28.03.24

Γκέοργκ Τρακλ (✟ 3 Νοεμβρίου 1914)

 

Ο Λευκός Άγγελος
κι ο Γαλάζιος Θρήνος του Κότσυφα

 

του Μάξιμου Τρεκλίδη

 


Πώς θα μπορούσες να κρυφτείς από το ανέσπερο φως;
(Τό μή δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι;)
Ηράκλειτος

 

Μόλις η σιωπή προτίθεται να αναλάβει, πέρα από τα αόριστα όρια της γλώσσας και την ανακάλυψη ενός χναριού που οδοιπορεί ακίνητο προς το άπειρο, την πτώση ενός λευκού αγγέλου και το έκπτωτο φως μίας εποχής καταραμένης, γεννάται η ποίηση ενός Αγέννητου που βουλιάζει, σαν ίσκιος που έχει επινοηθεί, μέσα στη νύχτα, κι έρχεται να μεταβιβάσει την ανημποριά μεταβίβασης του εαυτού του. Η διόρθωση του ξένου, ο οποίος, ελέω της γέννησης του, εξουσιάζεται από το μεγάλο χρέος της κίνησης, της προσωπικής του αποστολής: να προπορεύεται από τον άγνωστο τόπο που θα ακολουθήσει το βήμα του, να προλαβαίνει το βήμα που θα ακολουθήσει την ανάσα του, προτού στεριώσει στον χρόνο, μιμούμενος τη μονομανία του δάσους – να γίνεται κτήμα του ήχου του: ο λόγος άλλωστε που είναι υποχρεωμένος να είναι γήινος, δείγμα της αποτυχίας του να αδιαφορήσει για τον κόσμο, δίχως γαλήνη, με βήμα βαρύ, αλλά σίγουρο, και μία φυλλομετρημένη ψυχή, απόκτημα ενός προσώπου που διαβάζεται μονάχα στην τύφλωση, στο Σκοτεινό. Η μόνη σωτηρία ψυχής λοιπόν, η λύτρωση ενός φιλήσυχου ανέμου, προέρχεται μονάχα από το θρόισμα ενός τραγουδιού, από τη σιωπή της γλωσσικής μας ανικανότητας, η οποία μολύνεται από το δύστυχο σώμα, από τη θορυβώδη μελωδία των κραυγών του. Μία πεζή μπαλάντα, σαρώνοντας το παρελθόν και τη φύση μας, αφήνοντας μονάχα μία επωδό, έναν ψίθυρο στην κοκαλωμένη παρουσία μας: η σιωπή της εγκατάλειψης διαπερνάει τα πάντα. Που ίσως ακόμη να διαπερνάει και το ερώτημα που έθεσε γοητευμένος, διαβάζοντας τον ποιητή, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ποιος να ήταν άραγε;

