.
Στη Νίκη
“τα δικά μας ταξίδια είναι αργά, αργά και περιπετειώδη”
.
Παιδί, εις αναπεπταμένον διηνεκές, μιας εποχής κι ενός χώρου ίσως περασμένου, ίσως και ανάγλυφου, οχληρού και εμπνευσμένου, ο ποιητής Θεόδωρος Μπασιάκος – ακουστός επίσης ως Γκαγκάν, Μυτεράν, Τεό, Μπασιάκ και πόσα άλλα – αποτέλεσε μια γραφίδα καλοφουσκωμένη, σαν το σπιτικό τσουρέκι για το φίλεμα, ενός ποιητικού τρόπου και πράξης που καταχωνιάζει έκπαλαι και σήμερα ακόμη στις αγαπητικές κι εορτινές κόγχες του τόπου των γραμμάτων που όλα γείρουν. Μπητ και φρηκ, και πεπεισμένα ρομαντικός κι αχάραγα δραστήριος, ο Μπασιάκος φανέρωσε τη ζεστή του παρουσία μ’ όλους τους λάθος τρόπους· οριακά άφαντος στον εκδοτικό τύπο μέχρι και τα μεταθανάτιά του άπαντα που μελετούμε εδώ, αποσυνάγωγος των επισήμων και κάθε είδους επισημότητας, αληθινός και τρελός για γράψιμο και για κάθε τέχνη της συγκίνησης, έδωσε μια ιδιαίτερα σπάνια σκιαγράφηση της στάσης του και των εγκάτων που την εξέγειραν σ’ όλο το μάκρος μιας λαγγεμένης από όνειρα ζωής.
Γεννημένος το 1963 στην Αθήνα, πόλη στην οποία θα γράψει και ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Μπασιάκος εισχωρεί από εφηβάκι στα ζωηρά κι αλλόφρονα συμβάντα των καιρών του· τα ρήγματα της χουντικής δικτατορίας που ήδη ανοίγουν απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, οι ζυμώσεις και η αναστάτωση που περικλείει τις σμπρωξιές προς την πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση, η εισροή και η διάχυση της ξένης, κυρίως αμερικάνικης κουλτούρας στο φαντασιακό και τις παρορμήσεις της νεολαίας που τότε ακμάζει αδηφάγα. Ο αμούστακος – πλην όμως μακρυμάλλης – νεαρός γραφιάς απορροφά κι εμπνέεται σύγκορμα από τα φανταστικά καρέ που λαμπρύνουνε την πόλη στις σαγηνευτικές της καμπύλες κι αποκλίσεις, μαθαίνει και περιφέρεται τα χλωρά στενά και τις μικρές βακχείες, θέλει να γράψει και να τραγουδήσει, έτσι γράφει και τραγουδά. Τα πρώτα του λυρικά αποτυπώματα που μας παρέχει το βιβλίο φθάνουν πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, συχνά με συν τω χρόνω επεμβάσεις κι αλλαγές, αλλά η αποφασιστικότητα και ο ειρμός του επικεντρώνονται ήδη πάνω στον ζωμό που θ’ αναμοχλεύει μέχρι τέλους.
Γράφω
με τα χέρια στις τσέπες,
αλά σουλατσαδόρος.
Γράφω με τα πόδια,
στον δρόμο.
Οι βόλτες μου είναι η ποιητική μου συλλογή.
(Κυκλοφορεί!)
Τα γραπτά μου – απλώς κάποια ίχνη π’ αφίνω πίσω μου
κι’ αργά ή γρήγορα θα χαθούν·
ελαφρές πες μελωδίες που σφυρίζω αδιάφορα
καθώς διασταυρώνομαι με τίποτ’ ύποπτους μπάτσους…
(“με τα χερια στις τσεπες”)
Γίνεται φανερό πολύ γρήγορα, τόσο απ’ την ιστορία πίσω από την έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου, όσο κι απ’ τις ίδιες τις αποφάνσεις του Μπασιάκου μέσα στο βιβλίο, πως το μπάσιμό του προς το λογοτεχνικό σινάφι ήταν εξαρχής επιφυλακτικό, μετριασμένο ή κι ακυρωτικό, και μάλλον κατά κάποιον τρόπο στοχειώδες· μία μόνιμη στήλη περιστροφής και θεματολογίας αφορά το δικό του εκλεγμένο είδος άνθισης του γράμματος και λόγου, την επιμονή και πίστη του πως ο ποιητής κρίνεται από τη στάση του, την ανθρώπινη και ενσυνείδητή του θέση, και δη τη θέση του επί του κατεστημένου. Τούτη η ιδέα καταλήγει μάλιστα σε μια ιδιόμορφη ποιητική βαθύτητα, μορφοποιείται σε μια εμπνευστική ιλύ δημιουργίας για το άσμα, όπου η μη-λόγια ποιητικότητα, η αυθορμησία και το απεριποίητο σκέδασμα της ζωής γίνονται ύλη πρώτη της τελικής ποιήσεως.
