Η Μελαγχολία του Παρισιού, ή αλλιώς τα Μικρά ποιήματα σε πρόζα, είναι μια συλλογή πενήντα  κειμένων του Μπωντλαίρ, που δημοσιεύτηκε το 1869, δύο χρόνια μετά το θάνατό του. Γράφτηκαν επί μακρά σειρά ετών και συγκεντρώθηκαν ως πεζά ποιήματα συνδεόμενα με μοντερνιστικές τάσεις που απομακρύνονταν από τις μέχρι τότε συμβάσεις της ποιητικής έκφρασης σε στίχους. Διαβάζονται ως μια ροή σκέψεων ή μικρές ιστορίες, που φανερώνουν τη ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα στα μέσα του 19ου αιώνα, τους ανθρώπους, τις ιδέες τους και τις συναναστροφές τους. Τι σημαίνει η «μελαγχολία» του αστικού βιώματος είναι μια μεγάλη συζήτηση που ο Γάλλος ποιητής ενθαρρύνει. 

Ο Κώστας Τρικογλίδης, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες μεταφραστές του 20ου αιώνα, επιλέγει και μεταφράζει, από τη συλλογή αυτή, μια σειρά πεζοποιημάτων που συναντούν τους αναγνώστες της εφημερίδας Έθνος, όπου δημοσιεύει ένα κάθε φορά, για διάστημα μερικών μηνών, μέσα στο 1919. Το ΑΣΣΟΔΥΟ τα εντοπίζει και μοιράζεται ορισμένα ακολούθως.

 

 

Η μελαγχολία του Παρισιού

Σαρλ Μπωντλαίρ

Μετάφραση: Κώστας Τρικογλίδης

 

.

ΤΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

Θα δώσω μιαν ιδέα μιας αθώας διασκεδάσεως. Υπάρχουν τόσες λίγες διασκεδάσεις που είναι αθώες!

Όταν βγείτε το πρωί με την πρόθεση να χαζέψετε στους δημόσιους δρόμους, γεμίστε τις τσέπες σας με μικρά παιγνιδάκια της δεκάρας –μικροσκοπικούς καραγκιόζηδες πλακωτούς που κινούνται με μια μικρή κλωστίτσα, κουκλίτσες που τις πιέζεις και βγάζουν μια φωνίτσα, μικρά σκυλάκια που η ουρά τους είναι σφυρίχτρα κ.λπ. κ.λπ.- και έξω απ’ τα καπηλιά ή κάτω από τα δένδρα, χαρίζετέ τα στα άγνωστα και φτωχά παιδιά που συναντάτε. Θα δείτε τα μάτια τους ν’ ανοίγουν υπερβολικά. Στην αρχή δεν θα τολμήσουν ν’ απλώσουνε το χέρι, για να τα πάρουν. Θ’ αμφιβάλλουν γι’ αυτήν την απροσδόκητη ευτυχία τους. Ύστερα τα χέρια τους θ’ αδράξουν ζωηρά το δώρο και θα φύγουν, όπως κάνουν οι γάτες που θέλουν να φάνε μακρυά από εσάς το κομμάτι που τους ρίξατε, γιατί έχουν μάθει να μην έχουν εμπιστοσύνη στον άνθρωπο.

Σ’ ένα δρόμο, μέσα από τα κάγκελα ενός μεγάλου κήπου, που στο βάθος του φαινότανε η ασπράδα μιας ωραίας επαύλεως, που τη χτυπούσε ο ήλιος, στεκόταν ένα αγοράκι ωραίο και δροσερό, ντυμένο με τα φορέματα εκείνα της εξοχής, τα τόσο γεμάτα φιλαρέσκεια.

Η πολυτέλεια, η αμεριμνησία και το καθημερινό θέατα του πλούτου, κάνει τα παιδιά αυτά τόσο ωραία, ώστε θαρρεί κανείς πως είναι γινωμένα απ’ άλλη πάστα, ή τα παιδιά της μεσαίας και της φτωχής τάξεως.

Κοντά τους, απάνω στα χόρτα, ήταν πεσμένο ένα ωραίο παιγνιδάκι, τόσο λαμπρό όσο κι ο κύριός του, βερνικωμένο, χρυσωμένο, ντυμένο με πορφύρινη ρόμπα και σκεπασμένο με γυάλινα στολίδια και λοφία. Μα το παιδί δεν εφρόντιζε πια για το προσφιλές του παιγνιδάκι, και, να τι παρατηρούσε:

Απ’ έξω από τα κάγκελα, στο δρόμο απάνω, ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα και τις τσουκνίδες, ήταν ένα άλλο αγόρι, βρωμερό, ισχνό, χλωμό, ένα από εκείνα τα φτωχά μαϊμουδάκια, που ένα αμερόληπτο μάτι θ’ ανακάλυπτε την ομορφιά τους –όπως το μάτι του ειδήμονος μαντεύει μια ιδανική ζωγραφιά κάτω από ένα άτεχνο βερνίκωμα – αν τα καθάριζε απ’ τη σιχαμερή σκουριά της αθλιότητας.

Μέσα απ’ τα συμβολικό αυτό φραγμό που χώριζε δυο κόσμους, το δημόσιο δρόμο και την έπαυλη, το φτωχό αγόρι έδειχνε στο πλουσιόπαιδο το παιγνιδάκι του, που το πλουσιόπαιδο παρατηρούσε με άπληστο μάτι σαν ένα αντικείμενο σπάνιο και άγνωστο. Το παιγνιδάκι αυτό, που ο μικρός μοσχομάγκας επείραζε, τάραζε και τίναζε μέσα σε μια μικρή φάκα, ήταν ένα ζωντανό ποντικάκι. Οι γονείς, από οικονομία δίχως άλλο, είχαν προμηθευθεί το παιγνιδάκι του παιδιού τους από την ίδια τη ζωή.