Περίπου 400χλμ μακριά από τη σκοτεινή πόλη του Σάλτσμπουργκ (όπου ο Γκέοργκ Τρακλ γεννήθηκε και μεγάλωσε μισός, σε ναούς και εικόνες θανάτου, σ’ ένα πέτρωμα μέσα σε βάθη εκστάσεων, όπως λέει ο ίδιος, κρατώντας στη θύμησή του μονάχα την αοριστία του νερού) βρίσκεται το Άνσμπαχ της Γερμανίας, όπου σε ένα φιλήσυχο νεκροταφείο, δεσπόζει μία επιγραφή σε μία αδιάφορη ταφόπετρα σαν όλες τις άλλες: “Ενθάδε κείται ο Κάσπαρ Χάουζερ, ένα αίνιγμα της εποχής του. Η γέννησή του ήταν άγνωστη, ο θάνατός του ένα μυστήριο”. Όμως ο Γκέοργκ Τρακλ γεννήθηκε, δεν εμφανίστηκε ως φάντασμα ή μύθος σε μία κεντρική πλατεία, και παρότι ο θάνατός του, δεν είναι τόσο ξεκάθαρος, δεν αποτελεί και μυστήριο. Ορμώμενος από τα βάθη και τα αίσχη του πολέμου στο Γκρόντεκ – όπου διατέλεσε τραυματιοφορέας και αντίκρισε τον άλλον θάνατο, τον πολλαπλό κι ατελεύτητο, τον πρόχειρο και απρόσωπο, στα ταλαίπωρα δάχτυλά του – πλησίασε τη σκανδάλη στον πύρινο κρόταφό του, με τα ίδια αυτά χέρια του θανάτου, σε αυτή τη διάσπαρτη και διαρκή δολοφονία του σαπισμένου αιώνα. Όμως οι σύντροφοι δεν του έκαναν το χατίρι να αφήσει το διαλυμένο πλέον κορμί του και τον προλάβανε, ωστόσο ημέρες αργότερα, στο νοσοκομείο, γυρίζει στο πάθος του: υψηλή δόση κοκαίνης (ήταν βέβαια γνωστό πως ήταν χρόνιος χρήστης χλωροφορμίου, κοκαίνης και λοιπών ουσιών, από τα χρόνια του ως σπουδαστής κι ύστερα βοηθός φαρμακοποιού). Ήθελε δεν ήθελε, αυτή τη φορά ήταν νεκρός, έπαυε να είναι πλέον ο ξένος, το απρόσωπο χνάρι του, εξαρτημένος από την πιστότητα του σκοταδιού, και τη μοναχική ανάσα του Θεού, βρίσκει την επίγεια διαφυγή του ξένου, τη συνέπεια του οδοιπόρου, εκπληρώνει την προφητεία της ποίησής του, βουλιάζει σαν ένας άγνωστος, κακόμοιρος Κάσπαρ, επηρεασμένος από τη μη κατανόηση της σκοτεινής γενιάς του, αρνείται την πρόσκληση σε αυτό το θέαμα του θανάτου, προδίδοντας την ουσία του κόσμου του, σα ν’ αγαπάει πράγματι τον ήλιο, ανακαλύπτει τον μοναδικό αγέννητο που οφείλει να ανακαλύψει ως ζωντανός: εκείνον που παύει να έρχεται, που δεν θα ξανάρθει, εκείνον που δεν δέχεται να γεννηθεί. «Ω, πένθος πιο περήφανο / Την καυτή φλόγα του πνεύματος σήμερα τρέφει ένας πόνος οξύς: οι αγέννητοι εγγονοί». Έτσι τελειώνει το τελευταίο του ποίημα, Γκρόντεκ. Γιατί ο Τρακλ, δεν λυπάται από τη μη αναπαραγωγή των πεσόντων, ίσα-ίσα, την καρτερεί, αλλά περηφανεύεται για το επερχόμενο κενό του πολέμου, που παρότι εν τέλει έφτασε με το τέλος του επόμενου παγκοσμίου, σηματοδότησε την απόσταση των εγγονών από την πέτρινη πτώση των αγγέλων. Ωστόσο ο πόνος εκείνος, βαθύς και πελώριος, τράφηκε τόσο, που απλώθηκε σαν ουρανός να συγκαλύψει την καυτή φλόγα του πνεύματος: το πνεύμα ενός πρώιμα πεθαμένου: το παρόν μας. Εμείς σήμερα είμαστε οι αγέννητοι εγγονοί. Κι η πολυπόθητη ωραιότητα μας ακόμη αργεί, ο ουρανός των πόλεων έφτασε να γίνει ένας καθρέφτης της παράνοιας και του εξευτελισμού, η αποκρουστική αλήθεια αναβαθμίστηκε τόσο που ωσάν αναγκασμός