Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Loggia’

Πρώτο βιβλίο ελληνίδας συγγραφέως για τις νεοσύστατες, φιλόδοξες LOGGIA του Νίκου Κουφάκη, το “Με τον Νίκο Καρούζο” της ζωγράφου Εύας Μπέη εισχωρεί σε μια κατηγορία συγγράμματος και μαρτυρίας που δείχνει τόσες φορές δαιδαλώδης και παράτολμη, όσες θελκτική και μονάκριβη. Η υπόνοια ενός συγγράμματος που καταγράφει, αποκαλύπτει κι αναπτύσσει τις λεπτομέρειες κι ατραπούς της προσωπικής ζωής μιας ένδοξης ποιητικής φιγούρας, ενός ποιητή δημιουργού που η φαρέτρα και το opus του συδαυλίζουν ίσως εντονότερα από κάθε άλλον σήμερα τα ζωντανά μας γράμματα, αποτελεί ένα γεγονός που τραβά αναπόφευκτα την προσοχή και επιφυλάσσει ταυτόχρονα τις προσδοκίες. Κάθε είδος “βιογραφήματος”, μιας απόπειρας ισορροπίας μεταξύ αληθινών γεγονότων και ατομικών συνειδήσεων, βαδίζει πάνω σ’ ένα αχνό, λεπτεπίλεπτο νήμα, πρόκληση βαρέως κοπιώδη για τον συγγραφέα, και συχνά εύφλεκτη για τον επίμονο αναγνώστη.

Υπό αυτές τις συνθήκες και μόνο, το βιβλίο της Εύας Μπέη είναι κάτι παραπάνω από μια ευχάριστη έκπληξη· όσο ψύχραιμος, ουσιαστικά, κι αν είναι ο λόγος της καθ’ όλο το μάκρος του βιβλίου, δεν υπάρχει σε αυτό ούτε μία κοινότοπη ή ανιαρή σελίδα. Χωρίς να είναι κάποια ακατάσχετα φαντασμαγορική καθημερινότητα που το δένει, η επαφή της συγγραφέως με τον κόσμο, με τον άνθρωπο που ποθεί, γνωρίζει και συντροφεύει, και, φυσικά, οι ψηλαφίσεις του ίδιου της του εαυτού δεν ληθαργούν ούτε λεπτό εντός του κειμένου. Η καχυποψία, ο έρωτας, το βάρος και η αλαφράδα του σώματος, η άπατη αγωνία της καλλιτεχνικής συνείδησης, η επιμονή, η αμφισβήτηση και η κατάφαση της περιπέτειας του πνεύματος, όλα ανακατεύονται μέσα στο ημερολογιακό της καφάσι που δίνει μορφή στον άξονα του βιβλίου.

Τον ανακαλώ με το χαρακτηριστικό του βάδισμα, τα πόδια λίγο ανοιχτά, σαν ναυτικός σε μόνιμη φουρτούνα. Πώς τα κατάφερνε μέσα σε τέτοια αστάθεια να αναζητά το απόλυτο σημείο; Ακόμη και μετά από τόνους αλκοόλ, είχε ένα μυαλό τέλεια κουρντισμένο, άξιος στις τέσσερις τα ξημερώματα για τους πιο λεπταίσθητους συσχετισμούς. Ποτέ δεν τον άκουσα να λέει δεν θυμάμαι, μόνο αυτό δεν το ξέρω. Το άγνωστο θαρρείς και τον μαγνήτιζε και ποτέ δεν έχασε την ικανότητα να μαθαίνει.”

