Αλέξης Τραϊανός

επιλογή και μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο

 

 

 

[Από τη συλλογή Οι Μικρές Μέρες, 1973]

Η σημερινή μέρα

Η σημερινή μέρα κατρακύλησε μέσα στα γράμματα
Στις άγονες παραγράφους
Τις πρεσβυωπικές υποσημειώσεις και παραπομπές

Εγκαθίδρυσε την οδύνη της με την ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Γευμάτισε πλουσιοπάροχα στην 103η σελίδα
Επένδυσε τις στιγμές της σε 14 ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΜΕΡΗ ΤΡΙΑ
Κι οταν κουράστηκε δίπλωσε τα φτερά της
Κι έγινε μια κατσαρίδα που ανιά
Πάνω στο γκρίζο μωσαϊκό
Στην έρημη βραδινή κουζίνα.

This day

This day went tumbling down the letters
The barren paragraphs
the presbyopic footnotes and citations

Established its sorrow with the INTRODUCTION
Enjoyed a hearty meal on page 103
Invested its moments in 14 CAPITALS
THREE PARTS
And when it grew tired, it folded its wings
to become a lethargic cockroach
resting on the gray mosaic
of the desolate nocturnal kitchen.

 

Επισκέψεις

Αυτές οι ξεθωριασμένες ομολογίες του χτες
Επισκέπτες που κυκλογύριζαν ολημερίς
Για να’ βρουν ένα σπίτι που’ μεινε κλειδωμένο

Υαλοπίνακες αφηρημένοι στη θαμπή πρόσθεση των ετών
Φωτογραφίες που άρχισαν να πληθαίνουν
Μέσα στα μαύρα περιγράμματά τους
Τι θέλουν

Αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες φύγανε
Διωγμένοι

Σαθρές καρέκλες φιλοξενούν την υπομονή τους
Μετρημένη σε βάρος

Πού να τους βάλω να καθήσουν
Τις σαθρές καρέκλες πώς να δικαιολογήσω

Visitations

Yesterday’s faded confessions
Like visitors going round and round all day
in search of a house that remained unopened

Window-panes hazy in the blur of years gone by
Photographs that keep piling up
in their black frames
What do they want

Those uninvited visitors have left
were kicked out

Rickety chairs host their perseverance
measured in weight

Where should I tell them to sit
How can I explain the fragile chairs

 

Κάποιος έφυγε

Κάποιος έφυγε από μέσα μας
Ξεκλείδωσε κάποτε τους αρμούς μας
Φόρεσε τα πιο ωραία μας ρούχα
Και κάνοντας μια ραγισματιά αιφνίδια
Πετάχτηκε
Όπως απ’ το νεκρό πετιέται η στερνή πνοή
Πετάχτηκε με τους πολλούς καθρέφτες
Τους αμέτρητους ήλιους

Έφυγε
Δεν ήθελε να ζει μαζί μας
Σφίγγοντας νεκρά πουλιά
Κλείνοντας τον παγωμένο αέρα στα γόνατα

Έριξε το κορμί του στη νύχτα
Στην άλλη υπόσταση των πραγμάτων
Έφυγε αφήνοντάς μας μια ραγισματιά αιφνίδια
Τις μικρές λυπημένες φωνές των πραγμάτων
Κάτι σωπασμένους αδύναμους ήχους
Ανέκφραστα πενιχρά πράγματα
Που τον βαστάζουν και τον θυμούνται
Όπως η άνοιξη κάθε φορά που έρχεται τον θυμάται
Και η γυρισμένη ζωή
Και το ανοιγμένο μας στήθος

Εμείς τον κλαίμε ακόμη

Someone has left

Someone left from inside of us
One day he unhinged our joints
Put on our best clothes
and performing an abrupt incision
he escaped
Like the last breath escapes the dying man
He escaped along with the many mirrors
the countless suns

He left
He didn’t want to live with us
Hugging dead birds
Confining the cold air between the knees

He threw his body into the night
Into the other state of existence
He left, leaving behind him an abrupt incision
The sad voices of things
Some hushed feeble sounds
Impassive meager stuff
which supports and recalls him
Like each spring recalls him
And the surrendered life
And our gaping breast

We still grieve for him

 

