Πριν την απογευματινή βάρδια
Τι σε ενοχλεί; Τι υπονομεύει το βάθρο της καρδιάς σου;
Φραντς Κάφκα
Καθώς κούμπωνε τα κουμπιά του πουκαμίσου, το βλέμμα της στάθηκε στο είδωλό της στον καθρέφτη. Για ένα δευτερόλεπτο κοίταξε τον εαυτό της κατάματα, όπως λίγες φορές κοιτάζει κανείς τον εαυτό του. Σαν κάποιος ξένος που την παρατηρεί από μακριά, είδε το σοβαρό, ελαφρώς κουρασμένο βλέμμα των ματιών της να αναδύεται μέσα από εκείνο το τρυφερό ημίφως που τύλιγε το υπνοδωμάτιο λίγο πριν την απογευματινή βάρδια. Για ένα δευτερόλεπτο όλη η ζωή της πέρασε από μπροστά της, σα να βρισκόταν μπροστά στο κατώφλι του θανάτου, όχι στην κάσα του καθρέφτη, και να περίμενε την ύστατη κρίση, την αξιολόγηση αυτού που ήταν, αυτού που υπήρξε, το αποτέλεσμα όλων των προσπαθειών, την συνισταμένη των επιλογών, την λέξη επιτυχία ή την αποτυχία που θα σφράγιζε τον βίο.
Περισσότερο απ’ όλα την ενοχλούσε που έπρεπε ν’ αποχωριστεί το φως. Οι ακτίνες του ήλιου εκείνη την ακριβή ώρα, η απόχρωση κι η θερμότητα τους, της θύμιζαν τ’ απογεύματα της παιδικής της ηλικίας, όταν όλα έμοιαζαν να έχουν φτιαχτεί στα μέτρα της. Ο κόσμος, το ίδιο το απομεσήμερο που κυλούσε αργά αλλά γλυκά προς το απόγευμα, δεν υπήρχε λες παρά μονάχα για να σημάνει το προκαθορισμένο ραντεβού με τους φίλους, την έξοδο για παιχνίδι. Και να τώρα που η έξοδος για παιχνίδι αντικαταστάθηκε από την απογευματινή βάρδια. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν και γερνούν, δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό. Οι άνθρωποι, όχι εσύ. Τα χρόνια είχαν περάσει ανώδυνα, αλλά τι συνέβη στο πέρασμά τους; Τι ακριβώς συνέβη; Γιατί δεν θυμάται κανείς παρά μόνο λίγες στιγμές, ενώ ήταν μια ζωή;
Υπάρχει μια ροή που δεν βλέπουμε, μια αδιόρατη και συνεχής κίνηση που δεν σταματά ποτέ, όμοια με την αναπνοή.
Κι έρχεται μια στιγμή που βλέπεις ξαφνικά το πρόσωπο σου στον καθρέφτη και προσπαθείς να θυμηθείς το δρόμο που διένυσες. Η αποσπασματικότητα των αναμνήσεων, η επιλεκτικότητα της μνήμης, η ψευδαίσθηση του χρόνου… ωραίοι τίτλοι. Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες; Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα; Σκέφτεται τους ήρωες στα διηγήματα του Τσέχωφ, του Τσίβερ ή του Κάρβερ κι αυτή τη στιγμή αναμέτρησης με τον εαυτό τους που πάντα υπάρχει. Οι ήρωες συνήθως είναι άντρες (οι ήρωες εν γένει είναι συνήθως άντρες), όμοια με τους αφηγητές, κι έρχεται μια στιγμή κάπου κοντά σ’ αυτήν την στέπα της μέσης ηλικίας που κάτι τους ξυπνάει από τον λήθαργο. Η ψευδαίσθηση του χρόνου ξανά και ξανά… Κοιτάζουν τότε για πρώτη φορά το σπίτι τους, το αυτοκίνητο ή το αφεντικό τους κι αναρωτιούνται έκπληκτοι πώς βρέθηκαν εν τω μέσω όλων αυτών κι αν τα διάλεξαν άραγε ποτέ όλα αυτά. Η απάντηση βρίσκεται στο είδωλο (Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου… αχ!), το οποίο αντικρύζουν για πρώτη φορά κάποια απρόβλεπτη στιγμή, πριν την απογευματινή βάρδια.
Πριν την απογευματινή βάρδια, η ερώτηση αιωρείται σαν σύννεφο έτοιμο για βροχή. Πόσο σωστά μεγάλωσες τον εαυτό σου; (Άσε τη μαμά και το μπαμπά στην άκρη, δεν έχουν καμιά δουλειά εδώ). Κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη ‒ορφανό‒, προσπαθεί να ορίσει μια αντιπροσωπευτική κλίμακα αξιών πάνω στην οποία θα μπορούσε να τοποθετήσει τον εαυτό της. Κουμπώνοντας τα κουμπιά του πουκαμίσου, θέλει να βρει μια μονάδα μέτρησης για την πίστη, την εντιμότητα ή την αξιοπρέπεια, κι εδώ βρίσκεται η δυσκολία, γιατί το εγχείρημα μοιάζει σαν να προσπαθεί κάποιος να εφεύρει όχι μια μαθηματική μέθοδο, αλλά μια νέα γλώσσα. Οι λέξεις παραπέμπουν σε άλλες λέξεις, σε μικρά, μα καθοριστικά λεκτικά σύνολα… Καλή μητέρα, πιστή σύζυγος, σωστή επαγγελματίας… Τι είσαι, στ’ αλήθεια, απ’ όλα αυτά; αναρωτιέται βουβά λίγο πριν την απογευματινή βάρδια.
Υπάρχει μια εσωτερική γνώση, μια μακροχρόνια πεποίθηση γι’ αυτού του είδους τα ερωτήματα που δημιουργεί την κατάλληλη στιγμή ‒απόγευμα, εν τω μέσω της στέπας‒το είδωλό σου στον καθρέφτη.
Στην πραγματικότητα ξέρουμε. Το μάθαμε ασυναίσθητα κάποια ακαθόριστη στιγμή. Ακόμα κι έτσι, όμως, τα ερωτήματα γίνονται ξαφνικά αιχμές, τα μάτια, πιο διορατικά από ποτέ, βλέπουν μέσα. Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες; Πέτυχες αυτά που ήθελες; Είσαι, με μαθηματική συνοχή κι ακρίβεια, το συμπαγές σύνολο αυτών που σε απαρτίζουν; Μίλα! Στην πραγματικότητα, ξέρεις.
.
.
Εικόνα: Pablo Picasso, Girl before a Mirror, 1932