Η συντριπτική εμπειρία του Φρόυντ στην Ακρόπολη

Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος γράφει για το βιβλίο του Ηλία Παπαγιαννόπουλου «Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη – Μια ατοπογραφία»

 

Ελληνισμός και Εβραϊσμός στην Αθήνα και τη Βιέννη*


του Βασίλη Λαμπρόπουλου**

 

Στο συναρπαστικό βιβλίο του ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος κάνει μια πρωτότυπη πρόταση νεοελληνικής αυτογνωσίας.  Αντί να αναζητήσουμε τον βαθύτερο εαυτό μας μέσα στην παράδοση, όπως κάνουμε συνήθως, συνιστά να μελετήσουμε τα θρυμματισμένα όνειρα που έκαναν άλλοι για μας, τα οποία τούς «στοίχειωσαν» και στα οποία «αναζητάμε το σχήμα μας» «από καταβολής του νεοελληνικού κράτους» ώστε «να βρούμε ή να κατασκευάσουμε» το δικό μας θρυμματισμό (σελ. 19).  Προτείνει να αφηγηθούμε την αφήγηση των ξένων ώστε να γίνει ορατό κάτι από το δικό μας ιδιόρρυθμο παρόν: «Αναδιατάσσοντας τότε τα υλικά εκείνης της επανόδου και τους συσχετισμούς ανάμεσά τους, αφηγούμενοι ξανά την αφήγηση μέσα στην οποία μας δίνεται, διαφορετικά τώρα, [] θα επιτρέψουμε ίσως να γίνει ορατό κάτι από ένα δικό μας κρυμμένο παρόν.  Ένα παρόν αινιγματικό και μελαγχολικό σαν το νεύμα του ίδιου του κειμένου του άλλου, που έχουμε τώρα μπροστά μας» (20).  Ο συγγραφέας θεωρεί πως «μια ορισμένη ‘Ελλάδα’ είναι μια παράξενη οθόνη και ένας ανοίκειος καθρέφτης της νεότερης Ευρώπης» (122).  Ας εξετάσουμε λοιπόν τι είδαν οι Ευρωπαίοι σε αυτό τον καθρέφτη.

Το καθρέφτισμα των ξένων στην Ελλάδα αποτυγχάνει επειδή δεν μπορεί να αποτυπώσει το ελληνικό ιδανικό.  «Κοιτάζοντας στον καθρέφτη τέτοιων ξένων, δηλαδή στο αποτυχημένο καθρέφτισμα ενός ιδανικού και ανιστορικού ελληνικού ιδίου, [] δεν ξαναβρίσκουμε καμιά συνέχεια και καμιά ολομέλεια, ούτε και τις υποσχέσεις για μια λαμπρή ευρωπαϊκή ταυτότητα.  Βρίσκουμε μόνο μια εκκρεμότητα, εντοπισμένη στον χώρο και τον χρόνο, ως παράξενη πατρίδα, παράξενη κοινότητα και παράξενη κληρονομιά.  Από τέτοιους δρόμους φτάνει τελικά να σκεφτεί κανείς μιά Ελλάδα που ήταν νεωτερική ούσα μια ρωγμή της νεότερης Ευρώπης, [] ένας ευρωπαϊκός Doppelgänger.  Και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μόνο έτσι, μόνο ούτως δυτική και νεωτερική, θα μπορούσε να είναι συνάμα ελληνική σαν ένα παράσιτο ή μια μεταθανάτια υπόμνηση του εαυτού της.  Ωστόσο, αυτή είναι η καταγωγική συνθήκη του νεοελληνικού βίου» (123-24).  «Μια τέτοια ιστορική συνθήκη, κατεξοχήν φασματική, θα όριζε το νεοελληνικό παρόν ως συντριπτικό χάσμα και εντέλει ως απουσία παρόντος» (125). 

