Β’ ΜΕΡΟΣ
του Ηλία Κ. Κολοκούρη
Υπ. Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας
Σ
υνεχίζοντας την δημοσίευση των πολύτιμων επιστολών του Περικλή Γιαννόπουλου, οι οποίες βρίσκονται στο Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου» υπό την επιμέλεια του επιδέξιου συλλέκτη και ρέκτη Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου, αξίζει να σημειώσουμε μία λεπτομέρεια σχετικά με το κασελάκι της παραλήπτριας. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως το κασελάκι αυτό ήταν το δικό του, μιας και εντός βρέθηκαν επιστολές οι οποίες παραφρασμένες συναντώνται στην Αυτοβιογραφία της, μαζί με πρωτότυπες πλάκες των φωτογραφιών που επίσης ανήκουν στο Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης και δημοσιεύουμε σήμερα πρώτη φορά αυτούσιες. Η Λασκαρίδου αξιοποίησε αυτές τις επιστολές το 1960, όταν έγραψε το συμπλήρωμα στο Ημερολόγιό της, «Μια αγάπη μεγάλη». Όμως, άλλη μία μυστηριώδης αντίφαση: το κασελάκι που σώζεται ως σήμερα, με το Μονόγραμμά της Σ.Λ., δεν είναι εκείνο που βλέπουμε να απεικονίζεται στο βιβλίο της. Άρα; Βέβαια, δεν ήταν πάντα τόσο τακτική στο να ανοίγει το θρυλικό κασελάκι. Στον απόηχο του αφιερώματος των Νέων Γραμμάτων (1938) το κασελάκι είχε ξανανοίξει, προκειμένου να δημοσιευθούν δύο εκ των επιστολών από τον λόγιο της Καλλιθέας, Γιάννη Χατζίνη, στην Εστία. Τότε, η Λασκαρίδου ως κυρία Χ. έλεγε πως είχε «τουλάχιστον είκοσι χρόνια» να το ανοίξει. Στο Ημερολόγιό της πάλι, λέει πως το κασετινάκι «ανοίγεται κάθε χρόνο την άνοιξη, την εποχή που ανθίζουν οι ασφόδελοι»[1]. Τι από τα δύο ισχύει; Μια Αγάπη Μεγάλη ή ένας Παντοκράτωρ Έρως; Να υπήρχαν κι άλλες επιστολές ή μελέτες του Γιαννόπουλου εκεί;
Άλλωστε, και άλλες μαρτυρίες υπάρχουν, πως εν έτει 1964 απόγονος Βυζαντινής Οικογενείας των Πατρών, παρέδωσε στον τότε επιμελητή του Γιαννόπουλου αδημοσίευτα έργα του[2], μία μελέτη για τη γυναίκα και άλλα πολλά, προκειμένου να συμπεριληφθούν στα επόμενα Άπαντα. Τα αποκαλούμενα «Άπαντα» του Γιαννόπουλου όπως εκδόθηκαν νωρίτερα, έμειναν στον ένα τόμο, δυστυχώς. Ο επιμελητής εξέδωσε με φροντίδα όσα βρήκε, αλλά δεν ολοκλήρωσε το έργο του. Πρόκειται δηλαδή για έναν τόμο ο οποίος με επιμέλεια μεν, ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το αφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων. Δεν είδαμε ποτέ τα υπόλοιπα που σύμφωνα με την εφημερίδα των Πατρών παραδόθηκαν στον επιμεληθέντα. Μήπως δηλαδή έγινε μία εμμέσως σκόπιμη χρήση του διάσπαρτου αρχείου του Γιαννόπουλου, ώστε να παραμένει ως σήμερα σύμβολο του ακραιφνούς καθαρόαιμου εθνικισμού; Ας ελπίσουμε ότι η έρευνα θα αποδείξει το αντίθετο και πως το αρχείο έμεινε αδημοσίευτο λόγω ατυχών συγκυριών. Πόθεν προκύπτει η μυθιστορηματική καύση των χειρογράφων του; Τεκμηριώνεται, δυστυχώς, μόνον από ένα ανυπόγραφο ρεπορτάζ του 1910, το οποίον έκτοτε αναπαράγεται ανεξέταστα. Αλλά θα διαφωνήσουμε με σύσσωμη τη γενιά του ’30 και το πώς τον διαβάζει; Μήπως ο αποκαλούμενος εθνικισμός του Γιαννόπουλου, σημειωτέον προ του εθνικοσοσιαλιστή Μεταξά, προ του Μουσολίνι και προ του Χίτλερ και των ανελεύθερων καθεστώτων που ακολούθησαν, μήπως ερχόταν όλη η ιδεολογία του Γιαννόπουλου ως απότοκο του πατριωτισμού της οικογενείας του, οι οποίοι άλλωστε είχαν οργανώσει την ηττημένη Επανάσταση στην Κρήτη το 1841 ; Πόση δηλαδή σχέση έχουν όσα γράφει εδώ ο Γιαννόπουλος με εκείνους που δήθεν τον επικαλούνται και γράφουν περί «Απολλωνείου Φωτός»; Είδαν εκείνοι τον Απόλλωνα ή διήγαν ποτέ βίο σκεπτόμενοι το δίπολο Απόλλων – Διόνυσος που ο Γιαννόπουλος αντλούσε από το Νίτσε; Μήπως προγραμματικά και συστηματικά έχει χαλκευθεί η σκέψη του Γιαννόπουλου από πατριδοκάπηλους, ενώ ο ίδιος ήταν απλώς πατριώτης και λάτρης του ιδανικού; Θα δούμε ποτέ εκείνες τις μελέτες ή τις παρέδωσαν οι συγγενείς του προς δημοσίευσιν εις μάτην;
Όπως και να έχει, στις παρούσες επιστολές αναδεικνύεται και πάλι ένας ιδιαιτέρως μορφωμένος Γιαννόπουλος. Ο αδελφικός του φίλος Αναστάσιος Γεννάδιος τον προέτρεψε «παύσε να διαβάζεις Μπωντλαίρ και λοιπά περιττώματα!», ακριβώς όπως εύστοχα διαπιστώνει η Χριστίνα Ντουνιά[3] στην εμβριθή μελέτη της ότι ο Γιώργος Κατσίμπαλης απηχεί τον Γεννάδιο καθώς προτρέπει τον Γιώργο Σεφέρη «κάψε τα φράγκικα βιβλία, ρίχτα στο γιαλό και κλείσε μέσα σου κάτι από την ψυχή του τόπου σου»[4]. Εδώ, ο ίδιος ο Γιαννόπουλος προτρέπει την αγαπημένη του Σοφία:
«Πρὸς τοῦτο θὰ ἦτο ἀνάγκη νὰ ἐγκαταλείψῃς ὅλας τὰς ἀχρήστους ἀναγνώσεις, ὅλας τὰς ματαίας ἀσχολίας, ὅλας τὰς ἕξεις καὶ τὰς συνηθείας τῆς ἀπωλείας τοῦ χρόνου καὶ νὰ ἀφοσιωθῇς ὁλοψύχως εἰς τὴν μελέτην καὶ τὴν σκέψιν τῆς Τέχνης σου συγχρόνως μὲ τὴν ἐξάσκησιν αὐτῆς.»