Και τα δυο παιδιά γελούσαν, το ένα στ’ άλλο αδελφικά, και δείχνανε τα δόντια τους που είχαν την ίδια ασπράδα.

Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Ένας δημοσιογράφος, φιλάνθρωπος, μου έλεγε ότι η μοναξιά είναι άσχημο πράγμα για τον άνθρωπο. Και για να υποστηρίξει τη γνώμη του, ανέφερε, όπως όλοι οι άπιστοι, λόγους των Πατέρων της Εκκλησίας.

Γνωρίζω ότι οι Δαίμονες πρόθυμα συχνάζουν τα έρημα μέρη, και ότι το Πνεύμα του Φόνου και της Ακολασίας πυρώνει θαυμάσια στις μοναξιές. Μα θα μπορούσε η μοναξιά αυτή να μην είναι επικίνδυνη παρά για τις ψυχές τις οκνές και περιπλανημένες, που τη συχνάζουν με τα πάθη τους και με τις χίμαιρές τους.

Είναι βέβαιο ότι ένας φλύαρος που η μόνη του ευχαρίστηση είναι να μιλεί με δυνατή φωνή, ανεβασμένος σε μια καρέκλα ή σ’ ένα βήμα, θα κινδύνευε να τρελλαθεί, να γίνει μανιακός, αν βρισκότανε στο νησί του Ροβινσώνος. Δεν απαιτώ από το δημοσιογράφο μου τις αρετές και το θάρρος του Κρούσου, μα ζητώ να μη βγάζει αποφάσεις και κατηγορεί εκείνους που αγαπούν τη μοναξιά και το μυστήριο.

Υπάρχουν μες τις φλύαρες φυλές μας άτομα που θα δεχόντουσαν με ολιγώτερη δυσαρέσκεια τα φοβερώτερα βασανιστήρια, αν τους επιτρέπονταν να βγάλουν από το ύψος της λαιμητόμου ένα λόγο…

Δεν τους κατηγορώ, γιατί φαντάζομαι ότι τα ρητορικά τους ξεσπάσματα τούς προξενούν ηδονές, όμοιες με κείνες που άλλοι δοκιμάζουν στη σιωπή και στην απομόνωση, μα τους περιφρονώ.

Επιθυμώ προ παντός, ο καταραμένος αυτός δημοσιογράφος να μ’ αφήσει να διασκεδάζω όπως θέλω.

Δεν δοκιμάζετε, λοιπόν, ποτέ, μου έλεγε, με ύφος πάρα πολύ αποστολικό, την ανάγκη να μοιράσετε με άλλους τις απολαύσεις σας;

Βλέπετε τον επιτήδειο φθονερό; Ξέρει πως περιφρονώ τις δικές του απολαύσεις κι έρχεται για να φέρει τη σύγχυση στις δικές μου.

«Αυτή η μεγάλη δυστυχία να μη μπορεί κανείς να είναι μόνος!..» λέει κάπου ο Μπρουγιέρ, λες για να ντροπιάσει όλους εκείνους που τρέχουν να λησμονηθούν μέσα στο πλήθος, γιατί το δίχως άλλο φοβούνται να υποφέρουν τους εαυτούς τους.

«Σχεδόν όλες οι δυστυχίες μας, μας έρχονται γιατί δεν ξέρουμε να μένουμε στην κάμαρά μας» λέει ένας άλλος σοφός, ο Πασκάλ, νομίζω προσκαλώντας έτσι στο κελί της απομονώσεως όλους τους μανιακούς τύπους αυτούς που ζητούν την ευτυχία στην κίνηση και σε μια φαυλότητα, που θα μπορούσα να ονομάσω «συναδελφική» αν ήθελα να μιλήσω την ωραία γλώσσα του αιώνα μας.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ;

Γνώρισα μια κάποια Βενεδίκτη, που γέμιζε την ατμόσφαιρα με ιδανικό, και που τα μάτια της σκορπούσαν τον πόθο για το μεγαλείο, για την ωμορφιά, για τη δόξα και για κάθε τι που κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει στην Αθανασία.

Μα η θαυμάσια αυτή κόρη ήταν πολύ ωραία για να ζήσει πολύ καιρό. Έτσι πέθανε λίγες μέρες ύστερα αφού έκανα τη γνωριμία της, και εγώ ο ίδιος την έθαψα, μια μέρα που το φθινόπωρο κουνούσε το θυμιατήρι του ως πέρα στα κοιμητήρια. Εγώ ο ίδιος την έθαψα σ’ ένα φέρετρο από ξύλο αρωματικό και άφθαρτο σαν τις κάσσες των Ινδιών.

Και όπως τα μάτια μου μένανε καρφωμένα απάνω στο μέρος όπου ο θησαυρός μου ήταν θαμμένος, είδα ξαφνικά μια μικρή μορφή που έμοιαζε καταπληκτικά με την πεθαμένη, και που, κουνώντας τα πόδια της απάνω στη χλωρή γη, με βία υστερική κι αλλόκοτη, έλεγε σκασμένη από τα γέλια:

«Είμαι εγώ η αληθινή Βενεδίκτη! Είμαι εγώ, ξακουστή βρωμογυναίκα! Και για τιμωρία σου, για την τρέλλα και την αποτύφλωσή σου, θα μ’ αγαπάς έτσι όπως είμαι».

Μα εγώ, μανιακός από θυμό, απάντησα:

«Όχι! Όχι! Όχι!».

Και για να δώσω ζωηρότερο τόνο στο «όχι» μου, χτύπησα με τόση βία τη γη με το πόδι μου, ώστε η γάμπα μου βυθίστηκε ως το γόνατο μέσα στον πρόσφατο τάφο και έτσι, σα λύκος πιασμένος στην παγίδα, μένω προσκολλημένος, για πάντα ίσως, στο βόθρο του ιδανικού.

