Ο

Περικλής Γιαννόπουλος, σύμφωνα με την εγγραφή στο Μητρώο Αρρένων του Δήμου Πατρέων γεννήθηκε το 1871 στην Πάτρα. Σπούδασε στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων της πόλεως, από το οποίο αποφοίτησε το 1886, τα ίδια χρόνια με τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και τον Δημήτριο Γούναρη. Το Α’ Γυμνάσιο τότε βρισκόταν στην Πλατεία Βασιλίσσης Όλγας (σήμερα Πλατεία Όλγας). Το κτήμα της οικογένειάς του βρισκόταν στη θέση “Μποζαΐτικα” στα περίχωρα των Πατρών. Πλησίον του σημερινού “Πόρτο Ρίο”. Ωστόσο, οι πληροφορίες παραμένουν συγκεχυμένες για την οικογενειακή του καταγωγή ως προς τον πατέρα του. Στην πρώτη έκδοση του Ιστορικού Λεξικού των Πατρών του ιστοριοδίφη των Πατρών Κωνσταντίνου Τριανταφύλλου διαβάζουμε για τον Γιαννόπουλο:

Ο Περικλής Γιαννόπουλος σε σκίτσο της Σοφίας Λασκαρίδου.

“Ἐγεννήθη εἰς Πάτρας τῷ 1869, ὑιὸς τοῦ ἐκ Μεσολογγίου ἰατροῦ ’Ιωάν. Γιαννοπούλου καὶ τῆς Εὐδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη ἐκ Κ/πόλεως. Ἡ πατρική του οἰκία εἶναι ἐπὶ τῆς ΒΑ γωνίας ὁδῶν Ῥήγα Φεραίου καὶ Ζαΐμη. Μετὰ τὰς γυμνασιακάς του σπουδάς, μετέβη διὰ νὰ σπουδάσῃ εἰς Ἀθήνας ἰατρικὴν, ἀπεσύρθη ὅμως ταύτης καὶ μετέβη εἰς Παρισίους δι᾽ αἰσθητικὰς σπουδὰς, ἐπανελθὼν δὲ εὶς Ἑλλάδα, ἐγκατεστάθη εἰς Ἀθήνας, ὅπου ἀπέθανε τὴν 10 Ἀπριλίου 1910 εὶς ἠλικίαν 40 ἐτῶν”.

Η Σοφία Λασκαρίδου, κόρη του Λάσκαρη Λασκαρίδη, της παλαιάς οικογενείας με καταγωγή από τον Πρίγκηπα της Τενέδου Εμμανουήλ, το γένος Χρηστομάνου, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1876 και πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1965, στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της, η οποία βρέθηκε στο προσωπικό της κασελάκι, που πρόσφατα διέσωσε ο Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος, υπεύθυνος του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου», φαίνεται πως η πρωτοποριακή ζωγράφος συστηματικά πείραζε την ημερομηνία γεννήσεώς της, με μία συγκινητική διάθεση μυθοπλασίας. Λίγο μετά την αυτοκτονία του αγαπημένου της, κι αφού μαζί με την αγαπητή φίλη της Νένη περιποιήθηκαν και μύρωσαν το νεκρό σαν κούρου σώμα του, η Σοφία αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Έζησε όμως ως τα βαθιά γεράματα, ζωγραφίζοντας και οπλοφορώντας. Αν και ως τη δεκαετία του ’30 αρνείτο να το παραδεχτεί επωνύμως, πρόλαβε λίγο πριν πεθάνει να αφηγηθεί την ζωή της και τον μυθιστορηματικό έρωτά της για τον Περικλή Γιαννόπουλο, στο συμπλήρωμα της Αυτοβιογραφίας της το 1960, με τίτλο “Από το Ημερολόγιό μου : Μια αγάπη μεγάλη”:

Η Σοφία Λασκαρίδου από την Θάλεια Φλωρά, 1900 – 1901, Πηγή: Συλλογή Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου». Κορνίζα σκαλισμένη από την εικονιζομένη Σοφία.


Η μεγαλύτερη ευτυχία, μα και η πιο μεγάλη δυστυχία της ζωής μου, γεννήθηκε από μια μοιραία συνάντησι. Ερχόταν αντίθετα από μένα, λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε, άθελα· στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλλο. Σαν φωτοστέφανος έλαμψαν τα χρυσά του μαλλιά γύρω στο αγγελικό κεφάλι με τον γαλάζιο ουρανό στα μάτια. Τον κύτταξα αχώρταγα μα κι αυτός δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τα δικά μου.

-Με συγχωρείτε, ψιθύρισε. Η ομορφιά σας μ’ εθάμπωσε!

-Κι εμένα η δική σας. 

Χαιρέτησε, προσπέρασε, γύρισε πίσω το κεφάλι, κι εγώ την ίδια στιγμή γύρισα το δικό μου. Χαμογελάσαμε κι οι δυο. Αυτό ήταν. 

-Ποιος να είναι ; αναρωτιόμουν, άγνωστος για μένα. 

Μεγάλωσα στην εξοχή, στην ερημιά της Καλλιθέας. Σπάνια ανέβαινα στην Αθήνα. Κάθε Κυριακή το απόγευμα, έβλεπα μόνο, στο σπίτι των γονέων μου που δέχονταν, τους φίλους και τους γνωστούς μας. 

Την Κυριακή, έπειτα από το συναπάντημα εκείνο, έγινε το απροσδόκητο. Μπαίνει στο σαλόνι μας ο ωραίος άγνωστός μου. Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχωρεί, με χαιρετάει και συστήνεται:

-Περικλής Γιαννόπουλος, θαυμαστής σας.

-Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν!-Είναι δυνατόν ! Η φήμη του ταλέντου σας και η ομορφιά σας μου έδωσαν το θάρρος να έλθω σπίτι σας.

Και πράγματι, η Σοφία Λασκαρίδου, ούσα βεβαίως και ολίγον μεγαλυτέρα του πατρινού Περικλέους, είχε ήδη καταφέρει να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή στα σαλόνια των Αθηνών, για το μεγάλο ταλέντο της. Μία διαρκής παρουσία της γίνεται αισθητή και από τα περιοδικά της εποχής αλλά και από τα ευρήματα στο Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου» υπό την επιμέλεια του δεινού συλλέκτη Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου. Και όλο νεώτερα ευρήματα έρχονται να αναδείξουν μία πρωτοποριακή ζωγράφο, δυστυχώς αρκετά λησμονημένη σήμερα. Μετά από ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής στην Αθήνα, η Λασκαρίδου φοίτησε στο Παρίσι, στην Académie Julian, με δασκάλους τους Constant και Laurens. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εισήχθη στην Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Αλλά και αυτό δεν ήταν δεδομένο εκείνα τα χρόνια. Το τάλαντο υπήρχε, αλλά χρειάστηκε δική της δυναμική συνάντηση με τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄, ώστε να αλλάξει ο νόμος το 1903 και να επιτρέπεται να εισάγονται γυναίκες στην Καλών Τεχνών. Δικαιώματα τα οποία σήμερα με τις γυναικοκτονίες αμφισβητούνται πάλι. Το 1907 αποφοίτησε και την επόμενη χρονιά λαμβάνει υποτροφία, πρέπει να φύγει για την Γερμανία. Ο αγαπημένος της αντιδρά; Δεν την ακολουθεί πάντως, και ο έρως τους συνεχίζεται επιστολιμαίος. Η Σοφία ακάθεκτη και δημιουργική συνέχισε τις σπουδές της στην Γερμανία, στο Μόναχο, όπου φοίτησε στην Münchner Künstlerinnenverein. Από εκείνη την περίοδο προέρχονται και οι επιστολές που παρουσιάζομε σήμερα. Εφόσον φεύγει γύρω στα τέλη του 1908, οι επιστολές πρέπει να προέρχονται από τις αρχές του 1909.

Το ξυλόγλυπτο κασελάκι της Σοφίας Λασκαρίδου. Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος.

