Το 1930 κυκλοφορεί η συλλογή αραβικής ποίησης Ο κήπος των χαδιών σε απόδοση του Ιωάννη Καλαμάρη (Εν Αθήναις, τυπογραφείον Εστία). Πρόκειται για μια «κατ’ ελευθέραν μετάφρασιν εκ του γαλλικού». Πριν ξεφυλλίσουμε την έκδοση και διαβάσουμε μαζί ορισμένα ποιήματα, κρίνεται απαραίτητη μια σύντομη εισαγωγή. 

Αν δεν μας λέει πολλά πράγματα το όνομα του ποιητή και μεταφραστή Ιωάννη Καλαμάρη, σίγουρα έχουμε ακουστά τον γιο του, τον Νικόλα Καλαμάρη ή Νικόλα Κάλας, που υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων ποιητών και θεωρητικών της τέχνης στην Ελλάδα και έπειτα εκτός συνόρων, από τον μεσοπόλεμο και μεταπολεμικά.

Στο αναφερόμενο βιβλίο, ο πατέρας Καλαμάρης απέδωσε στα ελληνικά μια ανθολογία αραβικών πεζοποιημάτων, που μεταφράστηκαν πρώτα στα γαλλικά από τον συγγραφέα Franz Toussaint και κυκλοφόρησαν υπό τον τίτλο Le Jardin Des Caresses στο Παρίσι το 1921 (εκδοτικός οίκος Henri Piazza).

 

Το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης


Ο Ιωάννης Καλαμάρης απέδωσε τα πεζοποιήματα όχι με τη μορφή πρόζας όπως στο γαλλικό τόμο, αλλά με τη μορφή στίχων, πιθανόν νιώθοντας ότι έτσι τα οπτικοποιεί με τρόπο καταλληλότερο για τον ίδιο και το εγχώριο κοινό του. Παρατηρούμε ότι τα στιχουργήματα δεν υπογράφονται από κάποιον ποιητή ή ποιητές. Μάλλον οφείλεται στο ότι επρόκειτο για ένα είδος λαϊκής ποίησης που πέρασε ανά τους αιώνες από τον προφορικό λόγο στον γραπτό και δεν είχαν έναν μόνο δημιουργό. Ανατρέχοντας στη γαλλική έκδοση του Franz Toussaint επιβεβαιώνεται το ίδιο, η απουσία υπογραφής από συγκεκριμένους στιχουργούς. Επομένως δεν πρόκειται για παράλειψη του Καλαμάρη. Ο Toussaint μπορεί να μεταφράζει στο συγκεκριμένο τόμο πονήματα από ένα ή περισσότερα διαφορετικά παλαιά αραβικά χειρόγραφα που εντόπισε. Ας σημειωθεί ότι ήταν πολύ γνωστός οριενταλιστής στην εποχή του, γνώριζε πέρα από την αραβική γλώσσα εν προκειμένω, και άλλες γλώσσες της Ανατολής όπως περσικά, σανσκριτικά και  ιαπωνικά. Τα ξακουστά Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ αποδόθηκαν από τον ίδιο στα γαλλικά και αποτέλεσαν την πιο γνωστή του μετάφραση.

Το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του 1930

Στον Κήπο των Χαδιών, ο Ιωάννης Καλαμάρης εξηγεί σε εισαγωγικό του σημείωμα πως επιχείρησε κυρίως να αποδώσει στα ελληνικά «την έννοια των ποιημάτων», τον πυρήνα των ιδεών τους, αποφεύγοντας να μεταφέρει ιδιαίτερους ιδιωματισμούς που δεν θα διευκόλυναν τον Έλληνα αναγνώστη. Έπειτα συστήνει τη θεματολογία του βιβλίου που κινείται -όχι αποκλειστικά αλλά κυρίως- γύρω από τον έρωτα και τον «αραβικό τύπο γυναίκας» ο οποίος συναντάται τουλάχιστον από τον ένατο αιώνα στην αραβική ποίηση κατά τον «ισλαμικόν ιδανισμόν» και με «ανεξάντλητον ρωμαντισμό». Είναι η ιδανική γυναίκα που πλάθει και εξυμνεί η φαντασία των ποιητών, οδεύοντας πέρα από τον υλισμό σ’ ένα υψηλότερο ανθρώπινο συναίσθημα.