Ο ΦΙΛΟΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ

Ενώ η άμαξα περνούσε στο δάσος, ο νέος την εσταμάτησε κοντά σ’ ένα Σκοπευτήριο, λέγοντας πως θα τούταν ευχάριστο να ρίξει μερικές σφαίρες, έτσι για να «σκοτώσει» την Ώρα. Το σκότωμα του τέρατος αυτού δεν είναι η πιο συνηθισμένη και πιο νόμιμη ασχολία του καθενός; -και πρόσφερε με χαριτωμένη ευγένεια το χέρι στην αγαπημένη του, γλυκειά και αποτρόπαιη γυναίκα, στη μυστηριώδη αυτή γυναίκα, που σ’ αυτή χρωστούσε τόσες χαρές, τόσες λύπες και ίσως, ακόμα, και μεγάλο μέρος της ιδιοφυΐας του.

Πολλές σφαίρες πέσανε μακρυά από το στόχο. Μάλιστα μια χώθηκε επάνω στο ταβάνι. Και καθώς το θελκτικό πλάσμα ξεκαρδίζονταν από τα γέλια, κοροϊδεύοντας τον άνδρα της, για την αδεξιωσύνη του, εκείνος γύρισε απότομα σ’ αυτήν και της είπε:

-Βλέπεις το ανδρείκελο εκείνο, εκεί κάτω, δεξιά, που έχει τη μύτη σηκωμένη στον αέρα, και ύφος τόσο υπεροπτικό; Ε! Λοιπόν, άγγελέ μου, μου φαίνεται πως είσαι συ!

Και έκλεισε τα μάτια, και πίεσε τη σκανδάλη.

Σε μια στιγμή το ανδρείκελο αποκεφαλίσθη.

Τότε σκύβοντας μπρος στην αγαπημένη του, τη γλυκειά και αποτρόπαιη γυναίκα του, την αναπόφευκτη και άσπλαχνη Μούσα του, και φιλώντας με σεβασμό το χέρι της, επρόσθεσε:

-Α! Αγαπημένε άγγελέ μου, πόσο σ’ ευχαριστώ για την επιδεξιότητά μου!

ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ ΕΞΩ ΑΠ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Η ζωή αυτή είναι ένα Νοσοκομείο, όπου κάθε άνθρωπος κατέχεται από την επιθυμία ν’ αλλάξει κρεββάτι. Ο ένας θέλει να υποφέρει απέναντι απ’ τη θερμάστρα, ο άλλος νομίζει πως θα γιατρευθεί αν τον βάλουν κοντά στο παράθυρο.

Μου φαίνεται πως θάμουνα πάντα καλά εκεί όπου δεν είμαι, και το ζήτημα αυτό της μετοικεσίας το συζητώ δίχως παύση με την ψυχή μου.

«Πες μου, ψυχή μου, δυστυχισμένη, παγωμένη ψυχή, τι θα έλεγες αν πηγαίναμε να κατοικούσαμε στη Λισσαβόνα; Εκεί θα κάνει ζέστη, και συ θάσαι όλη ευθυμία και φαιδρότης σα μια γουστερίτσα. Η πόλις αυτή είναι απάνω στην άκρη της θάλασσας, και λένε πως είναι χτισμένη από μάρμαρο και πως οι κάτοικοί της έχουν τέτοιο μίσος στα φυτά, ώστε ξερριζώνουν όλα τα δένδρα. Να ένας τόπος σύμφωνα με τα γούστα σου, τόπος γινωμένος με το φως και με τα ορυκτά, και με το υγρό που τα αντανακλάει.»

Η ψυχή μου καμμιά δεν δίνει απάντηση.

«Αφού αγαπάς τόσο την ανάπαυση, εξακολουθώ, μαζί με το θέμα της κινήσεως, θέλεις να πάμε να κατοικήσουμε στην Ολλανδία, την ευδαίμονα αυτή χώρα; Ίσως να διασκεδάσεις στον τόπο αυτό, που τόσο συχνά θαύμασες στα Μουσεία τις εικόνες του. Τι θάλεγες για το Ρόττερνταμ, εσύ που αγαπάς τα δάση των καταρτιών, και τα πλοία τ’ αγκυροβολημένα στα πόδια των σπιτιών;»

Η ψυχή μου πάλι βουβή μένει.

«Ίσως η Βαταβία να σε τραβάει περισσότερο. Θα βρούμε εκεί, εξάλλου, το πνεύμα της Ευρώπης παντρεμένο με την καλλονή των Τροπικών».

Ούτε λέξη – μην πέθανε η ψυχή μου;

«Έφθασες λοιπόν ως το σημείο αυτό της νάρκης, ώστε να μη σ’ ευχαριστεί παρά το νόσημά σου; Αν είναι έτσι, ας φύγουμε για τους τόπους όπου βασιλεύει η νέκρα. Δεν αψηφώ τις υποθέσεις μας, δυστυχισμένη ψυχή! Ας ετοιμάσουμε τα μπαγκάλια μας για το Βόρνεο. Ας πάμε πιο μακρυά, στο απώτερο άκρο της Βαλτικής, κι ακόμα πιο μακρυά απ’ τη ζωή: ας εγκατασταθούμε στον Πόλο. Εκεί ο ήλιος δεν αγγίζει παρά λοξά τη γη, και οι αργές εναλλαγές του φωτός και της νυχτός καταργούν την ποικιλία και αυξάνουν τη μονοτονία, -το μισό αυτό της εκμηδενίσεως. Εκεί, θα μπορούμε να παίρνουμε τα μακρινά λουτρά των σκοταδιών, ενώ, ωστόσο, από καιρό σε καιρό, για να διασκεδάζουμε, οι αρκτικές αυγές θα μας στέλνουν τα ρόδινα μπουκέτα τους, σαν αντανακλάσεις ενός πυροτεχνήματος του Άδου!».