Της στέλνει βιβλία να διαβάσει, να ετοιμαστεί για την Γερμανία, και στέλνει τα γράμματά του μέσα στον τόμο του ιστορικού τέχνης Charles Clément, Michel-Ange Léonard De Vinci Raphael Avec Une Étude Sur L’Art En Italie Avant Le XVIe Siècle Et Des Catalogues raisonnés Historiques Et Bibliographiques Collection Hetzel, του 1861, αναφέρεται στον θεωρητικό της ιστορικιστικού θετικισμού στην τέχνη Hippolyte Taine[5], καθώς και σε άλλα που δεν έχομε ακόμα ταυτίσει. Με σημερινά κριτήρια θα μπορούσε να ισχυριστεί ίσως κανείς πως ο Γιαννόπουλος ασκείται στο mansplaining. Ένας άνδρας ο οποίος μειώνει τη γυναίκα στην οποία απευθύνεται, δασκαλεύοντάς την. Αν όμως δούμε τις άλλες επιστολές του Γιαννόπουλου στη Σοφία, που δημοσίευσε ο Γιάννης Χατζίνης στη Νέα Εστία, θα διαπιστώσουμε πως σε εκείνες η Σοφία δασκαλεύει τον Περικλή, του υποδεικνύει πώς πρέπει να φέρεται όταν βρίσκεται με μία κυρία και άλλα πλείστα όσα, τα οποία ο Περικλής αντιγράφει ευλαβικά στην επιστολή του προς εκείνην, ως λόγια της που τον σημάδεψαν. Σχεδόν τον καθοδηγεί στο πώς να σαγηνεύσει μία κυρία στο τραίνο:
Έχει ενώπιόν του εντός τραίνου κυρίαν την οποίαν βλέπει διά πρώτην φοράν και της οποίας την ψυχήν εντελώς αγνοεί. Κάθηται είς στάσιν εξαισίαν αλλ’ εκτάκτως κουραστικήν δι’ αυτήν, συντεθειμένην και επιτηδευμένην. Φύσει εγωιστής και βλακωδώς μάταιος, σκέπτεται ακουσίως: θέλει να μου επιδείξη το ωραίον της σώμα. Ήδη η πρώτη της εντύπωσις έστρεψε τον νούν του προς την σάρκα.
Η στάσις της και μόνη αυτή του δίδει το θάρρος, δικαίως, – τον παρακινεί, του δίδει το δικαίωμα να περιφέρη τα βλέμματά του εκφραστικώς ερευνητικά, είτα να την παρατηρήση εις τους οφθαλμούς λέγων διά των οφθαλμών του: όλα τα επιδεικνυόμενα μου προξενούν αρίστην εντύπωσιν. Αναζητεί εις τους οφθαλμούς της την εντύπωσιν και δεν διακρίνει ουδεμίαν λάμψιν αποκρουστικήν, ουδεμίαν έκφρασιν απαρεσκείας, ουδεμίαν κίνησιν αδιαφορίας, κίνησιν ψυχράν λέγουσαν ότι δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την παρουσίας του. Τότε η σάρξ της αγνώστου ομιλεί πρώτη, λέγει ότι εκείνη έχει την πρώτην δύναμιν, ωθεί πρός την σάρκα τον άνδρα, και ήδη η ψυχή της αγνώστου αυτής κυρίας, ήτις ίσως είνε αγνοτάτη, δεν ενδιαφέρει πλέον ή καθόσον θα βοηθήση πρός προσέγγισιν της σαρκός…
Ο ανήρ, είτε γνωρίζει είτε όχι την γυναικείαν ψυχολογίαν, αισθάνεται ότι ο μόνος του εχθρός είναι η ψυχή από την σάρκα δεν έχει τίποτε να φοβηθή και όταν αντιληφθή ότι η σάρξ είναι η πρώτη δύναμις, εις τήν ψυχήν του εγείρονται όλαι αι πιθανότητες και διά τόν πραγματικόν séducteurουδεμία ψυχική αντίστασις δύναται να κλονίση την πεποίθησίν του διά τήν νίκην, μόλις συλλάβη την πραγματικήν υπεροχήν της σαρκός.[6]
Άρα αυτή η σχέση σίγουρα δεν μπορεί να κριθεί με σημερινά κριτήρια. Ακριβώς όπως ο πατριωτισμός του Περικλή Γιαννόπουλου δεν μπορεί να βαφτίζεται πρόγονος του σημερινού πατριδοκάπηλου εθνικισμού. Γίνεται όταν ο ίδιος περιγράφει εαυτόν
«ὁ τὰ πάντα ἀρνηθείς καὶ καταρρίψας καὶ μεταβαλλὼν τὴν ψυχὴν μου εἰς διαρκὲς πραγματικὸν Εργαστήριον καὶ τὴν ζωήν μου πραγματικὸν πειραματισμὸν τῶν ἰδεῶν.»
να ήταν αυτό που σχεδόν όλα τα αφιερώματα σε εκείνον έχουν αναδείξει; Φρονούμε πως όχι. Φρονούμε πως η σκέψη του πήγαινε παντού, όλα τα χωρούσε, τόσο που σήμερα να μας φαίνεται εξωφρενική.
Η πρώτη επιστολή λοιπόν έχει περισσότερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Η επιστολή αν και προσωπική, με στοργή, θυμίζει τα άρθρα του «Δια τους ξενομανείς σοφολογίους» και «Paul Mathio… né poulo» από την εφημερίδα το Άστυ, το 1904, όπου ειρωνεύεται δηκτικά όσους επέλεγαν να ζωγραφίζουν με δήθεν δυτική τεχνοτροπία τα ελληνικά τοπία, επειδή και μόνο είχαν σπουδάσει κακήν κακώς στην Δύση. Θα μπορούσε επίσης να αναγνωσθεί ως συνέχεια του δοκιμίου του Η σύγχρονος ζωγραφική που δημοσιεύθηκε το 1902-1903 στην εφημερίδα Ακρόπολι. Ο ίδιος, είχε σπουδάσει Ιατρική στο Λονδίνο, αλλά την εγκατέλειψε, για λόγους ανωτέρας βίας. Παρόλα αυτά, φαίνεται η σκέψη του να ακολουθεί την εξέλιξη του αισθητή και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης John Ruskin με αξιώσεις. Οι αναφορές του στον Φειδία απηχούν ανάγνωση του Πλίνιου του Πρεσβύτερου[7].
Στην Έκτη Επιστολή, το περιεχόμενο είναι ερωτικό. Σαφούς απεύθυνσης; Η ίδια η Λασκαρίδου είχε αφηγηθεί ανωνύμως στον Χατζίνη, αμέσως μετά το αφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων το 1939, στη Νέα Εστία[8] πως ο Γιαννόπουλος την προκαλούσε λέγοντας «όλες μ’ αγαπούν! μου έλεγε. Η τάδε, η δείνα, όλες περιμένουν τον έρωτά μου, και μόνο εσύ δε μου δίνεις τίποτα! Γιατί, γιατί ; » Και συνέχιζε αποκαλυπτικότερη: «Ήμουν, αλήθεια, πολύ σκληρή απέναντί του, ίσως γιατί του είχα δοσμένη όλη μου την ψυχή. Αλλά ήταν φτωχός ο Γιαννόπουλος. Κι’ ήταν και ανίκανος να δουλέψει. Αυτό τόβλεπα, πώς ήταν ανίκανος να κάμει μια δουλειά, που να μπορεί ν’αντιμετωπίσει τις καθημερινές ανάγκες της ζωής. Δεν ήταν ένας άνθρωπος σαν τους άλλους. Παρ’ όλ’ αυτά, τον παρακίνησα να με ζητήσει απ’ τους γονείς μου… Του αρνήθηκαν με την πρόφαση πώς δεν είχα ακόμη ηλικία για γάμο… Είχα στο βάθος κάποιο φόβο, θαύμαζα τον Γιαννόπουλο κι’ ήθελα να τον κρατώ με κάθε τρόπο δικό μου, αλλά φοβόμουν το χαρακτήρα του, την έξαλλη ιδιοσυγκρασία του… δήλωσα ρητά πώς δεν παίρνω τον Γιαννόπουλο, αλλά δε θα πάρω και κανέναν άλλο».
