας του βάρους που φέρει μαζί του ένα λογοτεχνικό έργο· αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Ο χρόνος όμως επειδή έχει ήδη οικοδομήσει στον κριτικό λόγο το ακαριαίο ένστικτο που χρειάζεται για να επιτευχθεί η απωθητική λειτουργία του, δικαιωματικά ασκεί αυτή τη λειτουργία χωρίς να επαναπαύεται στην πολυτέλεια του βάθους στον χρόνο. Η κοινοτοπία από την άλλη έχει στη διάθεσή της τη λοιμογόνο ισχύ της βλακείας, που ως κοινωνικό προϊόν, χρειάζεται να τη διαχειριστούμε προσεκτικά και με σεβασμό. Η λογοτεχνία από μόνη της δεν κατέχει ούτε την ισχύ αλλά ούτε και τα αμυντικά μέσα για ν’ αντιμετωπίσει την κοινοτοπία και τη βλακεία. Κοινότοπη λογοτεχνία παράγεται ασταμάτητα, σχεδόν καθημερινά· και αυτό είναι αναπόφευκτο. Παράλληλα, προκύπτει και αυθεντική λογοτεχνία, επειδή προφανώς δεν είναι τα πάντα κοινοτοπίες. Για να διακριθεί η αυθεντική λογοτεχνία από την κοινότοπη είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί ένας βασικός παράγοντας της κριτικής σκέψης· η ελευθερία του λόγου. Πέρα δηλαδή από τον καμβά της δημοκρατικής παρεμβολής, που επικαλείται η κοινοτοπία, πρέπει να εκτείνουμε τις αξίες της κριτικής στα όρια στα οποία καθορίζει την ελευθερία του λόγου ως απώθηση της απόκρυψης της λογοτεχνικής πλαστικότητας στη γλώσσα. Ο μηχανισμός της επέκτασης της χρήσης του κριτικού λόγου έτσι ώστε να σφραγίσει την ελευθερία του ως κορώνα χρειάζεται ένα ιερόσυλο δάχτυλο που να κουνάει το εστεμμένο κεφάλι της κάθε φορά εκεί που χρειάζεται. Ένα ιερόσυλο δάχτυλο το οποίο θα γίνει το απαραίτητο εργαλείο για να σκίζει και να θρυμματίζει τον υμένα της παρθενιάς του λογοτεχνικού προϊόντος που εξ ορισμού αυτοανακηρύσσεται ως λογοτεχνία. Το ιερόσυλο αυτό δάχτυλο θα πρέπει να καταξεσκίζει με βία και με τον αψύ χλευασμό του – που υπόβαθρο έχει μόνο τον σεβασμό στον λόγο – τη λογοτεχνία χωρίς απόθεμα, τη λογοτεχνία δηλαδή που δεν εντοπίζεται πουθενά στο επίκαιρο. Γιατί η αυθεντική λογοτεχνία μεταξύ άλλων καταφέρνει να είναι διαχρονικά επίκαιρη με το να σπάει το σκληρό κέλυφος του επίκαιρου. Η λογοτεχνία σπάει ό,τι την καλύπτει αλλά χρειάζεται παράλληλα και την ασφάλεια του κριτικού λόγου για να την προστατέψει από την κοινοτοπία. Αν το δάκτυλο δεν ψηλαφίσει τα πρωτόλεια γενεαλογικά κύτταρα της γλώσσας παραμένοντας άθικτο από βρωμιά και δυσάρεστη οσμή τότε πρέπει να κόβεται εκεί, στην ανούσια κίνησή του. Η κοινοτοπία στη λογοτεχνία βρίσκεται ανάμεσα στη βλακεία ως μια πρόφαση νεύματος προς το απαγορευμένο και στις ανεπαρκείς ενέσιμες διακωμωδήσεις. Η διάχυση της βλακείας γίνεται σε τέτοιο βαθμό ανεκτή και ισχυρή ώστε να εμφανίζεται ως υγεία. Αυτό που η βλακεία όμως ξεχνά είναι το γεγονός ότι η ίδια εμφανίζεται πάντα ως μια θανάσιμη υγεία. Η λογοτεχνική χειραφέτηση χρειάζεται μόνον τον αγώνα της χαράς της δημιουργίας: έναν ατελείωτο αγώνα ενάντια στην μάταιη εξάλειψη της κοινοτοπίας και στη συνεχή δημιουργία κριτικών παρασιτοκτόνων της διακωμώδησης. Η διακωμώδηση είναι προϊόν της έλλειψης κυριαρχίας του κριτικού λόγου και του σεβασμού του τόπου κατοικίας της γλώσσας. Η επίφαση της διακωμώδησης με το κουτσό στήριγμα του ανάλαφρου life-style περιθωριοποιεί την κριτική παρέμβαση ως σοβαροφάνεια. Η κριτική όμως παρέμβαση του λόγου έναντι στη βλακεία που επινοεί την κοινοτοπία ανατροφοδοτείται από τον ισχυρό πυρήνα της αλλοπρόσαλλης σάτιρας. Η εμβολή της σάτιρας συνθλίβει την κάθε ευτελή διακωμώδηση, αφού ταυτίζεται με το ιερόσυλο, βρώμικο δάχτυλο της ελευθερίας του λόγου, με τον αψύ χλευασμό του, γαργαλώντας αυτό που παραδίνεται αμαχητί και δεν μπορεί ν’ αναιρέσει ποτέ την ίδια τη βλακεία που το δέρνει.

 

Εικόνα: Girl Reading (1981) – Gardere Paul

 

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 μετάφρασε την ποιητική συλλογή «Η Αιχμή του Πάθους» του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawi από τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το εκπαιδευτικό βιβλίο «Μαθθαίννω Κυπριακά» από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.