Δεν μένει, λοιπόν, παρά να επιλέξουμε ακολούθως μερικά ποιήματα από τον Κήπο των χαδιών και να τα μοιραστούμε με τους αναγνώστες του ΑΣΣΟΔΥΟ:

 


Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥ

Είδ’ άλλοτε τη θάλασσα, ανήσυχη, ν’ απλώνει
Ανάμεσα στα κύματα, απέραντο σεντόνι.
Το γέμισαν με λούλουδα, τα κρίνα τ’ ανθισμένα,
Και τού ‘δωκαν το χρώμα τους, απάνω του γυρμένα.

Ένας αέρας δυνατός,  τα κρίνα ξεφυλλούσε,
Τα πέταλά τους έπαιρνε και με ορμή κυλούσε,
Πότε τα έφερνε ψηλά, ή τά ‘σερνε στα βύθια,
Και πότε τα στρογγύλευε, σαν τα δικά σου στήθια.

Είδ’ άλλοτε τη θάλασσα, ν’ αφρίζει μανιασμένη,
Τρελλή σαν την αγάπη σου, αρπάχτρα, μαγεμένη,
Κι όποιος ψαράς τη ζύγωσε, με όνειρα γεμάτος,
Εχάθηκε· τον ρούφηξε, ο τρίσβαθός της πάτος.

Σ’ αυτή τη θάλασσα κι εγώ, στον δόλιο έρωτά σου,
Ήρθ’ άλλοτε ανείξερος, και έγειρα κοντά σου,
Κι αν γλύτωσα και γύρισα, εις το λιμάνι πίσω.
Είναι γιατί κρατήθηκα, χωρίς να σ’ αγαπήσω.

 

H MAXH

Σωπαίναμε, κι η σκέψη μου σ’ άλλη σιωπή απλώθη,
Σε κείνην, που κάθε στρατός, πριν απ’ τη μάχη νοιώθει. 

Τη μάχη της αγάπης μου κι εγώ ‘δωκα σε σένα,
Και των σπαθιών το χτύπημα ακούσθ’ απ’ τα φιλιά μας,
Του πληγωμέν’ ο στεναγμός, απ’ το λαχάνιασμά μας,
Και των αρμάτων την ορμή, το αίμα μας, εγέννα.

Και τώρα γέρνεις δίπλα μου, γλυκά ‘ποκαμωμένη,
Σαν τη σημαία την ιερή, της μάχης, τη σχισμένη.

 

Ο ΚΑΝΑΤΑΣ

Σκυμμένος σαν τον εραστή, μπροστά στην ερωμένη,
Που πάνω είναι στο χαλί με χάρη ξαπλωμένη,
Ο Κανατάς χαρούμενος, τη λάσπη του θωρούσε,
Και τον τροχό του τόρνου του, που όλο και γυρνούσε.

Και λίγο λίγο σφίγκοντας, τη λάσπη στην αγκάλη,
Την χάιδεψε εις την αρχή και την χαϊδεύει πάλι,
Ως που ταράχθηκε κι αυτή, σαν το κορμί που νοιώθει,
Με της αγάπης το φιλί, να το ξυπνούν οι πόθοι.

Και μ’ έν’ ακόμα χάιδεμα, η λάσπη αλλάζει, νά τη,
Επήρε σχήμα στρογγυλό και έγινε κανάτι,
Όμοιο στις όμορφες γραμμές, με το δικό σου σώμα,
Γυμνή κοντά μου μ’ έκστασι, σαν σηκωθείς στο στρώμα.

 

ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ

Ότ’ ήθελε το μπάνιο της, να πάρει στο ποτάμι,
Γυρνά, τα ρούχα της να δει, που κει κοντά ‘χε βάνει,
Μα τρόμαξε απ’ το κακό, το ρέμμα πού ‘χε κάμει,
Το φόρεμά της στο νερό, σαν είναι να το χάνει.

Από την όχθη πέρναγα, την είδα και ζυγώνω.
«Καλή σου μέρα κόρη μου, νάν’ η χαρά μαζή σου».
«Και πώς θα ‘μαι χαρούμενη», μου απαντά με πόνο,
«Το φόρεμά μου κύτταξε, τη μοίρα μου λυπήσου».

Τα λόγια βρίσκει ο ποιητής, σαν ρίμες που ταιριάζουν.
Και σούπα, όσο σ’ έβλεπα να στέκεις πικραμένη:
«Τα νειάτα με το φόρεμα που έχασες, πώς μοιάζουν,
Πηγαίνουν μπρος και φεύγουνε και τίποτα δεν μένει».

 

Η συγκεκριμένη εικόνα είναι του Γάλλου ζωγράφου και εικονογράφου Léon Carré και συμπεριλήφθηκε στην αναφερόμενη γαλλική έκδοση.