φοβόμουν το χαρακτήρα του, την έξαλλη ιδιοσυγκρασία του… δήλωσα ρητά πως δεν παίρνω τον Γιαννόπουλο, αλλά δε θα πάρω και κανέναν άλλο
Ισχύουν όλα αυτά; Ήταν ανίκανος να κάνει μία δουλειά, ενώ ήταν μέτοχος και επενδυτής της Νέας Σκηνής του Χρηστομάνου; Τότε πώς η ίδια επωνύμως στο Συμπλήρωμα στο Ημερολόγιο της «Μια αγάπη μεγάλη» το 1960 γράφει:
«Χάθηκες και συ αγαπημένε μου. Θόλωσε η ματιά μου από τα αστείρευτά μου δάκρυα. Μου είπες, θα είμαι πάντα κοντά σου, όπου και να πας θα σε βλέπω μπροστά μου, έτσι ωραία όπως είσαι, θα σου μιλώ και από μακρυά, θα ακούω την γλυκειά σου φωνή. Στην αγκαλιά μου θα σε σφίγγω λατρεία μου, όπως πάντοτε. Τους κτύπους της καρδιάς σου πάνω στη δική μου θα νοιώθω ηδονικά. Αχ ναι και τα φιλιά σου θα λαχταρώ τόσο, που όπου και αν είσαι θα αισθάνεσαι τον ίδιο καϋμό των χαδιών μας. Όχι Περικλή μου, μη μ’ αγαπάς τόσο γιατί νοιώθω τον πόθο σου και τα χείλη μου δειψούν την γλύκα των φιλιών σου. Το μαρτύριο αυτό του χωρισμού μας πώς να το βαστάξω. Σε φαντάζομαι ξαπλωμένο στο ντιβάνι σου κοντά στα ωραία αρχαία σου βάζα. Έχεις στα χείλη σου ένα πέταλο από τα κόκκινα τριαντάφυλλα που έβαλα μέσα στο ανθογυάλι σου πριν φύγω. Περνάς το χέρι σου ηδονικά πάνω από το αλαβάστριον αγαλματάκι της Αφροδίτης πουχεις πάντα πλάι σου. Βαστάς το αγαπημένο σου βιβλίο χωρίς να διαβάζης».[9]
Και παρακάτω: «Δεν βάσταξε ο αγαπημένος μου τον χωρισμό μας. Ήλθε περπατώντας ατέλειωτα χιλιόμετρα από την Αθήνα στην Βουλιαγμένη να με ιδή. Στους αμμόλοφους, στους βράχους, στο Λαιμό της Βουλιαγμένης πήραμε ωραίες φωτογραφίες. Η χαρά γέμισε πάλι την ψυχή μας, και το χαϊδεμένο παιδί της Αφροδίτης χόρτασε παιγνίδια αγάπης και φλογερά φιλιά. Ξαπλωμένοι κάτω από τα μεγάλα πεύκα ανταλλάξαμε πάλι ωραίες σκέψεις».
Στην Έκτη Επιστολή, την ερωτική όμως τα πράγματα είναι περίπλοκα. Κατ’ αρχάς έχουμε την μυστηριώδη αναφορά στην Ριρή, το γράμμα το αδελφωμένο με της Σοφίας, τα οποία κρατά ο Γιαννόπουλος στα χείλη. Ποια είναι η Ριρή; Σημειωτέον πως στην συνέντευξή της Λασκαρίδου στον Χατζίνη, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, μαθαίνουμε για τον [sic] Ριρή, τον γάτο που συντροφεύει την Λασκαρίδου σε ώριμη πια ηλικία, στις πίκρες της :
«Ο καημένος ο Ριρής μου ήταν η μόνη μου συντροφιά. Έφυγε τη νύχτα και γύρισε το πρωί με το κεφάλι ζουπισμένο, γεμάτο αίματα. Ηταν ένα θέαμα που πονούσε η ψυχή του ανθρώπου. Δεν έζησε παρά λίγες ώρες. Ποιός έκαμε αυτό το κακούργημα; Ποιός μου πήρε τη συντροφιά μου;»[10]
Τελικά η αρχειακή έρευνα του συλλέκτη Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου έρχεται να ρίξει φως στο μυστήριο. Στις προσωπικές φωτογραφίες της Λασκαρίδου από την δεκαετία 1900-1910, βρίσκεται η σήμερα δημοσιευόμενη φωτογραφία της αγαπημένης Ριρής. Της γάτας, την οποία φαίνεται πως ο Περικλής Γιαννόπουλος φρόντιζε εν τη απουσία της, κι ενώ της έγραφε τα φλογερά του γράμματα. Και το δεύτερο γατί; Ο Ριρής; Φαίνεται πως η Λασκαρίδου αγαπούσε τόσο την γάτα που της πρόσεχε ο Γιαννόπουλος, ώστε τόσα χρόνια μετά, να βαφτίσει με το ίδιο όνομα έναν άλλο γάτο που φιλοξενούσε στο σπίτι της στην εξοχική Καλλιθέα.
