Im Anfang war die Tat!
– Pudelszene: Faust, Mephisto

 

Δεν πάει πολύς καιρός που ο Γιώργος, μέσα σ’ όλα όσα ξεβράζει κι ονειρεύεται, μας έδωσε το κείμενο για την Ινστιτέχνη, για μία θέαση των πραγμάτων και των καταστάσεων που περιβάλλουν την αισθητική δημιουργία και που κατευθύνουν το κοινό που τη χρειάζεται. Το σφιχτό εκείνο σημείωμα αγγίζει τόσο το φαινόμενο του πορισμού νέων καλλιτεχνών μέσω των τσεπωμένων πολιτισμικών ιδρυμάτων που λυμαίνονται κάθε ναρκωτική διαφημιστική καμπάνια, αλλά και την παραγωγή της τέχνης γενικότερα, προς την πλευρά που ‘χουμε συνηθίσει ν’ αποκαλούμε, στον πλέον επικίνδυνο αιώνα όλων των αιώνων, “άντεργκραουντ” – δηλαδή, υπόγειο.

Όπως συνήθως συμβαίνει με τις βούρλες του νου του αθλητικού μας σκηνοθέτη, δεν υπάρχουν ακριβώς βασικά σημεία να διαφωνήσει κανείς. Η ομολογία της πλήξης που μας δέρνει καθώς αναζητούμε την ψυχαγωγία και την πυρρά πλάνη στους αστικούς χώρους, η αργή θλίψη που παρ’ ευχήν φυτρώνει όσο βλέπουμε την κατάληξη των ανεξάρτητων πρωτοβουλιών και συνελεύσεων, το μπαγιάτικο εκείνο ένστικτο που προμηνύει, για άλλη μια φορά, τον ξεριζωμό του ανθρώπου που λειτουργεί ως καλλιτέχνης, δίνοντας την ανθρωπιά, τη σάρκα και τους φόβους του σε μιαν αδιάκριτη υφήλιο φαμίλια, με τρομερό αποτέλεσμα να χωριστεί ξανά από την κοινότητα και να φαντασιώνεται, όλως ειλικρινά, την καβάλα πάνω σ’ ένα διαστρικό καρότσι με ρου το Δέλτα του Κενταύρου.

Η μοίρα, το μοιραίο και τα καραπεπρωμένα έχουν γίνει σικέ στο κοινό μας λεξιλόγιο, τ’ αντιμετωπίζουμε ως παλαιικές μεταφορές για την αγωνία που βίωσαν κατατρεγμένοι ποιητές και ποιήτριες κάθε μορφής, και η αδημονία και δίψα μας αποσκοπεί πλέον πολύ συχνότερα στο να κάνουμε αυτό που θέλουμε σωστά, ελεύθερα, ανοιχτά, παρά να το καρφιτσώσουμε πάνω στη σωτήρια πλάκα ενός άμεμπτου αγιολογίου. Όπως και να ‘χει, τ’ αποτέλεσμα θα ‘ταν και πάλι το ίδιο· το τελειωμένο έργο, μέσω του κόπου των δημιουργών του, πρόσφορο για καταγραφή κι ακάματο παλίμψημα κάθε συντροφιάς ανθρώπων.

Το αδιέξοδο φυσικά παραμένει, όπως και ο εκνευρισμός και η επίθεση που δεχόμαστε μέσω της άχαρης παιδείας των Νιαρχωνάσηδων. Είναι δύσκολο να συνυπολογίσει κανείς όλα τα δεινά που στυλώνουν οι άρχουσες αυτές επιχειρήσεις στο φυσικό έδαφος ανάπτυξης μιας πολιτισμένης κοινωνίας (μιας ανθρώπινης, δηλαδή, κοινωνίας), μιας και, δυστυχώς, είναι απίθανο να βρισκόμαστε κοντά στον ιστορικό ξεπεσμό τους. Η ανάδυση του διαδικτύου και της ιδεοκινητικότητάς του έχει καλυφθεί, όπως ήταν αναμενόμενο, σε μεγάλο βαθμό από τους κράχτες και τους βαλτούς της καλλιτεχνικής τους εξοχότητας, που έχουν μάθει να μιμούνται επαρκώς τα λούσα των ξένων ομόλογών τους ώστε να δίνουν μια πολυπόθητη ελπίδα στα νέα παιδιά που περνάνε ήδη μια ζωή στο φτύσιμο. Η πληρωμή για το ποίημα, την ταινία σου, τη διάλεξή σου, η αποδοχή και η αναγνώριση του αντικρίσματος, πρέπει να ‘ναι ενθουσιώδεις φάσεις εμπειρίας στην κοινωνική εργασία της πνευματικής παραγωγής. Και δεν μιλώ καθόλου ειρωνικά.