Αυτή λοιπόν είναι η παράξενη πατρίδα μας – σωσίας, ρωγμή, χάσμα και παράσιτο της νεώτερης Ευρώπης.  «Αυτή είναι η συνθήκη ενός τόπου που [] αποτυγχάνει να ταυτιστεί αφενός με μια φαντασιακή Ελλάδα του παρελθόντος και αφετέρου με μια εξίσου φαντασιακή Ευρώπη του μέλλοντος» (126).  Αυτός ο μετεωρισμός είναι η νεοελληνική εκκρεμότητα και νόσος.  Μελετώντας τη νεοελληνική νόσο ίσως παρουσιαστούν χαμένα και μελλοντικά πράγματα εγγεγραμμένα στο αρχείο της:  «ό,τι ονομάζεται εδώ ‘νεοελληνικό’ [] θα ονόμαζε [] την αναπάντεχη δεξίωση πραγμάτων χαμένων και ελευσομένων, μια νέα πιστότητα.  Σε όλη τη διάρκεια της παρούσας ανάλυσης, το ζήτημα ήταν και παραμένει να διαφανούν τέτοια πρωτόκολλα αντίληψης και συγκίνησης αφανώς εγγεγραμμένα στις ξεφτισμένες άκρες και συνάμα στο επίκεντρο του νεοελληνικού αρχείου» (163).  Ο Παπαγιαννόπουλος προτείνει να ξεκινήσουμε θεωρώντας τον Φρόυντ «ως αντήχηση κι αναπάντεχο σημείο πύκνωσης του νεοελληνικού ζητήματος» (97).

Στα πρώτα είκοσι χρόνια του 20ου αιώνα μια περιοδεία της Ελλάδας έκανε συχνά Ευρωπαίους ταξιδιώτες να εκφράσουν σκεπτικισμό για τη δική τους εθνοτική ή εθνική επένδυση στον Ελληνισμό (Artemis Leontis:  Topographies of HellenismMappingthe Homeland, 1995, σ. 106).  Ένας από αυτούς ήταν ο Φρόυντ ο οποίος αναστατώθηκε από τη σύγχρονη Ελλάδα ώς ένα πραγματικό τόπο και όχι απλώς ένα φαντασιακό ή λογοτεχνικό τοπίο (Richard H. Armstrong: “Unreal City:  Freud on the Acropolis,” Psychoanalysis and History 3:1, 2001, σ. 105).  Στο κείμενο του 1936 «Μια διαταραχή της μνήμης στην Ακρόπολη» ο Φρόυντ αντιλαμβάνεται την επίσκεψη του 1904 «σαν μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ παρουσίας και απουσίας.  Η διαμάχη αυτή παίρνει τη μορφή μιας διττής ή διχασμένης εμπειρίας, η οποία επιβεβαιώνει και την ίδια ακριβώς στιγμή, μέσα στο ίδιο συμβάν, θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενό της [].  Έτσι πρόκειται για μια γκρίζα ζώνη διασάλευσης και τελικά αδιακρισίας των αντιθέτων:  Μια περιοχή οντολογικής μόλυνσης που υπονομεύει όρια, περιγράμματα και περιφράξεις» (42).  Πρόκειται για μια μεθοριακή περιοχή απροσδιοριστίας.  Στο κείμενο του Φρόυντ επαναλαμβάνεται και προεκτείνεται «η διχασμένη εμπειρία της Ακρόπολης» η οποία βρίσκει την ολοκλήρωσή της στον διττό μηχανισμό «αυτοερείπωσης του βλέμματος και της γραφής» (105).

Ξεκινώντας από τη «διχασμένη εμπειρία της Ακρόπολης» (105) το βιβλίο του Παπαγιαννόπουλου διαπραγματεύεται μολυσμένα αντίθετα που έχουν χάσει τα όριά τους, δηλαδή ρευστά διαλεκτικά ζεύγη όπως τα εξής:  η Ακρόπολη «οπισθοχωρεί στην αφάνεια την ίδια στιγμή που φανερώνεται» (59), «αναδύεται η Ακρόπολη-που-εξαφανίζεται» (76), «υπάρχει στην εξαφάνισή της» (106), «ένα τίποτα και, ακριβώς έτσι, περισσότερο πραγματική» (81),  «ένας παράδοξος τόπος όπου φτάνει κανείς μόνο αποτυγχάνοντας να φτάσει» (75), η Ακρόπολη «διώχνει τον Φρόυντ την ίδια στιγμή που τον φιλοξενεί και επειδή τον φιλοξενεί» (100).  Έτσι και  «ο Φρόυντ υπό μια έννοια δεν επισκέφτηκε τίποτε απολύτως, ή μάλλον επισκέφτηκε την ίδια την έλλειψη τόπου» (17).  Αυτή είναι η «αποδομητική περιστροφή» (81, 169) της Ακρόπολης και της χώρας «που μας κάνει να ανήκουμε μη-ανήκοντας, εγκαταλείποντας τους κοινούς τόπους» (172).