Τέλος, η ψυχή μου ξεσπά, και γνωστικά μου αποκρίνεται: «Αδιάφορο που! Αρκεί νάναι έξω απ’ αυτόν τον κόσμο!».

ΤΟ ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

«Καφενείον, Η Θέα του Νεκροταφείου». Τι παράδοξος τίτλος –είπε μέσα του ο διαβάτης- μα επιτυχημένος για να προκαλεί τη δίψα! Δίχως άλλο, ο ιδιοκτήτης αυτού του καμπαρέ ξέρει να εκτιμήσει τον Οράτιο και τους ποιητές μαθητές του Επίκουρου. Ίσως μάλιστα να έχει νοιώσει το λεπτό και βαθύ πνεύμα των αρχαίων Αιγύπτιων, ώστε να μη διοργανώνει ξεφαντώματα δίχως σκελετούς ή δίχως ένα οποιοδήποτε έμβλημα της συντομίας της ζωής.

Και μπήκε στο καφενείο, πούταν κοντά στο Νεκροταφείο, κι ήπιε ένα ποτήρι μπύρα απέναντι στους τάφους, και κάπνισε αργά-αργά ένα τσιγάρο. Ύστερα του ήρθε η φαντασιοπληξία να κατεβεί στο νεκροταφείο αυτό, όπου η χλόη του ήταν τόσο ψηλή και τόσο προκλητική κι όπου βασίλευε τόσο πλούσιος ο ήλιος.

Πράγματι, το φως και η ζεστασιά χυνόντουσαν με αφθονία, και θάλεγε κανείς πως ο ήλιος κυλιότανε σ’ όλη την έκταση απάνω από ένα χαλί από θαυμάσια λουλούδια, που η καταστροφή τα πάχαινε. Ένας ατελείωτος βόμβος ζωής γέμιζε τον αέρα –η ζωή των απείρως μικρών- που τον διέκοπτε κατά κανονικά διαλείμματα ο κρότος των εκπυρσοκροτήσεων σ’ ένα Σκοπευτήριο εκεί κοντά, που ξεσπούσε σαν την έκρηξη των ταπών απ’ τις μποτίλιες της σαμπάνιας, στο βόμβο μιας συμφωνίας υπόκωφης.

Τότε, στον ήλιο που του θέρμαινε το μυαλό, και στην ατμόσφαιρα των βαρειών αρωμάτων του Θανάτου, άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει μέσα από τον τάφο όπου είχε καθίσει. Κι έλεγε αυτή η φωνή:

«Καταραμένοι νάναι οι στόχοι σας και οι καραμπίνες σας, ανήσυχοι θνητοί, που τόσο λίγο νοιάζεσθε για τους πεθαμένους και για τη θεία τους ανάπαυση! Καταραμένες νάναι οι φιλοδοξίες σας, καταραμένοι νάναι οι υπολογισμοί σας, ανυπόμονοι θνητοί, που έρχεσθε για να σπουδάσετε την τέχνη να σκοτώνετε κοντά στο Άδυτο το Θανάτου! Αν ξέρατε πόσο εύκολο είναι να κερδιθεί το βραβείο, πόσο εύκολο είναι να φθάσετε στο σκοπό και πόσο όλα είναι «τίποτα», εξόν ο θάνατος, δε θα κουραζόσαστε τόσο, θνητοί που δουλεύετε σα σκύλοι, και θα ταράζατε λιγώτερο συχνά τον ύπνο εκείνων, που από καιρό φθάσανε στο Σκοπό το μόνο αληθινό σκοπό της μισητής ζωής!».

Ο ΧΑΜΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣΤΕΦΑΝΟΥ 

-Μπα; Πως; Εσείς εδώ, αγαπητέ μου; Σεις στο ελεεινό αυτό μέρος! Σεις που πίνετε το απόσταγμα των ανθέων, σεις που απολαυαίνετε την αμβροσία των θεών! Αλήθεια, αυτό μου κάνει έκπληξη μεγάλη.

-Αγαπητέ μου! Γνωρίζεις τον τρόμο που έχω από τ’ άλογα κι από τις άμαξες. Αυτή τη στιγμή, καθώς περνούσα το βουλεβάρτο, με μεγάλη βιάση, και πηδούσα απάνω από τις λάσπες, μέσα απ’ αυτό το κινούμενο χάος, όπου ο θάνατος φθάνει με καλπασμό απ’ όλες τις μεριές την ίδια στιγμή, το φωτοστέφανό μου, μ’ ένα απότομό μου κίνημα, γλίστρησε απ’ το κεφάλι μου κι έπεσε κάτω στις λάσπες. Δεν είχα το θάρρος να σκύψω να το πάρω. Έκρινα λιγώτερο δυσάρεστο να χάσω τα διάσημά μου, παρά να τσακίσω τα κόκκαλά μου. Έπειτα είπα μέσα μου, «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Μπορώ τώρα να περιδιαβάζω «ινκόγκνιτο», να κάνω πράξεις ταπεινές, να παραδίνομαι στην κραιπάλη, σαν τους απλούς θνητούς. Και νάμαι, πανόμοιος με σένα, όπως βλέπεις.

-Θα μπορούσατε τουλάχιστον να βάλετε μια ειδοποίηση στις εφημερίδες, ή να ζητήσετε απ’ την αστυνομία να σας εύρη το φωτοστέφανό σας.

