Άκου ένα όνειρο, ψυχή μου. Μου εφαινότουνα ότι πανηγύριζα την Διεθνή Ημέρα Τσαρλατανισμού με χορωδία αρχαιομαθών νηπίων της Ελληνικής Αγωγής, με τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών να στηλιτεύει τον “ινδοευρωπαϊσμό” και άλλους πολλούς να μιλούν για τις κρυμμένες μαθηματικές αρμονίες της μητέρας όλων των γλωσσών και τον νοητικό ακρωτηριασμό που επιφέρει η κατάργηση του πολυτονικού.
Θυμάμαι έστεκα έκθαμβος μέσα στον ύπνο. “Θανα πεθήνησκα και δεν θανα τό’χε δώ”, μονολογούσα με τον τρόπο της γιαγιάς μου.
Ήταν μια πολύτιμη ευκαιρία να εορτάσουμε την (φ)αύλη κληρονομιά της πατρίδας μας, με πρωτοκορυφαίους όσους αυλίζονται σε ξένες πρεσβείες και γραφεία μαφιόζων.
Ω, η δόξα της υπερτρισχιλιετούς! Ευλαβικά την συλλαβίζουν οι αλλοδαποί που συνιστούν kalo kouragio και οι ομογενείς που επιτάσσουν kante kati, gamo to stanio mou!
Στο ίδιο όνειρο, ο σουρωμένος ποιητής, ού την μνήμην επιτελούσαμε, εκτόξευε πίδακες οργής: “μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσίμπλα της γουρούνας, σκατή, γαϊδούρα, κροπολόγα”.
Αλλά βέβαια, και ας μην γινόταν λόγος πια περί του “ολετήρος της γλώσσης”, ο ποιητής ανήκε πάντοτε στην “άλαλη την ερημία”. Εχρησίμευσε στο Έθνος τόσο όσο. Σαν ένα άλλοθι αυθεντικότητας εκεί που οι πάντες ψεύτιζαν τον εαυτό τους μπροστά στον καθρέφτη των Φωτισμένων Εθνών και οι καλαμαράδες έδιναν στους πολεμιστές το παράγγελμα “Πυρ κροτοβόλει!”
Στο βάθος ακατονόμαστοι “ντόπιοι” ξερνούσαν το ρετσινόλαδο του Μεταξά. Βλάχικα σωματεία προχωρούσαν σε μία συμβολική προσφορά γλωσσικής αυτοχειρίας. Εγγόνια τουρκομεριτών ανέκραζαν “Μην παραχαράσσετε την Ιστορία”. Ο καθηγητής Μπαμπινιώτης μοίραζε εξώδικα και υπογράμμιζε λάθη στη χρήση της γλώσσας μας. Η κιβωτός, η ανεκτίμητη γλωσσική μας κιβωτός έμπαζε νερά.
Ξύπνησα κάθιδρος. Ή μάλλον, κάθιδρως.