 

ΕΙΚΟΝΕΣ

Όλο φωνάζει ο πετεινός, τον λάρυγγά του σπάει·
Το άλογ’ ανυπόμονο, το πάτωμα χτυπάει·
Η γάτα που ξαγρύπνησε, στο σπίτι πια ζυγώνει·
               Ξημερώνει.

Ο κρίνος ο κατάλευκος, τη μέση του λυγίζει·
Το δέντρο, σαν να βάρυνε απ’ τον καρπό του, τρίζει·
Λίγα λεμόνια πέσανε, δεν τά κοψε το χέρι·
               Μεσημέρι.

Η άμμος παίρνει τ’ άλικο, σιγά σιγά το χρώμα·
Όλο ψηλώνει ο καπνός, που πέρασε το δώμα·
Οι ‘ρωτευμένοι βρίσκονται, κει όπου θά ‘ναι μόνοι·
               Σαν νυχτώνει.

 

ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ

Τα τζιτζίκια στο χωριό μας, αψηλά στο βουναλάκι,
                     Τραγουδούνε με μεράκι.
Όπως κι άλλα μέσ’ τους κήπους, όλο και πολυλογούν,
                     Γιατί δεν τα κυνηγούν.

Κι όταν απ’ την εκκλησία, μ’ ένα φίλο μου χθές πάλι,
                      Κατεβαίναμε αγάλι,
Ελαλούσαν τα τζιτζίκια, σ’ ένα δέντρο αψηλό,
                      Τον σκοπό τους το σαχλό.

«Τραγουδούν», ο σύντροφός μου είπε, «μα δες και κοιμούνται
                       Και κανένα δεν φοβούνται.
Κι ούτ’ ο κρότος τα σαλεύει ούτε και καμμιά βροντή,
                       Όσο νά ‘ναι δυνατή.

Δεν ζηλεύεις τα τζιτζίκια, που μεθούν χωρίς λουλούδια,
                      Με τα ίδια τους τα τραγούδια;»
Δεν απάντησα στο φίλο, μα θα σας το πω κρυφά
                      Πως μπορεί νάν’ και κουφά.

 

ΟΙ ΔΕΚΑ ΣΟΥ ΜΟΡΦΕΣ

Δέκα σου ξέρω διάφορες μορφές σαν σ’ αντικρύσω.
Άλλη γυναίκα γίνεσαι σαν μου χαμογελάς,
Άλλη, σαν πέφτουν τα μαλλιά στο μέτωπό σου πίσω,
Κι άλλη γερμένη στο χαλί, μ’ αγάπη σαν μιλάς.

Στον ώμο μου καμμιά φορά, σαν είσ’ ακουμπισμένη,
Και πεισματώνεις σαν παιδί κι απελπισμένη κλαις,
Μου δίνεις μια συγκίνηση, πουν’ πιο δυναμωμένη,
Από τα λόγια τα γλυκά που ερωτευμένη λες.

Σκληρή και άγρια κάποτε ζητάς να μ’ αποφύγεις,
Μα ο θυμός κι η κάκια σου μ’ αρέσουν και μεθώ
Και ένα κόσμ’ αλλοιώτικο, πιο μέσα μου ανοίγεις
Που πιότερ’ απ’ τα χάδια σου γυρεύω και ποθώ.

Πολλές φορές στο στόμα μου, σαν κρεμασθείς ξανοίγω
Αγάπης λόγι’ αληθινά κι υπόσχεσες κρυφές,
Κι όμως οι όρκοι σου αυτοί, με συγκινούν πιο λίγο,
Παρ’ η σιωπή σου, σαν ζητώ τις δέκα σου μορφές!

 

ΠΟΝΗΡΙΑ

Τρεις μορφονιές εκάμανε, στον κήπο μου ‘να γύρο,
Λίγα τριαντάφυλλ’ έκοψα, γι’ αυτές γεμάτα μύρο·
Σε λίγο φθάνει τρέχοντας, εκείνη π’ αγαπούσα,
Με βλέπει κι όλο πονηριά, μου λέγει «Σε ζητούσα».

«Σαν έκοψες τριαντάφυλλα, για δείξε και σε μένα,
Εκείνα που δεν θά ‘δινες ποτέ σου, σε κανένα».
Βγάζω κι εγώ απ’ την τσέπη μου, κρυφά, μικρό καθρέφτη,
Και βλέπει την εικόνα της, μέσ’ στο γυαλί να πέφτει.