διέσπασε την αφομοιωμένη ένωση των αντιθέτων,  ο καθένας όσο ποτέ άλλοτε προσπαθεί να είναι το ένα ή το άλλο, ο ένας ή ο άλλος, αλλά σίγουρα ζωντανός, δίχως καμία άσκηση ή οικειότητα στην απονεύρωση των παθών, σίγουρα κατανοητός, δημιουργώντας μία τεχνητή ομίχλη για να μην παρακολουθεί τον θάνατό του, σίγουρα ευτυχισμένος, ανήκοντας κάπου κι έχοντας κάτι, υποφέροντας μία αρχή κι ένα τέλος. Γι’ αυτό και το τραγούδι του μοναχικού πρέπει να συνεχίσει, για κανέναν, σαν θρήνος, ώσπου να κάψει ή να ζεστάνει τον επερχόμενο ξένο ενός άλλου ή του ίδιου άγνωστου και σηπτικού αιώνα. Η ποίηση του Τρακλ δεν πρεσβεύει το παρελθόν ενός χναριού, που επρόκειτο άλλοτε να χαθεί κι άλλοτε όχι, αλλά το τραγούδι στη θύμηση του δάσους, ως ζωτικότητα ενός περαστικού, που είχε το θάρρος και την δυστυχία να ακούει, αλλά και να παραβλέπει την πολυσήμαντη ανάσα του. Είτε είναι ο ποιητής, που απαγγέλει σιγαλά το αναστημένο σκοτάδι, είτε ο δολοφόνος Βαραββάς που θριαμβεύει στον άνθρωπο και λυτρώνει τον κόσμο με την ολοκληρωτική δικαιοσύνη της φρίκης, είτε ο θηρευτής και το θήραμα μαζί, το αίμα της περηφάνιας, του χλευασμού και το αίμα του πένθους, της σιωπηλής και τελευταίας ελπίδας, είτε είναι ο πλατωνικός εραστής της αδελφής του, είτε ιερέας ή πόρνη, είτε η νύφη του ανέμου, δηλαδή η Άλμα Μάλερ, που μεθυσμένη από θάνατο, πλαγιάζει στα ανοιχτά μάτια του Όσκαρ Κοκόσκα προκαλώντας την αιωνιότητα μέσα από ένα σκοτεινό παιχνίδι ηδονής, είτε ζώο γαλάζιο ή ζητιάνος, είτε είναι το κακό που εκπνέει από το σώμα του και το καλό που δεν μπορεί να καταδεχτεί, είτε η οπιοφάγος μητέρα του, είτε η μοναδική γαλήνη πραγματικότητας – η αγάπη της αδελφής του, που ξεπερνάει σε σιγουριά τη βεβαιότητα του θανάτου, είτε ο πέτρινος πατέρας στο ρόλο της ανθρωπότητας που τραβάει τον καταραμένο άγγελο ως τα κατάβαθα της ντροπής, θαρρώντας πως η σωτηρία είναι η επίσπευση της πτώσης – η προσευχή του απονερωμένου κακού, είτε είναι το ασήμαντο δάκρυ αλλά κι εκείνο που σκορπίζει εκλάμψεις, πάντοτε είναι ο απομονωμένος, εκείνος με τα ανήσυχα μάτια, που πρωτίστως ακούει κι ύστερα αποστηθίζει τον ήχο κι αναμειγνύει με τον λύρισμό του, σαν αλχημιστής οραμάτων, την πεμπτουσία των κινήσεων, την γαλάζια ψυχή, στην επιφάνεια ενός υποσυνείδητου κόσμου όπου όλα ενυπάρχουν αρμονικά, κυρίως μέσα στον άλλον, σε μία ζώνη απουσίας, στον ξένο, στην πέτρα, στον ίσκιο, στην γαλάζια πηγή και στην οδύνη. Κι ας στέκεται τραγικά ακόμη το ύψιστο μυστικό, της ενατένισης, της φύσης, της ομορφιάς, ολοφάνερο, στην απόσταση αίσθησης και συλλογισμού, μπροστά μας και πίσω μας, σαν ουρανός ή κόλαση που δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεφύγουμε, όπως λέει ο ίδιος, διαρκώς μεταμορφωμένος, για να περάσει από τον προσωπικό λόγο που στέκεται σαν φράχτης, σ’ ένα ιερό όνειρο που ξεψυχάει στα χέρια του ενταφιασμένου μάγου, στη μοναδική ελευθερία του, στο παραθύρι του μαύρου, στον ανώνυμο άγγελο που εξορκίζει το μέλλον του.