Εν τούτοις, ο Παντοκράτωρ Έρως της Σοφίας και του Περικλή θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ενέπνευσε τον άσπονδο φίλο του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, στο θεατρικό του έργο «Τα Τρία Φιλιά». Το έργο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στα πρώτα τεύχη του βραχύβιου περιοδικού Ο Παν τον Ιανουάριο του 1909. Σκηνικό του έργου, το περιβόλι ενός παρθεναγωγείου στην εξοχή. Νύχτα και το παρθεναγωγείο θυμίζει την σχολή που διηύθυνε η μητέρα της Λασκαρίδου, το Πρότυπο Ελληνικό Παρθεναγωγείο που ιδρύθηκε στην οδό Φειδίου 3 στην Αθήνα το 1864, αλλά με το εξοχικό σκηνικό της Καλλιθέας. Η Δόρα, η φίλη της Λιάνα και ο άντρας του έργου, ο Φαίδων – Φαίδης, ένας όμορφος και αρρενωπός ιππέας, με το σπαθάκι του :
«Με μουστάκι μεγαλύτερο, πιο άντρας—είκοσι τριών ετών τώρα. Φορεί πανταλόνι της στολής ανθυπολοχαγού του πυροβολικού με στάφφες κ’ εν’ άσπρο λινό αμπέχονο του σπιτιού χωρίς γαλόνια· στέκεται μπρος απ’ την πόρτα της συγκοινωνίας κι ανασηκώνει με προσοχή την πορτιέρα…»
Πρόκειται για έναν έρωτα ματαιωμένο, πλατωνικό και τα λόγια που βάζει ο Χρηστομάνος στο στόμα του Φαίδωνος θυμίζουν τις επιστολές του Γιαννόπουλου προς την Λασκαρίδου, αλλά και το παροιμιώδες «τιποτένιο, αερένιο παιδί» που ταξιδεύει προς το φως, όπως περιγράφει εαυτόν στην Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν (1907):
« Αφήστε με να πω αυτό που ξεχειλίζει μέσα μου! Τέτοια πράματα ποτέ μου δεν τα είπα, ποτέ δεν τα σκέφθηκα καν-ίσως μόνο να τα αισθάνθηκα, χωρίς να το ξέρω. Εγώ είμαι ένας στρατιώτης που δε συνείθισα να συλλογίζομαι πολύ βαθιά – εσείς με κάνετε τώρα ποιητή…Τώρα που σας τα λέω αυτά : τώρα πρώτη φορά τα σκέπτομαι και βρίσκω τέτοιες λέξεις, τώρα νοιώθω τι αισθανόμουν αφ’ότου σας πρωτοείδα, τί μεγάλα που είναι όλα αυτά και ότι τα είχα πάντα μέσα μου και ζούσα μαζί τους…
-η παρουσία σας μου τα φανέρωσε, να, έτσι έξαφνα, άμα σας είδα, έπειτα από τόσον καιρό, ολάνθιστη, σαν ένα όνειρο που έγινε αλήθεια!» [11]
… «Ήμουν ένα παιδί γεμάτο ρωμαντισμό, μ’έναν αβάσταχτο πόθο ηρωϊσμού, κ’ η Δόρα, μόλις την είδα, μου φάνηκε σα μια μικρή αχτίδα του ηλίου που ήρθε κάτω στη γη μονάχα για μένα.. για ναμε πάρη μαζί της στο περιβόλι που είναι τα όνειρα… Μια απέραντη στοργή με γέμιζε άμα την αντίκρυζα, σα να ‘βλεπα… μια πεταλούδα…»[12]
Αλλά ας εμπλακούμε λίγο περισσότερο, έχοντας στο νου τις αρνητικές κριτικές προς τον Γιαννόπουλο (πλην Γαβριηλίδη) την αυτοχειρία του, την απόπειρα της Λασκαρίδου και την παρακάτω ανώνυμη παρωδία που δημοσιεύθηκε στα Παναθήναια στις 15 Νοεμβρίου 1908, τεύχος 795:
… «ΕΝΑ νέον σατυρικόν φύλλον ανέτειλε είς τόν ορίζοντα τών ’Αθηνών αι «Σφήκες». Από τά δύο εκδοθέντα φύλλα ημπορέσαμε να εύρωμεν κάτι πρός αναδημοσίευσιν. Το χρεωστούμε στόν κ. Χρηστομάνον και το δράμα του. ’Ιδού το :
ΤΑ ΤΡΙΑ ΦΙΛΙΑ
Τρία φιλάκια ήμαστε γραμμένα με την πένα,
Κ ’ επέραοε ένας κριτικός κ ’ εσκότωσε το ένα
Κριτικέ, πώς μετεστράφης,
Άλλα λες κι άλλα μας γράφεις.
Ο κριτικός όμως διαμαρτύρεται, λέγων ότι εσκότωσε τα δύο πουλάκια.
~ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ~
- Σοφία Λασκαρίδου (1960) Από το ημερολόγιό μου: Συμπλήρωμα: Μια αγάπη μεγάλη. Αθήναι. σ. 34.
- Εφημερίδα Πελοπόννησος, 8 Μαΐου 1964 : «Ἐγνώσθη ὅτι ἀπόγονος παλαιᾶς βυζαντινῆς οἰκογενείας τῶν Πατρῶν, ὁ ὁποίος ἐπιθυμεῖ τὴν ἀνωνυμίαν, ἐκάλεσε τὸν ἐπιμεληθέντα τὴν ἔκδοσιν τῶν ἔργων τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, λογοτέχνη κ. Δημ. Λαζογιῶργον – Ἑλληνικὸν καὶ τοῦ παρέδωσε πρὸς δημοσίευσιν χειρόγραφα ἀγνώστων μελετῶν τοῦ Γιαννόπουλου, καθὼς καὶ ἀνεκδότους φωτογραφίες του. Πάντα τὰ ἀνωτέρω – ἀνευρεθέντα ὅλως τυχαίως εἰς τὸ οἰκογενειακὸν ἀρχεῖον τοῦ διαθέτου – ἔρχονται διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸ φῶς, μεταξὺ των δὲ ὑπάρχουν ἄρθρο τοῦ Γιαννόπουλου περὶ τῶν ἰδεῶν, τὰς ὁποίας ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς τοὺς Ἕλληνας, φιλοσοφικαὶ του σκέψεις γιὰ τὸ ἰδανικὸ καὶ ἄλλαι μελέται γιὰ τὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα, μικρὰ μελέτη γιὰ τὴν ζωὴν τῆς γυναίκας κλπ.»
- Χριστίνα Ντουνιά (2021) Αργοναύτες και σύντροφοι: όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας Α.Ε. σελ. 192.
- Γ.Κ. Κατσίμπαλης – Γιώργος Σεφέρης (2009) «Αγαπητέ μου Γιώργο» Αλληλογραφία (1924-1970), τόμος Α’: 1924-1940. επιμ.-σχολ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Ίκαρος. σ. 254.
- Μεταφρασμένος εν μέρει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα : Η.Taine (1879) Φιλοσοφία της τέχνης εν Ελλάδι μτφρ. Αγαθόνικος Αχιλλεύς, Αθήνα, Εκ του τυπογραφείου Σπυρίδωνος Κουσουλίνου.
- Γιάννης Χατζίνης (1939) «Ένας Έρωτας του Περικλή Γιαννόπουλου» (Δύο γράμματα στη Σ. Λασκαρίδη, με συνέντευξή της ως κυρία Χ.), Τόμος 26, Ιούλιος 1939.
- Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (2009), Περί της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής: 35 βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας. Μτφρ. Τάσος Ρούσσος – Αλέκος Βλ. Λεβίδης. Πρόλογος – Σημειώσεις – Επιμέλεια: Αλέκος Λεβίδης. Αθήνα : Άγρα. σελ. 61.
- Όπως παραπάνω σημ. 6.
- Όπως παραπάνω σημ. 1. σελ. 18.
- Όπως παραπάνω σημ. 6. σελ. 878.
- Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1909) Τα Τρία Φιλιά – τραγική σονάτα σε τρία μέρη. Αθήναι: Έκδοσις του Πανός, σελ. 70
- Ό.π. σελ. 67.
⇓
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
(ένδεκα φύλλα, γραμμένα recto)
Φιλτάτη Σοφία .
Τὰς γραμμὰς αὐτὰς θὰ τὰς ἀναγιγνώσκῃς τώρα πλέον μὲ διάφορον αἴσθημα. Μέχρι τοῦδε δικαίως ἐπίστευες ἴσως ὅτι λόγοι ἐγωϊστικοί μέ παρεκίνουν. Ἀλλὰ τώρα πλέον ὅτι ἡ ζωή μου εἶνε ὄνειρον πλέον καὶ μὲ ὄνειρα οὐδείς λογικός ἄνθρωπος σκέπτεται πραγματική ζωή· κι᾽ ἀφοῦ ἀπό τὰ βασίλεια τῶν ὀνείρων μόνον ὁ θάνατος θά μέ ἐξαγάγῃ, τὰς γραμμάς αὐτάς θά τάς διαβάζῃς μὲ ἀγάπη καὶ θὰ τὰς σκέπτεσαι μὲ ἐνδιαφέρον. Σοῦ ὁμιλεῖ ψυχή ἀδελφή.