-Μα την πίστη μου, όχι! Είμαι καλά έτσι. Μόνο συ με αναγνώρισες. Εξάλλου τ’ αξιώματα και οι διακρίσεις μ’ ενοχλούν. Ύστερα, σκέπτομαι με χαρά πως κάποιος ψευτοποιητής θα τώβρει, και αδιάντροπα θα στολίσει μ’ αυτό το μέτωπό του. Να κάνω έναν ευτυχή, τι ευχαρίστησις! και προ πάντος έναν ευτυχή που θα με κάνει να γελάσω! Σκέψου τον Χ… ή τον Ζ… Τι αστείο θάναι!

ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Ο ήλιος έγειρε. Μια μεγάλη καταπράυνση απλώνει στα δυστυχισμένα πνεύματα, τα κουρασμένα απ’ τη βαριά δουλειά της μέρας. Και οι σκέψεις τους παίρνουν τώρα τα τρυφερά κι αναποφάσιστα χρώματα του δειλινού.

Ωστόσο, απ’ το ύψος του βουνού φθάνει ως το μπαλκόνι μου, μέσα απ’ τα διάφανα σύννεφα της βραδιάς, ένα μεγάλο ούρλιασμα, ένα πλήθος παράφωνες κραυγές, που το διάστημα μεταμορφώνει σε πένθιμη αρμονία, σαν εκείνη της πλημμύρας που ανεβαίνει ή μιας θύελλας που ξεσπά.

Ποιοι είναι οι δυστυχισμένοι που το Βράδυ δεν τους καταπραΰνει, και που περνούν, σαν τις κουκουβάγιες, την άφιξη της νύχτας για σύνθημα σαματά; Οι απαίσιοι αυτοί οδυρμοί μάς έρχονται από το μαύρο φρενοκομείο πούναι σκαλωμένο εκεί απάνω στο βουνό. Και, το βράδυ, καθώς φουμαίρνω το τσιγάρο μου και παρατηρώ κάτω εκεί τον άπειρο αναπαυμένο κάμπο, καταστερισμένο από σπιτάκια, που κάθε τους παράθυρο σου λέει «εδώ υπάρχει η γαλήνη τώρα! Εδώ υπάρχει η οικογενειακή χαρά!», μπορώ όταν ο άνεμος φυσά από εκεί ψηλά, να λικνίσω τη σαστισμένη μου σκέψη, στη μίμηση των αρμονιών του Άδη.

Το σούρουπο ερεθίζει τους τρελλούς.

-Θυμάμαι, είχα δυο φίλους που το σούρουπο τους αρρωστούσε. Ο ένας παρεγνώριζε τότε κάθε φιλική σχέση και κάθε ευγένεια, και συμπεριφερόταν με χυδαίο τρόπο, σαν ένας άγριος, στον πρώτο που συναντούσε. Τον είδα να εκσφενδονίζει στα μούτρα ενός ξενοδόχου ένα θαυμάσιο κοτόπουλο, όπου νόμισε πως είδε δεν ξέρω τι υβριστικά ιερογλυφικά. Το Βράδυ, ο πρόδρομος της Ηδονής και της Τέρψεως, αυτουνού του κατεσπίλωνε τα πιο ωραία πράγματα!

Ο άλλος, ένας φιλόδοξος τραυματίας, γινόταν, όσο ο ήλιος έγερνε, πιο αδύνατος, πιο σκυθρωπός, πιο καυγατζής. Πράος και κοινωνικός όλη μέρα, γινόταν αμείλικτος το βράδυ. Και δεν ξεσπούσε μονάχα απάνω στους άλλους, αλλά κι απάνω στον εαυτό του, την άγρια δειλινή μανία του.

Ο πρώτος πέθανε τρελλός, ανίκανος ν’ αναγνωρίσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο άλλος έχει ακόμη απάνω του την ανησυχία μιας παντοτινής αρρώστιας, και πιστεύω πως αν του απόνεμαν όλες τις τιμές που μπορούν ν’ απονείμουν όλες οι δημοκρατίες και όλοι οι βασιλιάδες, το δειλινό θα του άναβε μέσα του τον καυτερό πόθο φανταστικών τιμών και διακρίσεων. Η νύχτα, που άπλωνε τα σκοτάδια της στο πνεύμα τους, απλώνει το φως στο δικό μου, και, αν και δεν είναι σπάνιο να βλέπει κανείς το ίδιο πράγμα να γεννά δυο αντίθετα αποτελέσματα, ωστόσο αυτό με ταράζει και με κάνει ν’ απορώ.

Ω Νύχτα! Ω αναψυχτικά σκοτάδια! Είσθε για μένα το σύνθημα μιας εσώτερης γιορτής, είσθε η απολύτρωσις από μιαν αγωνία! Στη μοναξιά των κάμπων, στους πέτρινους λαβύρινθους μιας πρωτευούσης, λαμποκοπήματα των άστρων, αναλαμπές των φαναριών, είσθε τα πυροτεχνήματα της Θεάς Ελευθερίας! 

Δειλινό, πόσο είσαι γλυκό και τρυφερό. Οι ρόδινες ανταύγειες που σέρνονται ακόμα στον ορίζοντα σαν αγωνία της μέρας κάτω από τη θριαμβευτική πίεση της νύχτας, τα φωτερά μανουάλια που με τα άλικα, κόκκινα φώτα τους κηλιδώνουν τις τελευταίες δόξες του ήλιου που βασιλεύει, τα βαριά παραπετάσματα που ένα αόρατο χέρι ανασέρνει από τα βάθη της Ανατολής, μοιάζουν με όλα τα περίπλοκα αισθήματα που παλεύουν στην καρδιά του ανθρώπου στις επίσημες ώρες της ζωής.

