Υπάρχει μια ευαγγελική διήγηση βασιλική και υπάρχει μια ευαγγελική διήγηση ποιμενική για τη Γέννησή του. Η πρώτη είναι του Ματθαίου. Η δεύτερη είναι του Λουκά.
του Άγγελου Προκοπίου
Η σκηνή της Βηθλεέμ στο κείμενο του πρώτου Ευαγγελιστή πλέκεται με το επεισόδιο της ταραχής του Ηρώδη. Είναι το γεγονός που συνταράζει το θρόνο του. Το συμβούλιο, από τους ιερατικούς άρχοντες και τους γραμματισμένους του βασιλείου του, τού βεβαιώνει τη φήμη. Και η αγωνία του γίνεται πιο μεγάλη. Στη Βηθλεέμ γεννήθηκε ένας αντίπαλος της δυναστείας του. Καλεί τους Μάγους, που ξεκίνησαν από την Ανατολή, οδηγημένοι από το άστρο, και ζητά να τους κάνει συνενόχους στο σκοτεινό του σχέδιο. Οι Μάγοι τον ακούν και φεύγουν. Είναι οι άρχοντες από την Περσία, που προπορεύονται να προσκυνήσουν το βασιλόπουλο. Έχουν σοφία και έχουν θησαυρό. Το άστρο στέκεται πάνω στο σπίτι, που φιλοξενεί το ακτινοβόλο παιδί. Το βλέπουν και προσκυνούν. Ύστερα τού προσφέρουν χαρίσματα: χρυσάφι, λιβάνι και μύρρα. Σύμφωνα με τις πανάρχαιρες παραδόσεις των παλατιών της Ανατολής.
Η σκηνή στο Ευαγγέλιο του Λουκά δεν έχει τις λεπτομέρειες της ανακτορικής ταραχής. Δεν έχει τη θριαμβική προσκύνηση των Μάγων. Δεν έχει την προσφορά των βασιλικών δώρων. Η διήγηση εδώ μοιάζει με γλυκό παραμύθι που ζεσταίνει τις χειμωνιάτικες ώρες τις καλύβες των βοσκών. Ο τόνος δεν είναι πολιτικός. Είναι βουκολικός. Μιλά περισσότερο στην ψυχή του ταπεινού, που νιώθει τον Ιησού από δικό του γένος. Με φλέβα ποιητική και περισσότερο ατομική, που κάνει το κείμενο του Λουκά την ωραιότερη σύνθεση της ευαγγελικής λογοτεχνίας. Το χέρι του καλλιτέχνη Ευαγγελιστή μάς ζωγραφίζει το γραφικό τοπίο που πλαισίωνε το γεγονός της Βηθλεέμ.
Στην ορεινή χώρα της Ναζαρέτ η κίνηση του πληθυσμού ήταν ασυνήθιστα ζωηρή. Ιουδαίοι και Σύριοι, Φοίνικες και Άραβες, Έλληνες, πήγαιναν οικογενειακά να καταγραφούν. Γινόταν απογραφή του πληθυσμού. Στην ήρεμη εκείνη αγροτική περιοχή, η ζωή ήταν ειρηνική και απλή, τα σπίτια φτωχά και πενιχρά. Στ’ ανηφορικά καλντερίμια της Βηθλεέμ, προχωρούσε ο Ιωσήφ με τη Μαριάμ. Σε μια στιγμή η γυναίκα σταμάτησε. Δεν μπορούσε να προχωρήσει. Το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Αναζήτησαν μια θέση στο σταθμό ή σε κάποια καλύβα. Παντού βρήκαν δυσκολίες. Οι ξένοι είχαν πιάσει κάθε κατοικίσιμο χώρο και καταφύγανε σ’ ένα σταύλο. Εκεί, μέσα σ’ ένα παχνί βρήκε το πρώτο φιλόξενο στρώμα ο Γυιός του Ανθρώπου. Οι άνθρωποι που έτρεξαν να προσκυνήσουν πρώτοι το νεογέννητο δεν είχαν δώρα στα χέρια τους. Ήταν βοσκοί. Λημέριαζαν εκεί κοντά, στο λόγγο, φυλάγοντας το κοπάδι τους, όταν τους παρουσιάστηκε ο Άγγελος. Ο θρύλος αυτός που συνοδεύει και τη γέννηση του ωραίου και μαρτυρικού θεού του Νείλου, του Οσίριδος, δίνει στη διήγηση χρώμα θαυματουργικό και υπερφυσικό και κάνει τη γοητεία της πιο ζωηρή. «Μη φοβάστε», είπε ο Άγγελος στους βοσκούς. «Σας φέρνω μήνυμα καλό, χαράς μεγάλης. Όλος ο λαός θα χαρεί. Σήμερα γεννήθηκε ο Σωτήρας. Θα τον βρείτε, νιογέννητο, φασκιωμένο μωρό, πλαγιασμένο μέσα στη φάτνη». Κι ο Άγγελος έσμιξε μ’ ένα σμάρι φτερωτών πλασμάτων του ουρανού και χάθηκε μαζί τους στα ύψη, δοξολογώντας. «Ειρήνη πάνω στη γη. Και καλή καρδιά στους ανθρώπους». Τρέχουν οι βοσκοί χέρι, με χέρι, στο σταύλο. Βρίσκουν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ. Βλέπουν και το παιδί μεσ’ το παχνί. Ιστορούνε όσα είδαν τα μάτια τους, όσα άκουσαν τ’ αυτιά τους και προσκυνούνε. Και η Μαρία φύλαξε τα λόγια τους, θησαυρό στην καρδιά της.