Θέλω λοιπόν να προτείνω, ακολουθώντας το αυστηρά αποδομητικό πνεύμα του Παπαγιαννόπουλου, πως αυτό που υπονομεύει τα διαβρωμένα αντιθετικά ζεύγη της Ακρόπολης, αυτό που προϋποτίθεται και αποσιωπάται, είναι ο Εβραϊσμός.  Την στροφή στην περιστροφή του ελληνικού τόπου την δίνει ο τρίτος όρος ο οποίος ματαιώνει τη σύνθεση των διαλεκτικών όρων, αυτό που εμποδίζει το Φρόυντ να δεχθεί την ύπαρξη της Ακρόπολης.  Να πώς δίνει ο Παπαγιαννόπουλος την ερμηνευτική σκοπιά του βιβλίου του:  «Αντί το νεωτερικό, το εβραϊκό και το ελληνικό να αλληλοθεμελιώνονται ή να αλληλοαποκλείονται, γίνονται εδώ το καθένα ένα ρήγμα μέσα στα άλλα δύο αναδιατάσσοντας έτσι τη δομή τους μέσα σε ένα μολυσματικό κύκλωμα.  Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να συμπέσει με τον εαυτό του, όλα γλιστρούν διαρκώς, ιλιγγιωδώς, σε κάτι άλλο εντός τους και ταυτόχρονα πέρα από αυτά – και όλα βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό το αδιάκοπο γλίστρημα, στην αντινομική σύμπτωση [] της απουσίας και της παρουσίας» (99).  Έτσι ακριβώς είναι γραμμένο το βιβλίο του Παπαγιαννόπουλου:  τίποτε δεν συμπίπτει με τον εαυτό του καθώς το νεωτερικό, το εβραϊκό και το ελληνικό γλιστρούν διαρκώς σε κάτι άλλο εντός τους και εκτός τους, βρίσκοντας τον εαυτό τους στην αντινομική σύμπτωση απουσίας και παρουσίας.

Ας δούμε λοιπόν τον Ελληνισμό στον οποίο εκπαιδεύτηκαν και θήτευσαν οι Εβραίοι της Βιέννης.  Στην προσπάθειά τους να αφομοιωθούν πολιτιστικά οι περισσότεροι έστελναν τα παιδιά τους στο ανθρωπιστικό Gymnasium που ειδικευόταν στα λατινικά και τα ελληνικά και καλλιεργούσε ώς πρότυπα ηρωικές φυσιογνωμίες (Richard H. Armstrong: “Marooned Mandarins:  Freud, Classical Education, and the Jews of Vienna,” στο Susan A. Stephens & Phiroze Vasunia, eds.:  Classics and National Cultures, OUP 2010, σ. 40).  Υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στο πολιτιστικό κύρος αυτών των μανδαρίνων, των ηρώων του Bildung, που η επιτυχημένη τους ενσωμάτωση στο κατεστημένο τους έδινε την αυταπάτη πως δεν ζούσαν απλώς στην Κεντρική Ευρώπη αλλά στην κεντρική ευρωπαϊκή διανόηση, στην πιο προωθημένη εγκόσμια κουλτούρα.  Ο κλασικός κανόνας που είχαν κατακτήσει τους γέμιζε με ένα αίσθημα ηρωικού ατομικισμού που ξεπερνούσε την τομή που έκαναν με την παράδοσή τους και γέμιζε το κενό της χαμένης αυθεντίας με μια νέα γενεαλογία και μια αξιοσέβαστη προέλευση (58).