Αλλά επιστρέφοντας στην αφήγηση του έρωτά της με τον Περικλή Γιαννόπουλο, διαβάζουμε στο Ημερολόγιό της:

Γνώρισα καλά την ωραία του ψυχή μέσα στα ιερά μάρμαρα του αγαπημένου μας Παρθενώνα. Άνθη σκορπούσαμε στους βωμούς της Αφροδίτης, λουλούδια πηγαίναμε στην Παναγία, σ’ όλα τα εξωκκλήσια. Βουνά, πλαγιές, ακρογιάλια, κάμπους, χωράφια, όλη την Αττική γη τη γνωρίσαμε, την αγαπήσαμε, περπατήσαμε μαζύ. Και γεννήθηκαν υπέροχα ζωγραφικά έργα και σπάνιες σκέψεις ανταλλάξαμε. Άνθησαν οι ψυχές μας σε αφάνταστο κάλλος δημιουργίας και ενθουσιασμού. Μέρες ολάκερες περπατούσαμε κάτω από τα πεύκα στην ακρογιαλιά της Ελευσίνας. Κοντά μου ξαπλωμένος ο πολυαγαπημένος μου· εδιάβαζε μη τολμώντας να γυρίση το φύλλο του βιβλίου του, μήπως μ’ ενοχλήση…

Μια τέτοια ώρα που ζωγράφιζα ένα ωραίο πεύκο στην ακρογυαλιά του Σκαραμαγκά μου είπε:

-Αν τυχόν αλλάξη η αγάπη σου, εδώ σ’ αυτό το μέρος θ’ αυτοκτονήσω. Θα φύγω για τα μυστικά και ωραία. Θα εξαφανιστώ. Κανένας δεν θα με ξαναϊδή. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένη με την βάρκα του εδώ σ’ αυτή την θάλασσα. Θα έχω έτοιμα τα πορθμεία όσο για μια δεκάρα ελπίζω να μου έχει μείνει στην τσέπη μου, πρόσθεσε γελώντας. Σοβαρεύτηκε και εξακολούθησε.

Ένα κλαδί απ’ αυτό το πεύκο που ζωγραφίζεις τώρα θα πάρω στην αγκαλιά μου σα νά σαι εσύ, και το βραχιόλι που μου χάρισες θα σφίξη το χέρι μου μη αστοχήσει τον κρόταφο το βόλι της απολύτρωσης. Όταν η Μοίρα δεν μπορεί να μας δώση τίποτα πια στον κόσμο για παρηγοριά, δεν μένει άλλο παρά μόνον να εξαφανιστούμε. Η υπέρτατη ηδονή του έρωτα μόνον με την υπέρτατη ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται. 

-Τι λες Περικλή μου; Υπέρτατη ηδονή δίνει ο θάνατος ή υπέρτατη οδύνη;

-Όχι, ο θάνατος είναι η ευδαιμονία, η γλυκειά ελπίδα της αιώνιας λήθης. Η γαλήνη.

Πράγματι, ο Περικλής Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε θεαματικά και τελετουργικά πριν την Μεγάλη Πέμπτη του 1910, κοντά στην Ελευσίνα, συναντώντας τον μεγάλο ήλιο του βίου του, εκείνο το βροχερό ανοιξιάτικο πρωινό. Καβάλησε ένα άλογο, ντύθηκε κατά πώς έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής ένα στεφάνι με άνθη της Αττικής γης και αναχώρησε δια τους ασφοδελούς λειμώνας. Και γραπτώς, όπως φαίνεται και από τα Ημερολόγια του θείου του, Μανουήλ, δεν ήταν και ο καλύτερος στη διαχείριση των χρημάτων του, όλο δανειζόταν, καθώς πιθανότατα ήταν μέτοχος της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, ο οποίος χρεωκόπησε. Ωστόσο, η αφήγηση της Λασκαρίδου έχει και εκείνη κάτι το μη ρεαλιστικό, ως ύστερο κείμενο του αισθητισμού, δεν θα μπορούσαμε να την λαμβάνουμε απολύτως υπόψη ως αυτοβιογραφία. Η Νένη πράγματι ήταν φίλη της, αλλά πρέπει να μάθουμε περισσότερα για εκείνη. Τα δύο βιβλία που εξέδωσε η Λασκαρίδου αξιοποίησαν το κασελάκι της, αλλά το εμπλούτισαν με αρκετά στοιχεία μυθιστορήματος και φαντασίας. Άλλωστε, ήταν γεννημένη ζωγράφος. Και όφειλε να ζωγραφίσει τον καμβά της ζωής της. Η έρευνα του κυρίου Παπαγεωργόπουλου φαίνεται πως θα αναδείξει πολλές παντελώς άγνωστες πτυχές του βίου της μεγάλης καλλιτέχνιδος.

Από το Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης Σοφίας Λασκαρίδου, παραθέτουμε τις πρώτες τέσσερις επιστολές του Περικλή Γιαννόπουλου τις οποίες μεταγράψαμε. Είναι αχρονολόγητες, αλλά φαίνεται από τα γραφόμενα σε αυτές πως είναι οι τελευταίες πριν τον τελετουργικό θάνατό του. Βρέθηκαν στο ξυλόγλυπτο κασελάκι που η ίδια σκάλισε με το μονόγραμμά της. Τις φύλαγε σαν θησαυρό μέχρι το τέλος της ζωής της. Πλέον ανήκουν στο Αρχείο καθώς βρίσκονταν στην ιδιοκτησία του κυρίου Μιχάλη Κονταράτου, μικρανηψιού της Λασκαρίδου από την αδελφή της, Μελπομένη. Μαζί με άλλα προσωπικά της αντικείμενα στο κασελάκι βρέθηκαν σπάνιες φωτογραφικές πλάκες έργων της και επιστολές της φίλης της Νένης.

Το πρώτο φύλλο της πρώτης επιστολής.

Σε όλες τις επιστολές του Περικλή, επτά τον αριθμό μαζί με σπαράγματα στα γαλλικά, οι αρχαιογνωστικές αναφορές είναι σαγηνευτικές. Φαίνεται πώς ο Γιαννόπουλος όχι μόνον έγραφε σκεπτόμενος αρχαία κείμενα, ζούσε την αρχαιότητα στην καθημερινότητά του. Πιο συγκεκριμένα, κρυπτόμενη λεκτικώς στις περισσότερες απευθύνσεις του προς την αγαπημένη του Σοφία, πυξίδα του διαφαίνεται να είναι ο πλατωνικός Ηνίοχος της Ψυχής από τον Φαίδρο [253c-254b] με το καλό και το κακό άλογο, το ένα να τραβά προς την δημιουργία και την αθανασία, το άλλο προς τον θάνατο και την καταστροφή. Ο ίδιος μύθος περνάει στις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου, και στο πολύπλοκο παραμύθι του Έρωτα και της Ψυχής. Αυτό το φτερωτό παραμύθι, φαίνεται από τις δημοσιευόμενες επιστολές, καθορίζει ως προσανατολισμός τον βίο και την μεταφυσική αναχώρηση του Περικλή Γιαννόπουλου. Καθώς εν έτει 1910 δεν έχουμε εντοπίσει πλήρη μετάφραση των Μεταμορφώσεων, ο Γιαννόπουλος πιθανότατα διάβαζε το κείμενο στο λατινικό πρωτότυπο, ή από γαλλική μετάφραση. Άλλωστε και στην Σοφία απευθύνθηκε πολλάκις στα γαλλικά. Το “Παλάτι των Ονείρων” της τετάρτης επιστολής, δε μπορεί παρά να είναι μία βιωματική χρήση του συμβόλου του Παλατιού από τον μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, όπως περιγράφεται στο V.1 βιβλίο των Μεταμορφώσεων, σελ. 111. Εκεί, στο παλάτι αυτό καταφθάνει η Ψυχή και παρατηρεί:

Ένα δάσος με ψηλά δένδρα, που είχε στη μέση μια πηγή με νερά σαν κρύσταλλα φανερώνεται στά μάτια της. Εκεί κοντά ορθώνεται ένα εξαίσιο παλάτι, εργο αθάνατο, που δε θα μπορούσαν να τό ‘χουν κάμει άν­θρωποι. Από το προαύλιο όλα μαρτυρούν μια θεία, με­γαλόπρεπη κατοικία κάποιας θεότητας.