Ο λευκός άγγελος, που, τι τραγική ειρωνεία, είναι και το όνομα του φαρμακείου στο οποίο δούλευε ο ποιητής, σε αυτήν την απόσταση ανάσας μεταξύ πραγματικότητας και ποίησης, έχει πλέον εκπέσει. Παραδόξως δεν μας ενδιαφέρει ο χαμός του, που ήταν βέβαιος, ανά πάσα θρόισμα, στον ίσκιο του Σεβαστιανού που η γαλάζια μορφή του ανθρώπου καταστρώνει την πορεία της, αλλά η πτώση του δευτερολέπτου, σαν ακινησία, παγωνιά, και σαφώς, η παρακολούθηση των φυλλωμάτων που πεθαίνουν εν πτώση, από την οποία μάλιστα αρχίζει ο γαλάζιος θρήνος του κότσυφα: Μία γλώσσα όταν βιώνεται, κατανοείται, στο μη νόημα, καθώς, τι περισσότερο είναι η κατανόηση από το βίωμα αυτό καθαυτό, όταν δεν μπορεί να αναπαραχθεί, παρά μονάχα παγιδεύεται στην ειλικρίνεια ενός στήθους ή στον τρόμο ενός φιλήσυχου και πέτρινου μετώπου που αναζητεί την άγρια τρυφερότητα ενός φιλιού ή την αγάπη που μπορεί να προσφέρει το δάσος. Σε αυτή λοιπόν την ακινησία δεν διαχωρίζεται άλλο το σώμα από το πνεύμα, ο άντρας από τη γυναίκα, ο άνεμος από το δάσος, το τραγούδι από την αυτοκαταστροφή του φωτός.  Η γύμνια της σκοτεινής αχτίδας (σκοτεινής γιατί δεν προσπαθεί να εκφραστεί, αλλά ανήκει στον τόπο, στον αμφιβληστροειδή του ποιητή), προξενεί τον θάνατο, που γεννάει τη μοναδική αλήθεια της ζωής που είναι βέβαιη, την ίδια τη ζωή, πέρα από τα βλέφαρα του ξένου. Ο ίσκιος του δέντρου που ενδέχεται να σβήσει το πρόσωπο του Αγγέλου, η ακολουθία της λευκής φωνής που προτρέπει στην ηδονή του θανάτου,(απόρροια παραφροσύνης και αποκάλυψης, φυσικά, η λευκή φωνή πηγάζει από το σκοτεινό, κι είναι το έσχατο του εαυτού μας), η αποσιώπηση μίας πέτρινης Άνοιξης και οτιδήποτε άλλο παραλληλίζεται με την ουσιαστική βιογραφία ενός οδοιπόρου: περπάτημα, ξαπόσταμα, σιωπή, η αρμονία των ήχων κουλουριασμένη μες στην ανάσα, σιωπή, απόσταση, το θείο που περπατάει στο δάσος σαν Ανδρόγυνο, εμπεριέχοντας από το Κακό μονάχα την αισθητική του, η μαύρη δροσιά, το βαρύ βλέμμα του Θεού που συντρίβει το πένθος και την ηδονή της γύμνιας, κι άλλη σιωπή, ένας αρχάγγελος ακάθαρτος, βαμμένος με γαλάζιο αίμα. Η επαναλαμβανόμενη μαρτυρία ενός βιώματος: η νύχτα καταπίνει το Γένος, κι εμείς γυαλίζουμε τα ασημένια άνθη του Κακού, σκαρφαλώνουμε τυφλοί ωροδείχτες προς τα μεσάνυχτα, με ψυχρά φεγγάρια στα σπασμένα μάτια μας. Δεν είναι παράξενο που η νύχτα, διαπερνάει από όλα τα ποιήματα του ποιητή, σαν ένας βούρκος σωτηρίας, θαρρείς για να τα σβήσει, ή καλύτερα, για να απολέσει οτιδήποτε περικυκλώνει το πνεύμα, κυρίως ανθρώπινης μορφής, αφού μονάχα το σκοτάδι είναι άφθαρτο, προϊστορικό, και αναλλοίωτο από το άγγιγμα του ανθρώπου, του όντος, από εκείνου που θα προκύψει κίνηση, δηλαδή φθορά. Μονάχα στη νύχτα που καταφθάνει από μέσα του, ο Απομονωμένος, γίνεται ο όμορφος κόσμος του, σε μία καθολική μορφή, όλος τραγούδι, παρακούγοντας την ηχώ του εαυτού του από μακριά, μεγαλώνοντας σ’ ένα δειλό σώμα που ουρλιάζει αισθανόμενο όλες τις δυνατότητες, ο απόλυτος διάβολος, που φέρνει το ένα κύμα της αιωνιότητας μετά το άλλο για να πνίξει τον χρόνο τού στόματος προτού μιλήσει. Το δαιμόνιο που παγώνει τη θάλασσα, εφησυχάζει τον ουρανό, απομακρύνοντας την κάθαρση ή την καταστροφή, ο αποξενωμένος όμως επιβάλλεται να ξεσηκωθεί, να