Αυτό φυσικά αποτελεί μια στιγμή και μόνον στο ακόπαστο φιλμ της επιβίωσης του καλλιτέχνη. Τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία, μα δεν σημαίνει πως και κανείς τους τη ζήτησε – η κοινωνική αφομοίωση στον γύρω κόσμο, το έξτρα σκαλί κοινωνικοποίησης και αφύπνισης της ευρύτητας της εμπράγματης εμπειρίας, αποτελούν μάλλον αναμφίβολα στοιχεία ευεξίας κάθε ανθρώπινης δυνατότητας. Μας αρέσει να καμωνόμαστε για την απόγνωση και την ιδεώδη μοναξιά του πνευματικού εργάτη, μα αλήθεια είναι πως κανείς τους, κανείς μας, δεν έκατσε ποτέ στ’ αβγά του να κλωσήσει κλώνους για έναν τζούφιο οίστρο. Το παιχνίδι, μιας και περί τέτοιας μαστορείας πρόκειται, μπορείς να το παίζεις όπως θες, μα ποτέ δεν το κατέχεις μόνος.

Τι έχουμε λοιπόν απομυζήσει από τα σχεδιάσματα των εκατόγχειρων ιδρυμάτων που δεν θ’ αφήσουν τίποτε και κανέναν αβοήθητο; Θα πρέπει να μην αναφερθώ στην αίσθηση που μου προκαλεί η μύγα μες στο γάλα, ψηλομύτα και άβολη αρχιτεκτονική τους. Θα πρέπει ν’ αντιπαρέλθω τη σοβαρή μου ανησυχία για την πρόσκτηση σημαντικών βιβλιοθηκών και καλλιτεχνικών σκηνών στις ευώδεις και καλοντυμένες τους αγκάλες. Τούτα είναι ζητήματα ούτως ή άλλως εντόνως πρακτικά επίσης, και καμιά τους διοργάνωση δεν θα μπορούσε ν’ αμελήσει τη συστηματική τους ανέγερση και συντήρηση· ακόμη, φυσικά, και η πλέον ελευθεριακή και φίλα αυτόνομη.

Η διασπορά του παρά και φήμης όμως δεν σταματά εκεί, όπως ήδη γνωρίζουμε. Οι ανώτερες αυτές επιχειρήσεις παρέχουν την οικονομική τους χορηγία σ’ ένα ιδιαίτερα διευρυμένο πλήθος καλλιτεχνικών και κοινωνικών εγχειρημάτων, δίνοντας σχεδόν ανυποψίαστα, σχεδόν καλόπιστα θα έλεγε κανείς, την ιδέα ενός χώρου και μιας ομάδας κομμένης και ραμμένης να καλωσορίσει τα χλωρά κι ευάλωτα ακόμη άνθεα στην απάνεμη θερμοκοιτίδα μιας τεχνητής κι εγγυημένης άνοιξης. Ο πατρονισμός τους βέβαια δεν αναχαιτίζεται στα νεολαία όνειρα και μόνον· έπειτα πάνω από μια τρομερή δεκαετία ενός φονικού κοινωνικού και ταξικού μαρασμού, οι ακμαίοι μεσήλικες της ενεργούς δημιουργίας αγωνίζονται εξίσου να ξεπροβοδίσουν την κατακτημένη τέχνη τους στους διαδρόμους που αυτή ανήκει.

Ένα μισο-δημόσιο, μισο-ατομικό “ευχαριστώ” και μια καθαρογραμμένη στάμπα λογοτύπου (πόσο θα ‘θελα να δω αν κάποια χορηγούμενη ομάδα “τυχαία” την αμελούσε) αρκεί. Δεν υπάρχει κάποιο τερατώδες άλλο αντίδωρο. Κάποιες παραπανήσιες νομικές ρήτρες περί δικαιωμάτων φαντάζομαι (δεν ξεχνούμε ολικά το κέρδος στην κουλτούρα), που κι αυτές περιστασιακά μόνον απασχολούν ως πρώτης τάξεως ζόρια. Η θέσμιση πάντως επετεύχθη. Και γιατί; Επειδή κανείς δεν μπορεί ν’ ασκήσει μια ταραχώδη κριτική πάνω σε κάτι που μοιάζει με σκέτη ιδέα.

