Υπήρχε εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι πίστευαν τόσο στη δύναμη των εικόνων, ώστε απέδιδαν τα μορφολογικά γνωρίσματα αλλά και τις ιδιότητες των παιδιών που γεννούσαν όχι τόσο στη μεταβίβαση προγονικών χαρακτηριστικών όσο στην ικανότητα των οπτικών τους εντυπώσεων να παρεισφρέουν ενεργητικά στην αναπαραγωγική διαδικασία καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκειά της, από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι και λίγο πριν από τον τοκετό. Τα παιδιά που εξαρχής δεν έφεραν κάποιο ιδιαίτερο, αρεστό ή δυσάρεστο, γνώρισμα, ούτε και στη συνέχεια εκδήλωναν κάποια υπερφυσική δύναμη ή αφύσικη αδυναμία, τα περισσότερα παιδιά δηλαδή, ήταν αυτά που είτε οι γεννήτορές τους υπήρχαν όπως οι τυφλοί στον κόσμο, είτε κινούνταν σε περιβάλλον πλήρως αναξιοθέατο, είτε απλώς, κατά την κρίσιμη περίοδο από τη σύλληψη ως τη γέννα, δεν είχε τύχει να αιφνιδιάσει την αντιληπτική τους ρουτίνα η εικόνα εκείνη που με τη δύναμή της θα καθόριζε το σχήμα και τις ιδιότητες του βιολογικού τους καρπού. Πολύ νωρίς ωστόσο, και συνειδητοποιώντας ότι κανένας άνθρωπος δεν κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο το ίδιο πράγμα, δεν πίστευαν ότι η ευθύνη βαραίνει τις ίδιες τις εικόνες, αλλά τον τρόπο με τον οποίο αυτές προσλαμβάνονται από τη συνείδηση. Συνεπώς, το παιδί που γεννιόταν δεν ήταν ακριβώς αντίγραφο μιας εικόνας αλλά προδότης της εντύπωσης που είχε προκαλέσει στους γονείς του. Κι επειδή ακόμα και το πιο ερωτευμένο ζευγάρι δεν έπαυε να έχει τέσσερα μάτια και άρα δύο βλέμματα, θεωρήθηκε αυτονόητο ότι η ευθύνη για τα γνωρίσματα του παιδιού θα βάραινε αποκλειστικά το βλέμμα της γυναίκας, μιας και αυτή ήταν ο συντριπτικά κυρίαρχος τόπος και χρόνος της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Όταν το βρέφος ερχόταν στον κόσμο, δεν εξεικόνιζε αυτά που είχε η μάνα του δει αλλά τον τρόπο που τα είχε κοιτάξει. Το βλέμμα της γυναίκας ήταν υπεύθυνο για την ομορφιά και την αρτιμέλεια του παιδιού, το βλέμμα της γυναίκας και για κάθε λογής έμφυτη ατέλεια.

Τα πίστευαν πράγματι όλα αυτά οι άνθρωποι; Αν ναι, είναι απορίας άξιο πώς δεν είχαν ρίξει στην πυρά τη Αλάζνα, με τα εφτά ελλιπέστατα παιδιά της. Την έσωζε άραγε το γεγονός πως ήταν όλα τους αγόρια, το φύλο που ερχόταν πάντα πρώτο στην προτίμηση των ανθρώπων; Την έσωζε ο άντρας της, για τον οποίο ούτε η γυναίκα του μα ούτε και οι γιοι τους αποτελούσαν κάνα φοβερό ή έστω ενδιαφέρον αξιοθέατο; Την έσωζε το όνομά της που σήμαινε «ακίνδυνη»; Την έσωζαν τα ίδια τα παιδιά, που το καθένα ήταν άκρως προβληματικό εξάρτημα, αλλά όλα μαζί συνεργάζονταν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή, λειτουργική στην εντέλεια; Άγνωστο. Το σίγουρο είναι πως όσο τα πράγματα απλώς συνέβαιναν και οι άνθρωποι σήκωναν τους ώμους τους προκειμένου να εκφράσουν όχι βεβαίως την αδιαφορία τους να τα αντιμετωπίσουν αλλά την αδυναμία τους να τα ελέγξουν, η ζωή ήταν ακριβώς αυτό, ανεξέλεγκτη αλλά αντιμετωπίσιμη. Η στιγμή που η ζωή επιχειρήθηκε να γίνει και ελέγξιμη συνέπεσε με τη στιγμή που άρχισαν και τα πραγματικά προβλήματα ή, αλλιώς, πήρε μπρος αυτό που συνήθως αποκαλείται «περιπέτεια».