εναντιωθεί στο σώμα του, για να γαληνέψει τα βήματα του, να ζήσει επαρκώς και εντάξει στη μοναξιά του, διαγράφοντας όλες τις δυνατότητες, το μέλλον. Κι ο οδηγός του, γίνεται το ιερότερο χρώμα, το μεταχειρισμένο γαλάζιο, δια στόματος Χαίλντερλιν και Νοβάλις, που αυτή τη φορά μεταγγίζεται σε όλη τη νύχτα, γίνεται το τραγούδι της, και ντύνει με τη σειρά του γαλάζιο – σε ένα ρυθμό andante con moto – οτιδήποτε παρουσιάζεται: μέρη της φύσης, τα ζώα, τα αντικείμενα, μέρη του σώματος, ακόμη και έννοιες, καθώς ο λόγος γίνεται ένα με το σώμα του. Κι ο ποιητής απλώς επιλέγει τα σημάδια του, μεταφέρει το όραμα, και διόλου δεν βάφει με τη θέλησή του, παρά κομίζει στον κόσμο του ένα ολοκαίνουργιο φάσμα που έχει γεννηθεί στη φαντασίωσή του ‘ γι’ αυτό άλλωστε πρέπει να ειπωθεί πως είναι, λόγου χάρη, μαύρος ο ύπνος, μια που τα πάντα έχουν στη γέννησή τους το αβάσταχτο βίωμα όλων των δυνατοτήτων. Ο άνθρωπος βρίσκεται στο μεταίχμιο λευκού και γαλάζιου, δηλαδή φωνής και αίματος, σε αυτή την εμμονικά επαναλαμβανόμενη περιγραφή της ομορφιάς που ανοίγει και απλώνει την άβυσσο, αφηγούμενη την ίδια αίσθηση διαφορετικών σκοταδιών, ώσπου και τα χρώματα ακόμη να σαπίσουν και να μας μοιάσουν. Το πράσινο της λιμνούλας φαίνεται να ξεθωριάζει ή και να λησμονείται όταν ρίχνεται απάνω του, το βλέμμα του κατεστραμμένου, του αδύναμου κακού,  που αναζητά στα μάτια του ειδώλου του, μονάχα λίγη ανόθευτη αγάπη. Το καθρέφτισμα στην προκειμένη είναι ανάποδο, η λίμνη βρίσκεται στον ουρανό, η εικόνα βουλιάζει και τραβάει μονάχα το βίωμα και την ψυχή του ποιητή, αφήνοντας τον παντέρημο, ιδρωμένο, ακαθρέφτιστο, σαν σημείο, βυθισμένο, σ’ έναν θείο ύπνο, που αποτελεί το μετά του θανάτου, την αχρονία της σιωπής και την ψυχρότητα ενός τόπου, ανθρωπινότερου του ανθρώπου. Κι όμως η επιστροφή του, προέρχεται από τη μουσική που θαρρείς εκτελεί η εικόνα, από την γαλάζια πηγή του δάσους που ελλοχεύει η σιωπή του Θεού, από το φως που σβήνει στο στόμα του, από την πεδιάδα με τα συντρίμμια των άστρων, δηλαδή από το τραγούδι ενός κότσυφα, που αμέριμνος, δίχως να συλλογίζεται την τραγωδία της στιγμής ή την γελοιότητα ενός δυστυχισμένου, συνεχίζει να τραγουδάει, μέχρις να γίνει ένα με την πνοή του ξένου. Κι αυτή η δίκαιη ειρωνεία του τραγουδιού, γεννάει μέσα μας τον θρήνο, τη διάρκεια της νέκρωσης, το αίσθημα της ντροπής, δηλαδή π ρ α γ μ α τ ο π ο ι ε ί τον χαμό μας. Δίκαιη όμως, γιατί σε αυτόν τον χαμό, υπάρχει και πάλι κίνηση, υπάρχει ένας νέος άπλαστος κόσμος. Συμβαίνει στον Έλις, έναν εργάτη μεταλλείων που έζησε τον 17ο αιώνα και πέθανε νέος, σε ατύχημα, την ημέρα του γάμου του. Το πτώμα του βρέθηκε ανέπαφο δεκαετίες αργότερα, σα να είχε βυθιστεί και εγκλωβιστεί στον καθρέφτη, στον αφανισμό, μη μπορώντας κι εκείνος να διαφύγει της μοίρας του, σα να τον χρειαζόταν ο άνεμος του Θεού για να αναγεννηθεί, σαν οιωνός, προς τους πάντες. Από τον άνεμο αυτό ο Τρακλ θα ακούσει τον μαύρο χτύπο του στήθους του Έλις, Εκείνου με έψιλον κεφαλαίο, που μας χαρίζει την ηθική αδυνατότητα να εκμηδενίσουμε, θα κρυφακούσει την καθαρή ηχώ του θανάτου, τον τρόμο σαν το μοναδικό μέτρο της κίνησης, αλλά, πρωτίστως, θα ακούσει και την αθανασία, ως λείψανο μίας φριχτής κι όμορφης ύπαρξης.