Καιρός νὰ ἀποφασίσῃς ἐάν θά ἀφοσιωθῆς ὁλοψύχως εἰς τὴν Ζωγραφικήν ἢ θὰ τὴν ἐκμάθῃς ὡς στόλισμα κι ἀπόλαυσιν τοῦ βίου.
Ἐάν τό πρῶτον τότε βεβαίως θὰ ἀποφασίσῃς νά μεταβῆς εἰς τὴν Εὐρώπην.
Ἀλλά ποίαν προετοιμασίαν κάμνεις πρὸς τοῦτο; Θά ἐξακολουθήσῃς μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης τελειοποιοῦσα μόνον πρακτικῶς τὴν τέχνη σου; Καί μίαν ἡμέραν θά εὑρεθῇς ἐκεῖ ; Θὰ εὑρεθῇς τότε ἐν μέσῳ ἀνθρώπων οἵτινες θά ὁμιλοῦν Κινεζικά δι᾽ ἐσέ ὅταν θά ὁμιλοῦν περί Τέχνης· θά εὐρεθῇς ἐνώπιον εἰκόνων ὧν θα θαυμάζῃς καὶ θὰ ποθῇς τά τέλεια σχήματα καὶ θὰ ἀγωνίζεσαι να μιμηθῇς καί φθάσῃς μένουσα ἐκτός τῆς καλλιτεχνικῆς κινήσεως, ἐκτός τῆς Τέχνης. Εἶνε ἡ ἱστορία ὅλων τῶν Ἑλλήνων ζωγράφων οἵτινες ἐπέστρεψαν ὅπως ἔφυγαν κερδίσαντες μόνον ὁλίγην πρακτικὴν καλλιτέρευσιν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν εἰκόνων των. Ἡ ψυχή τῶν ἔργων, ἡ γνῶσις τῆς Τέχνης, ἡ καλλιτεχνία αὐτή εἶνε ἄγνωστος εἰς αὐτοὺς καὶ εἶνε δι᾽ αὐτούς γρίφος.
Μοῦ φαίνεται ὅτι εἶνε ἐντελῶς ἄδικον καὶ ἄσκοπον να καταβάλλῃ τις τόσους κόπους διά τόσον μικρόν ἀποτέλεσμα καί μοῦ φαίνεται κυρίως λυπηρότατον καί ἐντελῶς ἀκατανόητον ψυχή προικισθεῖσα ὑπὸ τόσων προτερημάτων νὰ μὴ θέλῃ νὰ ἀναπτύξῃ αυτήν λαμπρὰ ἵνα δημιουργήσῃ μεγάλα ὅσον τὸ δυνατόν εἰς αὐτήν μεγαλύτερα.
Σήμερον πᾶς ἄνθρωπος ἀνεπτυγμένος μέλλει νὰ ταξιδεύσῃ χάριν τέρψεως – ὅταν δὲν εἶνε σὐγχρονος Ῥωμηός φύσει πλέον ἄσχετος πρὸς ὅλον τὸν διανοητικὸν καὶ καλλιτεχνικὸν κόσμον, ἔστω καὶ ἂν εἶνε καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου, διότι τά ξεύρει ὅλα,- ἀναγιγνώσκει καὶ μελετᾶ πάντα ὅσα θὰ εὕρῃ ἐκεῖ ἐνδιαφέροντα αὐτόν.
Νομίζω ὅτι ἀπολύτως συνεπές προς τὴν ἐπιθυμίαν σου τοῦ να γίνῃς σωστή καλλιτέχνης θὰ ἦτο ἐὰν ἐχώριζες τόν καιρόν τῆς ἐνταῦθα
διαμονῆς σου εἰς δύο ἴσα μέρη καὶ ἀφοσιώνεσο ὁλοψύχως τὸ μέν ἥμισυ εἰς τὴν πρακτική ἐκμάθηση τῆς Τέχνης σου τὸ δὲ ἕτερον ἥμισυ εἰς τὴν θεωρητικήν: ἤτοι εἰς τὴν προπαρασκευὴν πρὸς κατανόησιν τῶν διαφόρων ἔργων τῶν σχολῶν καὶ τῶν ἐποχῶν πρό τῶν ὁποίων θὰ εὑρεθῇς μόλις πατήσῃς τὸ ξένον ἔδαφος καὶ τὰ ὁποῖα θὰ πρόκειται νὰ μελετήσῃς.
Μόνον ὅταν γνωρίζῃς ἐκ τῶν προτέρων ὅλα τὰ χαρακτηριστικά τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν ἔργων, τὴν ψυχὴν τῶν μεγάλων ζωγράφων καὶ τῶν ἔργων αὐτῶν, διά τῆς μελέτης τῶν ἱστορικῶν εἰκόνων τοῦ Taine αἴφνης, τῶν βιογραφιῶν τῶν μεγάλων ζωγράφων, τῶν συγγραμμάτων περί τῶν ἔργων αὐτῶν ἅτινα φωτίζουν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν αἰσθητικὴν καὶ τὴν ἔννοιαν τῶν ἔργων, τότε μόνον τὰ ἔργα αὐτά θὰ ὁμιλήσουν εἰς τὴν ψυχήν σου. Θὰ τὰ ἐννοήσῃς, θὰ σὲ ἐμπνεύσουν, διότι θὰ εὕρουν ἔδαφος καλλιεργημένον.
Τότε μόνον θὰ εὑρεθῇς προπαρασκευασμένη νά ἐννοήσῃς τὰς ἰδέας τῆς ἐποχῆς σου, νὰ ὁμιλήσῃς μετὰ τῶν καθηγητῶν σου, καὶ ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον νὰ λάβῃς θέση ἀληθοῦς καλλιτέχνιδος, νά θεωρεῖσαι τοιαύτη ἀνεξαρτήτως τῶν πρακτικῶν ἀποτελεσμάτων. Διότι τότε μόνον θα ἧσο ἀληθής καλλιτέχνης καὶ θα ἠδύνασο νὰ ἐλπίζῃς ὅτι οἱ κόποι σου θὰ στεφθοῦν ὑπὸ πληρεστάτης επιτυχίας.
Ἄλλως τε δὲν ἐπιτρέπεται εἰς σὲ Σοφία λόγῳ τῆς οἰκογενειακῆς σου θέσεως, άνατροφῆς καὶ ἀναπτύξεως να μεταβῇς ἐκεῖ καὶ θεωρηθεῖς ὅπως οἱ ἄλλοι Ἕλληνες μαστόροι καὶ νὰ ἐπανέλθῃς οὗσα μόνον ἔστω καὶ κατὰ πολύ ἀνωτέρα αὐτῶν ἐν τῇ πράξει.