Τα παιδιά τής Αλάζνα, που είχαν το ένα από το άλλο έναν μόλις χρόνο διαφορά, είχαν φτάσει να είναι περίπου δώδεκα το μικρότερο και περίπου δεκαεννιά το μεγαλύτερο όταν ο πατέρας τους αποφάσισε να ενταχθεί στο σώμα των πολεμιστών και να τους ακολουθήσει στις πολεμικές τους επιχειρήσεις. Η αλήθεια είναι πως τα νερά σπάνιζαν, η γη δυσφορούσε και μαράζωνε, τα βρώσιμα ζώα λιγόστευαν, σε αντίθεση με τα αρπακτικά θηρία που πολλαπλασιάζονταν κατά γένος και αυξάνονταν κατά είδος, με αποτέλεσμα να βρίσκουν οι άνθρωποι στα σκοτωμένα και μισοφαγωμένα ζώα τους δαγκώματα από πρωτόγνωρα δόντια, και ίχνη στη γη από πρωτόφαντα πέλματα, συνεπώς κρίθηκε πάνω κι από απαραίτητη η εξόρμηση στον κόσμο με σκοπό την αντιμετώπιση των εχθρικών στοιχείων και, ει δυνατόν, την περαιτέρω εξασφάλιση μέσων επικουρικών της επιβίωσης. Είχε κάτι το θλιβερό και συγχρόνως κωμικό η προετοιμασία αυτής της εξόρμησης. Οι ενήλικοι άρρενες, όχι όλοι, παρά μόνο όσοι το επιθυμούσαν, μια χούφτα άνθρωποι τελικά, θα έφευγαν χωρίς να ξέρουν ακριβώς πού θα πάνε, θα έλειπαν χωρίς να φαντάζονται ακριβώς το πόσο, θα προσπαθούσαν να καθαρίσουν την ευρύτερη περιοχή από τα θηρία χωρίς να έχουν ιδέα πώς ακριβώς αυτά είναι, αφού ποτέ δεν τα είχαν δει και απλώς υπέθεταν την πανουργία τους από τις άριστα σχεδιασμένες επιθέσεις στα κοπάδια, και τον όγκο τους από το μέγεθος και το σχήμα των δαγκωμάτων και πελμάτων που έβρισκαν στα ζώα και στη γη τους. Στη συνέχεια, και εφόσον έβγαιναν νικητές απ’ αυτή την πρώτη αναμέτρηση, θα προχωρούσαν στον χώρο, μη αρκούμενοι στην εξάλειψη της αρνητικότητας αλλά αποσκοπώντας στην εξασφάλιση θετικών ευρημάτων, τα οποία, αν ήταν φυσικά προϊόντα, θα τα αποσπούσαν από τη φύση και θα τα κουβαλούσαν όπως οι κυνηγοί τα θηράματα, ή, αν ήταν τεχνητά δημιουργήματα, θα τα άρπαζαν από άλλους ανθρώπους και θα τα έφερναν όπως οι πολεμιστές τα λάφυρα. Με λίγα λόγια, θα αντιμετώπιζαν τον χώρο με τον τρόπο που βίωναν τον χρόνο, και μάλιστα τον μέλλοντα: μια άδηλη περιοχή, γεμάτη κινδύνους κι αδιαφανείς υποσχέσεις.

Στον ένα χρόνο απουσίας των πολεμιστών, έναν ωραίο χρόνο, αφού κατά τη διάρκειά του ο ουρανός έστειλε τρεις ολόκληρες φορές, και για τρεις ολόκληρες μέρες κάθε φορά, νερό να μαλακώσουν ως και οι πέτρες, έργο σίγουρα των καλών θεών, ενώ, από την άλλη, δεν συνέβη ούτε μισή επίθεση από τα θηρία, έργο σίγουρα των ικανών ανθρώπων, όσοι είχαν μείνει πίσω έχοντας εναποθέσει τις ελπίδες τους για γονιμότητα και ασφάλεια στους καλούς τους θεούς και στους ικανούς ανθρώπους τους, είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται αν μη τι άλλο δικαιωμένοι για την επίμονη πίστη τους σ’ αυτούς και, πρώτη φορά μετά από καιρό, γαλήνιοι. Μέχρι που ήρθαν αντιμέτωποι με μια πληροφορία τόσο εξωφρενική, ώστε και μόνο στο άκουσμά της ταράχτηκαν, αν και θα μπορούσαν να αδιαφορήσουν ή έστω να υποκριθούν τους αδιάφορους και να αφήσουν τον χρόνο να κυλήσει χωρίς να τον διαταράξουν με προθέσεις ή αποφάσεις που υπήρχε ο κίνδυνος να τροποποιήσουν την ομαλή και, επιτέλους, απρόσκοπτη ροή του. Η πληροφορία, ωστόσο, ήταν πράγματι εντυπωσιακή και από τη στιγμή που έγινε γνωστή ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να μην τριβελίζει τη σκέψη όλων και να μην επιθυμούν την αξιοποίησή της, κυρίως όσοι πίστευαν ότι τους αφορά ιδιαίτερα κι ότι μόνο να ωφεληθούν θα μπορούσαν απ’ αυτήν. Σε τελική ανάλυση, τι θα είχαν να χάσουν αν δοκίμαζαν την εγκυρότητά της; Σε περίπτωση που επαληθευόταν στην πράξη, πράγμα απίθανο, θα απολάμβαναν ένα ακόμα δώρο της γενικότερης ευτυχούς τους συγκυρίας. Αν διαψευδόταν, τι είχανε, τι χάσανε. Σε κάθε περίπτωση πάντως, έστω πειραματικά, επιβαλλόταν μία ευκαιρία, που αποφασίστηκε από κοινού να δοθεί στην Αλάζνα. Είχε αντέξει πολλά στη ζωή της και ήταν ο ιδανικός άνθρωπος να εμπλακεί στη δίνη των μηδαμινών πιθανοτήτων επαλήθευσης αυτής της αδιανόητης φήμης. Κι αν πράγματι ευθυνόταν το κακό της μάτι για την κακή της καρποφορία, της άξιζε να νιώσει λιγάκι αφελής ή και ηλίθια. Αν, πάλι, είχαν βάση οι φήμες, ποιος άνθρωπος, όσο κακός κι αν είναι, αξίζει να περιβάλλεται από τόση ελαττωματικότητα;