Χρυσές κολόνες είναι στεφανωμένες με φιλντισένια κιονόκρανα, σκαλισμένα με άφθαστη τέχνη. Όλοι οί τοίχοι είναι καλυμμένοι με ασημένια ανάγλυφα πού παριστάνουν ζώα, τόσο ωραία που να μην ξέρει κανείς πώς να θαυμάσει τον ημίθεο, ή καλύτερα το θεό, που τα είχε σκαλίσει πάνω στό μέταλλο με θεία τέχνη. Και το πάτω­μα ακόμα είναι στρωμένο με πολύτιμα πετράδια όλων των χρωμάτων, δουλεμένα και τοποθετημένα με τρόπο που νά σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις.(Απουλήιος (1982) Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις. μετάφραση από την έκδοση “Γραμμάτων” Αλεξανδρείας, 1927, Εισαγωγή – Επιμέλεια: Αριστείδης Αϊβαλιώτης, Αθήνα : Νεφέλη)

Βέβαια, θα είχε ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως και οι ίδιες οι περίφημες Μεταμορφώσεις αποτελούν μία κειμενική αντανάκλαση ενός χαμένου έργου, το οποίο υποτίθεται πως έγραψε ένας μάγος από την Πάτρα, ο περίφημος θρυλικός Λούκιος ὁ Πατρεύς, το έργο του οποίου παραφράζει ο Λουκιανός στον Ὄνο του. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως οι συγκεκριμένες επιστολές συναντώνται παραφρασμένες μόνον εν μέρει στο εκδοθέν συμπλήρωμα του Ημερολογίου της Λασκαρίδου. Θα είχε ενδιαφέρον μία διερεύνηση του παλιμψήστου πάνω στο οποίο γράφει η γηραιά πια και γοητευτική Σοφία το Ημερολόγιό της το 1960. Άλλωστε, και οι ίδιες οι επιστολές αποτελούν παλίμψηστα της ελληνικής αρχαιότητας.

Στην Τέταρτη Επιστολή με εορταστικές ευχές την οποία αποστέλλει ο Γιαννόπουλος από το σπίτι της οικογένειάς του στην Πάτρα, προτρέπει την αγαπημένη του Χαῖρε, ὡραΐζου καὶ ὡραιοποίει. Μία προτροπή εντυπωσιακή, δική του, αλλά ταυτόχρονα απήχηση του πλατωνικού Φαίδωνος. Εκεί συναντάμε τον Σωκράτη στο δεσμωτήριο, χαράματα, λίγο πριν αναδείξει πώς κάθε φιλόσοφος επιθυμεί την μακαριότητα της ψυχής διαμέσου του θανάτου, αφού η ψυχή είναι αιώνια, περιγράφει ένα όνειρό του. Σε εκείνο το όνειρο, το μεταφυσικό ενύπνιο, αναδεικνύεται όλη η φύση του έργου του φιλοσόφου. Στον ύπνο του επιμόνως ακουγόταν η προγραμματική προτροπή : “ὦ Σώκρατες”, ἔφη, “μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου”.” [Πλάτωνος Φαίδων, 60e]. Λίγο πριν πιει το κώνειο, το συμπέρασμά του είναι ότι η φιλοσοφία αποτελεί την μέγιστη μουσική και επομένως καθ’ όλο τον βίο του ο φιλόσοφος αυτό έκανε, δημιουργούσε φιλοσοφώντας μουσική, κατά την εντολή του ενυπνίου του. Φρονούμε λοιπόν πως τα μαγικά βασίλεια τῶν ὀνείρων όπου ευρίσκεται ο επιστολογράφος, εκεί ὁπου συγχέεται ἡ συναίσθησις τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁπου ἡ ἀτομικότης λησμονεῖται πλειότερο και ἐντελέστερον ἀπὸ ὥρας εἰς ὥραν, (Πέμπτη Επιστολή) έχουν την ρίζα τους σε μία βιωματική, σχεδόν μεταφυσική ανάγνωση του πλατωνικού διαλόγου. Σταδιακά και μυητικά ο Γιαννόπουλος μυεί την Λασκαρίδου και εμάς ως αναγνώστες στη νεοπλατωνική του εμπειρία, την οποία βιώνει μέσα από όσα γράφει.  Γίνεται ο ίδιος το σωκρατικό ενύπνιο και στέλλει το μήνυμα του ονείρου στην αγαπημένη του. Να φτιάχνει τα ωραία της έργα η Σοφία μέχρι τελικής πτώσεως.

Κατεκάησαν τα πάντα κι έμεινε μόνος Παντοκράτωρ ο Έρως, όπως θα έγραφε ο επιστολογράφος μας ποιώντας σε λέξεις το έργο Amor Imperator [1887] του Franz von Stuck. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε είναι επίσης από το Αρχείο Λασκαρίδου, ευγενική παραχώρηση της μικρανηψιάς της Σοφίας, και καλλιτέχνιδος, Ελισάβετ Βάλβη. Τέλος, το πορτραίτο της Λασκαρίδου είναι από την φίλη της Θάλεια Φλωρά – Καραβία, του 1900-1901, με σκαλιστή στο χέρι κορνίζα από την ίδια την Σοφία. Καθώς η διδακτορική έρευνα συνεχίζεται, η μεταγραφή θα ξεκαθαρίσει και τις αμφίβολες γραφές που εδώ σημειώνονται με (;;). Στο Β’ μέρος θα συνεχίσουμε με τις υπόλοιπες επιστολές της σειράς. Αλλά ας προχωρήσουμε στις επιστολές κι ας αφεθούμε στην σαγήνη του Περικλή Γιαννόπουλου.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος κρυπτόμενος έξωθεν του σηκού του Ναού της Αθηνάς Νίκης. Φωτογραφία : Σοφία Λασκαρίδου. Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης- Ψηφιοποίηση: Δ. Παπαγεωργόπουλος.

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ
(ένδεκα φύλλα, γραμμένα recto)

 

Σοφία μου,

           Ἡ προηγούμενη αὐτῆς ἐπιστολὴ εἶνε ἡ ὑστάτη που γράφεται ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. Τώρα συμπληρώνω ὄχι πλέον ἕξ (;) ὠρῶν μόνον προσπαθῶ νὰ καταστήσῃ τὰ πάντα ἡδύτατα ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνὴρ συναισθανόμενος ὅλας τὰς εὐθύνας καὶ ὅλαι αἱ εὐθύναι βαρύνουν τὸν ἄνδρα.