Εγκατάσταση

Από δω που κάθομαι θα βλέπω τους ανθρώπους
Το φως ακόμη ανάμεσα στα στερνά βήματα του καιρού
Φως τόσο μακρινό για κάποιον
Σα να μην ήρθε να έπεσε στο στήθος
Σα να μην ήρθε ποτέ στα χέρια σου
Στο σβηστό μου παράθυρο

Μας έδεσε το φως μας έδεσε με τόσο σκοτάδι

Θα σηκώνομαι κάποτε θα ξεθάβομαι
Θα σηκώνομαι από ξύλο και ένδυμα
Χέρια και θρύψαλα σμιγμένος θάνατος
Πτώση μέσα στην πτώση ως την τελευταία πτώση
Την τελευταία βαράθρωση
Μαζί με τα λουλούδια που έκλαψαν πάνω στα λείψανά τους
Κι εκείνο το χέρι κίτρινο
Μες στα μαλλιά χωμένο της σελήνης
Πιο φαγωμένο κι απ’ το τίποτα.

Installation

Seated here I will watch people go by
The light in between the era’s final footsteps
A light so distant for someone like me
As if it hadn’t once fallen on the breast
As if it never shined in your hands
On my unlit window

This light bound us, it bound us with too much darkness

Someday I’ll be rising, I’ll be unburying myself
I will be rising out of wood and garment
Hands and smithereens death intertwined
Fall within the fall until the ultimate fall
The ultimate collapse
Αlong with the flowers weeping over their corpses
And that yellowed hand
Buried in the moon’s hair
As hollowed up as nothingness.

 

Ατμόσφαιρα

Η απουσία σου μικραίνει τον ουρανό

Έρχεται, φεύγει
Πατά στα νύχια
Ξεκλειδώνει τις πόρτες
Στο ψύχος των μοναχικών χεριών

Τι άσχημα είναι σ’ αυτή την πολική τοποθεσία
Τι άσχημα κλεισμένος μες στο αρκτικό μου σπίτι

Atmosphere

Your absence reduces the sky’s expanse

It comes, it goes
Steps on tiptoes
Unlocks the doors
to the bitter cold of lonesome hands

How terrible this polar lοcation is
How terribly confined I am in my arctic home

~

[Από τη συλλογή Η Κλεψύδρα με τις Στάχτες, 1975]

Θεσσαλονίκη Μνήμη 1949

Είχε κλειστεί στο πρόσωπό του
Στους ώμους της βροχής σα ριγμένο παλτό περπάτησε
Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς
Και βγαίνανε πιάνα ατέλειωτα μαύρα πιάνα
Ανάμεσα από χριστουγεννιάτικες νιφάδες
Ανάμεσα από γάλα σκόνη
Ανάμεσα από βυθισμένες ναφθαλίνες
Στις ράγες του ανέκκλητου κυλώντας

Salonica Recollection 1949

He had sealed himself up in his face
Like a coat draped over the rain’s shoulders he walked
To the Depot of the heart where the trams stopped
And pianos endless black pianos appeared
Amidst Christmas snowflakes
Amidst milk powder
Amidst sunken pellets of naphthaline
Rolling on the tracks of irrevocability


Ιντερμέδιο τρίτο

Τι έγινε και ράφτηκε ο χειμώνας στα βουνά
Και το κρεβάτι μοναχό ουρλιάζει στα ρολόγια
Και το τραπέζι να μεθά μ’ απανωτά τσιγάρα
Ένα μελάνι κόκκινο που έπηξε μες στο κρύο

Κατέβα πάλι τις σκάλες και να τις ανεβείς
Άλλαξε θέση στις καρέκλες
Άνοιξε τα παράθυρα για να τα κλείσεις
Και γέμισε τα δυο ποτήρια σου για σένα
Είν’ ένας τρόπος βέβαια να υπάρχεις
Είν’ ένας τρόπος ύστερα απ’ τα τόσα ρούχα η τόση μοναξιά

Να σκαρφαλώνεις κάποτε στη σκιά
Στο μαύρο μάρμαρο στο άγαλμά σου
Μ’ αυτά τα χέρια απονενοημένα
Μ’ αυτά τα χέρια καπνισμένα
Μπρος απ’ τα μαύρα σου γυαλιά τι πήχτρα το σκοτάδι

Third intermezzo

How come winter dressed the mountains up
And the lonely bed is screaming at the clocks
And the table gets drunk by chain-smoking
A jar of red ink coagulated in the cold