Ο ερχομός του Φρόυντ στην Ακρόπολη δηλώνει την σύγκρουση ανάμεσα στο ελληνικό ιδεώδες, το οποίο είχε εσωτερικεύσει ως βασικό μέρος της καλλιέργειάς του, και της οπτικής αναπαράστασης του πραγματικού (Stathis Gourgouris:  Dream NationEnlightenment, Colonization and the Institution of Modern Greece, 1996, σ. 124). Ο Φρόυντ καθρεφτίζεται στη Ακρόπολη και τυφλώνεται.  Βιώνει «μια εμπειρία απώλειας του εαυτού του και του τόπου, εμπειρία όπου ο τόπος τον τυφλώνει και του αποσπά την κυριαρχία, την αυτονομία και τελικά την παρουσία του, όπου ο ίδιος ο τόπος συμπίπτει με έναν μη-τόπο» (98).  Η εμπειρία είναι συντριπτική.  «Η Ακρόπολη είναι τερατώδης σαν τον Οιδίποδα επειδή τυφλώνει την ίδια στιγμή που ανοίγει τα μάτια» (58).  Η συνάντηση με τα κλασικά μνημεία βάζει σε δοκιμασία τις κλασικές βάσεις της παιδείας του (Miriam Leonard:  Socrates and the JewsHellenism and Hebraism from Moses Mendelssohn to Sigmund Freud, 2012, σ. 184).  Ο Φρόυντ αντιλαμβάνεται πως αυτό που τον εμποδίζει να αφομοιώσει τον γερμανικό Ελληνισμό, όσο καλά κι αν τον γνωρίζει, είναι ο Εβραϊσμός του (199).

Εδώ θα αντλήσω από το βιβλίο μου The Rise of EurocentrismAnatomy of Interpretation (Princeton University Press, 1993) το οποίο αναλύει πώς η σχέση του Ελληνισμού με τη νεωτερικότητα ορίζεται από τη σχέση του με τον Εβραϊσμό.  Ως τόπος, χρόνος, γλώσσα, σκέψη, παρουσία ο Ελληνισμός επηρεάζεται καθοριστικά από μια διαρκή σύγκριση/σύγκρουση:  Αθήνα και Ιερουσαλήμ προϋποθέτουν η μία την άλλη.  Αυτό είναι κάτι που ο νέος ελληνισμός δεν το αντιλήφθηκε ποτέ, γι αυτό και δεν συμμετείχε ποτέ στις συζητήσεις του.  Η περίπτωση Φρόυντ θυμίζει ότι στον καθρέφτη όπου ψάχνουν μάταια να μας βρουν οι ξένοι υπάρχει και κάτι άλλο που εμείς ποτέ δεν προσέξαμε, κι όμως καθόρισε συχνά το πώς συζητηθήκαμε:  ο Ελληνισμός των Εβραίων, όπως εκείνοι της Βιέννης, που αντιμετώπιζαν διλήμματα αφομοίωσης στην εγκόσμια νεωτερικότητα. 

Από το Γερμανικό Διαφωτισμό μέχρι το Γαλλικό μεταμοντερνισμό, Ελληνισμός & Εβραϊσμός είναι στενά συνδεδεμένοι και αλληλοεξαρτημένοι ώς απαρχές και πρότυπα του Δυτικού πολιτισμού.  Οι μορφές που έχει πάρει η αντίθεσή τους είναι πασίγνωστες:  ειδωλολατρία-μονοθεϊσμός, αισθητική-ηθική, ομορφιά-αρετή, πνεύμα-λόγος, φιλοσοφία-σοφία, παρουσία-απουσία κλπ.  Η σύγκριση αρχίζει με τον Προτεσταντισμό και την επιμονή του στο πρωτότυπο κείμενο καθεαυτό και όχι τη Λατινική του μετάφραση που χρησιμοποιούσε η Καθολική Εκκλησία.  Η σύγκριση προέκυψε όταν η Μεταρρύθμιση άρχισε να αναλύει τα εβραϊκά της Παλαιάς Διαθήκης και τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης αναζητώντας εσωτερικά και όχι υπερβατικά τεκμήρια για τη θεμελίωσή τους.  Έτσι προσπάθησε να συνδυάσει γλώσσα και πίστη, λόγο και αποκάλυψη, φιλολογία και θεολογία, κουλτούρα και κανόνα ώστε να κατοχυρώσει το εγκόσμιο κύρος της Αγίας Γραφής. 