           Ἀφοῦ διαβάσῃς καὶ μελετήσης τὸ γράμμα μου καὶ ἀναλύσης ἐμένα καὶ ἰδεῖς τὶ πιστεύεις· τί δὲν πιστεύεις ·τί θεωρεῖς ὀρθὸν καὶ τί σφαλερόν ·ἀφοῦ ἀναλύσῃς ἑαυτήν καὶ ὀρίσῃς τὶ αἰσθάνεσαι ·τι σκέπτεσαι ·τί ζητεῖς ·καί τί θέλεις εἰς τὴν ζωὴ σου ·ἐάν ἐννοεῖς τὸν ἔρωτα ὅπως τὸν ἐννοῶ ·ὄπως τὸν αἰσθάνομαι ·ὅπως τὸν ἐκδηλώνω ·ἐάν νομίζῃς ὅτι εἶνε τὸ ἀνώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς πρὸς ὅ δέον τὰ πάντα νὰ τείνουν ·ἐάν πιστεύῃς ὅτι τὰ αὐξάνη ·ὅτι δύναται νὰ κάμῃ τὴν εὐδαιμονία σου εις τὸ μέλλον ·ἐάν ἐπιθυμεῖς πραγματικὴ εὐτυχία ·ἐάν νομίζῃς ὅτι τὸ πνεῦμα κ´ ἡ ψυχὴ μου κ᾽ ἡ καρδιά μου ἀξίζουν τὸν κόπο νά τά ἀγαπᾶς ·νά τά ἐκτιμᾶς ·νά τά ἐμπιστεύεσαι ·νά ἔχῃς τελείαν πεποίθηση εἰς αὐτά ὅτι εἶναι ἀφοσιωμένα εἰς σέ ·ἐάν θέλῃς νὰ ῥυθμίσωμεν ὁμοῦ τὴν ζωὴν μας καὶ νὰ βαδίσωμεν ὁμοῦ πρὸς ἕνα ὁρισμένον σκοπόν ἔστω καὶ ἀπώτατον, ἕστω καὶ ἀκατόρθωτον, ἔλα νὰ συναντηθῶμεν ἀφεύκτως ἄνευ οὐδενός δισταγμοῦ εἰς τὴν οἰκίαν μου ἐπὶ πολύ. ·οὐδαμοῦ ἀλλοῦ εἶνε δυνατόν τοῦτο ·Ἡ Πανωραία θά τό γνωρίζῃ. Ἔλα ἐάν δύνασαι νά εἶσε πλέον διά παντός εἰλικρινεστάτη ·ἐάν θέλῃς καὶ ἐάν αἰσθάνεσαι ὅτι θα δύνασαι νά εἶσε.

          Οὐδεμία ἄλλη βάσις εἶνε δυνατή ἐκτός τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀπολύτου εἰλικρινείας τῆς ἀπολύτου ἀνακοινώσεως πάντων τῶν ἀφορῶντων τὴν ζωήν μας. Ὅταν ἐπὶ ἑνός καὶ μόνου ἐλαχίστου ἢ μεγίστου δὲν ὑπάρχει ἐμπιστοσύνη, ἡ ἐμπιστοσύνη δὲν ὑφίσταται· ὅταν ἐπὶ ἑνός καὶ μόνου ἐλαχίστου ἢ μεγίστου δὲν ὑπάρχει εἰλικρίνεια, ἡ εἰλικρίνεια δὲν ὑφίσταται. Καὶ εἶνε μωρόν ἐκ μέρους μου κ᾽ ἐκ μέρους σου νά ὑπάρχουν ἀμφότεραι διά τινά μόνον.

          Τό παρελθόν, ἡ χθές ἀκόμη, οἰονδήποτε παρελθόν ἰδικόν μου και ἰδικόν σου οὐδεμίαν ἔχει σημασίαν· ἡ ἀγάπη σου δὲν θὰ μεταβληθῇ ὁσονδήποτε καὶ ἄν ὑπήρξε τὸ παρελθόν μου· ἀλλὰ το παρελθόν μου σοῦ ἀνήκει δικαιωματικῶς ὁλόκληρον διότι δὲν πρέπει καὶ δὲν δύναμαι ν᾽ ἀποκρύψω οὐδέν ἀπολύτως ἀπὸ τὴν ἐρωμένην ψυχήν διότι εἶνε ἡ ἰδική μου ψυχή· καὶ δὲν πρέπει διότι δέον να γνωρίζῃ ὅλας μου τὰς ἐλλείψεις· δέον ἵνα με προφυλάξῃ εἰς τὸ μέλλον, ἵνα βλέπῃ τὴν μεταβολήν ἣν ὁ ἔρως ἐπιφέρει διά να πείθεται ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι τὴν ἀγαπῶ· τὸ παρελθόν σου ὁμοίως μοῦ ἀνήκει· καὶ τοῦτο (ὄχι μόνον)  ἐκ φυσικῆς ἀνάγκης τοῦ ἔρωτος· διότι οὔτε ὁ εἷς οὔτε ὁ ἄλλος ἔχει ἄλλην ψυχήν εἰς ἥν ν᾽ ἀναθέσῃ τά πάντα, ἀλλὰ καὶ διότι αἱ ἐλλείψεις τῆς χθες χρησιμεύουν ἵνα ἀποφύγῃ τις αὐτάς αὔριον. Ἰδοῦ ἡ μόνη χρησιμότης. Ὁ Ἔρως ἐξουδενός πράγματος δύναται να κλαυσθῇ.

          Ἡ αὔριον· τὸ μέλλον· τὸ άπώτατον ἀκόμη μέλλον· ἰδού τί με ἐνδιαφέρει ἀπολύτως. Μέ ἀγαπᾶς καὶ σέ ἀγαπῶ· καὶ ἀναγκαστικῶς στρέφεις ὅλην σου τὴν ζωήν πρὸς τὴν ἀγάπην αὐτήν· ἀπὸ τὴν στιγμήν καθ᾽ ἥν θὰ ἐπαναλάβῃς ὅτι ἔχεις πεποίθησιν εἰς τὴν ἀγάπη μου καὶ τὴν θέλεις δι᾽ὅλην σου την ζωή; ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς ἐγώ μόνος φέρω ὁλόκληρον τὴν εὐθύνην τῆς ζωῆς σου· οὕτω ἐτέθησαν τὰ πράγματα εἰς τὸν κόσμον· ὁ ἀνήρ φέρει πάσας τάς εὐθύνας· ἐᾶν ἡ ζωή σου ἐγίνετο κακὴ πᾶς τις εἰς ἐμέ θα το ἀποδωσῄ ἐγώ ὁ ἴδιος πρῶτος.

         Συναισθάνομαι βαθύτατα τὴν βαρυτάτην εὐθύνην κ᾽ἐννοῶ νὰ ἐκτελέσω το καθῆκον μου κ᾽ἐννοῶ να πράξω τά πάντα ἵνα καταστήσω τὴν ζωή σου ἀσφαλῆ και ἐᾶν δὲν τὸ κατορθώσω θά ἔχω πράξει τό πᾶν, θα πέσω ἐντίμως, θα πέσω ἀνδρικῶς ἐπί τῆς ὁρισμένης ὀδοῦ· θα μείνῃς ἴσως μόνη καὶ θὰ ἀγαπήσῃς πάλη· ἀλλὰ ὁσάκις ἡ σκέψις σου στρέφεται πρὸς ἐμέ θά στρέφεται κ᾽ πρὸς πρᾶγμα ἱερόν τοῦ ὁποίου πᾶσα ἀνάμνησις θα φωνάζῃ πόσον σέ ἠγάπησε, πόσον ὑψηλῶς σέ ἠγάπησε· κ᾽εἴτε εὐδαιμονοῦσα εἴτε κλαίουσα θά ἔχῃς την συναίσθησιν βαθυτάτην ὅτι οὐδεμία ἀγάπη δύναται νά ὑπάρξῃ εὐτυχεστέρα κ μᾶλλον ἀπόλυτος, οὐδεμία ἀγάπη ἠθέλησε καί συνεβούλευσε το καλόν σου τόσον φωτεινῶς.

          Ἀπό τῆς στιγμῆς καθ᾽ ἥν θα συναντηθῶμεν πᾶν σφάλμα κ πᾶσα ζημία ἥτις θα σοῦ προσγίνεται θα βαρύνῃ μόνον ἐμέ· ἐάν ἡ ζωή σου ἀποβῇ δυστυχής ἤ κακή μόνον ἐγώ θα εἶμαι ἡ αἰτία.

          Δι᾽ αὐτό δέν θα διστάσω προ οὐδεμιᾶς θυσίας ἐμαυτοῦ, δέν θα διστάσω να σε λυπήσω· δέν θα διστάσω να καταπνίξω τόν ἔρωτα δηλαδή νά σε στερηθῶ την πρώτην στιγμήν καθ᾽ ἥν θα ἐπειθόμην ὅτι δέν κατορθώνω νά σοῦ προξενήσω το καλόν διότι δεν θα ἤθελες διοτι δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη εἰς την ἀγάπη μου. Διότι ὑπέρ πάντα εἶνε ὁ νοῦς. Καί ὁ νοῦς δεν δύναται να βαδίζῃ ἐν γνώσει πρός τήν λύπην πρός τόν πόνον πρός το κακόν· κι᾽ ἐν γνώσει φέρων τήν εὐθύνην δεν θα συμβαδίσω οὔτε ἕνα βῆμα πρός τό κακόν. 