  • Ε Αλάζνα, το ξέρεις πως ακριβώς πίσω από το πιο μακρινό και ψηλό βουνό μας υπάρχει κάποιος παντοδύναμος θεραπευτής; Με αντάλλαγμα ένα νεαρό και βρώσιμο ζώο, και λίγους θρεπτικούς και εύκολα αναπαραγώγιμους καρπούς, και αναλαμβάνοντας ένα μόνο μέλος από κάθε οικογένεια, υπόσχεται όχι μόνο να αποκαταστήσει οποιοδήποτε ελάττωμα, αλλά και να καλύψει κάθε έλλειψη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος και κάθε του κενό να αναπληρώσει. Νά, για παράδειγμα, όχι μόνο την όραση, αν δεν λειτουργεί, αλλά ακόμα κι ένα μάτι, αν λείπει, μπορεί να το αναπληρώσει με καινούργιο, χειροποίητο. Μόνο μην τον πεις «Θεό». Εξοργίζεται γιατί αναλογίζεται όχι όσα τον κάνουν να μοιάζει με Αυτόν, αλλά όσα τον διαφοροποιούν, εφόσον, και σε αντίθεση με έναν κανονικό θεό, ούτε νιάτα στον γέρο να δώσει μπορεί, ούτε ζωή στον πεθαμένο. «Τεχνίτη» θέλει να τον λέμε. Αχ, όλοι έχουμε κι από έναν λόγο να πάμε να τον βρούμε αυτόν τον Τεχνίτη, αλλά μόνον εσύ έχεις λόγους εφτά. Τα ξέρεις όλα αυτά; Κι αν ναι, τι θα κάνεις, Αλάζνα; Θα στείλεις κάποιο απ’ τα παιδιά σου; Και ποιο παιδί απ’ όλα θα διαλέξεις; Αχ, δύσκολες που είναι μερικές αποφάσεις…
  • Είμαι ενήμερη. Και έτοιμη για όλα.

Κλασικοί μαντατοφόροι. Περίμεναν ν’ ακούσουν ευχαριστίες. Δεν τις άκουσαν. Περίμεναν ν’ απολαύσουν θεαματικές αντιδράσεις. Δεν τις απόλαυσαν. Περίμεναν να δουν ετοιμασίες. Δεν τις είδαν. Η Αλάζνα, μετά από τη σύντομη αλλά σαφή απάντησή της, τους κοιτούσε ανέκφραστη, μέχρι να βεβαιωθεί ότι ξεκουμπίστηκαν και μέχρι να μην μπορεί ν’ ακούσει παρά μόνο να μαντέψει τα κακολογήματά τους. Όταν έμεινε μονάχη, τράβηξε το καύκαλο της χελώνας που είχε κρύψει σ’ ένα ντουλάπι, ανάδεψε αφηρημένα τους κλήρους που είχε ρίξει μέσα και περίμενε τους γιους της να επιστρέψουν, οι τρεις από τα ζώα κι οι τέσσερις απ’ τα χωράφια. Όταν έγινε κι αυτό, αποφεύγοντας να τους κοιτάξει, έτσι τους μίλησε:

«Οι έξι θα έχετε ακούσει και θα έχει κι ο Άωτος στα χείλη σας διαβάσει την είδηση για τον Τεχνίτη και για όσα οι φήμες θέλουν να μπορεί. Μόνο ένας όμως θα έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει αν λόγια στέρεα σαν πέτρα ή κούφια σαν αέρας είναι όλα αυτά. Κι έτσι θα γίνει. Μες στη χελώνα υπάρχουν εφτά κλήροι. Είναι φύλλα που τα έκοψα απ’ τη λεύκη του κήπου μας. Σε κάθε ένα φύλλο υπάρχουν από μία έως και εφτά ευδιάκριτες γραμμές. Το φύλλο με τη μία γραμμή αντιστοιχεί σε σένα, Άχερ, που γεννήθηκες πρώτος, κι έχεις ανάγκη από χέρια. Το φύλλο με τις δύο γραμμές είναι για σένα, Άπους, που γεννήθηκες δεύτερος κι έκανες τις παλάμες σου πέλματα, χωρίς ποτέ να μάθεις τι σημαίνει να περπατάς με το κεφάλι ψηλά. Το φύλλο με τις τρεις γραμμές είναι για σένα, Άωτος, που γεννήθηκες τρίτος και που ακόμα και τον πιο δυνατό αέρα δεν έχεις αφτιά να τον ακούσεις. Τον καταλαβαίνεις μόνο από τα μαλλιά που σου μπερδεύει κι απ’ τα κλαδιά των δέντρων που τα βλέπεις να χορεύουν. Το φύλλο με τις τέσσερις γραμμές αντιστοιχεί σε σένα Ίχθος, που γεννήθηκες τέταρτος, κι αντί για δέρμα έχεις λέπια, χωρίς αντί για πνευμόνια να έχεις βράγχια, ώστε ν’ αντέχεις κάτω απ’ το νερό με όντα που σου μοιάζουν. Το φύλλο με τις πέντε γραμμές είναι για σένα, ωραίε Ώρος, με τα ωραία μα άνεργά σου μάτια, που γεννήθηκες πέμπτος. Το φύλλο με τις έξι γραμμές πάει σε σένανε, Νωδός, που γεννήθηκες έκτος, κι ακόμα περιμένουμε να βγουν μέσα στο στόμα σου τα δόντια. Και τέλος, το φύλλο με τις εφτά γραμμές είναι για σένανε, Εβδός, που γεννήθηκες έβδομος, και για λίγο πιστέψαμε πως τίποτα δεν σου λείπει, γι’ αυτό και πήρες το όνομα που σου έδωσε η σειρά με την οποία ήρθες στον κόσμο. Ίσως καλύτερα. Τι όνομα να δίναμε σε σένα, που έχεις όλα τα όργανα, μα σχεδόν κανένα δεν δείχνει να δουλεύει, κι ούτε ψυχρό ούτε θερμό διαπερνά το δέρμα σου, ούτε πικρό ούτε γλυκό τη γεύση σου, ούτε χαρά ούτε λύπη την καρδιά σου; Λοιπόν, σ’ αυτά τα καλοδιπλωμένα φύλλα υπάρχει μια ευκαιρία, που δυστυχώς ένας μόνο από εσάς μπορεί να έχει, κι αυτή δεν είναι άλλη απ’ το να πάρει τον δρόμο αύριο, με το πρώτο φως της μέρας, και να πάει προς συνάντηση του Τεχνίτη που αποκαθιστά τις βλάβες και καλύπτει τις ελλείψεις. Αν ήταν ο πατέρας σας εδώ, θα τράβαγε αυτός τον κλήρο. Όμως δεν είναι, και θα πρέπει εγώ να αναλάβω αυτή τη γλυκόπικρη υποχρέωση. Όμως πριν, θα ήθελα ο καθένας από σας να ανακατέψει τους κλήρους μες στο καύκαλο, για να ’χει το δικό του μικρό μερίδιο σ’ ό,τι το δικό μου χέρι εντέλει θα τραβήξει».

