Αργύρης Χιόνης

επιλογή και μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο

 

Οι επιλογές έγιναν από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αργύρη Χιόνη, Η Φωνή της Σιωπής, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, 2006.

.

 

(από τη συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, 1978)

Γ’ ΙΣΚΙΟΙ

η’

Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις μίλα
Αν δεν σ’ αρέσει η ομιλία γέλα ή χαμογέλα
Ή κάνε κάτι με το πρόσωπό σου κούνα
Τα χείλια ή τα βλέφαρα έστω ανεπαίσθητα
Σμίξε τα φρύδια σούφρωσε το μέτωπο
Δείξε πως σκέφτεσαι πως ζεις
Δείξε μονάχα τέντωσε το δάχτυλο και δείξε
Δεν έχει σημασία τι θα δείξεις δείξε

Αν μείνεις έτσι δεν θα τη γλιτώσεις
Θα σε μετακομίσουνε στην αποθήκη
Μαζί με άλλα έπιπλα μ’ άλλα μπαλσαμωμένα ζώα

If you can’t sing then speak
If you don’t like talking then laugh or smile
or do something with your face move
your lips or eyelids however slightly
knit your brows frown
Manifest thought, show you are alive
Just show something, extend your finger and point
it doesn’t matter what at, just point

If you remain like this, then you’re in trouble
They’ll transfer you to the attic
along with other furniture, other embalmed animals

 

Ε’ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ

β’

Το ένα πόδι ακολουθεί το άλλο
Το ένα είναι ο κυνηγός
Το άλλο ο κυνηγημένος

Ύστερα το άλλο πόδι ακολουθεί το ένα
Το άλλο είναι τώρα ο κυνηγός
Το ένα ο κυνηγημένος

Μεγάλες αποστάσεις διανύουν έτσι
Κάποτε κουράζονται
Μένουν ακίνητα το ένα πλάι στο άλλο
Φυλακισμένα και τα δυο από την κούραση

Το πρώτο που κινάει πάλι είν’ ο κυνηγημένος
Το άλλο ο κυνηγός

One foot follows the other
One is the hunter
the other the hunted

Then the other follows suit
and becomes the hunter
while the other is the hunted

They cover great distances this way
Until they get tired
They stand together side by side
imprisoned both in their fatigue

The first that moves again is the hunted
the other the hunter

 

 

(από τη συλλογή ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, 1986)

ΜΙΚΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

IB’

Τι αρμονία και τι δύναμη στο πέταγμα του αετού – ούτε οι άγγελοι δεν ορίζουν τόσο τέλεια τα φτερά τους – και πόσο αδέξιο, πόσο ανάπηρο το βάδισμά του – ακόμα και οι κότες φαντάζουν πλάι του βασίλισσες.

Oh the harmony, the power in the eagle’s flight – not even angels can conduct their wings so perfectly – yet how lame and awkward its walk – even hens look like queens in comparison.

 

ΙΗ’

Κάτω απ’ το ουράνιο τόξο της ουράς του παγωνιού, χάσκει αμείλικτη η κωλοτρυπίδα του.

Under the rainbow of the peacock’s tail, the merciless gape of its arsehole.

 

 

(από τη συλλογή ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ, 1991)

ΕΝΑΣ ΓΙΑΠΩΝΕΖΟΣ ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΟΣ γράφει ένα ποίημα πάνω σ’ έναν κόκκο ρύζι, ενώ ένας άλλος Γιαπωνέζος μικρογράφος ζωγραφίζει τη σκηνή πάνω σε μιαν ελάχιστη αχηβάδα, όπου είναι βέβαια αδύνατο να διακρίνεις το ρύζι και το ποίημα, αλλ’ αν προσεχτικά κοιτάξεις πόσο τέλεια έχει αποτυπωθεί η αγωνία και η ηδονή στο πρόσωπο του γράφοντος, θα νιώσεις σίγουρα ότι πρόκειται για κάποιον που γράφει ένα ποίημα πάνω σ’ έναν κόκκο ρύζι.

A JAPANESE MINIATURE WRITER writes a poem on a grain of rice, while a Japanese miniature painter portrays the scene on a tiny oyster shell, where it is of course impossible to distinguish the rice and the poem, but if you look carefully enough you’ll see how flawlessly the agony and ecstacy on the writer’s face have been depicted, and then you will most certainly feel that this man is writing a poem on a grain of rice.

 

ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ, άλλοι νεκροθάφτες τον κηδεύουνε. Εμένα ωστόσο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι στην τελευταία του κατοικία τον οδηγούνε οι νεκροί που ο ίδιος έθαψε όσο ζούσε, εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε, ή ακόμα ότι μόνος του, με το αργό επίσημό του βήμα, μεταφέρει τον εαυτό του ως το μνήμα όπου χώνεται και από πάνω του τραβά το χώμα σαν κουβέρτα.

WHEN THE GRAVEDIGGER DIES, other gravediggers bury him. However, I like to envision that the dead he had buried while he was still alive are the ones escorting him to his last home, in appreciation of the services he offered them, or even that he, unaided, carries himself at a slow, ceremonial pace, to the tomb where he then lies and pulls the earth over his body like a blanket.