Αυτή είναι η δεύτερη μορφή της ευαγγελικής περιγραφής για τη Γέννηση.
Στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης η κάθε μία από τις δυο αυτές ευαγγελικές διηγήσεις, ακολούθησε, στους ψυχικούς χώρους της ανθρώπινης ευαισθησίας, το δρόμο που της όριζε ο αρχικός της τόνος. Όταν ο χριστιανισμός από θρησκευτικό κίνημα έγινε επίσημη Εκκλησία του κράτους, και μπήκε στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η αφηγηματική διαφορά έγινε ακόμη σαφέστερη στην τέχνη. Η ποιμενική συμφωνία, που έθελξε την ψυχή του Λουκά, διατήρησε το χαρακτήρα της, μ’ όλο που πλουτίστηκε από τις πηγές των λαϊκών θρύλων με νέα γραφικά στοιχεία. Στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου, εκεί, μακρυά από τη Βασιλεύουσα, στα μοναστήρια της Συρίας και Καπαδοκίας διαμορφώθηκε ένας βουκολικός εικονογραφικός τύπος με ευαγγελική βάση τη σκηνή του Λουκά. Η Παρθένος είναι πλαγιασμέμη. Έχει γύρει το κεφάλι πάνω στο λεπτό της χέρι. Προαισθάνεται και ατενίζει μελαγχολικά το μέλλον. Το βρέφος πλαγιάζει δίπλα της φασκιωμένο, μέσα στη φάτνη. Κοιμάται τον ύπνο του αθώου. Το τραγικό πεπρωμένο είναι ακόμη μακρυά. Ο Ιωσήφ ακουμπά το ραβδί και ακούει τους ποιμένες να ιστορούν το θάμμα με τον Άγγελο. Στα κύρια πρόσωπα του κανονικού Ευαγγελίου, οι καλλιτέχνες των ανατολικών επαρχιών πρόσθεσαν μερικές γραφικές λεπτομέρειες από τ’ απόκρυφα Ευαγγέλια. Έτσι, δίπλα στη φάτνη μπήκαν τα δυο ζώα. Το βόδι και το γαϊδουράκι. Κι αργότερα η σύνθεση συμπληρώθηκε με τη σκηνή του πρώτου λουτρού που κάνουν δυο γυναίκες του λαού στο νεογέννητο. Με τα στοιχεία αυτά ολοκληρώθηκε ο εικονογραφικός τύπος της Γέννησης, που έχει την αρχή του στο κείμενο του Λουκά.
Το αρχοντικό και θριαμβικό στοιχείο που κυριαρχεί στην ευαγγελική διήγηση του Ματθαίου ανταποκρίθηκε πληρέστερα στο ηθικό κλίμα της αυλικής κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης. Και τότε, παράλληλα με τον εικονογραφικό τύπο της Γέννησης, διαμορφώθηκε στην επίσημη τέχνη της Εκκλησίας ο υποβλητικός τύπος της Προσκύνησης των Μάγων. Τον Ε’ αιώνα η αυτοκρατορία σταθεροποιείται. Οι χριστολογικές διαμάχες κοπάζουν. Η σύνοδος της Εφέσου (431) καταδικάζει την αίρεση του Νεστορίου και η σύνοδος της Καρχηδόνος (451) δίνει μια συμβατική λύση στη δογματική αντιδικία. Η επίσημη θέση της Εκκλησίας δέχεται τώρα τη δυαδική φύση του Χριστού: τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Τη σύνθεση αυτή ζητά να εκφράσει και η τέχνη. Δίνει στη Θεοτόκο μια μνημειακή βασιλική παράσταση και στον Ιησού την αυστηρή έκφραση του ενσαρκωμένου Λόγου. Στην ορθολογιστική και αυτοκρατορική αυτή σύλληψη η Προσκύνηση των Μάγων προσφέρει την κατάλληλη εικαστική έκφραση. Στον Άγιο Απολλινάριο το Νέο, της Ραβένας, υπάρχει ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό του ΣΤ’ αιώνα, που καθορίζει τη σκηνική οικονομία και τα πρόσωπα του εικονογραφικού τύπου των Μάγων.