Θάλεγε κανείς ακόμα πως είναι σα μια από κείνες τις παράδοξες ρόμπες μιας χορεύτριας, όπου μια γάζα σκούρα και διάφανη αφήνει να φαίνονται από κάτω οι αδύνατες αναλαμπές μιας λαμπερής ποδιάς, όπως μέσα από τούτο το σκοτάδι βλέπει κανείς τα ωραία του περασμένα –και πως τα ακτινοβόλα χρυσά κι ασημένια άστρα, που είναι κατεσπασμένα απάνω σε κείνη την ποδιά, αντιπροσωπεύουν τα φώτα εκείνα της φαντασίας που δεν ανάφτουν παρά κάτω απ’ το βαθύ σκοτάδι της Νύχτας.

ΠΑΡΑΔΟΞΕΣ ΕΡΩΜΕΝΕΣ

Μερικοί φίλοι κουβέντιαζαν και λέγανε για τις παλιές τους αγάπες:

-Εγώ, έλεγε ένας, σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν πιο ευαίσθητος από κάθε άλλον, στην εκνευριστική βλακεία και στην ερεθιστική μετριοφροσύνη των γυναικών. Κρίνατε, απ’ ό,τι θα σας πω, πόσο υπέφερα από την τελευταία μου ερωμένη.

Ήταν νόθος ενός πρίγκηπα. Ωραία όσο παίρνει. Δίχως αυτό γιατί να την αγαπήσω; Μα κατέστρεφε αυτή τη χάρη, που της είχε δωρίσει η φύση, μ’ ένα ελεεινό, μ’ ένα βρωμέρο ελάττωμα: να θέλει πάντα να κάνει τον άνδρα. «Δεν είσαι άνδρας εσύ!» «Α! αν ήμουν άνδρας!» «Από τους δυο μας εγώ είμαι περισσότερο άνδρας από σένα!»… Αυτά και άλλα παρόμοια ήσαν τ’ ανυπόφορα τροπάρια που βγαίναν από τα ωραία της χείλη, από όπου ήθελα ν’ ακούω μόνο γλυκά τραγούδια. Αν εξέφραζα το θαυμασμό μου για ένα βιβλίο, για ένα ποίημα, για ένα μελόδραμα, την άκουα να λέει: «Τι τάχα νομίζεις; πως είναι δυνατό έργο;… και τι ξέρεις εσύ από δύναμη;… από ανδρικιά δύναμη;» Και αράδιαζε ένα σωρό επιχειρήματα. Μια ωραία ημέρα άρχισε να καταγίνεται στη Χημεία. Έτσι που ανάμεσα στα χείλη μου και στα δικά της εύρισκα πάντα μια γυάλινη μάσκα. Και μαζί με όλα αυτά ήταν και τρομακτικά σεμνότυφος. Αν καμμιά φορά της έκανα καμμιά χειρονομία λίγο πιο ερωτική, μ’ εννοείτε, την έβλεπα κι έτρεμε σαν μια ευαίσθητη βιολέτα…

-Και πως ετελείωσαν όλα αυτά, είπε ένας της συντροφιάς. Δεν σε ήξερα τόσο υπομονετικό.

-Διάβολε, απάντησε, βρήκα τη θεραπεία απ’ την ίδια την αρρώστια. Μια μέρα τσάκωσα την Αθηνά αυτή, που τόσο διψούσε για ιδανική ανδρίκια δύναμη, «τετ-α-τετ» με τον υπηρέτη μου, και σε μια τέτοια στάση, που αναγκάστηκα ν’ αποσυρθώ με διάκριση για να μην την κάνω να κοκκινήσει. Το ίδιο βράδυ απέλυσα και τους δυο, πληρώνοντας τους σωστό το μισθό τους ως το τέλος του μηνός…

-Εγώ, είπε ένας άλλος, εγνώρισα απολαύσεις που ίσως πολλοί να μην έχουν δοκιμάσει ή δεν έχουν προσέξει. Θέλω να πω για μερικές αγάπες που έχουν κάτι τι το κωμικό και το γελοίο, χωρίς ωστόσο ν’ αποκλείουν το θαυμασμό. Πολύ περισσότερο εθαύμασα την τελευταία μου ερωμένη απ’ όσο σεις μπορέσατε, πιστεύω, να μισήσετε ή ν’ αγαπήσετε τις δικές σας.

Και όλος ο κόσμος τη θαύμαζε επίσης όπως κι εγώ. Όταν μπαίναμε σ’ ένα ρεστωράν, μονομιάς όλοι παύανε να τρώνε για να την κυττάζουν. Κι αυτά, ακόμα τα γκαρσόνια, και τα κορίτσια του ταμείου, υπέκυπταν στην κολλητική αυτή έκσταση, ώστε να λησμονούν τη δουλειά τους. Μ’ ένα λόγο έζησα έναν καιρό «τετ-α-τετ» με ένα ζωντανό φαινόμενο. Έτρωγε, μασούσε, κατάπινε, κατεβρόχθιζε το κάθε τι, αλλά με το πιο ελαφρό και πιο αμέριμνο και αφελές ύφος του κόσμου. Με κράτησε αρκετό καιρό σε έκσταση. Είχε ένα τρόπο γλυκό, ρεμβώδη και ρομαντικό όταν έλεγε «πεινώ»! Κι επαναλάμβανε αυτή τη λέξη μέρα νύχτα, δείχνοντας τα πιο ωραία δόντια του κόσμου, που σου γέμιζαν την ψυχή τρυφερότητα και ηδονή. Θάκανα την τύχη μου αν την περιτριγύριζα στα πανηγύρια και την έδειχνα ως ένα τέρας πολυφάγο! Και ωστόσο με άφησε…

-Για κανένα μπακάλη δίχως άλλο!

