«Το παιδί μου ο Χρήστος, ηλικίας 16 ετών, ποτέ δεν έδειξε σημεία διανοητικής διαταράξεως ή υστερισμού. Δούλευε στου κυρίου Καραμανίδη, στο κατάστημα ηλεκτρικών επί της οδού Ομήρου 5, και ήταν ησυχώτατο».
Αυτές είναι οι πρώτες κουβέντες της χήρας Χαρίκλειας Χριστοδούλου, μητέρας του Χρήστου, προς τους δημοσιογράφους, οι οποίοι σπεύδουν στην ανάστατη συνοικία Ρουφ για να δουν από πρώτο χέρι τι συμβαίνει με τον γιο της. Ο 16χρονος χάνει τη φωνή του ανεξήγητα, κάνει σπασμωδικές κινήσεις, βγάζει άναρθρες κραυγές. Υπάρχουν στιγμές που ο Χρήστος χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο ή προσπαθεί να βγάλει τα μάτια του.
Μετά από δυο εβδομάδες το παιδί νοιώθει καλύτερα και επιστρέφει στην εργασία του. Την επομενη όμως μέρα χειροτερεύει και μένει εκ νέου στο σπίτι. Η δύστυχη τρομαγμένη χήρα καλεί έναν γιατρό, που κάνει μια ένεση στο παιδί για να ηρεμήσει, χωρίς αποτέλεσμα. Σύντομα παραληρεί πάλι, πιστεύοντας ότι βγαίνουν από μέσα του φίδια. Ενίοτε ξαναβρίσκει τη φωνή του όταν πρόκειται να οραματιστεί: «Την Κυριακή το απόγευμα μιλούσε στον ύπνο του. Και απ’ ό,τι κατάλαβα συνομιλούσε με την Παναγία», είπε η μητέρα.
Τότε η Χαρίκλεια έβαλε την εικόνα της Αγίας Μαρίνας πάνω σ’ ένα σεντούκι, δίπλα στο κρεβάτι του Χρήστου και την σκέπασε μ’ ένα προσκέφαλο, γιατί φοβόταν μη ξυπνήσει το παιδί και πετάξει την εικόνα. «Το παιδί μου παρότι κοιμόταν τα ένοιωσε όλα. Διαμαρτυρήθηκε που σκέπασα την εικόνα. Πέταξε το προσκέφαλο και κράτησε στα χέρια του την εικόνα. Μόλις την είδε είπε: ‘Πάρτε την. Δεν είναι αυτή. Θέλω να πάτε στης κύρα Γιάννενας που έχει κόρη την Βιργινία και να μου φέρετε την Παναγία την Τριχερούσα‘». Η μητέρα του έτρεξε στο μέρος που υποδείκνυε και κατάπληκτη διαπίστωσε πως η γειτόνισσα είχε μια τέτοια εικόνα. Την πήρε και την τοποθέτησε δίπλα στο μαξιλάρι του παιδιού. «Μου είπε η Παναγία να μείνει εδώ δίπλα μου η εικόνα της μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα», διατεινόταν ο Χρήστος. Έτσι και έγινε και μετά η εικόνα επιστράφηκε.
Αυτό έγινε την Κυριακή. Την ξαναζήτησε την Τρίτη και έμεινε με την εικόνα όλη τη νύχτα. Κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το θέλημα της Παναγίας που του μιλούσε, τού ζήτησε να βγουν όλοι έξω στην αυλή. Εκεί δέχθηκε τη Θεία Μετάληψη από το χέρι της Παναγίας. Οι γειτόνισσες που μαζεύτηκαν κρατούσαν λαμπάδες. Είπαν ότι είδαν μια σκιά να προχωρεί προς το παιδί. Οι παρευρισκόμενοι είδαν την ίδια στιγμή ν’ ανοίγει το στόμα του.
Όπως ήταν λογικό όλοι ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τη συγκεκριμένη εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας, μιας και απέδωσαν το ότι ξαναμίλησε ο Χρήστος σε θαύμα της. Δεν ήταν παρά μια απλούστατη φορητή χάρτινη εικόνα κολλημένη σε ξύλινη σανίδα. Η κυρά Γιάννενα, γυναίκα του Γιάννη Μαύρου, είχε πάρει την εικόνα σχετικά πρόσφατα από κάποιον πλανόδιο πωλητή.
Αργότερα ο Χρήστος θα εξηγούσε πως όσο είχε αυτή την περίεργη αρρώστια δεν πονούσε πουθενά, αλλά ένιωθε κάποιο χέρι γυναικός να του χτυπάει το στόμα και τότε έχανε τη φωνή του. Έβλεπε επίσης διάφορα οράματα, έβλεπε δράματα αγίων που άλλοι τον απειλούσαν και άλλοι τον παρηγορούσαν.
ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΗ ΑΦΩΝΙΑ
Όλα αυτά συμβαίνουν μια μακρινή άνοιξη του 1929. Παράλληλα ξεσπά κάτι εξίσου συνταρακτικό. Η χήρα Χαρίκλεια Χριστοδούλου νοίκιαζε δωμάτια του σπιτιού τους σε τρίτους, για να τα βγάζει πέρα οικονομικά. Εκεί έμενε λοιπόν και η Φωτεινή Παπαδημητρίου με τον παντοπώλη σύζυγό της και με την κόρη τους, τη Μαρίτσα. Η θυγατέρα σταμάτησε κι αυτή με τη σειρά της να μιλά τη στιγμή που βρισκόταν στην εργασία της, στο εργοστάσιο μεταξωτών Ναθαναήλ. Το γεγονός προκάλεσε αμέσως αναστάτωση στις άλλες νεαρές εργάτριες όταν έκπληκτες αντίκρισαν την Μαρίτσα απλά να ανοιγοκλείνει το στόμα χωρίς να βγαίνει φωνή. Τις επόμενες μέρες, ισχυρίστηκε, πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί που ζήτησε για να επικοινωνήσει γραπτώς, ότι είδε στον ύπνο της την Παναγία η οποία της απαγόρευσε να ομιλεί μέχρι να της δώσει άδεια λαλιάς.
Είναι φανερό πως τα πράγματα είχαν βγει εκτός ελέγχου. Οι εφημερίδες βουίξαν κάνοντας λόγο για δαιμονισμένα γεγονότα, φτάνοντας στο σημείο να γράφουν πως «όλοι οι κατοικούντες εις τη Συνοικίαν Ρουφ κινδυνεύουν και πρέπει να φύγουν». Μέσα στο απόλυτο αδιέξοδο, η ελληνική αστυνομία σηκώνει τα χέρια ψηλά και αποφασίζει να φωνάξει έναν ειδικό στην παραψυχολογία, τον Άγγελο Τανάγρα, τον «γκοστ-μπάστερ» της πόλης, για να βάλει μια τάξη…
ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΡΑ
Ο Τανάγρας δέχτηκε να αναλάβει την περίπτωση και μεταβαίνει αμέσως στη συνοικία Ρουφ. Φτάνει στο σπίτι των παραληρημάτων. Τα απεγνωσμένα βλέμματα των ανθρώπων της γειτονιάς τον εκλιπαρούν και εναποθέτουν πάνω του τις ελπίδες για επιστροφή στην κανονική τους ζωή. Όμως η υπόθεση δεν είναι συνηθισμένη. Εξετάζει όσο μπορεί τον Χρήστο και την Μαρίτσα. Περιφέρεται στα δωμάτια για να διακρίνει τις ενέργειες που επικρατούν, συνομιλεί με τις οικογένειες. Τελικώς αποφασίζει να κάνει μια σειρά από πειράματα υπνωτισμού τόσο με το νεαρό Χρήστο Χριστοδούλου, όσο και με την Μαρίτσα Παπαδημητρίου, στην έδρα της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών της οποίας είναι επικεφαλής. Πιο συγκεκριμένα, η αστυνομία μεταφέρει τον Χρήστο και την Μαρίτσα, στο αθηναϊκό άντρο των παραφυσικών φαινομένων, στην οδό Αριστοτέλους 53.
Δεν είμαστε σε θέση να πούμε με ακρίβεια τι συνέβη αφού ό,τι συνέβη έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Πάντως τα πειράματα κράτησαν ώρες. Ο Τανάγρας, μαζί με ειδικά εκπαιδευμένα μέντιουμ από την Εταιρεία, εξασκήθηκε στις θεωρίες του. Το πόρισμα του δεν άργησε να βγει: οι δυο νέοι έπασχαν από «υστερική αφωνία», όρο που εισάγει ο ίδιος, ενώ απέρριψε τα θεία θαύματα και τον δαιμονισμό. Τα παραληρήματα του νεαρού Χρήστου πρέπει να ήταν προϊόν νευρικής φαντασιοπληξίας. Στη συνέχεια, μέσω της «αυθυποβολής» μετέδωσε ένα είδος ενέργειας στην Μαρίτσα και προσβλήθηκε και αυτή από «υστερική αφωνία». Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχοβολίας, ο Τανάγρας πίστευε ότι στη φύση τα πάντα διέπονται από ηλεκτρόνια και πρωτόνια, η διάσπαση των ατόμων δεν αφήνει κενά στο περιβάλλον, έτσι ένα ανθρώπινο ον μπορεί να μεταδώσει συνειδητά ή ασυνείδητα κάποια μορφή ενέργειας σ’ ένα άψυχο αντικείμενο ή σ’ ένα άλλο έμψυχο ον.
Η λύση που πρότεινε ήταν οι δυο νέοι να ακολουθήσουν άμεσα ψυχοθεραπεία και, όπως ανέφερε, θα ήταν φρόνιμο για λίγο καιρό να απομακρυνθούν από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονταν επειδή μπορεί με τις «ενέργειες» που εξέπεμπαν να μεταδώσουν την «υστερική αφωνία» και σε άλλους στο συνοικισμό Ρουφ.
Τι να απέγιναν ο Χρήστος και η Μαρίτσα; Τη συνέχεια δεν τη γνωρίζουμε, καθώς εξαντλήθηκε η περιέργεια κοινού και Τύπου, που σύντομα θα ήθελαν να καταπιαστούν με άλλα ζητήματα της επικαιρότητας. Αν τολμούσαμε να προχωρήσουμε σε υποθέσεις, θα θέλαμε να πιστεύουμε πως ο Χρήστος και η Μαρίτσα κλέφτηκαν τελικά και έζησαν κάπου μακριά, ευτυχισμένοι και άφωνοι από τον έρωτά τους.