Μοντερνισμός και αστισμός δεν συμβιβάζονται.
Ο μοντερνισμός, περισσότερο από αισθητική, είναι μια στάση ζωής – μια στάση δηλ. απέναντι στον κοινωνικό και πνευματικό περίγυρο, απέναντι στα κρατούντα ήθη και τις κυρίαρχες ιδέες, το λεγόμενο “πνεύμα των καιρών”, απέναντι ακόμα στις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στο χώρο της αγοράς της τέχνης.
(“το πορτοκαλι τετραδιο”)
Απ’ αυτό το καρνάβαλο άρμα και την απλοχεριά προς τον κόσμο των από κοινού αισθητών, λαϊκών συγκινήσεων, ο Μπασιάκος θα καμώσει ολόκληρη σχεδόν τη λογοτεχνική του συμβολή, φτιάχνοντας και μοιράζοντας ο ίδιος τα κείμενα και στιχηρά του, με ατομικές εκδόσεις φυλλαδίων, με χάπενινγκ σε ουζερί και πάρκα, με την παρουσία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως σε πρώτη ματιά αυτή η πρακτική να ξώκειλε υπερβολικά απ’ τα πολύ γνωστά μας ήθη της εγχώριας και μη λογοτεχνικής μύησης, η φόρμα ωστόσο, η ακαριαία εντέλεια και κατεύθυνση των πιο μεστών του στίχων δεν αφήνει κανένα περιθώριο γι’ αμεριμνησία ή απάθεια – ο Μπασιάκος γνωρίζει έξοχα, και μάλιστα εκπροσωπεί εν γνώσει του με δεινή χορογραφία, ένα είδος ομορφιάς κι αλήθειας που όχι μονάχα του αποκαλύφθηκε μέσω μιας νεφώδους αττικής ακτινοβολίας, αλλά και που ο ίδιος φτυάρισε στα χαλαρά του δειλινά ώστε ν’ αποκαλύψει ξαποσταίνοντας, για χάρη όλων.
Στα ρεπό τους
τα “δουλικά”
(βουλγάρες, ρωσσίδες κλπ.)
ανταμώνουνε πάντα
στο ίδιο παγκάκι
σ’ αυτήν εδώ την πλατεΐτσα
καπνίζουνε ασταμάτητα
και τα λένε τα λένε
και καπνίζουνε
και κουνάνε τα
πόδια τους νευρικά –
κι’ αυτό είναι
– αυτό! –
το μέτρο των στίχων μου.
(“το μετρο”)
Πράγμα, φυσικά, που σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί την οποιαδήποτε λιγοψυχία ή απόσταση μπροστά στο άγημα και την παράτα των νεκρών και ζωντανών της μουσαίας λύρας. Οι αναφορές του Μπασιάκου προς ομότεχνους και μη καλλιτέχνες που τον συνεπήραν και καθόρισαν σπέρνονται απ’ άκρη σ’ άκρη του βιβλίου, αποτελούν αφορμές επιγραμματικές αλλά και θεματικές, αναγεννιούνται κάθε τόσο για να δώσουν άλλη μια παρεκτροπή, άλλη μια επίσης ζυγοστάθμιση και υπενθύμιση των ολότελα ζωτικών μορφών – είτε τώρα στα μαύρα χώματα, είτε κάποτε στα λογής καταγώγια – που δυναμώνουν την όρεξη και τη φιλία πάνω και προς τη γη των προλετάριων.