-Κάτι τέτοιο –για ένα λοχία σιτιστή στο στρατό, που για να την μπουκώσει ο δυστυχής τής πήγαινε κάθε μέρα τις μερίδες πολλών στρατιωτών…

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ

Έλεγε μέσα του, καθώς περιδιάβαζε σ’ ένα μεγάλο μοναχικό κήπο: «Τι ωραία που θάταν, μέσα σε χρυσοποίκιλτη και μεγαλοπρεπή περιβολή, να κατεβαίνει μέσα απ’ την ατμόσφαιρα μιας ωραίας βραδιάς, τη μαρμάρινη σκάλα ενός παλατιού, μπρος σε καταπράσινα λιβάδια! Γιατί, αλήθεια, έχει ύφος πριγκίπισσας».

Αργότερα, περνώντας μέσα από δρόμο, σταμάτησε μπρος στη βιτρίνα ενός μαγαζιού που πουλούσε εικόνες και κυττάζοντας μια εικόνα που παράσταινε ένα τοπίο των τροπικών χωρών, είπε μέσα του: «Όχι! Δεν θέλω να είμαι κύριος της ζωής της μέσα σ’ ένα παλάτι. Αλλά, ασφαλώς, μέσα σ’ ένα τοπίο σαν αυτό εδώ, μπορούσα να πραγματοποιήσω τ’ όνειρο της ζωής μου».

Κι ενώ ανέλυε με τα μάτια του τις λεπτομέρειες της εικόνας, εξακολούθησε να σκέπτεται:

«Στην ακρογιαλιά, ένα ωραίο ξύλινο σπιτάκι, περιτριγυρισμένο απ’ όλα αυτά τα αλλόκοτα και φωτερά δένδρα, που έχω ξεχάσει τ’ όνομά τους… στην ατμόσφαιρα, μια οσμή μεθυστική, ακαθόριστη… στο σπίτι ένα βαρύ άρωμα ρόδων και μόσχου… μακρύτερα, πίσω απ’ τη μικρή μας διαμονή, κορυφές καταρτιών που να ταλαντεύονται από το σάλο της θαλάσσης… γύρω μας, πέρα απ’ την κάμαρα που θα φωτίζεται από ένα φως τριανταφυλλί που θα κρισαρίζεται μέσα απ’ τις κουρτίνες, πέρα απ’ την κάμαρα που θάναι στολισμένη με ψάθες από φρέσκα βούρλα, με λουλούδια που το άρωμά τους θα φέρνει ζάλη, με σπάνιες έδρες από ένα ξύλο βαρύ και σκοτεινό (όπου εκείνη θ’ αναπαύεται με ηρεμία και θα καπνίζει σιγάρα όπου θάναι ανακατεμένη ελαφρά δόση οπίου), τα τρελλά κελαϊδίσματα των πουλιών, που θα μεθούν από το φως, και οι φλυαρίες των μικρών ιθαγενών κοριτσιών… και τη νύχτα, σαν ‘ακομπανιαμέντο’ στα όνειρά μου το παραπονετικό και μελαγχολικό τραγούδι του ανέμου ανάμεσα απ’ τα δένδρα! Ναι, μα την αλήθεια, ακριβώς ένα τέτοιο περιβάλλον ζητούσα να ζήσω μαζί με την αγαπημένη μου. Τι να τα κάνω τα παλάτια;»

Και πιο πέρα, καθώς περνούσε μια μεγάλη λεωφόρο, παρατήρησε ένα παστρικό ξενοδοχείο, όπου από ένα παράθυρο, που ινδιάνικες παρδαλές κουρτίνες του δίναν φαιδρή όψη, σκύβανε δυο πρόσωπα γελαστά. Και αμέσως: «Πρέπει –είπε μέσα του- η σκέψη μου νάναι ένας μεγάλος αλήτης για να πηγαίνει ν’ αναζητά τόσο μακριά ό,τι υπάρχει τόσο κοντά μου. Η τέρψη και η ευτυχία μπορούν να υπάρχουν στο πρώτο ξενοδοχείο που συναντά κανείς, στο ξενοδοχείο της τύχης, που μπορεί να προσφέρει τόσες απολαύσεις. Ζωηρή φωτιά στη θερμάστρα, δείπνο καλούτσικο, κρασί ‘μπρούσκο’ κι ένα φαρδύ κρεβάτι με σεντόνια λίγο τραχιά, μα καθαρά, τι καλύτερα απ’ αυτό;»

Και γυρίζοντας σπίτι του, την ώρα εκείνη που οι συμβουλές της Λογικής δεν πνίγονται πια από τη βοή της εξωτερικής ζωής, είπε μέσα του: «Απόκτησα σήμερα, με τη φαντασία, τρεις κατοικίες όπου βρήκα την ίδια τέρψη. Γιατί ν’ αναγκάζω το κορμί μου ν’ αλλάζει θέσεις, αφού η ψυχή μου τόσο εύκολα ταξιδεύει; Και για ποιο σκοπό να πραγματοποιώ σχέδια, αφού το σχέδιο αυτό καθ’ εαυτό είναι μια αρκετή απόλαυση;».

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ

Α! Θέλεις να ξέρεις γιατί σήμερα σε μισώ; Θα ήταν, δίχως αμφιβολία, πολύ δυσκολότερο σε σένα να το εννοήσεις, παρά σε μένα να σου το εξηγήσω. Γιατί είσαι, νομίζω, το ωραιότερο υπόδειγμα της γυναικείας αναισθησίας που συνάντησα στη ζωή μου.

Περάσαμε μαζί μια ολάκερη μέρα, που σ’ εμένα εφάνη τόσο σύντομη. Και είχαμε υποσχεθεί, ο ένας στον άλλον, νάχουμε τις σκέψεις κοινές, και οι ψυχές μας από κει και πέρα να μην αποτελούσαν παρά μια ψυχή – όνειρο που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν έχει τίποτα από πρωτοτυπία, αφού ως τώρα τώχουν πλάσει, μπορώ να πω, όλοι οι άνθρωποι, χωρίς σε κανέναν ποτέ να πραγματοποιηθεί.