Αργότερα το δίπολο Ελληνισμός-Εβραϊσμός πέρασε από πολλές και διάφορες φάσεις:  απασχόλησε τον πρώιμο Γερμανικό Ιδεαλισμό των Hölderlin και Hegel, τους Αμερικανούς που ονόμαζαν τις καινούργιες πόλεις τους Αθήνα ή Σιών, την θεολογία του Kierkegaard, την πολιτιστική κριτική του Heine και του Matthew Arnold.  Ιδιαίτερη μνεία αξίζει σε ένα κείμενο το οποίο ανταγωνίζεται η «Διαταραχή» του Φρόυντ, το δοκίμιο του Ernest Renan «Προσευχή στην Ακρόπολη» (δημοσιεύτηκε το 1883 στις Αναμνήσεις της νιότης μου) για την επίσκεψή του το 1865, όταν ήταν ο πρώτος Καθηγητής των Εβραϊκών στο Collège de France. Το δίπολο γνώρισε τεράστια κυκλοφορία την εποχή του Φρόυντ, όταν πολλοί αφομοιωμένοι Εβραίοι διανοούμενοι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης χρησιμοποιούσαν την αντίθεση σαν πυξίδα για να βρουν τη θέση τους σε ένα κόσμο στον οποίο ξαφνικά αισθάνονταν ξένοι, όπως οι Georg Brandes, Lev Shestov, Hugovon Hofmannsthal, Martin Buber, Franz Rosenzweig, Walter Benjamin, Theodor Adorno, Georg Lukács και Aby Warburg.  Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε ώς τους κριτικούς George Steiner και Harold Bloom, και νεώτερους φιλοσόφους όπως οι Levinas, Derrida, Lyotard, Lacoue-Labarthe, Cixous και Agamben.

Ο Παπαγιαννόπουλος μιλά για μια «μεσσιανική και φασματική δομή που θα διάνοιγε τη φροϋδική Ακρόπολη, την επίσκεψη όσο και το κείμενο γι αυτήν, εξίσου με την ιστορία του Μωυσή, στη λογική μιας άλλης κληρονομιάς κι ενός άλλου αρχείου· μια δομή που θα έφερε, μάλιστα, μεταξύ άλλων ονομάτων και αυτό επίσης, το αινιγματικό, του νεοελληνικού» (163).  Σε αυτή την παρουσίαση επιχείρησα να τονίσω πως το φαντασιακό ελληνικό συναρτάται συχνά, ως ιδανικό της νεωτερικότητας, με ένα αντίπαλο δέος, με το εβραϊκό ιδανικό, το οποίο αποδομεί το κλασικό διακύβευμα, θολώνοντας ή μολύνοντας (όπως θα έλεγε ο Παπαγιαννόπουλος) ακόμη περισσότερο το αινιγματικό νεοελληνικό αρχείο.  Θα ήθελα να σας παρακινήσω να διαβάσετε αυτό το ιδιαίτερα ερεθιστικό βιβλίο.  Οι εξηγήσεις που δίνει είναι σχετικά λίγες, οι απαντήσεις λιγότερες.  Αλλά την επόμενη φορά που θα σταθείτε κοντά ή επάνω στην Ακρόπολη, το βιβλίο θα σας έχει θορυβήσει τόσο ώστε να μη θεωρείτε το βράχο οικείο, προσιτό και φιλόξενο αλλά δυσπρόσιτο και δυσανάγνωστο, και να αναρωτηθείτε τι παιχνίδια σας παίζει η μνήμη σας.

 


 Παρουσίαση του βιβλίου του Ηλία Παπαγιαννόπουλου Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη – Μια ατοπογραφία (Περισπωμένη 2019) στις 10 Οκτωβρίου 2021 στην Αθήνα.

** Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας στην Νεοελληνική Έδρα Κ. Π. Καβάφη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.

.