Αυτή είναι και η αχρεία προπαγάνδα, το βιαστικό σκορ και τ’ οπισθόβουλο κόλπο όλων αυτών των επιχειρήσεων. Τίποτα δεν ξεπερνά το πνεύμα· όλοι ζουν να το αναζητούν. Δείχνει έντιμο ν’ αναδεικνύεται μια μοδάτη μάρκα, ακόμη και υποχρεωτικά, εφόσον έχει αποδεδειγμένα κι εθελούσια συνεισφέρει. Άλλωστε, χρειάζονται χρήματα, Πρίγκιπα, κι άλλα χρήματα. Ποια αντικοινωνική ιδιοτέλεια θα μπορούσε να εκπροσωπήσει η αυτοκόλλητη φιγούρα μερικών νεκρών θαμμένων κροίσων;

Το “συμμάζεμα” αυτό της υψηλής και ενδιαφέρουσας τέχνης, πόσο μάλλον της ανερχόμενης, είναι μια ξεκάθαρη μπίζνα του ψευδοεκπαιδευτικού συγκεντρωτισμού που χαρακτηρίζει κάθε καλπάζουσα ιεραρχία. Μ’ αυτό εννοώ πως οι δομές αυτές παιδαγωγικής συστηματοποίησης δεν στοχεύουν ποτέ στην οποιαδήποτε μελέτη του ανθρώπου και την ανάδειξη και προστασία των ιστορικών και φυσικών του κεκτημένων, αλλά στη μίμηση μιας πολιτισμικής ισχύς με σκοπό τον περιορισμό και την κατάργηση όλων των εναλλακτικών οδών μάθησης και δημιουργίας. Είναι η ίδια τάση που χαρακτηρίζει επίσης, με πιο βραδείς συνήθως ρυθμούς, τις κορωνίδες και τα εντάλματα της κρατικής παιδείας και της ανεκδιήγητης αδυναμίας της να επιτρέψει μεταμορφώσεις και εναλλαγές πέραν της πρωτοκαθεδρίας των κατοχυρωμένων τύπων.

Ο Γιώργος στρέφεται επίσης, και ευτυχώς, στην κατάσταση που πολύ συχνά αντιμετωπίζουμε στις ανεξάρτητες των θεσμών προτάσεις για την αναζωογόνηση και τη διάχυση των καλλιτεχνικών φαινομένων. Τα στοιχεία που εκμαιεύουμε απ’ αυτήν την αισιόδοξη – και ίσως τη μόνη γνήσια – οδό ωρίμανσης της αισθητικής δημιουργίας και των δημιουργών είναι περισσότερο δυσδιάκριτα και διεσπαρμένα σ’ ένα ποικίλο φάσμα πρόσληψης. Από τη μία, επιδεικνύουν συχνά μία έλλειψη ζωτικότητας και επιμονής, ή στανικής πίστης, στην προσπέλαση ανεπιθύμητων εμποδίων (όπως η απειρία στη διοργάνωση, το περιορισμένο εύρος του ενημερωμένου κοινού, η έλλειψη πόρων και η ενδοστρέφεια) και καταλήγουν συχνά σε μια ανεστραμμένη εκδοχή του αυθεντικού τους εαυτού: το άξιον προσοχής επιστρέφει περισσότερο πίσω στο ίδιο το γεγονός της διοργάνωσης, παρά τη διοργάνωση την ίδια, και το μακρύτερο που μπορείς ν’ αποτολμήσεις είναι να σε γνωρίσουν (όχι ως τον ιδανικό και ανώνυμο θεατή, αλλά ως τ’ αντίθετό του του ορισμένου χαρακτήρα) κάποιοι νέοι γνώριμοι και φίλοι. Δεν αποθησαυρίζεις κάτι το εξαιρετικό, όπως εξαίρεση είναι – επί της ουσίας – και η σύλληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.