Το βράδυ, λίγο κουρασμένη, θέλησες να καθίσεις έξω από ένα καφενείο, που σχημάτιζε τη γωνία μιας νέας λεωφόρου, που ήταν ακόμα γεμάτη ασβέστες και που έδειχνε από τώρα με θρίαμβο το ασυμπλήρωτο ακόμα μεγαλείο της. Το καφενείο λαμποκοπούσε. Κι αυτό ακόμα το αεριοφώς σκορπούσε όλη τη ζωηράδα του «καινούργιου», και φώτιζε μ’ όλη του τη δύναμη τους τοίχους, που θάμπωναν τα μάτια με την ασπράδα τους, τους εκτυφλωτικούς καθρέφτες, τις χρυσές κορνίζες και τις γλυφές: τα παιδάκια με τα μάγουλα τα ροδοκόκκινα και παχουλά, τις κυρίες που γελούσαν στα γεράκια πούσαν σκαρφαλωμένα απάνω στα χέρια τους, τις νύμφες και τις θεές που φέρναν στις κεφαλές τους καρπούς, φαγιά, κυνήγι, Ήβες και Γανυμήδες που πρόσφεραν με απλωμένο μπράτσο αμφορείς – όλη, τέλος, την ιστορία και την όλη μυθολογία που ετέθη στην υπηρεσία της Γαστριμαργίας.

Ίσια εμπρός μας, ολίγο πιο πέρα, στεκόταν ένας άνθρωπος, καμμιά σαρανταριά χρονών, με πρόσωπο κουρασμένο, με γένια ψαρά, που κρατούσε απ’ τώνα χέρι ένα αγοράκι και σήκωνε στο άλλο μπράτσο ένα μικρό πλασματάκι, πολύ αδύνατο για να βαδίσει. Εκτελούσε χρέη παραμάνας, κι είχε βγάλει έξω τα παιδάκια του, το βραδυνό, για να πάρουν αέρα. Και οι τρεις κουρελιάρηδες, μα είχαν πρόσωπα εκτάκτως σοβαρά, και τα έξι μάτια τους εκύτταζαν ζωηρά το νέο καφενείο με θαυμασμό ίδιο, αλλά διαφορετικά χρωματισμένο στον καθένα, αναλόγως της ηλικίας του.

Τα μάτια του πατέρα λέγανε:

-Τι ωραίο! Τι ωραίο! Θάλεγε κανείς πως όλο το χρυσάφι του φτωχού κόσμου ήρθε και μαζεύτηκε σ’ αυτούς τους τοίχους.

Τα μάτια του μεγαλύτερου αγοριού ελέγανε:

-Τι ωραίο! Τι ωραίο! Μα είναι ένα σπίτι όπου μπορούν να μπουν άνθρωποι που δεν είναι σαν κι εμάς.

Όσο για τα μάτια του μικρού, αυτά ήταν τόσο γοητευμένα ώστε να μην μπορούν να εκφράσουν άλλο πράγμα παρά μια χαρά βλακώδη και άπειρη.

Οι ποιητές λένε ότι η χαρά κάνει την ψυχή καλή και ημερεύει την καρδιά. Οι ποιητές είχαν δίκαιο εκείνο το βράδυ, όσον αφορά εμένα. Όχι μόνο μου είχε απαλύνει την ψυχή και την καρδιά η οικογένεια αυτή των ματιών, μα κι αισθανόμουν ντροπή για τα ποτήρια και τις καράφες πούχαμε μπρος μας και που περνούσανε πολύ τις απαιτήσεις της δίψας μας. Γύρισα τα μάτια μου στα δικά σου, λατρευτή μου αγάπη για να διαβάσω εκεί μέσα τη σκέψη μου. Βυθίστηκα στα μάτια σου τα τόσο ωραία, που είχαν τέτοια αλλόκοτη γλύκα, στα μάτια σου τα πράσινα, όπου κατοικεί το Καπρίτσιο και που τα εμπνέει η Σελήνη, όταν σ’ άκουσα να μου λες:

-Αυτοί οι άνθρωποι μού είναι ανυπόφοροι, με κείνα τα μάτια τ’ ανοιχτά σαν οξώπορτες! Δεν μπορείς να παρακαλέσεις τον ιδιοκτήτη του καφενείου να τους διώξει απ’ εδώ;

Βλέπεις, είναι τόσο δύσκολο να εννοήσει ο ένας τον άλλον σε τούτον τον κόσμο, άγγελέ μου, και είναι τόσο αδύνατη η επικοινωνία της σκέψεως, ακόμη και σ’ εκείνους που αγαπιούνται!

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Ένας άνθρωπος, φρικαλέος στην όψη μπαίνει και κυττάζεται στον καθρέφτη.
«Γιατί κυττάζεσαι στον καθρέφτη, αφού δεν μπορεί να κυτταχθείς παρά με αηδία;»
Ο άνθρωπος ο φρικαλέος στην όψη μού απαντά: «Κύριε, σύμφωνα με τις αθάνατες αρχές του 1789, όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα. Έχω, λοιπόν, το δικαίωμα να καθρεφτίζομαι –με ευχαρίστηση ή με αηδία, αυτό δεν αφορά παρά τη συνείδησή μου».
Αν εξετάσουμε το πράγμα από τη λογική μεριά του, δίχως αμφιβολία, είχα δίκαιο, αλλά κι αυτός, από νομικής απόψεως, δεν είχε άδικο.

.

 

photo: Mycroyance

 

.