Το «Έπος του ’40» μόλις που είχε ξεκινήσει. Μάχες σκληρές δινόντουσαν στο μέτωπο όσο οι κεντρικές πόλεις ανά την Ελλάδα βρισκόντουσαν σε σκληρό λοκ ντάουν. Οι νύχτες ήταν έρημες και σκοτεινές λόγω της απαγόρευσης φωτός καθώς κάθε συμβατικός φωτισμός μπορούσε να δώσει σήμα στα βομβαρδιστικά… Κατά τ’ άλλα: Συναγερμοί. Κωδωνοκρουσίες. Αιφνίδιο κατέβασμα στα καταφύγια.
Ένα γλαφυρό χρονογράφημα του νεαρού τότε Αλέκου Σακελλάριου, που μας δίνει με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο το κλίμα που επικρατούσε τις πρώτες μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου στην πρωτεύουσα.
⇓
ΕΜΠΟΛΕΜΕΣ ΝΥΚΤΕΣ
Όλα τα πράμματα, λοιπόν, είναι συνήθεια. Ακόμα και το σκοτάδι, το βαθύ και εφιαλτικό σκοτάδι, που την πρώτη εμπόλεμη νύχτα μάς έπνιγε. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να το συνηθίζουμε. Ο κόσμος κυκλοφορεί πλέον ανέτως στους κατασκότεινους δρόμους της πρωτευούσης, που από τις εφτά το βράδυ τυλίγεται ολοκληρωτικά μέσα στα μαύρα προστατευτικά ριντώ της αφέγγαρης νύχτας.
Το φαναράκι, τα μικρό ηλεκτρικό φαναράκι της τσέπης είναι πια απαραίτητο. Σκοτωμός γίνεται έξω από τα καταστήματα, που έτυχε να έχουν στα ράφια τους ένα μικρό στοκ ηλεκτρικών φανών. Πατείς με πατώ σε, τρέχουν οι συμπολίτες για να προμηθευθούν το πολύτιμο αυτό εφόδιο της εμπόλεμης νύχτας. Χωρίς το φαναράκι κινδυνεύεις να συγκρουσθείς με το πρώτο τηλεγραφόξυλο, που θα συναντήσεις ή –κι αυτό μπορεί να συμβεί μέσα στα τρομερά σκοτάδια- κινδυνεύεις να παραπλανηθείς στους Αθηναϊκούς δρόμους, οπότε δεν είναι καθόλου απίθανο το να προσπαθείς ν’ ανοίξεις μια πόρτα της οδού Φαβιέρου, ενώ το σπίτι σου βρίσκεται στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ!
-Τι ζητάτε, κύριε;
-Ορίστε;
-Ποιον ζητάτε, λέω…
-Τι ποιον ζητάω, αδερφέ! Το σπίτι μου ζητάω…
-Ποιος είσθε, κύριε;
-Ο Αριστείδης!
-Ποιος Αριστείδης;!
-Ο Αριστείδης του Θεοδοσίου.
-Δεν κάθεται εδώ κανείς Θεοδοσίου.
-Και τότε που κάθομαι εγώ.
-Πού θες να ξέρω, Χριστιανέ μου, πού κάθεσαι!
-Για βάστα… Οδός Φαβιέρου ογδόντα τέσσερα δεν είναι εδώ;
-Όχι… Εδώ είναι οδός Βίκτωρος Ουγκώ εβδομήντα έξη.
-Α, παρντόν… Να με συγχωρείτε…
Αλλά κι αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στο πάθημα γνωστού Αθηναίου. Ο άνθρωπος είχε φορέσει τις πυτζάμες του κι ήταν έτοιμος να πέσει να κοιμηθεί, όταν ξαφνικά αντήχησαν οι σειρήνες του συναγερμού. Τα φώτα της πολυκατοικίας σβήστηκαν κι όπως όλοι οι ένοικοι, έτσι κι αυτός πήρε τη γυναίκα του αγκαζέ κι έτρεξε να κατέβει στο καταφύγιο. Εκεί, στα σκοτάδια, έσκυβε κάθε τόσο δίπλα για να δίνει κουράγιο στο έτερον του ήμισυ.
-Ψυχραιμία, Θάλεια… Σε λίγο θα περάσει… Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα…
Φαντασθείτε την κατάπληξη του ανθρώπου όταν με το άναμμα των φώτων, διαπίστωσε ότι η Θάλεια που κρατούσε αγκαζέ, δεν ήταν πλέον… Θάλεια, αλλά ένας μαντράχαλος τρία μέτρα, που μέσα στην αναμπουμπούλα του συναγερμού είχε αφεθεί στον τρυφερότατο εναγκαλισμό του ψύχραιμου συζύγου και ούτε καν άκουγε ότι τον ονομάζανε… Θάλεια!
Αλλά είπαμε: Όλα τα πράγματα είναι συνήθεια. Και το σκοτάδι το συνηθίσαμε πια. Άλλωστε με αυτά τα μικρά φαναράκια της τσέπης ελύθη το πρόβλημα. Στο φως του ηλεκτρικού φανού η Θάλεια φαίνεται Θάλεια και ο μαντράχαλος, μαντράχαλος!
ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ
Εφ. «Ασύρματος», 1 Νοεμβρίου 1940