          Καὶ διά τοῦτο ἀκριβῶς διότι εἴμεθα καί θὰ εἴμεθα ἐπί πολύ χωρισμένοι, ἀνάγκη νά εἴμεθα ἐντελῶς ἑνωμένοι, νά φαινώμεθα ἀπολύτως ἀφοσιωμένοι ὁ εἷς εἰς τόν ἄλλον ἵνα δικαιολογῶμεν πρό τῶν ὀμμάτων τοῦ κόσμου ὁ ἔρως νά μή ἐκλαμβάνεται ὡς παραξενία.

          Σοφία μου ἐπόνεσα ἐπόνεσα ἐπί τόσον καιρόν ὅσον οὐδέποτε θά φαντασθῆς. Ἀλλά παρατήρησε ἀκόμη μίαν φορά πόσον διαφορετικά εἶνε τά πράγματα τῶν φαινομένων. Ἐκ λεπτότητος κ’ ὑπερηφανείας κ᾽διά νά μή σέ λυπήσω, ἐν γνώσει καί πεποιθήσει σέ ἄφηνον βλαπτομένην! μέ ὅλην μου τήν ἀγάπην καί πόνον ἐπόνεσα καί ἐγώ φρικτά. Και ἰδοῦ ὁ πόνος μου ὁ φρικτός χρησιμεύων εἰς το ν᾽ ἀναλύσω ἔτι βαθύτερον τά πράγματα να πεισθῶ περισσότερον πόσον βαθειά σέ ἀγαπῶ, πόσον θέλω τὸ καλό σου, να λάβω θάρρος σέ ὅλα. Ἰδού ὁ πόνος παρουσιάζων τά πάντα φωτεινότατα το καθῆκον αὐτό. Δέν θα διστάσω πλέον να ἐκτελέσω τό καθῆκον μου, ὅπως το ἐννοῶ καί δεν θά διστάσω πλέον οὐδέ στιγμήν Σοφία μου να σέ κάμω νά πονέσῃς ὅταν πρόκειται διά τό καλόν σου.

          Ἰδού ἐγώ· Σοφία μου βαθύτατα διάβασε ὅλα μου τα γράμματα πάλη καί ἔλα εἰς μίαν πολύωρον συνάντηση ἐξ᾽ ἧς θα ἐξαρτηθῆ το πᾶν.

Σέ ἀφήνω μέ τοὺς ὑψίστους παλμούς τῆς ζωῆς μου.

Περικλῆς

Το τελευταίο φύλλο της πρώτης επιστολής.

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
(Πέντε φύλλα γραμμένα recto-verso)

 

Φιλτάτη Σοφία

          Ἦλθες ὡραία καὶ ἀφῆκες ἐπί ὥραν τῆς φθαρτῆς σου ζωῆς τό κάλλος εἰς τῶν ὁφθαλμῶν μου τὴν θωπείαν.

          Ἦλθες ὡραιοτάτη καί διέμεινες ἐπί ὥραν ἀναπολοῦσα τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς τὴν πραγματικότητα τοῦ ὑψίστου ὀνείρου.

          Ἦλθες ὡραιοτάτη τώρα μόνο καί διά παντός πλέον διότι σέ περιβάλλω με τό πραγματικόν σου κάλλος ὁλόκληρον μὲ τὴν βασίλειον ἀκόμη πορφύρα ὅλων τῶν καλλονῶν ἥν ὕφανε ὁ ἔρως ἄλλοτε καὶ δι᾽ ἧς ἡ δύναμις καὶ ἡ θέλησις σέ – σέ περιβάλλουν ὁλόκληρον τώρα.

          Ἦλθες ὡραιοτάτη καὶ εὐεργετική καὶ με ἀφῆκες νά θωπεύσω διά τῶν χειρῶν καί τῶν χειλέων τά φθαρτά σου μαλλιά – τά καταφιλημένα σοῦ μεταξωτὰ μαλλιᾶ τοῦ παμφώτου ὀνείρου – μέ ἀφῆκες νά θωπεύσω διά τῶν ἐμῶν χειλέων τούς φθαρτούς σου ὀφθαλμούς, εἰς τά βάθη τῶν ὁποίων εἶδον ἀναδεύουσας και γραφομένας ἰσχυρότατα τὰς πραγματικὰς εἰκόνας τῶν δαιμονίων καὶ ἀνεφίκτων πόθων οὕς ἀορίστως ἀνεζήτων εἰς τὴν ζωήν.

          Εἰς τὴν φύσει ὀνειρώδη ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, καταστᾶσαι ὀνειρωδεστέραν ἕνεκα τῆς ἐμῆς ψυχῆς, ἤδη πλέον δια παντός τέλειον και τελειωτικόν ὄνειρον, προσέθεσες ἐπί ὥραν τῶν ὀνείρων ὅλων τὸ φωτεινότερον πραγματικόν ὄνειρον ὅπερ ὑπῆρξεν ἡ ὑψίστη αἴσθησις τῆς ζωῆς μου.

          Ὤ πόσον τελείως σέ ὀνειρεύομαι ὅταν θωπεύω τά μαλλιά σου! Λυχνίας μόλις φῶς ἐθώπευε τάς γραμμάς τῆς μορφῆς σου, καί ὅμως σέ κατέλουε ὁ μέλας ἥλιος τοῦ Δαφνίου καί εἶχα ἐπί ὥραν τὴν ἀπαλήν πραγματικότητα τοῦ ὀνείρου μου.

          Δέν γνωρίζω ἀλλά δέν πιστεύω ὅτι ἡ ζωή δύναται νά μοῦ δώσῃ τίποτε ὑψηλότερον καί ἀνώτερον πλέον· οὐδεμία ψυχή ἀνθρωπίνως δύναται πλέον να πλησιάσῃ τὴν ψυχήν μου· πᾶσα ἀνθρώπινος ψυχή εἶνε ἀδιάφορος εἰς τὴν ψυχήν μου· αὐτά ὅλα τά πράγματα τά ὁποῖα αἱ αἰσθήσεις μου θίγουν, μοῦ φωνάζουν δι᾽ὅλης των τῆς καλλονῆς καί ὅλης των τῆς ἀσχημίας το φθαρτόν αὐτῶν.

          Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα σχήματα τά ὁποὶα βλέπω καὶ θίγω μεταδίδοντα εἰς τὴν ψυχή μου τό φθαρτόν τὴν ἰδέαν τοῦ φθαρτοῦ αὐτῶν με κάμουν νά τά περιλούω με τήν ἐκρέουσα από τοῦ βάθους τῆς ψυχῆς μου ἀγάπην – ἀγάπην ἀστείρευτον αὐξάνουσαν – σβύνοντα ὅλην τὴν περιφρόνησιν ἥν αἰσθάνομαι πρὸς πάντα τὰ ἕρποντα ὄντα τὰ ἀδυνατοῦντα νὰ ἐννοήσουν και ἀνυψώσουν τὴν ἀνθρώπινον φύση.

          Σοφία μου σοῦ ὀφείλω τὸ ὕψιστον δῶρον τὸ θεῖον δῶρον τῆς μεταβολῆς τῆς ζωῆς μου εἰς τέλειον ὄνειρον τὸ ὁποῖον ἡ θέλησίς μου διευθύνει.!

          Σοφία μου σοῦ ὀφείλω ἀκόμη τὴν ὑψίστην ἀνθρώπινον νίκην τὴν ἐξαφάνισιν ἐντελῶς τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἐγώ.

Ὅλαι, ὅλαι αἱ ἀρρήτου καί ἀνεκφράστου πτήσεως ὧραι τῆς ζωῆς μου πλέον, ὀφείλονται εἰς σέ εἰς σέ μόνην. Μετά τὸν θάνατον τοῦ Ἐγώ ἡ παράτασις τῆς ζωῆς ἀποτελεῖ τὴν παραδοξοτέραν ἀθανασίαν ἥτις καταμαγεύει καὶ καταμεθᾶ τὴν ψυχήν μου δονουμένην ἐξ ἀπολαύσεων ἀνεκφράστων.