Διὰ τὴν ἐργασίαν αὐτὴν Σοφία μου δὲν ἔχεις πολύν χρόνον ἐνώπιόν σου· ἴσως ἕνα τὸ πολὺ δύο ἔτη· διότι δὲν θὰ σοῦ κρύψω ὅτι θὰ εἶνε ἀτύχημα ἐὰν μεταβῇς ἄνευ τοιαύτης προπαρασκευῆς, διότι ἐκεῖ ὅταν θὰ αἰσθανθῇς ἀμέσως τὴν ἀπόλυτον ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων αὐτῶν, δὲν θὰ δύνασαι νὰ κάμῃς τοιαύτην ἐργασίαν καὶ ἀναγκαίως θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν ἰδέαν αὐτὴν ὅτε καὶ θὰ σοῦ λείπουν τὰ θεμέλια τῆς καλλιτεχνικῆς ἀναπτύξεως.
Ἀλλὰ καὶ ἕν ἔτος ἐὰν ἀπεφάσιζες σοβαρῶς νὰ καταγίνῃς θὰ ἤρκει ἴσως.
Πρὸς τοῦτο θὰ ἦτο ἀνάγκην νὰ ἐγκαταλείψῃς ὅλας τὰς ἀχρήστους ἀναγνώσεις, ὅλας τὰς ματαίας ἀσχολίας, ὅλας τὰς ἕξεις καὶ τὰς συνηθείας τῆς ἀπωλείας τοῦ χρόνου καὶ νὰ ἀφοσιωθῃς ὁλοψύχως εἰς τὴν μελέτην καὶ τὴν σκέψιν τῆς Τέχνης σου συγχρόνως μὲ τὴν ἐξάσκησιν αὐτῆς.
Χρειάζεται θέλησις ἰσχυρά πρὸς τοῦτο καὶ μόνον τοιαύτη ἐπίδοσις δύνα- (αλλαγή φύλλου)
δύναται νὰ σὲ πείσῃ ὅτι πράγματι ἀγαπᾶς ὑπὲρ πάντα τὴν Τέχνην σου ἵνα ἀφιερωθεῖς εἰς αυτήν. Μόνον ἐκ τῆς ὁλοψύχου ἀφοσιώσεως πρέπει νὰ ἀντλῇς τὴν ἰδέαν περί ἑαυτῆς καὶ οὐχὶ ἐκ τῶν ἐπαίνων καὶ ἐξ ἄλλων λόγων.
Προκειμένου μάλιστα νὰ μεταβῇς εἰς Γερμανίαν, ἡ τοιαύτη προπαρασκευή εἶνε ἀπόλυτος διότι ἐκεῖ ἡ ἀνάπτυξις εἶνε εἰς τὸ κατακόρυφον.
Ἄλλως τε ἄνευ τοῦ μέσου αὐτοῦ δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ παρακολουθήσῃς καὶ μαθήματα περὶ καλλιτεχνίας θεωρητικὰ ἄνευ τῶν ὁποίων τελεία καλλιτεχνικὴ ψυχὴ ἀδύνατον νὰ μορφωθῇ καὶ ἑπομένως χειρ ἀδύνατον νὰ ἐκφράσῃ τόσον ἰσχυρῶς τὸ ἐν τῇ ψυχῇ ὡραῖον.
Ἐὰν δὲ ὡς κόσμημα τοῦ βίου πάλη ἡ τοιαύτη μόρφωσις εἶνε ἀναγκαία. Καὶ ἡ τοιαύτη μόρφωσις εἶνε ἡ ἀρίστη ἀσχολία καὶ ἡ ἐξυψοῦσα καὶ τελειοποιοῦσα τὴν ψυχὴν, αἴρουσα αὐτὴν ὑπεράνω τῆς συγχρόνου περιβαλλούσης ποταπότητος.
Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰς δύο περιστάσεις νομίζω ὅτι ἐξῆλθες τάχιστα ὡς ζωγράφος εἰς τὸν κόσμον, εἰσελθοῦσα εἰς τὸ métier, παραβλέπουσα τὴν Τέχνην καὶ τὴν μελέτην αὐτῆς χάριν τοῦ ἐπαγγέλματος, χάνουσα καιρὸν πολύτιμον χάριν αὐτοῦ, καιρὸν τὸν ὁποῖον δὲν θὰ ἐπανεύρῃς πλέον. πρὸς μελέτην. Θὰ ἠδύνασο νομίζω νὰ ἐκθέτῃς κατ᾽ ἄλλον τρόπον ἄνευ ἀξιώσεων καὶ πρὸ πάντων ἀπὸ τῆς θέσεώς σου χωρὶς νὰ κατέρχεσαι εἰς ὅλα τὰ ἐπαγγελματικὰ καὶ ἐμπορικὰ ἅτινα πάντα πρέπει νὰ λαμβάνουν τὴν ἰδιαιτέραν nuance ἀναλόγως τῶν ἀτόμων.
Αἱ εἰκόνες σου θὰ ἐπωλοῦντο ὁμοίως καὶ ἐὰν δὲν ἐπωλοῦντο ἀκόμη καλήτερα διότι τὸν ἀληθῆ καλλιτέχνην ἐνισχύουν τὰ ἐμπόδια καὶ ἀλοίμονον εἰς τὸν καλλιτέχνην ὅστις δὲν εὑρίσκει διηνεκῶς ἐμπόδια ἐνώπιόν του. Εἶνε ὁ μόνος ἀσφαλής τρόπος ἵνα πεισθῇ τις κατὰ βάθος ὅτι εἶνε ἀληθὴς καλλιτέχνης ὅταν αἰσθάνεται πρὸ τῶν ἐμποδίων
τὴν δύναμη καὶ τὴν θέληση νὰ ἐπιμείνῃ τὴν δύναμη ἀντωτέρας ἀκόμη δημιουργίας μὴ καμπτόμενος ἀπὸ τὸ περιβάλλον ἀλλὰ κάμπτον αὐτό.
Σοφία μου ἐὰν καὶ δι᾽ ὁλίγον μόνον καιρὸν ἔκαμνες τὴν πραγματικὴν αὐτὴν μελέτην τότε μόνον θὰ ἔβλεπες καὶ ἐξεπλήττεσο πρὸ τῆς ἀμαθείας καὶ ψευτιᾶς ὅλων τῶν κινουμένων καὶ ὁμιλούντων περὶ τῶν πραγμάτων αὐτῶν εἰς τὸν παράδοξον αὐτὸν τόπον. Θὰ ἔβλεπες πόσον ὀλίγον καλλιτέχναι εἶνε οἱ καλλιτέχναι μας καὶ θὰ ἠννόεις διατί μὲ ὅλην των τὴν ἰδιοφυΐαν δὲν δύνανται νὰ κάμουν τίποτε ὡραῖον.
Ὁπωσδήποτε σοῦ δίδω πρὸς ἀνάγνωση τὸ μικρὸν αὐτὸ βιβλίον, Μὲ τὸν πρόλογο του ἀποτελεῖ πλήρη εἰκόνα τῆς ἐποχὴς τῶν αἰτίων καὶ τῶν ἀνωτέρων ἔργων τῆς Ἀναγεννήσεως.
Ἀλλὰ πειραματίσου μόνη διὰ νὰ πεισθῇς περὶ τῆς ἀληθείας τῶν λόγων. Λάβε ἕνα ἀντίγραφον ἑνὸς ἔργου τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγἐλου λόγου χάρη· σκέψου, ἐρεύνησε, μελέτησε, μόνη σου πρῶτον· τί βλέπεις ἐν αὐτῇ.