Εκτός από τον άχερο Άχερ, που συμμετείχε δίνοντας μια ελαφριά κλοτσιά στο καβούκι, οι υπόλοιποι ανακάτεψαν τα φύλλα με τα χέρια τους, χωρίς κάποια, φανερή τουλάχιστον, αγωνία. Τίποτα πάνω τους δεν έδειχνε ότι τους ενδιέφερε το αποτέλεσμα της κλήρωσης, κι αν η μάνα τους δεν ήταν τόσο ενοχλητικά σοβαρή, ίσως και να το διασκέδαζαν όλο αυτό σαν ένα απρόσμενο παιχνίδι, αλλά αυτή έδειχνε τόσο κλεισμένη στον εαυτό της και τόσο απόμακρη, ώστε έπρεπε να μιλήσει ο Ίχθος για να την επαναφέρει κοντά τους, σ’ αυτό που κάνανε εκείνη τη στιγμή: «Άντε, μάνα, κάνε αυτό που είναι να κάνεις. Θα πρέπει κάποια στιγμή να φάμε κιόλας. Εγώ πεινάω». Η Αλάζνα έσφιξε τα χείλη της, έκλεισε τα μάτια της κι έβαλε στα τυφλά το δεξί της χέρι μέσα στο καβούκι. Τράβηξε ένα φύλλο, το ξεδίπλωσε, το διάβασε κι αμέσως μετά το τοποθέτησε ανοιχτό ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού τού Άχερ. Αυτός έφερε το πόδι του μπροστά στα μάτια του, μέτρησε τις γραμμές και πέρασε το φύλλο στα χέρια του Άπους. Από τον έναν στον άλλον, το φύλλο πέρασε στα χέρια όλων, εκτός από του τυφλού Ώρος, παρότι θα μπορούσε να ψηλαφίσει με τα δάχτυλά του το ένα ή τα περισσότερα χαράγματα στο φύλλο. Αρνήθηκε και είπε πως προτιμάει ν’ ακούσει με τα αφτιά του το αποτέλεσμα. «Θα σας πιστέψω» είπε χαμογελώντας. Κι όμως, δεν τους πίστεψε, γιατί όταν άρχισαν όλα του τα αδέρφια να λένε «Εσύ είσαι ο τυχερός, η μάνα τράβηξε το φύλλο με τις πέντε γραμμές, εσύ θα πας στον Τεχνίτη», ο Ώρος ζήτησε το φύλλο, το κράτησε στο αριστερό του χέρι και με τον δείχτη του δεξιού μέτρησε μία προς μία τις γραμμές και τις βρήκε κι αυτός πέντε. Το μόνο που δεν βρήκε ήταν η χαρούμενη φωνή της μάνας του ανάμεσα στις χαρούμενες φωνές των αδερφών του. Ήταν άραγε ακόμα εκεί; «Μάνα;» ρώτησε. Ήταν ακόμα εκεί. Του μίλησε: «Αυτός θέλει γι’ αντάλλαγμα ένα νεαρό βρώσιμο ζώο και λίγους θρεπτικούς και εύκολα αναπαραγώγιμους καρπούς. Τα έχω έτοιμα. Μαζί κι αυτά που θα καλύψουν τις δικές σου ανάγκες, μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου. Θα πρέπει τώρα πιο πολύ απ’ όλους να φας και πρώτος να κοιμηθείς, για να ’χεις αύριο δυνάμεις. Ο δρόμος είναι μακρύς και ανηφορικός. Αν όλα τούτα γίνονται για κούφιες φήμες, λυπάμαι για την ταλαιπωρία σου. Αν όμως όχι, χαίρομαι για την τύχη σου». Ο Ώρος άκουγε με προσοχή, διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας αμήχανα τον κλήρο μες στα χέρια του. «Για δες» ήταν το μόνο που ακούστηκε να λέει όταν επιτέλους ολοκληρώθηκαν οι θερμοί πανηγυρισμοί των αδερφών του και οι ψυχρές υποδείξεις της μάνας του.