Ο νέος αυτός κόσμος του θρήνου περισώζεται από τον ποιητή, έχοντας βουλιάξει τα πάντα στην άβυσσο, ακόμη και τον – όχι πια – κυνηγημένο εαυτό του. Η σεμνότητά του προκαλεί και την ιερότητά του, αφήνοντας να ξεσπάσει ένα αίσθημα δικαιοσύνης, μια που γίνεται ο ίδιος η καταγωγή, ο τόπος, όπου ο αναγνώστης θα πληρώσει (με την έννοια του περάσματος) τη φωνή του. Μονάχα ακούγοντας τον χείμαρρο, θα διαπιστώσεις πως το συνηθισμένο τέλος των καιρών δεν ομοιάζει, παρότι η χυδαιότητα δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να αναγεννάται ακατάπαυστα κι ακατάληπτα, επιδιώκοντας την πληρότητα του τόπου και μία μίμηση άρνησης: μασκάρεμα κενού χωρίς μελωδία. Η σάρκα και τα οστά πρέπει πρωτίστως να αναιρεθούν, να εκμηδενιστούν, για να σημαίνουν, καθώς μονάχα ο θάνατος κι η απουσία μπορούν να ξεχωρίσουν το θαύμα, δηλαδή τον θεό, από τη μηδαμινότητά του. Την ευλάβεια τρόπον τινά, το νόημα ως αδυνατότητα μίας γέννησης. Η διαφυγή του Τρακλ βρίσκεται στην εξαφάνιση όλων των διαφυγών, τοποθετώντας παύσεις, σαν μαύρα τείχη, ώσπου να προκαλέσουν τη συνείδηση και την αυτοκριτική της νύχτας και να συλληφθεί επιτέλους η φωνή όπου δεν αρχίζει από κάπου κι ούτε τελειώνει εδώ, αλλά σκορπίζεται σαν κέρινη σιωπή, σαν καταφύγιο, και γίνεται σαφώς αυτό που περιγράφεται, διατηρώντας τον μεταβαλλόμενο θάνατο στη διαφάνεια της γλώσσας, φυγαδεύοντας την αλήθεια από μέσα του, στα βαριά βλέφαρά μας.