          Θέλω τὴν χεῖρα ἑνός οἱουδήποτε ἀνθρωπίνου ἑρπετοῦ – τι παρἀδοξον πρᾶγμα οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴ αἰσθάνωνται ὅτι ἡ ψυχή των φύσει ἀναπτύσσει πτέρυγας μεγίστας ὅτι φύσει εἶνε καμωμένη διά τήν οὐράνιον εὐδαιμονίαν! ––

καὶ αἰσθάνομαι ὅλην τὴν ἀηδίαν τοῦ ἕρποντος καὶ ποταποῦ πράγματος, διότι αἰσθάνομαι συγχρόνως τὸ φθαρτόν αὐτῆς, αἰσθάνομαι ὅτι ἡ χειρ αὐτή δέν ἐκφράζει εὐδαιμονίαν ἀσάλευτον καὶ τότεε μὲ ὅλην τὴν ἀποστροφὴν πρός τά ποταπά σύμπαντα μία ἐνδόμυχος ἀγάπη δονεῖ καὶ συγκινεῖ τὴν ψυχῆν μου.

          Σοφία μου ἡ ψυχή μου εἶνει κατάφορτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνην πρός σέ. Καί διά τοῦτο μέ ἀγάπην ἄπειρον θά σκέπτομαι τὸ μόνον πρᾶγμα τό ὁποῖον δύναται νά μέ συνδέῃ με την πραγματικὴ σου ζωή– την τέχνην σου. Τό μόνον πρᾶγμα ὅπερ δύναται νά με ἐνδιαφέρει ἀφοῦ εἶνε Ἔρως σου καὶ διὰ τοῦ ὁποίου μόνον δύναμαι νὰ ἐκφράζω τήν εὐγνωμοσύνην μου.

          Οὐδεμία δύναμις ἀνθρωπίνη δύναται πλέον νά μέ σύρῃ ἐκτός τῶν οὐρανίων ὀνείρων ἔνθα ἡ ψυχή μου δέν ἔχει ἀνάγκην οὐδεμιᾶς ἐκφράσεως, οὐδεμιᾶς συμπαθείας ἀνθρωπίνης, οὐδεμία δύναμις ἀνθρωπίνη δύναται νά με ἀποσύρῃ ἀπὸ τὰ οὐράνια βασίλεια εἰς τά ὁποῖα μὲ ἀνύψωσεν ὁ Ἔρως.

          Ἐντός τοῦ ἡλίου μέ τήν ψυχήν κατάφωτον ἀπό Ἔρωτα, μέ τὴν ψυχήν πλήρη οὐρανίων σχημάτων και μορφῶν ἀπολαμβάνω μεθύων τήν ἁρμονίαν καί τὸ κάλλος ψυχῆς ἐλευθερωθείσης ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων πηγαίνω εὐδαίμων πρὸς τὸν θάνατον τῆς σαρκός καί οὐδεμία δύναμις ἀνθρώπινος εἶνε ἱκανή νά μέ ἀποσύρῃ.

          Φιλτάτη μου Σοφία μοῦ ἔδωκες τὴν Ἄνοιξη τὴν ὁποίαν ἐζήτουν μέ τόσον σπαραγμόν· τώρα ἡ ἄνοιξις δέν θά ἀφήσῃ πλέον τήν ψυχήν μου, δέν δύνασαι νά μέ στερήσῃς αὐτῆς, οὐδεμία δύναμις δύναται νά μοῦ τὴν ἀφαιρέσῃ.

          Φιλτάτη μου Σοφία σοῦ ὀφείλω ὅλα αὐτά, τά πάντα ὀφείλω σέ σένα καί δι᾽ αὐτό μέχρι τῆς στιγμῆς καθ᾽ ἥν ἑκουσίως θά σταματήσω τὴν δόνησιν τῆς ζωῆς μου εἰς μίαν οἱανδήποτε ποιητικὴν στιγμήν, δέν θά ἔχω ἢ ἀγάπην ἄπειρον κι ἄνθη ἀτελείωτα ἀεννάως ἀναδύοντα για σένα.

          Θά διατηρήσω ἀκόμη θερμότατα τὴν ἡδυτάτην λύπην διά τό ὡραιότερον ὄνειρον τῆς ζωῆς μου ὅπερ ἔσβησες, διότι θέλω νά διατηρήσω καί μίαν λύπην ἀτομική ἀπό τὰ ἀνθρώπινα.

          Θα διατηρήσω ἀκόμη θερμότατα τὴν λύπην διά τὸ κάλλος ὅπερ δὲν θα ἐκδηλώσῃς.

          Σοφία μου αἰσθάνομαι τὴν ψυχὴ μου τελείως ἀνθισμένη μυγδαλιά–

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΤΗ
(Ἐκ Πατρῶν)

 

Πάτραι…

Σοφία μου σοῦ εὔχομαι διά τὴν ἐορτή σου ὄτι ἐπιθυμεῖς σύ διά τὸν ἐαυτόν σου καί χιλιάκις πειρσσότερα. Σοῦ εὔχομαι ὅλοι οἱ ἰδικοί σου νά εἶνε ὑγιεῖς, εὐτυχεῖς, ὡραίοι, ὅπερ ἀξίζουν νά εἶνε καί νά σέ χαίρονται ἀκμαίαν, εὐτυχῆ, ὡραίαν. Καί Σοῦ εὔχομαι διαπύρως ἡ Χάρις ἡ θεία τῶν ὡραίων θεῶν, τῶν θεῶν τοῦ ὡραίου νά σοῦ καταπέμπουν ὅλα τά καλλιτεχνικά δῶρα διά τήν δημιουργίαν τοῦ ὡραίου.

Χαῖρε, ὡραΐζου καὶ ὡραιοποίει.

                             Περικλῆς Γιαννόπουλος.

 

Τῆ Σ. μου κ. Λασκαρίδου ἀγάπης βαθύτατα συναισθήματα καὶ τῇ Δεσποσύνη Εἰρήνη γενναίαν νίκην.

 

Η Σοφία Λασκαρίδου καθήμενη δίπλα στις Καρυάτιδες του Ερεχθείου. Φωτογραφία : Περικλής Γιαννόπουλος. Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης- Ψηφιοποίηση: Δ. Παπαγεωργόπουλος.

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

 

Ἀθῆναι Πέμπτη.

Σοφία μου

Ἀπό χθες περιφερόμενος εἰς τόν ἥλιον περιφέρω τὴν λύπην σου κρατουμένην θερμά εἰς τὴν καρδιά μου.

          Εἰς τὰ βασίλεια τῶν ὀνείρων ὁπου εὑρίσκομαι, ὁπου συγχέεται ἡ συναίσθησις τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁπου ἡ ἀτομικότης λησμονεῖται πλειότερο και ἐντελέστερον (;;) ἀπὸ ὥρας εἰς ὥραν, μοῦ εἶνε γλυκύτατον νά αἰσθάνομαι μίαν λύπην ἰδική σου τόσον ἐντελῶς πληροῦσαν τὴν ὕπαρξίν μου.

          Εἰς τὸ ἀκρότατον σημεὶον τοῦ λόφου τοῦ δεσπόζοντος τό πεδίον τοῦ Ἄρεως ἀνεβίβασα σήμερον τὴν πρωΐαν τὴν λύπην σου.

          Ἐθώπευσα καί ἑπαρηγόρουν, καὶ ὡμίλουν καὶ ἔλεγον εἰς τὴν λύπην σου, λόγους μελωδικούς.