Η προσωπική, ερωτική, συντροφική και πνευματική σχέση της Μπέη με τον Καρούζο ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και φθάνει ώς την τελευταία, μακρόχρονη περίοδο της ασθένειάς του, που τελικά θα του στοιχίσει τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 1990. Η Μπέη θα εκτυλιχθεί γρήγορα εντός της σχέσης τους στο πλέον έμπιστο και οικείο άτομο του χαλκέντερου μοντερνιστή, θα τον εισακούσει ως πνεύμα και θα τον αφουγκραστεί ως προσωπικότητα και σώμα, και ο διάλογος αυτός αποδείχνεται αμοιβαίος· μέσα από ουκ ολίγα περιστατικά της κατάθεσης, γίνεται εξίσου φανερή η φιλοπεριέργεια και το πάθος της συντρόφου προς τη μοναδικότητα του ποιητή, όσο και η τρωτότητα κι ο θαυμασμός που αυτός της φυλάσσει και της εγκαταλείπεται (ρήμα–κλειδί, συχνά, στην έκφραση της Μπέη προς την ιδιοσυστασία του Καρούζου).

Στα δύο πρώτα σκέλη του συγγράμματος, ο αναγνώστης ψηλαφά πρόσωπα και καταστάσεις λιγότερο και περισσότερο γνωστά· η φτωχότατη, διαρκώς επισφαλής διαβίωση του Καρούζου στο υπόγειο της οδού Σούτσου, η ανησυχία και το μαράζι του για την επίδοση και αναγνώριση του έργου του, η οξύθυμη και μελαγχολική του προσωπικότητα, με τις αδυναμίες στο ξόδεμα των εξαρτήσεων και τη φοβική άμυνα προς στη δική του αυτάρκεια. Πράγματα που έρχονται στο προσκήνιο στην προσωπική του δημιουργία αλλά και στις σκιαγραφήσεις που, για δεκαετίες ήδη πλέον, μας παρέχουν φίλοι του, γνωστοί και συνοδοιπόροι.

Ξέρεις”, συνέχισε ο Σαχτούρης, “μου αρέσουν πάρα πολύ αυτά που κάνεις τα τελευταία χρόνια. Η “Κρονστάνδη”… τόσο σύνθετο ποίημα… και τα άλλα δυο βιβλία”.

Αλήθεια; Και μένα ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσουν τα ποιήματά σου”.

Αλήθεια;”

Βέβαια, δεν είναι καθόλου εύκολο με τόσο λιτά μέσα να φτιαχτεί μια τέτοια ιδιοπροσωπία… είναι πολύ δύσκολο μάλιστα”.

Έμειναν κι άλλο αμίλητοι, κανείς δεν τολμούσε να σπάσει τη σιωπή, εκτός από σποραδικά “μάλιστα…” “…βέβαια” και καταφατικά κουνήματα του κεφαλιού. Για πάνω από δύο ώρες υπήρχε η αίσθηση πως, όσα δεν ειπωθούν σήμερα, θα ειπωθούν αύριο, ή το πολύ μεθαύριο, και ούτε που έχει καμία σημασία άλλωστε. Χωρίσανε με σιωπηλή εγκαρδιότητα.

Αναφανδόν ξεχωριστή απόχρωση ολόκληρης αυτής της εξιστόρησης είναι η τρυφερότητα του βλέμματος κι αγγίγματος της συγγραφέως πάνω στο ορμητικό και βεβλημένο πλάσμα που συμπορεύεται και φροντίζει, αλλά και η ισχυρή της αντίσταση στις εξάρσεις και τις τοξικότητες που εμφιλοχωρούν στην τροχιά της γνωριμίας τους. Ο Καρούζος σίγουρα δεν ήταν ένας εύκολος άνθρωπος να συντροφέψεις, θεληματικά ή και μοιραία μονήρης και έντρομος, μα οι ανθρώπινες, παντελώς ανθρώπινες πτυχές των αναγκών και των παρορμήσεών του δεν παραπατούν ποτέ εκτός της ιστορίας του ζευγαριού. Αγαπά, φοβάται, ενθαρρύνει και οργίζεται με τρόπους που δύσκολα κάποιος δεν έχει συναπαντήσει μέσα του κι εκτός του, και η Μπέη δεν μένει ποτέ ούτε παθητικός δέκτης τέτοιων διαβαθμίσεων, ούτε και άκριτος παρατηρητής τους – πρόκειται για μια σχέση που γνώρισε την εγγύτητα και τη συνευνεία μαζί με την απόσταση, τον χωρισμό και την άρνηση.