«Αποδεκατιζόμαστε, μάνα. Ακόμα κι εγώ το καταλαβαίνω. Το αισθάνομαι. Είναι ένα ξεπάστρεμα που με διαπερνά. Κι αν η λύπη θυμίζει τη λάσπη που αφήνουν πίσω τους οι όλο και πιο συχνές, όλο και πιο επίμονες βροχές, τότε μπορώ και νιώθω. Μπορώ και νιώθω λύπη, αφού μπορώ και νιώθω λάσπη μέσα μου, που κάνει ως και τα πόδια μου να βουλιάζουν ακόμα κι όταν πατάω πάνω σε πέτρα. Μπορώ και νιώθω γεύση, κι είναι η γεύση αυτής της ίδιας λάσπης που ανεβαίνει ως το στόμα μου. Μπορώ και νιώθω το θερμό και το ψυχρό, αλλά μόνο σαν λάβα το ένα και σαν παγετό το άλλο. Είναι αυτή, είναι αυτή, αυτή η ίδια λάσπη που ό,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν μου συμβαίνει, ανακατεύεται μαζί του και το νοθεύει ή το διαστρέφει στη χειρότερη υπερβολή του. Πολύ θα ήθελα να γίνω όπως πριν, όμως φοβάμαι πως κάτι τέτοιο είναι πλέον αδύνατο. Μήπως να μου άλλαζες το όνομα, μάνα; Να πάψω να είμαι ο Εβδός που ήμουνα και να γίνω ο Λυπός ή ο Λασπός που έγινα; Κι αφού τα ονόματά μας δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά η υπενθύμιση των ελαττωμάτων μας, μήπως ήρθε η ώρα να πάρω το όνομα του καινούργιου μου ελαττώματος; Τι λες, ε; Γιατί δεν μιλάς;»

Γιατί δεν μιλούσε; Μακάρι να ’ξερα. Αυτά είναι τα πιο δύσκολα σημεία των μύθων που διασχίζουνε τον χρόνο μέσα από τα λαρύγγια των μεθυσμένων και των πλήρως εξουθενωμένων, σπασμένοι κι ανοργάνωτοι σαν αυτούς –μισόλογα σε αρχαία χάνια, πορνοστάσια, σανατόρια, χαμαιτυπεία, παραθαλάσσιες φωτιές ναυαγών ή σύγχρονες αστικές καντίνες, όταν η νύχτα δεν περνάει με τίποτα, κι ο καντινιέρης ή ο πελάτης του ούτε που ξέρει από πού διάολο τσίμπησε, σαν αρρώστια, την ιστορία της Αλάζνα και των εφτά ζαβών παιδιών της, αλλά επιμένει να τη μεταδώσει, σαν αρρώστια, με κενά που του επιβάλλει ο αλκοολικός του λόξυγκας, μα τα καλύπτει κάθε που στρώνει η αναπνοή του, αρκεί να μην πέφτει στα κενά του ίδιου του μύθου, όταν η σιωπή των ηρώων του γίνεται φήμη χωρίς περιεχόμενο, μια πράξη ανοιχτή στις υποθέσεις αλλά κλειστή στις αλλοιώσεις, ένα ξερό δεδομένο που κάθε κληρονόμος μύθων, σαν κι αυτόν της Αλάζνα, το αντιπαρέρχεται βιαστικά, για να καταφύγει σ’ ό,τι –αν και φήμη, και μάλιστα περιθωριακή– διατηρεί ακόμα κάποια ρωγμώδη κι αλλοιώσιμη μεν, ωστόσο στερεότητα.

Με βάση, λοιπόν, τέτοιες περιθωριακές αλλά σχετικά στέρεες φήμες, ο Εβδός μίλησε έτσι στη μάνα του όταν δεν είχε απομείνει κανένας άλλος για να μοιραστεί μαζί του όσα τον βασάνιζαν. Όποιος απομακρυνόταν απ’ το σπίτι τους εξαφανιζόταν, θαρρείς κι άνοιγε μια καταπακτή και τον κατάπινε. Η αρχή είχε γίνει με τον πατέρα του, τον μόνο από εκείνο το ελεεινό τσούρμο των πολεμιστών που δεν είχε επιστρέψει. Αλλά κι αυτοί που επέστρεψαν δήλωναν άγνοια για τη μοίρα του, επιμένοντας πως ο πατέρας του δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. «Σταματήστε επιτέλους να μας ζαλίζετε με δαύτον. Επειδή έφυγε όταν φύγαμε κι εμείς, δεν σημαίνει πως ήρθε μαζί μας».

Τη βραδιά της κλήρωσης, όμως, τα πράγματα έμοιαζαν αλλιώς. Όλα τα παιδιά στο σπίτι τής Αλάζνα είχαν τη βεβαιότητα πως ο πατέρας τους πολεμάει, και την ελπίδα πως η τύχη τούς χαμογελάει. Την ίδια, ωστόσο, νύχτα, στο κρεβάτι τους, αδύνατο να κοιμηθούν. Το κάθε παιδί, πρώτη φορά στη μέχρι τότε ζωή του, ένιωθε πόνους αφόρητους, πόνους τόσο πραγματικούς, ώστε να αισθάνεται οδυνηρά ξύπνιο, αλλά και τόσο εξωπραγματικούς, ώστε να μην πιστεύει ότι όλο αυτό ήταν κάτι περισσότερο από βαθύς ύπνος που το έχει εμπλέξει στη φριχτή αληθοφάνεια των ονείρων του. Σε κάθε περίπτωση, αυτός ήταν ένας πόνος εξοργιστικός, γιατί εντοπιζόταν στον μη τόπο, στα μέλη που ποτέ δεν είχαν, στα όργανα που ποτέ δεν απόλαυσαν τις υπηρεσίες τους, αλλά νά που τώρα βίωναν όλο τον πόνο που θα μπορούσε η ύπαρξή τους να προκαλέσει. Κι αν η έσχατη παρηγοριά ενός ανθρώπου είναι το γεγονός ότι η έλλειψη αποκλείει την τρώση ή τη νόσηση, πώς να μη νιώθει εξαγριωμένος ο Άχερ που σφαδάζει απ’ τα κατάγματα σε κάθε άρθρωση των φασματικών χεριών του˙ ο Άπους, με τις κράμπες στις κνήμες και στους αστραγάλους˙ ο Άωτος, που του τρυπάει το ανύπαρκτο τύμπανο η οξύφωνη συναίρεση κάθε λογής ουρλιαχτού από κάθε γωνιά του κόσμου˙ ο Ίχθος, που νιώθει να τον καλύπτει, αλλά σαν έγκαυμα, το θηριώδες όργανο του ανθρώπινου δέρματος˙ ο Νωδός, που αισθάνεται όχι να του φυτρώνουν αλλά να του καρφώνουν δόντια μες στο στόμα του που πλημμυρίζει με αίμα, γεύεται τη μεταλλική γεύση του, το φτύνει κι είναι σκέτο σάλιο˙ ο Εβδός, που τουρτουρίζει απ’ το ψύχος της αδιαφορίας του˙ ο Ώρος, που νιώθει να επικεντρώνονται στην ανενεργή του ίριδα όλες του οι αισθήσεις, να ενοποιούνται και να εκρήγνυνται παράγοντας όραση υπό μορφή σπινθήρων, με χρώματα ορατά αλλά καυστικά, που χορεύουν για λίγο στον αέρα κι έπειτα χύνονται στα βλέφαρά του και τα απανθρακώνουν.