Από την άλλη, ο ορμή αυτών των προτάσεων για χώρους και ομάδες τέχνης δεν είναι μονοκόμματη· αντικατοπτρίζει, όπως μάλλον θ’ αναμένετο από την άναρχη διασπορά και γέννα τους, τις όλες πιθανότητες του μετρίως και του ραγδαίως πράττειν και εξελίσσεσθαι. Οι ανεξάρτητες, απόκεντρες ομάδες κουβαλούν πρωτότυπους και μοναδικούς χαρακτήρες και βολεύουν με τη συμφωνία τους την επίτευξη των στόχων και την καλλιέργεια της απροβλεψιμότητάς τους. Αληθινός σκοπός τους, στην πραγματικότητα και κατά τα φαινόμενα νομίζω, δεν είναι να “επιτύχουν” ή να χαράξουν τ’ ανεξίτηλο· όντας στον αντίποδα, τρόπον τινά, της επάθλιας και ισοπεδωτικής διαμόρφωσης της κατ’ υποχρέωσιν κατήχησης του Κύρους, πρώτος τους σκοπός είναι να αποπειραθούν. Να γευτούν κάτι παραπάνω, έστω και άτσαλα και με το ρίσκο της ξενέρας, απ’ ό,τι υπόσχεται το άμωμο αστικό σαλόνι. Και εντός της απόπειρας αυτής, όπως και κάθε άλλης όμοιας, ενδημεί πάντοτε η αποτυχία – που πράγματι, καθώς λέγεται, μπορεί να διδάξει πολλά περισσότερα και παραμόνιμα.

Και φτάνουμε στη σύγχυση, πάντα, που άλλους θα τους ρίξει σε σπήλαια ηχομόνωσης και ατομικών αντιπερισπασμών, άλλους στον εναγή νόστο πατροπαράδοτων συμφερόντων και συντηρητισμού, άλλους στην τρέλα, την αυτοκαταστροφή, την αποσάθρωση. Θα ‘ταν αυτές οι μόνες φράσεις να μας κρατήσουν ζωντανούς, οι μόνες προτάσεις, ακόμη και με το τίμημα μισερών πράξεων και μιας βλαμμένα μειονεκτικής συνείδησης;

Δεν γίνεται”, είναι ίσως το αφελές και κατάκαρδο μόττο που μας κουβάλησε ώς αυτό το χάλι και την άφευκτη ασθένεια του πάθους. Δεν είναι επακριβώς η ελπίδα, θεωρώ, που ‘χει δώσει την πυρίτιδα σ’ αυτή την ξαφνική απαντοχή – το ελπίζειν απαιτεί αφ’ εαυτού μιαν ευρωστία, ένα αποχαλίνωμα του χρόνου μας σε μυστικά ρυάκια και με το βλέμμα γλαρωμένο. Δεν σηκώνει τόσο βάρος.

Οι φυσικές μας ορέξεις, ωστόσο, το σηκώνουν, θέλοντας και μη, και μάλιστα το νουθετούν και το μαστίζουν σε κάθε κοπάνα ευκαιρία. Η δυστυχής διαπίστωση πως τα σχολεία, οι οικογένειες και η αξίωση μέσω των επαγγελμάτων και του έργου πουλάνε τόση ελπίδα μ’ αποτέλεσμα μονάχα να την εξαγοράσουν, δεν λύτρωσε ποτέ κανέναν, εκτός απ’ τους αγύρτηδες και τους εμπόρους. Η λαμπρότητα της οικειότητας πλάσματος και πλάσης, με κάθε καβγά που όντως επισύρει, με κάθε ζήλια και με κάθε προδοσία, με τον οργασμό και μέριμνα, δεν καταφτάνει ποτέ σαν παρασκεύασμα – κι αυτό επειδή, μ’ όσα ταπεινά μαθηματικά κι αν προσπαθήσουν να ελέγξουνε τη χόρταση, δεν στάθηκε κανένας σοφιστής που ν’ αριθμεί αυτή τη λαιμαργία.

* για τη φράση “Πρίγκιπα, χρειάζομαι χρήματα, κι άλλα χρήματα” βλ. το ποίημα “Προσευχή” του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (Ωδές στον Πρίγκιπα, Ύψιλον, 1981)


Εξώφυλλο: «Ουπς Nº4» (1998), του Nicolaas Wijnberg

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σάββας Κοκκινίδης γεννήθηκε το 1991 στην Κοζάνη και είναι απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μελέτες, ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.