Η ιδία του λογοτεχνική καταγωγή είναι περίτεχνη και γανωμένη με τα λόγια και τους τρόπους που τον τρέμισαν και σουλουπώνουν. Η εγγύτητα με τη συγγραφή του Θωμά Γκόρπα ενέχει σίγουρα μια γόνιμη αξίωση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως οι νόες τους συμπλέκονται. Οραματικά σίγουρα προσιδιάζουν (με τον Γκόρπα ωστόσο να είναι μελανότερος – νουάρ, “μαύρος” κατά τη δική του προσέτι εκτίμηση – και τραγικότερος, ενώ ο Μπασιάκος κωμικότερος, με την κλασικότερη αλλά και σύγχρονη σημασία), και υφολογικά εφάπτονται σε κάποια σημαντικά σημεία (της ευφυούς και ξαφνιαστικής χρήσης κοινού λεξιλογίου, της ελαφράς ή εντονότερης διαστρέβλωσης γνωμικών προς υπηρεσία μιας νέας, πρωτότυπης υψηλότητας στο ποίημα), αλλά οι στοχεύσεις τους θεωρώ συχνά αποκλίνουν στα συγγραφικά τους ένστικτα. Ο Γκόρπας ήταν ένας πολύκαπνος μοντέρνος, μετασουρεαλιστής στα δικά του μάτια (και τα δικά μου συμφωνούν), δοσμένος στο να σύρει με τη δική του πλαστουργό χείρα το καραβάνι των Καρούζου, Ελύτη, Καρυωτάκη, Κάλβου μέχρι τις όχθες που ο ίδιος πλέον προτιμούσε. Ο Μπασιάκος κλίνει θερμότερα προς ένα άσμα προσιτό, όχι “εύκολο” μα ικανοποιητικό επίσης λόγω της εγκάρδιάς του δεκτικότητας, της στόχευσής του να καμώσει κάτι ολοκληρωμένο απ’ αυτό που μέχρι πρότινος όλοι συναντάλλασαν, μα μ’ έναν άλλον τρόπο.
Οι σουρεαλιστικές συσπάσεις του παραδείγματος του Εγγονόπουλου επίσης ξεπηδούν ομολογητικά αλλά και μορφικά σε διάφορα σημεία του οίστρου του Μπασιάκου. Στοιχείο σίγουρα όχι απρόσμενο, μιας και πράγματι η οξύτητα της εικονοποιίας που παρείχε ο Εγγονόπουλος ως δική του εκδοχή του σουρεαλιστικού προτάγματος σημάδεψε με πλατείς τρόπους πλήθος μεταγενέστερων ποιητών και λογοτεχνών (Σαχτούρης, Γονατάς, Κοντός κ.ά.). Και σ’ αυτό το σημείο βέβαια, ο Μπασιάκος υιοθετεί την αίσθηση και τη δυνατότητα αυτής της σουρεαλιστικής διάρρηξης, χωρίς ωστόσο ν’ απολησμονεί καθόλου τη δική του προσθαλάσσωση στο γνώριμό του κάλλος.
[…] και ξάφνου
η αναπάντεχη σκάλα μπροστά σου
ούτε που το σκέφτεσαι
πιάνεις κι’ ανεβαίνεις τη σκάλα
κι’ ανεβαίνεις
κι’ ανεβαίνεις
κόσμος μαζεύεται γύρω
(από κάτω)
έκπληκτοι
τα μάτια τους τρίβουν
τη σκάλα κανείς φυσικά δεν την βλέπει
η σκάλα υπάρχει μόνο για σένα
σε περνούν με συγχωρείς για βλαμμένο
κι’ εσύ
τους στέλνεις φιλάκια
δίκην ευλογίας
καθώς χάνεσαι μες στα σύννεφα
και τότες
απ’ το γιακά σε γραπώνει
ο χωροφύλακας
στη μέση του τυλίγεις το χέρι σου
και χορεύετε
και χορεύετε…
και χορεύετε… βαλς στα σύγνεφα.
(“αναληψη”)
Μένουν, φυσικά, χωρίς καμία υστέρηση, οι “καιρικές προσλαμβάνουσες”, οι χαρές κι οι λόξες του άντεργκραουντ και όχι μόνο συρφετού της εποχής της νιότης των ‘75 – ‘85. Η αμερικάνα μπητ, εξαπλωμένη ήδη στις βλέψεις και τις ικανότητες της Γενιάς του ‘70, η ροκ στιχουργική και ρυθμική (καθώς, όπως κι ο Μπασιάκος επισημαίνει, “Εμείς από κάτι γκρουπάκια συνοικιακά ξεκινήσαμε. Από τη μουσική βρεθήκαμε στα γράμματα, απ’ όλο αυτό το πράγμα που συνοπτικά ονομάστηκε ροκ και νεανική κουλτούρα”) και εξάπαντος οι φίλοι, οι φιλίες κι η ισόβια συντροφιά και κέρασμα. Ο όγκος του μεταπολιτευτικού “καλλιτεχνικού περιθωρίου”, με νεολαίους κάθε ηλικίας να συσπειρώνονται για την εξόρμηση στ’ απόκρυφα και σαλαμάνδρεια κάλλη μιας κρίσιμης επόκ, ήταν αναντίρρητα ο πλέον οικείος και προσφιλής συρμός του ποιητή και περιπλανώμενου γλεντζέ. Ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Τέος Ρόμβος, ο Νικόλας Άσιμος, εκατοστή ονόματα και φυσιογνωμίες που πέρασαν λιγότερο και περισσότερο απτά στο μέχρι τώρα, παρελαύνουν και συγκλίνουν πάνω στις φαντασμαγορίες μιας καμαρούλας κι ενός στοργικού κι ερωτικότατου ντιβανιού όπου αραδιάζεται και ρέμβει όπως γλυκός αλήτης.