Walk down the stairs and then up again
Change positions to the chairs
Open the windows so that you may close them
And fill both cups for yourself
This is certainly a way to exist
This utter isolation, after so many clothes around

To be able to climb up the shadow
Climb on the black marble of your statue
With those desperate hands
Those smoke-filled hands
In front of your black glasses a pitch-black darkness

~

[Από τη συλλογή CANCERPOEMS, 1977]

Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
δεν έχει τελειώσει ακόμη

Σήμερα μου μίλησες για το πρόσωπό μου
Απλά ότι πάχυνε

Δεν το κατάλαβα ούτε κι εγώ
Γιατί δε θα βλέπω σε λίγο

Άσχημο νάρκωμα κι ένα βασανιστικό ταξίδι
Μ’ έσμπρωξαν πάλι εδώ
Έτσι τότε που πήρανε τον καθρέφτη
Κι έμεινε το πρόσωπό μου
Πίσω μέσα στον τοίχο
Τα χέρια μου κατεβαίνοντας
Γράφοντας ποιήματα
Ανοίγοντας την πόρτα και τον καφέ
Το κορίτσι τον Μπρούκνερ
Το πέμπτο του πάτωμα

Κι η ζωή μας παίχτηκε κομμένη ταινία στο σινεμά

Κάηκε η ασφάλεια του εαυτού μου
Ανίσχυρη την τόση μου τάση να σηκώσει

Μια χάρτινη κούκλα θα σπάσει τους σπάγγους της
Αμφιβάλλω αν περπατήσει
Αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να συρθεί
Ως τα ψίχουλα

Μην περπατάς Το πάτωμα τρίζει Η γη τρίζει
Είν’ επικίνδυνα εδώ στο πέμπτο το πάτωμα αν θα πέσεις
Είν’ επικίνδυνα σ’ αυτό το ερημονήσι του ύψους

Ο ουρανός τρίζει Το τηλέφωνο κουλουριάζεται Μια μαύρη γάτα
Κοιμάται ήσυχα Δεν ξυπνάει ποτέ του
Παρά μόνον όταν θέλω ν’ ακούω την ώρα και τον καιρό
Τα έργα της εβδομάδος τ’ άλογα τα λαχεία και το ΠΡΟ-ΠΟ

Κάποιοι φέρνουν κάτι μέσα
Δεν καταλαβαίνω καλά
Δυναμίτη ή βόμβες

Θα υπονομεύσουν την πολυκατοικία
Τον πλανήτη την πόλη

Το τηλέφωνο κουλουριάζεται πάλι
Το σκεπάζω με μια κουβέρτα
Σκεπάζω τα βιβλία τα τζάμια τα μάτια μου
Βυθίζω τα δάχτυλα στο πρόσωπό μου
Κι ανακαλύπτω τη λάσπη

Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
Δεν έχει τελειώσει ακόμη.

The sellout game called poetry
is not yet over

Today you made a comment about my face
Simply that it had grown plumper

I myself hadn’t noticed
Because soon I won’t even be able to see

An awful sedation and a harrowing trip
shoved me in this place again
Like the time when they took away the mirror
And my face was left behind
walled in
My hands lowering only
to write poems
open the door, the coffee can
The girl, Bruckner
His fifth floor

Our life a movie interrupted
halfway through the screening

The fuse of my self is blown
Unable to carry my circuit overload

A paper doll will break its strings
I doubt that she will walk
I doubt she can crawl
as far as the bread crumbs

Do not walk The floor is creaking Earth is creaking
I’ts dangerous here on the fifth floor in case you fall
It’s dangerous on this desert island of heights

The sky creaks The telephone coils up It is a black cat
Peacefully asleep It never wakes up

Except when I want to listen to the exact time,
the weather report, the films opening this week, the hοrse races,
the winning lottery

Some people bring something in
I’m not quite sure what
Dynamite or bombs

They will undermine the block of flats
The planet the city

The telephone coils itself up again
I throw a blanket over it
I cover the books the windows my eyes
I burrow my fingers into my face
and discover the mud

The sellout game called poetry
is not yet over.

.

Αλέξης Τραϊανός (1944-1980)

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Τ. Κ. μεταφράζει αγγλόφωνη λογοτεχνία, έχει δημοσιεύσει 3 ποιητικές συλλογές και δεν σκοπεύει να εκδώσει τέταρτη, παρόλο που γράφει ακόμα.