Η προσκύνηση γίνεται σε αυτοκρατορικό παλάτι. Η Θεοτόκος με τον Ιησού στα γόνατα, κάθεται σε μεγαλόπρεπο θρόνο. Δεξιά και αριστερά τέσσερις λευκοντυμένοι Άγγελοι την φρουρούνε. Οι μάγοι με τα φρυγικά σκουφιά τους προχωρούν στο θρόνο, με βαθειές υποκλίσεις σεβασμού και προσκυνήματος. Τους ακολουθούν χριστιανές παρθένες, ντυμένες σαν αυτοκρατορικές πριγκίπισσες. Από την άλλη πλευρά του θρόνου, προχωρούν άγιοι κρατώντας κορώνες. Η σκηνή είναι τελετουργική και ξετυλίγεται με όλους τους κανόνες της ανακτορικής εθιμοτυπίας.
Στην αψίδα του θριάμβου της ρωμαϊκής εκκλησίας, η Αγία Μαρία η Μεγίστη, ένα άλλο βυζαντινό ψηφιδωτό μάς δίνει τη βασιλική σκηνή της Προσκύνησης με την ίδια αυλική λάμψη. Τη φορά αυτή ο Χριστός ντυμένος στο χρυσάφι, κάθεται μόνος σ’ ένα πλατύ ανατολικό θρόνο. Πάνω του λάμπει το άστρο, που οδηγούσε τους Μάγους. Τέσσερις άγγελοι φρουρούν το βασιλόπουλο. Αριστερά κάθεται η Θεοτόκος και δίπλα στέκεται ένας από τους Μάγους. Δεξιά οι άλλοι δυο Μάγοι, ντυμένοι με γραφικές περσικές στολές. Κοντά τους μια γυναίκα σε θρόνο συμβολίζει τη Συναγωγή, που υποτάχθηκε και υπηρετεί τώρα το παλάτι. Στο βάθος διακρίνεται μια πόλη μα πανύψηλα κάστρα.
Έτσι γύρω απ’ τον αιώνα του Ιουστινιανού αποκρυσταλλώθηκε στη βυζαντινή τέχνη μια παράδοση βασιλική και μια παράδοση ποιμενική των Χριστουγέννων. Η πρώτη συνέχισε την ελληνιστική αισθητική διατηρώντας τον ιδεαλισμό της, την κλίση της για τις αριστοκρατικές μορφές, τις συγκρατημένες κινήσεις, τις ευγενείς και ισορροπημένες συνθέσεις. Πρόσθεσε στην ελληνορωμαϊκή ευαισθησία των αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, τον ανατολίτικο πλούτο του βυζαντίου, το τακτ μιας αυλικής εθιμοτυπίας από τις πιο αυστηρές του μεσαιωνικού κόσμου. Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, η Προσκύνηση των Μάγων παίρνει το χαρακτήρα μιας τελετής και μιας δεξίωσης υποτελών βασιλέων από την Ανατολή στο μεγάλο ανάκτορο των βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Η δεύτερη παράδοση αναζήτησε τις πηγές της στη Συρία. Ζήτησε να εκφράσει την ιστορική πραγματικότητα με τις πιο αδρές της λεπτομέρειες. Δεν είναι δογματική και τελετουργική. Είναι γραφική και αφηγηματική. Δεν είναι λογία η αισθητική της. Είναι λαϊκή και πριμιτιβιστική. Έχει όμως τη χάρη να ζεσταίνει την καρδιά των ταπεινών ανθρώπων και να εκφράζει τον πόνο τους και τα παιδικά τους όνειρα.
Οι δυο αυτές αισθητικές και εικονογραφικές αντιλήψεις συμφιλιώθηκαν μετά την κρίση της εικονομαχίας, στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Μετά την μεταρρύθμιση των Ισαύρων είχαν εισορμήσει στην επίσημη τέχνη τα ρεύματα του λαϊκού ρεαλισμού από την Ανατολή. Στον ΙΑ’ αιώνα η σκηνή των Μάγων παρουσιάζεται ενωμένη σε μια ενιαία σύνθεση με τη σκηνή της Φάτνης, όπως ήταν πριν το 354 στους σαρκοφάγους των ελληνιστικών κέντρων. Το κέντρο της εικόνας κατέχει τώρα το Σπήλαιο, με την πλαγιασμένη μορφή της Παρθένου, με το βρέφος στη φάτνη, με τα ζώα. Οι Μάγοι καβάλα στ’ άλογα, έρχονται με καλπασμό από την Ανατολή, οδηγημένοι από το άστρο. Οι Άγγελοι παρουσιάζονται στους βοσκούς και ο Ιωσήφ ακούει την ιστορία τους.
Με την καινούργια αυτή συνθετική μορφή, η βυζαντινή εικόνα της Γέννησης του Χριστού έζησε και μετά την Άλωση. Τη συναντούμε στο Άγιον Όρος, στο Μυστρά και στις φορητές κρητικές εικόνες που διαδίδονται στα πέρατα της ορθοδοξίας. Το λαϊκό και ποιμενικό στοιχείο είναι κυρίαρχο στις τελικές αυτές εικόνες της βυζαντινής τέχνης. Το θρησκευτικό ποίημα του Ευαγγελιστή Λουκά νίκησε το χρόνο και τα κοσμικά γεγονότα. Πήγαζε από μια δύναμη πιο μεγάλη από τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το αυθόρμητο θρησκευτικό συναίσθημα της ανθρωπότητας.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
Δημοσιεύτηκε στη ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1948