          Ἀλλ᾽ ἡ λύπης τῆς παμφιλτάτης Σοφίας εἶνε ἐκ ἐκείνων ἃς οὔτε λόγοι, οὔτε θωπεῖαι, οὔτε ἁρμονία ξένης ψυχῆς δύνανται νά μαλάξουν. Ὅταν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν ζωὴν του τῆς μητρός του τὴν καρδίαν ἀλγοῦσαν καὶ οἱ γλυκυτέροι τῶν παρηγορητικῶν λόγων πληγώνουν τὴν ψυχήν ὡς βάναυσοι ἦχοι.

          Καί ἠσθανόμην ζωηρότατα ἔτι μᾶλλον σήμερον, ὅτι διά τὴν ὑψηλήν ἀνθρώπινον ὀδύνην, ὁπως καὶ διά τὰ ὕψιστα τῶν παθῶν, ὅλα τὰ εἴδη τῆς ἐκφράσεως εἶνε ἀνίκανα καὶ βάναυσα, ποταπωτέραι δὲ καὶ βαρυτέραι αἱ λέξεις.

          Μήπως ἐγώ ὁ ἴδιος, καθ᾽ ὅλας τὰς γραμμάς τάς χαρασομένας διά σέ, γραμμάς καθ᾽ ἅς μακράν πάσης τέχνης καὶ μορφῆς ἔρριξα ῥίπτω καὶ θα ῥίπτω θερμά εἰς (;;;) ζωντανά τεμάχια καρδίας, ψυχῆς καὶ νοῦ, μήπως δέν αἰσθάνομαι ἀεννάως τὴν ἀηδίαν ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ἰδίων λέξεων (;;) δι᾽ ὧν οἱ ἄνθρωποι ψεύδονται καὶ ἐκφράζουν τὰ ποταπά των αἰσθήματα διά τῶν ἰδίων αὑτῶν λέξεων;

          Καί δὲν εἶχον δίκαιον γράφων ἄλλοτε ποῦ, ὅτι ἡ ὑστάτη καὶ ὑψίστη ἔκφρασις ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων δονήσεων θά εἶνε μόνον ἡ Μουσική;

          Τὠρα ὅτε (;;) πληροῦται ἡ ζωή μου συναισθημάτων ἀνεκφράστων βλέπω τὴν ἀπόλυτον ἀλήθειαν. Μόνον, μόνον ἡ ἁρμονίαν τῶν ἤχων θά ἠδύνατο νά μεταφέρῃ κατ᾽εὐθείαν τούς ποιητικούς παλμούς τῆς ζωῆς μου εἰς τὴν ἰδικήν σου ψυχήν.

          Καί δι᾽αὐτό σήμερον τὴν πρωΐαν ἔψαυα διά τῆς χειρός τὸ ἀδύνατον τὴς ἐκφράσεως διά λέξεων τῶν μουσικῶν συναισθημάτων.  Διατί οἱ αἰσθανθέντες εἰς τὴν ζωήν των ποιηταί τὰ ἀνώτερα τῶν πολλῶν συναισθήματα, να μὴ πλάττουν λέξεις νέας ἀντί ὅλως ν᾽ἀρκοῦνται εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν, νὰ αἰσθάνονται καὶ νὰ ἐκφράζουν μέχρι (;;) διὰ τῶν ἰδίων βασανισθέντων λέξεων, φοβούμενοι τἀ ἄκρα καὶ κανεὶς νὰ μη (δεν) θυσιάζῃ το μηδαμινό του ἐγώ διά νά ὡθήσῃ πρὸς τὸ φῶς τὴν ψυχὴν τῶν ἀνθρώπων.

          Καὶ ἦτο τόσον ὑψηλὸν τὸ θέαμα ἐκεῖθεν, τόσον ὡμοίαζε πρὸς ἀποθέωση ἡ καλλονὴ τῆς πρωΐας, ὥστε ἠσθανόμην τὴν Σοφίαν μου καθημένην πλησίον μου ἐν μέσῳ τῆς χλόης καὶ τῶν ἀνθυλλίων, ὅπως παντοῦ ὅπου αἰσθάνομαι τὸ ὡραῖον καὶ τὸ ὑψηλὸν καὶ τὸ ὑπεργήϊνον.

          Καὶ τότε ἔλεγον θωπεύων τά μαλλιά σου: Σοφία μου ἄφησε δι᾽ ὁλίγον τὴν λύπην σου ἐντὸς τῆς ἰδικῆς μου ἀδελφῆς ψυχῆς καὶ βλέπε τὴν ζωὴν τῆς γῆς, τὴν καλλονὴν τῶν χρωμάτων, τῶν κοσμίων τὴν ἁρμονίαν.

          Καὶ ἐμείναμε σιωπηλοὶ ἐντὸς τῆς μεγάλης σιωπῆς καὶ ἐρημίας καὶ ἠσθανόμην τὴν καρδιά σου παλλομένην ἠρεμότερον, καὶ ἠσθανόμην τὴν ψυχὴν μου θερμοτάτην δονουμένην ἡδέως.

          Καὶ τώρα ἐπανερχόμενος ἀπὸ τὸν ἥλιον μὲ τὴν ψυχὴν κατάφορτον συναισθημάτων μουσικῶν, ἡδυτάτων καὶ φωτολυομένων, συγκινουμένων καὶ ἡδυνομένων ὅλων ἀπὸ τὴν λύπη τὴν ἰδικὴ σου, αἰσθάνομαι πάλη τὸ ἀδύνατον καὶ τὸ βάναυσον τῶν λέξεων.

          Καὶ διὰ τοῦτο λέγω πάλη καὶ μόνον: Σοφία μου ἔλα πάντα ὅταν εἶσε λυπημένη νὰ χύνῃς εἰς τὴν ψυχὴν μου τὴν λύπην σου. Ἔλα νὰ αἰσθάνεσαι μίαν ψυχὴν ὅλως πληρουμένην ἀπὸ τὴν ἰδικὴν σου λύπην.

          Ὤ! Γνωρίζω, γνωρίζω Σοφία μου πόσον μόνη αἰσθάνεται ἀπάνου στὴ γῆ ἡ λυπημένη ψυχή!

          Ἀλλὰ διὰ τὴν ἰδικῆ μου ὀλίγη ἀκόμη ζωὴ, γλυκυτάτη μου Σοφία, πίστευε βαθύτατα ὅτι δὲν ὑπάρχει συναίσθημα τρυφερώτερον καὶ ἀγαπητότερον καὶ ἡδύτερον ἀπὸ τὴν σκέψη για σένα καὶ δὲν ὑπάρχει χορδὴ διὰ κανενὸς εἴδους λύπη καὶ πόνο, οὔτε γιὰ ἄλλον κανένα, οὔτε γιὰ μένα, παρὰ μόνον γιὰ σένα.

          Σοφία μου ὅταν εἶσε λυπημένη ἔλα πλησίον νὰ θωπεύω τὴν λύπην σου μὲ τὴν ψυχὴν μου· τὸ ξεύρω ὅτι εἶνε μεγάλη καὶ δὲν θέλει λόγους· ἀλλ᾽ εἶνε κάτι τι νὰ αἰσθάνεσαι εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν τὸ ἀνύπαρτκτον αὐτό πράγμα: τὸ νὰ κλίνῃς τὴ λυπημένη ψυχή σου πλησίον ψυχῆς ἀδελφῆς ἥτις νὰ δέχεται ὅλην σου τὴν λύπην καὶ νὰ διατηρῃ θερμότατα αὐτὴν συλλυπουμένη μαζύ σου.

          Νά πῶ σέ σένα Σοφία μου σιγαλά σιγαλά ποῖα ὑπήρξεν ἡ ὑστάτη στιγμή τῆς πραγματικῆς μου ζωῆς; Εἰς τὴν ἀγκάλην ἀδελφῆς μικροτέρας ἀνὴρ ἐγὼ ἔκλινα ψυχὴν καιομένην ἀλγοῦσαν ὀδνηρότατα ἵνα ζητήσω θωπείας. Καὶ αἱ χεῖρες τῆς ὡραίας ψυχῆς της διήρχοντο τῶν καιομένων κροτάφων μου παρήγοροι· καὶ ἠσθάνθην ὅτι αἱ χεῖρες τῆς ὡραίας της ψυχῆς διήρχοντο τῶν κροτάφων μου ψυχραί ὄπως ὅλαι αἱ ἀνθρώπιναι (διαγραφή) χεῖρες τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποίοι δὲν ἀνεβίβασαν ἑαυτοῦς διᾶ τοῦ ἄλγους καὶ τοῦ κάλλους μέχρι τοῦ σημείου ἔνθα πᾶσα κίνησις εἶνε εὐεργετικὴ καὶ μεταδίδει θερμοτάτην ἀγάπην.