Αν όλα αυτά ήταν πραγματικότητα, κανένα από τα παιδιά δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Αν όλα ήταν εφιάλτης, καθένα από τα παιδιά διεκδίκησε την έξοδό του απ’ αυτόν. Είτε παραπαίοντας σε οδύνες που δεν του αναλογούσε είτε υπνοβατώντας σε πεδίο που δεν συνειδητοποιούσε, το κάθε παιδί, σε διαφορετική στιγμή της νύχτας, αφού αποσπάστηκε με κόπο απ’ το κρεβάτι του, περπάτησε μόνο του μέσα στο σπίτι, αναζητώντας την πήλινη κανάτα  με το ωραίο νερό –νερό που ξεδιψά τον διψασμένο, νερό που δροσίζει τον φλογισμένο, νερό που αφυπνίζει τον κοιμισμένο, νερό που ανακουφίζει τον πονεμένο, νερό που καθαρίζει τον λερωμένο, αλλά νερό ακίνητο, αμίλητο νερό, νερό που δεν μπορεί να ζητήσει απ’ την κανάτα του να μην είναι πάνω στο τραπέζι, να μην στέκεται τόσο επικίνδυνα κοντά στο ξεχασμένο καύκαλο με τους εναπομείναντες κλήρους, να μην μπουν στον πειρασμό τα παιδιά να δώσουν, έτσι, χωρίς κανέναν λόγο πλέον, μια δεύτερη ευκαιρία στην τύχη τους, ή μια τρίτη, ή μια τέταρτη, ανοίγοντας ένα-ένα τα φύλλα μέχρι να βρει κάθε παιδί τον κλήρο τον δικό του, νερό που θα ’θελε στα εφτά να μοιραστεί, λιγάκι στον καθέναν κι όχι όλο σε έναν, και συγκεκριμένα στον τυχερό μέσα στην ατυχία του Ώρος, που ψαύει με τα δάχτυλα τον αέρα, τους τοίχους, τις καρέκλες, την επιφάνεια του ξύλινου τραπεζιού, τα δάχτυλά του περνούν ξυστά απ’ το ξεμεινεμένο καύκαλο, ξυστά το προσπερνούν, μέχρι να νιώσουν τη δροσερή επιφάνειας της κανάτας και να τυλιχτούν γύρω της, να τη σηκώσουν στον αέρα, να φέρουν τα χείλη της στα χείλη του, μισό νερό να πιει, κι έπειτα στο κεφάλι του, τ’ άλλο μισό επάνω του να τρέξει. Ω, πολύ καλύτερα τώρα. Ο Ώρος θα περιμένει εκεί το πρώτο φως της μέρας που θα σημάνει τη φυγή του. Άλλωστε πλησιάζει αυτή η ώρα. Δεν χρειάζεται καν να επιστρέψει στο κρεβάτι του, όπως έκανε νωρίτερα καθένα από τ’ άλλα του αδέρφια, βαρύ σαν φάντασμα που ξέρει, ξέρει καλά πως έχει σώμα, μα δεν το βρίσκει πλέον πουθενά, ούτε καν στην αφόρητη επιβεβαίωση που δίνουν οι αφόρητοι πόνοι.

«Ξεκούρδισμα». Από την απομάκρυνση του Ώρος και μετά, αυτή έδειχνε η πλέον κατάλληλη λέξη να περιγράψει την κατάσταση στην οποία περιήλθε η κάποτε τέλεια μηχανή των εφτά χαλασμένων εξαρτημάτων. Μέχρι που αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για κανονική αποσυναρμολόγηση. Τον Ώρος, μετά από τον πρώτο χρόνο απουσίας του, ακολούθησε ο Άχερ. «Αργεί. Θα πάω να τον βρω» ανακοίνωσε ξερά ένα πρωί. Η Αλάζνα τού ζήτησε να περιμένει μαζί τους κι άλλο. Δεν την άκουσε. Η Αλάζνα θέλησε να του δώσει προμήθειες για τον δρόμο. Δεν τις πήρε. Η Αλάζνα έμεινε να κοιτάζει την πλάτη τού Άχερ καθώς απομακρυνόταν, και παρέμεινε στο ίδιο σημείο ακόμα κι όταν το μόνο που φαινόταν ήταν η τεράστια απόσταση που τους χώριζε. Ακριβώς στον ένα χρόνο επαναλήφθηκε ακριβώς η ίδια διαδικασία, αυτή τη φορά από τον Άπους, με μια μικρή τροποποίηση στην ανακοίνωσή της: «Αργούν. Θα πάω να τους βρω». Η Αλάζνα προσπάθησε να τον κρατήσει. Της ξέφυγε. Η Αλάζνα προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει. Δεν δέχτηκε. Η Αλάζνα έβαλε τις παλάμες της πάνω στα μάγουλά της, και τα νύχια της μέσα σ’ αυτά, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν μισούν το ίδιο τους το κεφάλι.