Τί θένε πάνω από τον λάκκο μου όλοι ετούτοι
οι ψευτοτεθλιμμένοι
κι’ οι κρώζοντες κι’ οι ογκανίζοντες κι’ οι βελάζοντες
κι’ οι φλυαρούντες κι’ οι τυρβάζοντες κι’ οι φληναφούντες
κι’ οι παπαρδέλες κι’ οι πόρδοι
κι’ οι κικιρίκοι
κι’ οι σκούζοντες κι’ οι σπρώχνοντες
κι’ οι ντεμέκ κι’ οι τζάμπα φίλοι κι’ οι σκύλοι
κι’ οι ξερογλειφόμενοι της μούσας μου μνηστήρες και κληρονόμοι
του ταλέντου μου
κι’ οι έχοντες βάλει στο μάτι το καλό σακκάκι μου
κι’ οι κριτικοί
κι’ οι… κι’ οι… κι’ οι…
κι’ οι παπάδες τί διάολο θένε, βρε
γυναίκα, να χαρείς, πάρ’ τους από πάνω μου,
όλους, ξεφορτώσου τους με τρόπο
μόνος να μείνω με την κουμπάρα / την Ψωροκώστενα
ρακή τ’ ανυπόκριτά της δάκρυα να με κερνά, κι’ εγώ να πίνω…
(“ο λακκος”)
*
Εν τέλει λοιπόν, έχουμε ένα θαυμάσιο βιβλίο από ποικίλες μπάντες· η σταχυολόγηση των πολυάριθμων, σκόρπιων και διαμοιρασμένων γραπτών μιας τεσσαρακοντούτιδος σχεδόν πορείας στη γραφή συνθέτει έναν άθλο επιμέλειας και προσοχής στην έκδοση. Αν και ο ίδιος ο συγγραφέας εξέπνευσε πριχού το σύγγραμμα εγγίσει τα μισά του, οι δύο επιμελητές, η σύντροφος του ποιητή Μαριάνθη Μαρκοπούλου κι ο εκδότης του “Πανοπτικόν” Κώστας Δεσποινιάδης, συνέδραμαν επάξια στο στήσιμο ενός ξεκάθαρου και στέρεου αναγνωστικά τόμου.
Ο ίδιος ο ποιητής, κάτι από Σεραφίνος και κάτι από Θου-Βου στην αυτοπροσωπογραφία του, συστήνεται επιτέλους σε κάθε δυνατό κοινό να τον αφουγκρασθεί και ίσως να κρατήσει το σεγόντο. Θα ‘ναι δύσκολο, φρονώ, να μην καλεστεί επίσης να πλαγιάσει λίγο παθητικά, με μια έμπιστη λαχτάρα και κάποια γελαστή αναμονή, στη στρωματσάδα που θα φροντίσει γι’ αυτόν ανέμελα κάποια σκιερή τσαχπίνα πρόσοψη, και μυτερή.
[…] Οι άνθρωποι κατά βάσιν είναι
ωραίοι άνθρωποι
που βαστάνε απ’ τα σύγνεφα / βαστάνε απ’ τα Παρίσια / βαστάνε απ’ τους γκρεμνούς / βαστάνε απ’ τ’ αμείλικτα ερωτηματικά της ρετσίνας των ξηροσφυράδικων / απ’ τις φιλοφρονήσεις και τις προπόσεις / βαστάνε απ’ το καπέλο του θαυματοποιού με τα πουλιά / βαστάνε απ’ τα δειλινά / απ’ το γιασεμί και τα λαϊκά κεντήματα / βαστάνε ιδίως απ’ τις “καλημέρες” […]
(“δεν ειναι αληθεια…”)