Φανταζόμαστε βέβαια, τον ποιητή, όπως λέγεται, σε διάφορους οίκους ανοχής, να συνομιλεί με τις πόρνες, να τις ακούει, να πίνει κρασί μαζί τους, και ως εκεί, να είναι ένα άνθος αγαπημένο, που γυμνώνει μονάχα στον ίδιο, δηλαδή στον τόπο του, μονάχα στην ποίηση που τον σκυλεύει. Γιατί εν τέλει ο ποιητής δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον ίδιο, να βγει από την αγάπη του, παρά μονάχα ακούγοντας την βασανιστική απελπισία του πλησίον, την κρυστάλλινη μοναξιά του, αναζητώντας ίσως τον λυγμό που θα έπνιγε το μίσος για τον εαυτό του. Δεν τον ενδιαφέρει να αιχμαλωτίσει μία απόλαυση ή να προσπαθήσει να την κατανοήσει, δεν μπορεί ουδεμία στιγμή να εξουσιάσει γιατί ταυτόχρονα θα πρέπει να εξουσιαστεί, αυτή είναι η θυσία του: να είναι το θύμα και ο θύτης που τού επιβάλλει την κατοχή, έστω εκείνη των συντριμμιών, που τον περιστρέφει στον άνθρωπο ως πνεύμα, δηλαδή μέσα στο στόμα του Θεού, ήτοι στην αγωνία που ενώνει τους ανθρώπους, στο οικουμενικό μέτωπο που κρυώνει. Αβάντι! Στον εαυτό μας. Ο χαμένος λυγμός παρόλα αυτά δεν διασταυρώθηκε, κι έτσι επιβάλλεται να δημιουργηθεί. Όμως η ανησυχία κι η κατάρα του απολιθωμένου κεφαλιού είναι πως πρέπει να επιλέξει: είτε σαν διαλυμένος την ελπίδα της σωτηρίας, την αιώνια αγάπη για την λύτρωση, είτε να βυθιστεί ολοκληρωτικά από τον ίσκιο του κόσμου του στον ίδιο τον κόσμο, ταγμένος σ’ ένα γαλάζιο δάκρυ, να εξαφανίσει τον ίσκιο, την απόσταση που απλώνει, προδίδοντας ακόμη και το άπειρο στο εδώθε του θανάτου. Επιλέγοντας όμως τη δεύτερη και σκληρότερη λύση, η ψυχή δικαιώνεται, κι από ξένη και αμελητέα ενός κόσμου υλικού, προτού εκλείψει, αναλαμβάνει τον ρόλο του οδοιπόρου. Γίνεται ένα ξένο, ακαθόριστο, που επιτέλους παύει να ενυπάρχει στα επίγεια όρια, και στους γλωσσικούς ανθρώπινους πυργίσκους, αλλά και το ουσιαστικότερο, σταματάει να υπάρχει μέσα στον κόσμο που διατάχθηκε να υπάρξει, χάνεται μέσα σε ησυχία και σιωπή. Η διόρθωση του ξένου επιτυγχάνεται. Η κίνησή της όμως, παύει  να ηχεί, δηλαδή να δονεί, αντιλαμβανόμενη την ανθρώπινη προδοσία, προκαλεί μονάχα την αίσθηση της γαλάζιας σιωπής, ένα παντοτινό ερώτημα που ο θάνατος αποτυγχάνει ν’ απαντήσει: Να σε ξεχάσει το σώμα σου ή να το ξεχάσεις; Κι όμως επικρατεί σιωπή, η ανάσα του ακίνητου, μία σιωπή που αναζητάει απεγνωσμένα το βλέμμα, ένα νεύμα για να κινηθεί και να συμπληρώσει αυτόν τον υπό διαμόρφωση κόσμο. Αυτό το βλέμμα θα βρεθεί στα άστρα του βατράχου, στο δάσος, σ’ έναν βοσκό, στην πέτρα, στα καπηλειά, στα χέρια των ερωτευμένων, στη λίμνη του ουρανού, στις μεγαλόπνοες καμπάνες, αλλά εν ολίγοις στον αφανισμό τους, στον τόπο που εκλείπει: στη γέννηση του λυγμού. Το Κακό λοιπόν που τιμάει τον Τρακλ είναι που τρέφει μονάχα την ψυχή του, ώσπου να προκαλέσει τη φυγή της, αδιαφορώντας για την δύσμοιρη πραγματικότητά του. Η εγκατάλειψή του γίνεται θαρρείς ένας όρκος, ώστε η σιωπή μέσα από το ακλόνητο τραγούδι του μοναχικού, καταρχάς να κερδίσει την ομορφιά από την χαμένη ιστορία των πάντων, ώσπου η ίδια να επικρατήσει της αλήθειας του ξένου. Γιατί το ανθρώπινο δράμα του ξένου, δεν παύει να είναι παρά ένα μοναχικότερο δράμα, κι η δικαιοσύνη του, όσο και να πιστεύει πως είναι το χνάρι που αφήνει πίσω, είτε από συναίσθηση, υψηλή κρίση, ή μεγαλομανία, δεν είναι παρά το απεικόνισμα ενός θρήνου, το τραγούδι μίας πτώσης. Η ψυχή είναι το μόνο ξένο που το γνωρίζει, καθότι έχει γεννηθεί από αυτήν την πτώση προς τον ουρανό, κι ύστερα, μονάχα με αυτήν την επίγνωση, δύναται ο άνθρωπος να γαληνέψει, αυτή τη φορά όχι βουλιάζοντας, αλλά ατενίζοντας το μη ορατό, που είναι ο ίδιος, ενύπαρκτος, μέσα από τη φύση, τη σιωπή και το χρώμα.