          Τότε ἠσθάνθην τὸ πραγματικὸν ῥίγος τοῦ θανάτου· διότι τότε ἠσθάνθην πόσον βραδεῖαι εἶνε αἱ δονήσεις τῆς ἀνθρωπίνου καρδίας καὶ πόσον βαρεῖς ἀφήνουν ἤχους διότι εἶνε βεβαρημένη ἡ ἀνθρώπινος καρδία ἀπὸ ὑπερβολικὴν ὕλην.

          Τότε ἠσθάνθην ὅτι ζητῶ ἀδύνατα· καὶ τότε διέρηξα τὸν ὕστατον δεσμόν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα καὶ ὅλα τὰ γήϊνα μὲ τὰ πτερὰ τοῦ Ἔρωτος ὥρμησα εἰς τὰ βασίλεια τοῦ καθαροῦ ὀνείρου ὅπου οὐδεμία ἀνθρώπινος δύναμις φθάνει.

          Καὶ τότε μόνον αἰφνιδίως ἐπῆλθεν ἡ ἡρεμία μετὰ τὸν μακροχρόνιον σπαραγμόν. Τότε μόνον ἀνέλαμψε καὶ πάλιν καὶ τελειωτικῶς ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἔρως εἶνε τὸ ὕψιστον σημεῖον, τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς, ἡ ἀκροτάτη κορυφὴ εἰς ἥν φθάνουν ψυχή, καρδία, καὶ νοῦς ἑνώνονται ἐκεῖ καὶ ἀποτελοῦν ἕναν ἥλιον. Καὶ τότε μόνον ὁ Ἔρως εἶπε: τίποτε πλέον δὲν θὰ καλύψῃ τὸν Ἔρωτα εἰς τὰ βασίλεια τῶν ὀνείρων· ἐδῶ μόνον δύνασαι νὰ εἶσε ὅπως θέλης μόνον Ἔρως· καὶ τότε μόνον ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ὅλων καὶ λησμονημένων καὶ πεθαμμένων ἔρρευσεν ἡ ἀγάπη.

          Σοφία μου εἶνε γενναιώτατον αἴσθημα εἰς τὴν γῆν νὰ δύναται τις νὰ κλίνῃ τὴν λυπημένην ψυχήν του εἰς ψυχὴν θερμὴν (;;) νὰ δε πληρωθῇ ὁλόκληρος καῖ διατηρήσῃ θερμὴν τὴν λύπην. Σοφία μου ἔλα νὰ φέρῃς τὴν λύπην σου με πίστιν περισσοτέραν ἐκείνης δι᾽ ἧς ὁ ἄνθρωπος φέρει τὰ ἄλγη του εἰς τοὺς ναούς. Οἱ θεοὶ εἶνε κωφοί εἰς τὰ ἀνθρώπινα ἄλγη καὶ πάντα εἶνε ἀνωφελῆ· τὸ ὕψιστον κτὴμα εἶνε νὰ ἔχῃ τις ψυχὴν συμπονοῦσαν.

         Σοφία μου διατί ἀκόμη νὰ μη διασκεδάσῃς τὴν λύπην σου μεταβαίνουσα εἰς ἕνα ὡραῖον χορόν; Ὄχι ! Δὲν εἶνε χαμένος καιρός ἕνας ὡραῖος χορός. Εἶνε ζωογόνος διὰ τὴν νεαρὰν ψυχήν ἡ ἑορτὴ εἶνε τερπνὸν καὶ ζείδωρον διὰ τὴν νεαρὰν ψυχὴν ἡ περικαλλής ἐν μέσῳ ἑορτῆς λάμψις.

          Τὸ θέαμα τῆς φαιδρότητος ἐντείνει τὸ αἴσθημα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν ζωῆν ἐντείνει τὸν πόθον τῆς ἀγαλλιάσεως,  τονώνει τὰς δυνάμεις τῆς ζωῆς ἡ ἐκτίμησις τοῦ κόσμου, καὶ τονώνει τὴν φιλοδοξίαν τῆς νεαρᾶς ψυχῆς.

          Θὰ εἶμαι εὐτυχής Σοφία μου νὰ σὲ αἰσθάνομαι φαιδράν, χαίρουσα, θαυμαζομένη.

          Καί διατί νά μήν σοῦ πῶ ὅτι θὰ ἤμουν ὁ εὐδαιμονέστερος τῶν ἀνθρώπων ποῦ ἔζησαν ἀπάνου στὴ γῆ, ὅτι (διαγραφή) ἐὰν ἄνοιγα τὰ αὐτιά μου πρίν φύγω καὶ ἤκουα τό θαυμασμό τοῦ κόσμου, τοῦ κακοῦ κόσμου, γιὰ σένα;

          Ὤ! Θά εὔρισκα τιτανείους δυνάμεις διὰ νά ψάλλω μόνον ἕνα Κύκνειον Ἆσμα τὸ ὁποῖον να διεφήμιζε τὴν νίκην τοῦ ὡραίου στὸν κόσμο, πιστοποιημένην ἀπό τὸ ἆσμα φεύγοντος, πιστοπιημένην ἀπό τὴν ὡραίαν καὶ διαρκῆ λάμψιν μακρᾶς καὶ ὡραίας ἰδικῆς σου ζωῆς.

          Ἀλλα ἡ ὀνειρώδης ζωής δὲν θὰ εἶνε δυνατόν νὰ διαρκέσῃ πολύ· είς τὴν πρώτην σύγκρουσιν μὲ τὴν πραγματικότητα θά πρέπει να φύγω.

          Δι᾽αυτὸ γλυκυτάτη μου Σοφία ἔλα νὰ θωπεύω τὴ λυπημένη σου ψυχή, ἔλα νά θωπεύω μὲ τὰ ὄνειρά μου τὴ ζωή σου μὲ τὴν πίστι ὅτι γρήγορα θά παρέλθουν τὰ μητρικά ἄλγη καὶ θά ἐπανέλθη ἡ ἰδική σου φαιδρότης.

          Ὤ! Ποτέ δὲν θέλω νὰ φαντασθῳ ὅτι θὰ εἶνε λυπημένη ἡ ὑστάτη εἰκών τῆς Σοφίας μου. Ὄχι, ὄχι θα παρέλθη γρήγορα ὁ πόνος καὶ θὰ λάμψῃ πάλη ἡ φαιδρότης στὴν μορφή σου.-

 

Ηλίας Κ. Κολοκούρης
Υπ. Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας

 

 


Για περισσότερες ανέκδοτες επιστολές του Περικλή Γιαννόπουλου καθώς και για άγνωστα κείμενά του που αναδύθηκαν από την προσωπική μου έρευνα, μείνετε συντονισμένοι στο εγχείρημα του «Μουσείου Νεοελληνικής Αυτοχειρίας».


.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Ηλίας Κολοκούρης είναι Υπ.Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας και μαθαίνει ελληνικά από ξένους. Η τρέχουσα έρευνά του και διατριβή έχει τίτλο Αντανακλάσεις της αρχαιότητας στην πεζογραφία του νεοελληνικού Αισθητισμού (1890-1910). Όσκαρ Ουάιλντ Γυναίκες του Ομήρου- Ελληνισμός (εισαγωγή-μετάφραση) εκδόσεις Καστανιώτη, 2021. Modern Greek For Classicists & Greco Moderno Per Antichisti εκδόσεις Paideia, 2020. Προσπαθεί να μειώσει ταχύτητα στο www.slowgreek.com.