Ἔπειτα μετά τὴν μελέτην τοῦ κεφαλαίου περὶ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, λάβε πάλη αυτὴν εἰς τας χεῖρας σου· δὲν φωτίζεται ὑπὸ παραδόξου φωτός; Δὲν φωτἰζεται ὑπὸ ὅλην τὴν ψυχὴν τοῦ καλλιτέχνου καὶ περὶ τὴν ἐικόνα δὲν ζεῖ ὅλη ἡ ἐποχὴ του καθιστῶσα αὐτὴν διαυγῆ ὁμιλοῦσαν; ἡ τελειότης τῶν σχημάτων δὲν ἐντείνεται ἐκ τῆς σαφοῦς γνώσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δημιουργοῦ τῆς θελήσεως αὐτοῦ;
Εἶνε δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ἀμφιβολίαι περί τοιούτων πραγμάτων; Καὶ ὅταν ἀκόμη δι᾽ἄλλων ἔργων σπουδαιοτέρων καὶ ἀναλυτικωτέρων μελετήσης τὸ τεχνικὸν καὶ αἰσθητικὸν τῶν ἔργων τοῦ καλλιτέχνου αὐτοῦ, τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἥν θὰ εὑρεθῇς ἐν Ιταλίᾳ πρὸ τῶν αὐτῶν τῶν ἰδίων ἔργων δὲν θὰ σοῦ ὁμιλήσουν κατ᾽ εὐθείαν εἰς τὴν ψυχὴν σου ὡς πράγματα γνωστά καὶ δὲν θὰ σὲ ἐμπνεύσουν τελείως ;
ἀλλὰ πειραματίσου ἀκόμη καὶ κατ᾽ ἄλλον τρόπον τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων. ἀφοῦ μελετήσῃς καλὰ τὸ κεφάλαιον τοῦ Μιχαήλ Ἀγγέλου ἢ του Ῥαφαήλ ἐμίλησε πρὸς ὅλους τούς σοφούς ὁμιλοῦντας περί τῶν τοιούτων διὰ νὰ πιάσῃς διά τῶν ἰδίων χειρῶν τὴν ἀμάθειαν καὶ τὴν ψευτιά, διὰ νᾶ ἀντιληφθῇς τὰς γνώσεις τῶν καλλιτεχνῶν μας, καὶ τῶν ἄλλων.
Χ
Κυριότατα ὅμως σοῦ δίδω τὸ μικρὸν αὐτὸ βιβλίον τοῦ Charles Clement [πρ] διότι εἶνε μᾶλλον βιογραφία τῶν τριῶν μεγαλοφυεστέρων καλλιτεχνῶν τῆς ἀναγεννήσεως.
-Καί κράτησε Σοφία μου τὴν συμβουλήν αὐτὴν ποῦ σοῦ δίδω κατωτέρω ἐδῶ.
~ Δὲν ὑπάρχει τονωτικώτερον, ἐνθαρρυντικώτερον,
~ παρορμητικώτερον, πρὸς ἐνέργειαν καὶ πρὸς ἐξύψωσιν τῆς ψυχῆς
~ ἀπὸ τὰς βιογραφίας τῶν μεγάλων ἀνθρώπων.
~ Πάντοτε ὅταν αἰσθάνεσαι τὴν ψυχὴν σου κουρασμένην,
~ ἀδυνατοῦσαν νὰ ἐπιμείνῃ εἰς τι, ἀποθαρρημένην, τρέχε διάβαζε μίαν
~ οἱανδήποτε βιογραφίαν. Ἔσο βεβαία ὅτι θὰ ἀνακτήσῃς τὴν θέλησιν
~ καὶ τὰς δυνάμεις σου. Ἀρκεῖ ἅπαξ νὰ δοκιμάσῃς διὰ νὰ μὴ ἔχῃς
~ πλέον ἀνάγκην νὰ μὲ θυμηθῇς.
~ Ἐντείνει τὴν ψυχὴν μας διότι δεικνύει τὴν νίκην τῶν
~ ἐμποδίων· ἐνθαρρύνει διότι δεικνύει καὶ εἰς τῶν μεγάλων ἀνδρῶν τὸν βίον ἀπογοητεύσεις, πικρίας, ἀποθαρρύνσεις· ἐντείνει ὅλας τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς διότι παριστᾶ τοὺς ἀγῶνας καὶ τῆς μεγαλοφυΐας ἀκόμη πρὸς ἐκδήμησιν ἑαυτῆς πρὸς ἐνέργειαν· τέρπει καὶ ὡθεῖ τὴν ψυχὴν πρὸς μίμησιν παρουσιάζουσα ὡραίαν τὴ γενναίαν εἰκόνα.Κράτησε ἀκόμη καὶ τοῦτο εἶνε κοινοτοπίαν Σοφία μου ἐνίοτε διότι εἶνε αἱ αἰώνιαι ἀλήθειαι τὰς ὁποίας [ἀναγκ] ἠναγκάσθην καὶ ἐγὼ νὰ παραδεχθῶ ὁ τὰ πάντα ἀρνηθείς καὶ καταρρίψας καὶ μεταβαλλὼν τὴν ψυχὴν μου εἰς διαρκὲς πραγματικὸν Ἐργαστήριον καὶ τὴν ζωήν μου πραγματικὸν πειραματισμὸν τῶν ἰδεῶν.
Διὰ νὰ βαδίσῃ ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὰ ἄνω δὲν ἀρκεῖ ὁ πόθος, ἀνάγκη νὰ βλέπῃ πρὸ αὐτοῦ διηνεκῶς παραδείγματα ὑψηλά. Ὅταν δὲν τὰ ἔχῃ ζῶντα, πρπαγμα σπάνιον, τὰ εὐρίσκῃ εἰς τὰ βιβλία.
Παρατήρησε εἰς τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελον, ποῖος ὡραῖος χαρακτήρ, ὡραία καὶ εὐγενὴς καὶ ὑψηλὴ ψυχή· ποῖα ἀφοσίωσις εἰς τὴν Τέχνην του· ποία συγκέντρωσις κατὰ τὰς ὥρας τῆς σκέψεως καὶ τῆς δημιουργίας ποία θρησκευτικὴ ἀπομόνωσις κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐκτελέσεως· ποῖαι ἀένναοι ἀναζητήσεις·† καὶ ἐὰν οὕτω ἐργάζεται ἡ μεγαλοφυΐα πόσους μεγαλυτέρους ἀγῶνας δέον νὰ καταβάλλῃ πᾶσα μικροφυΐα ; † τὰ αὐτὰ ἀνευρἰσκῃ τις εἰς τὸν Φειδίαν· παρατήρησε ἐπ᾽ αὐτοῦ τῆ Ῥαφαὴλ καὶ τοῦ Vinci ποῖα ἡ ἐπίδρασις τῆς διανοητικῆς ἀναπτύξεως ποία ἐνίσχυσις τῶν ἔργων καθ᾽ ὅσον προβαίνει ἡ ἀνάπτυξις· παρατήρησε καὶ συγκράτησε ποίαν ἐπίδρασιν κυριότατα ἐξήσκησεν ἐπὶ τῆς ψυχῆς των ἡ ἀρχαία γλυπτική. (Παρατήρησε ἀκόμη ποίαν ἐπίδρασινη ἐξήσκησεν καὶ μετέβαλλε τὸν Ῥαφαὴλ ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ θέα τοῦ ἀγάλματος τῶν Χαρίτων, ἡ ἀνάπτυξις τοῦ πνεύματός του ἐκεῖ διὰ τῆς συναναστροφῆς σοφῶν ἀνδρῶν τῆς σχέσεως μετὰ τῆς ἀρχαιότητος. Αὐτὰ ὅμως διὰ τὸν Ῥαφαὴλ φωτίζει ἐντελῶς ὁ Minuth[18] (;;) δὲν ἡξεύρω ἐὰν ὑπάρχουν εἰς τὸν Delriaur [:Delrieu[19]]
– Καὶ κράτησε ὡς πολύτιμον κανόνα διὰ τὴν ἀντίληψιν παντὸς καλλιτεχνήματος φιλτάτη μου Σοφία ὅτι εἶνε ἀνάγκη ἀπόλυτος ἡ γνῶσις τῆς ἐποχῆς, τῶν ἰδεῶν αἵτινες ἐδημιούργησαν οὕτως ἢ ἄλλως τὸν καλλιτέχνην, τῶν κυρίως ἰδεῶν τοῦ καλλιτέχνου, τῆς ἰδέας καὶ τῆς ψυχῆς τοῦ ἔργου.