Η σιωπή της εγκατάλειψης διαπερνάει τα πάντα. Ακόμη και το τραγούδι του κότσυφα που κυματίζει στο σκότος, επιδιώκοντας την παρουσία όσων ζούνε ανάμεσά του και πριν την ύπαρξή του, σ’ ένα άλαλο δάσος, όπου οι ρίζες βαθιά στριμωγμένες στον ουρανό, αρνούνται τη συνέπεια του επίγειου χρόνου, θάβουν την ειμαρμένη. Ακόμη και το λευκό αγόρι, που με ανάλαφρο βήμα, πλησιάζει στο πηγάδι του γαλάζιου, ώστε να υποταχθεί στον εαυτό του, στον αναγγελλόμενο θάνατο, ακολουθώντας πλέον τη λευκή φωνή ως εικόνα, που αρνούμενη την έλευση της πραγματικότητας, εξαντλείται σε Εκείνον που – άθελά του – την διαιωνίζει. Το τραγούδι του κότσυφα κυματίζει, σπάζοντας τον ορίζοντα στα μάτια του λευκού αγοριού, που παρατηρεί το μολυσμένο νερό σα να είναι το αίμα του, την πέτρα σαν το κεφάλι του, τον άγγελο που μαυρίζει από την αντίθετη πορεία της λευκής φωνής, που κατευνάζει αθόρυβα τον νεκρό, τον βασανίζει με τη γλυκιά μελωδία των ωρών, τον αναγκάζει να ψιθυρίσει: Ακούστε. Η σιωπή της εγκατάλειψης διαπερνάει τα πάντα. Η νύχτα διηγείται τον εαυτό της, όπως θα την περιέγραφε Εκείνος, η μουσική σηκώνει τη γλώσσα στα κατάβαθα της αβύσσου, κι ένας γαλάζιος ίσκιος διαπεραιώνει την αγωνία στον αναγνώστη. Ακούστε. Η λευκή φωνή ειρηνεύει. Είναι ένα φως που το ‘σβησε ο άνεμος, η γαλήνη κρυμμένη στο ερημωμένο πνεύμα: το πύρινο δάκρυ μέσα στη νύχτα. Πώς θα μπορούσαμε να κρυφτούμε από τον ίλιγγο του ήλιου και του θανάτου;                              Στο υψηλό μαύρο του βουνού, καταφθάνει ο γαλάζιος θρήνος του κότσυφα, κι εμείς, ευγενικότεροι του αγέρα, κι αγαθότεροι του παρόντος, στον ίσκιο ενός αγέννητου κόσμου, στα σκοτεινά και μελαγχολικά μάτια του λευκού αγοριού, σκόνες ακόμη των πρώτων αστερισμών, στεκόμαστε αθόρυβοι κι αδιατάραχτοι, σκυμμένοι στην ασύλληπτη ομορφιά ∴

.

 


Σημ: Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου, «Βαραββάς», από τις εκδόσεις Κοβάλτιο, σε μετάφραση του Μιχ. Παπαντωνόπουλου. Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, στην Bibliotheque. Στίχοι, αλλά και αποσπάσματα από τα γράμματά του, χρησιμοποιήθηκαν από τις μεταφράσεις της Έλενας Νούσια (O Sebastian στο Όνειρο, εκδ. Ύψιλον, 1999) και του Μιχ. Παπαντωνόπουλου (Το όνειρο ενός Κακού, εκδ. Ερατώ, 2005). Ένα μικρό χέρι βοηθείας ήταν η σκέψη του Ρίλκε και του Θανάση Λάμπρου, πάνω στον Τρακλ, καθώς και η σκέψη του Μωρίς Μπλανσώ πάνω στον Θάνατο και η ματιά του Λεβινάς πάνω στον Ξένο. Το μότο του Ηράκλειτου, είναι σε απόδοση Ευάγγελου Ρούσου.


 

 

 

 

.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