Με εξαίρεση τον Ώρος, που έφυγε για να πάει να βρει τον Τεχνίτη, τα υπόλοιπα παιδιά έφευγαν για να βρουν το ένα τα άλλα. Έτσι και με τον Άωτος, έναν χρόνο αφότου έφυγε ο Άπους και δύο χρόνια μετά από τον Άχερ. Έτσι και με τον Ίχθος, έναν χρόνο αφότου έφυγε ο Άωτος, δύο χρόνια μετά από τον Άπους και τρία μετά από τον Άχερ. Έτσι και με τον Νωδός, έναν χρόνο αφότου έφυγε ο Ίχθος, δύο μετά από τον Άωτος, τρία μετά από τον Άπους και τέσσερα μετά από τον Άχερ. Αλλά όχι έτσι και με τον Εβδός. Είχε πια μεγαλώσει αρκετά περισσότερο από το αναμενόμενο, κι έβλεπε με αγωνία τη μάνα του που είχε γεράσει πολύ περισσότερο από το φυσιολογικό. Στον ένα χρόνο από το φευγιό και του τελευταίου από τα αδέρφια του, ο Εβδός ούτε λεπτό δεν σκέφτηκε πως είχε έρθει και γι’ αυτόν η ώρα να χαθεί μέσα στον κόσμο γυρεύοντάς τα. Του έφταναν και του περίσσευαν οι εύλογες υποθέσεις του. Ο Ώρος, ακόμα κι αν υπήρχε εκείνος ο απίθανος Τεχνίτης, ακόμα κι αν είχε καταφέρει να τον συναντήσει, αποκλείεται να βρήκε το φως του απ’ αυτόν. Πιο πολύ από εξαπατημένος, θα ένιωσε απογοητευμένος, γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι, ανθεκτικοί έως αναισθησίας με το πρόβλημα όσο μοιάζει άλυτο, αλλά ευάλωτοι στη ματαιωμένη ελπίδα της λύσης του. Καθόλου απίθανο, λοιπόν, να έφυγε αποκαρδιωμένος, να κοντοστάθηκε στο κελάρυσμα του πρώτου ποταμού που βρήκε μπρος του, να έκατσε στις όχθες του να κλάψει ή ακόμα και να μπήκε στο νερό του να πνιγεί. Ναι, έτσι θα έγιναν τα πράγματα μ’ αυτόν.

Όσο για τους άλλους, ο Εβδός πίστευε πως ακόμα κι αν τους γύρευε στον κόσμο, ακόμα κι αν κατάφερνε να τους βρει, δεν είχε τίποτα να κερδίσει απ’ αυτούς γιατί, απ’ τη στιγμή που άνοιξαν τους κλήρους και μετά, πιο πολύ από απογοητευμένοι, αισθάνονταν εξαπατημένοι, όπως κι ο ίδιος άλλωστε, με τη διαφορά ότι αυτός βούλιαζε στη λασπώδη λύπη του που τον κρατούσε καθηλωμένο, ενώ τ’ αδέρφια του γλιστρούσανε βουβά στην ολισθηρή οργή τους, η οποία τούς ξαπόστελνε τον έναν μετά τον άλλον έξω στον κόσμο, που έμοιαζε επίπεδος, αλλά από ένα σημείο και πέρα θα είχε σίγουρα σχήμα γκρεμού και τους κατάπινε.

Το πρόβλημα ήταν πως καθένας που έφευγε απ’ το σπίτι ήταν σαν να ’παιρνε μαζί του τις λέξεις που η Αλάζνα προόριζε γι’ αυτόν. Ήδη από τη φυγή του πατέρα και μετά, η γυναίκα μιλούσε αισθητά λιγότερο, ενώ κάθε φορά που έφευγε και ένας από τους γιους της η κατάσταση χειροτέρευε, τόσο που στο τέλος, μετά από τη φυγή και του Νωδός, η Αλάζνα ήταν σχεδόν βουβή. Ο Εβδός όμως ήταν ακόμα εκεί, δεν είχε φύγει, δεν της είχε πάρει τίποτα. Ίσα ίσα, από την αδιέξοδη και σίγουρα φλύαρη οργή των αδερφών του, είχε επιλέξει να περιμένει τις λίγες λέξεις από το μητρικό λεξιλόγιο που του αναλογούσαν –και κυρίως τις λέξεις που θα έβγαζαν από την περιοχή της κοινής αποσιώπησης την καταραμένη της απάτη. Μάταια ως τώρα. Έναν ολόκληρο χρόνο που αυτός κι η μάνα του είχαν απομείνει οι δυο τους, η Αλάζνα ούτε για να φάει καλά-καλά δεν άνοιγε το στόμα της, όχι για να μιλήσει. Γι’ αυτό ο Εβδός δεν ήταν σίγουρος, καθόλου σίγουρος, ότι την άκουσε κάποια στιγμή να του λέει: «Δεν έχεις δίκιο». Μα τι της είχε πει; Σε τι δεν είχε δίκιο; Είχε πράγματι μιλήσει η μάνα του ή ήταν αυτός που ήθελε τόσο πολύ να την ακούσει, ώστε της έβαζε λέξεις στο στόμα; Αλλά γιατί να της βάλει λέξεις στο στόμα που ο ίδιος δεν τις καταλάβαινε; Γιατί να της βάλει λέξεις που δεν του αρκούσαν; Όχι, όχι, ήταν αυτή που είχε μιλήσει, δεν ήταν αυτός που είχε παρακούσει. Κι ήταν αυτή που θα ’πρεπε να συνεχίσει να μιλάει, ο κόσμος να χαλάσει, ή έστω οι ώμοι της Αλάζνα, που τώρα τραντάζονται κάτω από τα χέρια του Εβδός, γιατί δέκα, μπορεί και παραπάνω, φορές που τη ρώτησε «Σε τι δεν έχω δίκιο;», η μάνα του δεν έλεγε ν’ απαντήσει, αλλά κι ο Εβδός δεν έλεγε να τα παρατήσει: «Σε τι δεν έχω δίκιο; Σε τι δεν έχω δίκιο;»

