Αρχαιοελληνικά θραύσματα
από τον Λούβρο
επιλογές-παρουσίαση: Σαμσών Ρακάς
Θραύσματα αγγείων από τις αποθήκες του Λούβρου, ελάχιστα εκ των οποίων έχουν καταφέρει να δουν το φως των επίσημων εκθέσεων, προϊόντα νόμιμης ή παράνομης αρχαιοκαπηλείας, όλα παρασκευασμένα σε εργαστήρια της αρχαίας Αθήνας, ζωγραφισμένα από ανθρώπους που έχουν αντικρύσει τον Υμηττό και τα Τουρκοβούνια, μεταξύ γεωμετρικής περιόδου και ελληνιστικών χρόνων, στέκουν αινιγματικά και συντετριμμένα. Άραγε να δοξάζουν την έστω κι έτσι επιβίωσή τους ή να θρηνούν για την χαμένη τους ολότητα;
Μόνο η ποίηση μπορεί να απαντήσει:
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μαρία Πολυδούρη
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Νίκος Καββαδίας
Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,
των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο
κι έφτασα τώρα εδώ,
στην κουνιστή μου πολυθρόνα,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος…
Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο
και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί˙
η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή
θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη˙
καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,
ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.
Αργύρης Χιόνης
Η παλάμη σου η πλατύτερη απ’ το στερέωμα
σοφότερη απ’ την αγρύπνια των άστρων.
Την έλκει το φως της σελήνης
και την τυλίγει η πορφύρα του θανάτου.
Δημήτρης Μορτόγιας
Αλλά εκεί με πρόσμενε αυτός που δε με γνώριζε
Εκείνος που δε μ’ άφηνε να μπω στον εαυτό μου
Μαύρο λιοντάρι μούγκριζε και μ’ έδιωχνε από μπρος μου –
Νάνος Βαλαωρίτης
Παράτησε το φόρεμα,
και με τη γύμνια ντύσου
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δώσ’ να πιω.
Κωστής Παλαμάς
Ω, γιε μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα ναν τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε,
και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη ναν τη βάψω,
και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω».
Γιάννης Ρίτσος
…και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
Κ. Π. Καβάφης
(το συγκεκριμένο θραύσμα βρέθηκε στα Σούσα)
Ακόμα κι αν τ’ αρνηθώ εκατό φορές
η ραχοκοκαλιά της ζωής μου ακουμπάει στον τόπο μου
και σε κάθε έρωτα ήλιο
αμετάκλητα
όπως τούτη η ώρα όταν όλα με γράφουν
όπως τούτο τα’ αγαπημένο πλάσμα
που μ’ αρπάζει απ’ τη νύχτα
χώμα νησιού άγονο και σβολιασμένο
συντρίμμια αρχαίων αγγείων
μαζεμένα στην επιφάνεια του χωραφιού
Νίκος Εγγονόπουλος
Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, πούʼ ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.
Μάτση Χατζηλαζάρου
Ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ, μόνο εγκαταλείπεται
Πωλ Βαλερύ
τυφλό άλογο περπατώ
και κλαίω μέτωπο στο μέτωπό του.
Μάρκος Μέσκος
Κάθε μέρα ευθεία
κάθε νύχτα τεντωμένη
ο καημός ένα τόξο πανάρχαιο
κι ο θεός ακαμψία.
Νίκος Καρούζος
Κάποτε
θα σταματήσουμε
σε μια γαλάζια άμαξα
μες στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θα ’χουμε τίποτα ν’ αθροίσουμε
δε θα ’χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
Μίλτος Σαχτούρης
«Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!»
Κώστας Ουράνης
(Αντί ποιήματος)
Όλη ἡ χώρα, αυτὴ τέλος πάντων που απέμεινε, θυμίζει την ύαινα που κυλιέται πάνω στον εμετό της. Οι κοινότητες απανταχού της Ελλάδος είχαν χαρακτήρα, εμπορικὸ πνεύμα, θετική αντιληψη για τη ζωή. Σήμερα αυτὴ η κοινωνία διαλύεται προκλητικὰ και το μόνο που τη συγκρατεί είναι ἡ ελπίδα για πολιτικο-κομματική εκδίκηση…
Κωστής Παπαγιώργης