 

ΒΥΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΕ ΒΑΘΙΑ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ – πιο βαθιά κι απ’ την ψυχή του – ένας άνθρωπος ατενίζει το ταβάνι κι είναι ευτυχής που μπορεί να κοιτά προς τα πάνω χωρίς τον κίνδυνο να αντικρίσει τον ουρανό.

Sunk into a deep armchair – deeper even than his soul – a man stares at the ceiling and feels happy that he can look upwards without any danger of actually facing the sky.

 

ΒΑΡΥ ΦΟΡΤΙΟ για τον άνθρωπο η ψυχή, αφάνταστα βαρύ για ένα τόσο αδύναμο σκαρί. Πάλι καλά που το ταξίδι δεν κρατά πολύ.

The soul is a heavy load for man, incredibly heavy for so light a vessel. Thankfully the journey doesn’t last too long.

 

ΜΟΝΑΧΑ ΟΤΑΝ ΤΡΩΜΕ ή κοιμόμαστε δεν επιχειρούμε πράγματα που μας ξεπερνούν. Μονάχα τότε δεν διαπράττουμε το αμάρτημα της έπαρσης. Κι ίσως, ακόμα, όταν ερωτευόμαστε, απλά, σαν ζώα.

ONLY WHEN WE EAT or sleep we do not attempt ventures that are beyond us. Only then we do not commit the crime of arrogance. And perhaps, also, when we love, in the simple manner of animals.

 

ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ, το ταπεινό μαχαίρι ονειρεύεται πως γίνεται σπαθί κι αστράφτει απειλητικά μέσα στον κουρνιαχτό της μάχης.
Την άλλη μέρα, τεμαχίζοντας καρότα, μέσα στους υδρατμούς και τις κλαγγές σκευών, θαρρεί πως ξανακούει το κάλεσμα της σάλπιγγας κι ορμάει, ξαφνικά, ακάθεκτο και κόβει της νοικοκυράς το δάχτυλο.

ASLEEP IN THE KITCHEN DRAWER, the humble knife dreams of being a sword that shines ominously in the dust clouds of battle.
Next day, while chopping carots among the vapours and the clang of dishes, the knife thinks it hears the bugle call once more, so it rushes forward in attack and cuts the housewife’s finger.

 

ΚΟΙΤΩ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ και λύπηση μεγάλη με καταλαμβάνει, στεγνά και κουρασμένα όπως τα βλέπω, γεμάτα φλύκταινες και κάλους.
Πόσες φορές σε κάρβουνα πατήσανε, για μένα, αναμμένα, πόσες φορές, κλοτσώντας το βυθό, με γλίτωσαν απ’ τον πνιγμό και μ’ έφεραν ξανά στην επιφάνεια, και τι αποστάσεις, τι λαβυρίνθους, ματαίως, διανύσανε για να με οδηγήσουν στην ψυχή μου!
Όταν σημάνει η σάλπιγγα της Κρίσης και κριθώ, ας πάω ο μισός στην κόλαση, που μου ταιριάζει κι ας πάνε τα φτωχά τα πόδια μου, επιτέλους, να περπατήσουν στη δροσιά, στο μαλακό γκαζόν του Παραδείσου.

I STARE DOWN AT MY FEET and a great sadness overwhelms me at seeing them so dry and tired, full of blisters and calluses.
How many times they’ve stepped on hot embers for my sake, how many times they kicked in deep water to save me from drowning and get me back to the surface, and, alas, the distances they covered, the labyrinths they entered, in vain, to lead me to my soul.
When the trumpets sound, on Judgment day, and I am judged, let half of me go to Hell which suits me better and let my poor feet finally walk on the cool, soft lawn of Heaven.

 

 

(από τη συλλογή ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ και άλλα ασήμαντα περιστατικά, 2000)

 

ΕΝΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ, ΠΟΥ ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΕ για της ζωής του το ταξίδι σε χώρα ξωτική, φτάνει με καθυστέρηση στο αεροδρόμιο και χάνει το αεροπλάνο.
Φαντάζεστε, βεβαίως, τη συντριβή του, συντριβή, ωστόσο, που σύντομα αλλάζει σε ξέφρενη χαρά, καθώς, το ίδιο βράδυ, ακούει στις ειδήσεις ότι το αεροπλάνο, το δικό του, παραλίγο, αεροπλάνο, συνετρίβη σε ψηλή βουνοκορφή∙ τετρακόσιοι οι νεκροί κι αυτός, εκεί, ολοζώντανος και, δόξα τω Θεώ, πάντα υπάλληλος.

A CLERK WHO HAD BEEN SAVING money all his life for a life’s journey to an exotic land, arrives at the airport too late and misses his flight.
You can imagine his crushing disappointment – a disappointment, however, which soon turns to wild joy, when on the evening news he hears that his plane, the exact plane he had missed, had crashed into a high mountaintop: four hundred people dead yet he still right here, very much alive and, thank God, still a clerk.

 

Αργύρης Χιόνης (1943 – 2011)

 


ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Τ. Κ. μεταφράζει αγγλόφωνη λογοτεχνία, έχει δημοσιεύσει 3 ποιητικές συλλογές και δεν σκοπεύει να εκδώσει τέταρτη, παρόλο που γράφει ακόμα.