  • Δεν πήρατε όλοι όνομα απ’ τα ελαττώματά σας. Δεν είναι ελάττωμα να είσαι έβδομος, Εβδός. Ούτε είναι ελάττωμα να είσαι ωραίος, όπως ο Ώρος. Ίσως και να μην είναι καν ελάττωμα να είσαι κουφός ή κουλός ή κουτσός ή τυφλός. Ελάττωμα είναι να είσαι αόρατος.
  • Γι’ αυτό σ’ όλους τούς κλήρους είχες χαράξει πέντε γραμμές; Γι’ αυτό μάς ξεχαρβάλωσες; Γι’ αυτό διάλεξες τον Ώρος, όχι για να μπορεί να δει αλλά για να μπορεί να σε βλέπει; Γι’ αυτό αφανιστήκαμε; Για να μπορείς εσύ να βλέπεσαι;
  • Μα τι άλλο από ένα ζώο που θέλει να το βλέπουν είναι ο άνθρωπος;

Ο Εβδός, πιο Λυπός από ποτέ, αισθάνθηκε την οικεία του λάσπη να πήζει ταχύτατα και να πετρώνει γύρω απ’ τα πόδια του, εμποδίζοντάς του την κίνηση, και να σβολιάζει μες στο στόμα του, απαγορεύοντάς του την ομιλία. Πρώτη φορά, ωστόσο, ένιωσε προστατευμένος απ’ τη δράση της. Πέτρωνε ολόκληρος. Άρα γινόταν ανθεκτικός. Αποκτούσε την ύλη που σέβεται ο χρόνος περισσότερο απ’ την ύλη του ανθρώπου, διατηρώντας ωστόσο το σχήμα που σέβονται οι άνθρωποι περισσότερο από την ανυπόληπτη πέτρα. Τι καλύτερο απ’ αυτό θα μπορούσε να του τύχει; Η μάνα του γερνούσε ταχύτατα, ήταν θέμα λίγου χρόνου η εξαΰλωσή της, αλλά αυτός εμπεδωνόταν μες στη στερεοποίηση της ίδιας του της λύπης. Θα ευχόταν μόνο να μπορούσε να σπρώξει με τα χείλη του τη λάσπη που έπηζε γύρω τους, ώστε να προλάβει να ακινητοποιηθεί έχοντας εις το διηνεκές την έκφραση ανθρώπου που γελάει. Έτσι θα ήθελε οι άλλοι να τον βλέπουν. Ο Εβδός είχε πλήρη επίγνωση ότι προβιβάζεται σε αξιοθέατο, σε σταθερή εικόνα που θα συνέρρεαν τα πλήθη να την επιβεβαιώσουν, γιατί οι άνθρωποι ξέρουν να φτιάχνουν από πέτρα ομοιώματα δικά τους, αλλά ποτέ δεν θα περίμεναν ότι ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει ο ίδιος ομοίωμα πέτρας. Φήμη θα γινόταν, φήμη που θα επαληθευόταν, γι’ αυτό και θα εξαπλωνόταν ως τα πέρατα της οικουμένης. Σκεφτόταν λοιπόν ότι, αν ποτέ ερχόταν το μέλλον, ίσως του μέλλοντος τα πλήθη να είχαν καταφέρει να ζουν σε μια, νοερή ή πραγματική, κυκλική διάταξη, όπου όλοι θα ήταν ορατοί απ’ όλους, κι οι πιο κοντινοί θα έβλεπαν αυτόν, αλλά οι πιο μακρινοί θα έβλεπαν τους άλλους να τον βλέπουν, ούτως ώστε, κι έχοντας εξασφαλίσει όλοι την αναγκαία τους σπειροειδή ορατότητα, να μπορούν οι πιο κοντινοί του θεατές όχι μόνο να τον δουν αλλά και να τον παρατηρήσουν απερίσπαστοι –αυτόν, τον απολιθωμένο Εβδός, ένα παιδί της σειράς, με το βεβιασμένο του χαμόγελο να δίνει τροφή στα πιο απίθανα σενάρια σχετικά με τους λόγους που μπορεί να το προκάλεσαν.

Τέτοιες άραγε ήταν οι τελευταίες του σκέψεις; Μακάρι να ’ξερα. Από τη στιγμή που ο ίδιος δεν είπε τίποτα, όλα τα άλλα είναι αυθαίρετες εικασίες που κάνουμε οι άνθρωποι όταν οι ήρωές μας σφραγίζουνε το στόμα τους για πάντα.

 

––––––––––––––– *** –––––––––––––––

 

Όλα τα διηγήματα της Μαίρης Σταθοπούλου

συγκεντρωμένα εδώ

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.