Αλλά, όπως είπαμε και πριν, μια ανθρώπινη, παντελώς ανθρώπινη τρυφερότητα σφύζει το γραπτό της Μπέη. Είτε αφορά την ειλικρινή της εκτίμηση για τη γνησιότητα της εξωστρέφειας και του “μποεμισμού” του Καρούζου, για τις μικρότητες και ενίοτε γενναιοδωρίες του καθ’ ημάς καλλιτεχνικού κόσμου, για την κουτοπονηριά και το μεγαλείο που δύνανται οι λεγόμενοι άνθρωποι του πνεύματος, ιδίως στις αναμεταξύ τους σχέσεις, η αφηγήτρια δεν μας φορτίζει ποτέ ούτε με προκατάληψη, ούτε με σαχλή άγνοια. Ένας ιδιαίτερα γόνιμος σκεπτικισμός, ίσως θα ‘πρεπε να πούμε απορηματικότητα, μία αποδοχή ερωτημάτων περισσότερο απ’ ό,τι απαντήσεων, χαρακτηρίζει και γλιστρά σελίδα τη σελίδα πάνω στο βιβλίο. Η αφηγήτρια δείχνει τόσο ικανή να στέρξει της ομορφιάς, να εξυμνήσει και ν’ αποθεώσει με τον δικό της τρόπο, όσο και να εκνευριστεί, ν’ απαρνηθεί και ν’ αποσυρθεί απ’ ό,τι ξεπέφτει στην ανοησία ή την ασχήμια. Η συνείδηση της Μπέη σίγουρα κυριαρχεί στο βιβλίο, φυσικά, και όχι κάποια παγερή αγιοποίηση του Καρούζου, και οι σπίθες του λογισμού της που χορταίνουν και κατακλείνουν το βιβλίο μάς δίνουν ίσως και κάποια αίσθηση των χρόνων εκείνων της γοητείας και της οδύνης που αληθώς γεύτηκαν οι πρωταγωνιστές τους.

*

Θα μπορούσαν, πιστεύω, να λεχθούν περαιτέρω πολλαπλάσια γι’ αυτό το βιβλίο, κι εύχομαι εν καιρώ να εξορυχθούν από μελετητές και ξέφραγους αναγνώστες. Τα χαρακτηριστικά και οι δυνάμεις του, όπως το ενίοτε ξεκαρδιστικό (όσο και χαμηλότονο) χιούμορ, η απλότητα και η απλοχεριά της ερωτικής και σεξουαλικής αίσθησης, το πολύρυθμο και πλούσιο τρίτο μέρος που συνοδεύει την ίδια την Μπέη μετά τον θάνατο του Καρούζου, σε μία φάση πλέον περισσότερο ανεξάρτητη, προϊούσα αλλά και αναζωογονητική, έχουν να δώσουν πολλή ύλη και χρόνο στη φιληδονία της ανάγνωσης και στο σκάρφισμα θεωριών και σχημάτων.

Που σημαίνει, κατά πιθανότητα πάσα, πως είν’ ένα βιβλίο που το συνέφερε και γόμωσε βασικά ο τρόπος του, το “πώς”, κι όχι το είδος του, το “τι”, κατά το ρηθέν και των δυο δημιουργών.

 

Το τελευταίο σχεδιάκι-σημείωμα που κάμωσε ο Καρούζος για την Μπέη, ενώσω δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει, λίγο πριν τον θάνατό του. Αναπαρίσταται ένα λουλουδάκι και η αφιέρωση “Στην Εύα”, με την ευχή “Υγεία” από κάτω, λογότυπο ταυτόχρονα του νοσοκομείου που νοσηλευόταν.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σάββας Κοκκινίδης γεννήθηκε το 1991 στην Κοζάνη και είναι απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μελέτες, ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.