Ὅταν αὐτὰ εἶνε γνωστά τότε μόνον ἀντιλαμβάνεται τις ἕνα ἔργον καὶ τὸ αἰσθάνεται ἐντελῶς σαφῶς καὶ ἐμπνέεται ἐξ αὐτοῦ.
Σήμερον πλέον ὅτι τόσον περιεκτικότατα καὶ σοφώτατα βιβλία ἐκδίδονται καθ᾽ ἑκάστην εἶνε ἐντελῶς ἀκατανόητον νὰ μὴ θέλῃ τις νὰ καταβάλλῃ τόσον ὁλίγον κόπον.
Εἶνε δυνατόν Σοφία νὰ μὴ σκεφθῇς ἐπὶ τῶν σελίδων αὐτῶν καὶ νὰ μὴ σοῦ διεγείρουν σκέψεις καὶ ὁρμὰς πρὶν τὰς πετάξῃς.
Ποῖος ἄλλος τέλος δύναται νὰ τὰς δημιουργήσῃ ἢ ὁ πόθος τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ὡραίου; Ποῖος ἄλλος λόγος ἠδύνατο νὰ τὰς δημιουργήσῃ τώρα πλέον καὶ μόνον διὰ σὲ εἰμὴ μόνον ἡ μοναδικὴ ἐπιθυμία τοῦ νὰ γίνῃς ὡραία καὶ ἀληθὴς καλλιτέχνης;
Σοφία μου ὑψώσου ἀπὸ τὴν θέση τοῦ τεχνίτου εἰς τὴν ὁποίαν ἀναγκαστικῶς σὲ ἔθεσε καὶ σὲ κρατεῖ τὸ περιβάλλον ἄνοιξε τὰ πτερὰ σου γενναίως ἀνυψώσου εἰς τὴν θέσιν καὶ τὴν περιωπὴ τοῦ ἀληθοῦς καλλιτέχνου διὰ τὴν ὁποία ἔχεις ὅλα τὰ μέσα ὁλα τὰ προτερήματα.
Σοφία μου δὲν πιστεύω τώρα πλέον νὰ δύνασαι νὰ σὲ πειράξῃ ἡ εἰλικρίνεια τῶν γραμμῶν αὐτῶν· ἀδύνατον νὰ σὲ λυπήσῃ ἡ εἰλικρίνεια γραμμῶν αἵτινες ῥέουν ἀπὸ ἀγάπην καὶ δὲν δύναται νὰ τὰς δημιουργῶ ἄλλο ἀπὸ τὸν πόθον τοῦ ὡραίου καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης τῆς θερμῆς εὐγνωμοσύνης.
.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΚΤΗ
(είκοσι φύλλα γραμμένα recto, ένα φύλλο verso)
Σοφία μου
Τὸ γράμμα σου το καταλυπημένο, το γράμμα σου τὸ ἀδελφωμένο μὲ τὸ γράμμα τῆς Ῥιρῆς τὸ κρατῶ στὰ χείλη μου καὶ τὸ φιλῶ θερμά θερμά. Μὲ ἐνθυμήθης λατρευτή μου Σοφία ἠσθάνθης τὴν ὀδύνην μου τὴν ἀνέκφραστον· σὲ εὐχαριστῶ σὲ εὐχαριστῶ διαθέρμως· καὶ εἶχες τὴν ἀβροτάτην ίδέαν νὰ μοῦ στείλης τοὺς φακέλλους· ὤ ἀδύνατον νὰ φαντασθῇς πόσον μὲ συγκινεῖ ἡ παραμικροτέρα ἐκδήλωσις τῆς εὐγενοῦς σου ψυχῆς.
Οἱ λόγοι τῆς Ῥιρῆς εἶνε ὡραῖοι καὶ ἀληθεῖς καὶ λογικώτατοι· ἀλλὰ τὸ πάθος τὸ ὁποῖον μᾶς πυρπολεῖ καταστρέφει πᾶσαν ἀκριβῶς λογικήν.
Τὶ νὰ σοῦ γράψω λατρευτὴ μου Σοφία; Πόθεν νὰ ἀντλήσω τοὺς λόγους τοῦ θάρρους; Τί νὰ θέλω; Τί νὰ ἐλπίζω;
Ἔχω ἀκόμη τὸ ῥίγος τῆς προχθεσινῆς νυκτὸς, τὸ σκότος, τὴν ὑγρασίαν τῆς γῆς, τὰ μαραμένα χρυσάνθεμα καὶ ὅλα αὐτὰ περιβάλλουν δίκην σαβάνων τὴν ἀνθισμένη μου ψυχὴ σὰ νὰ θέλουν βιαστικὰ νὰ τὴν νεκρώσουν.
Καὶ ὅλα τὰ ἄνθη τῆς ψυχῆς μου, τῆς ἀνθισμένης ἀπὸ τὴν ἰδικὴν σου πνοὴν, καὶ ὅλα τὰ ἄνθη τῆς ψυχῆς μου πάλλονται τρελλὰ καὶ ῥιγοῦν καὶ φοβοῦνται καὶ φωνάζουν καὶ ζητοῦν τὸν ἥλιον τὸν ἰδικὸν σου, τὸ ἰδικὸν σου φῶς.
Σοφία μου ἐπιθυμῶ διακαῶς νὰ σοῦ δώσω θάρρος καὶ ἐπὶ ὥρας ὁλοκλήρους καὶ πρὶν λάβω τὸ γράμμα σου, καταβάλλω ματαίως ἀγῶνας ἡρωϊκοὺς προσπαθών, νὰ κατασιγάσω τὸ πάθος τὸ θέλον νὰ ἐκχυθῇ, να καταπνίξω τὰ συναισθήματα τὰ ὁποῖα μὲ κάμνουν νὰ ῥιγῶ διηνεκῶς μὲ ῥίγος θανάσιμον, νὰ εὕρω λόγους παρηγορίας, λόγους ἐνθαρρύνσεως.
Ἀλλὰ νικῶμαι, νικῶμαι κατὰ κράτος Σοφία μου ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος· καὶ ὁ πόνος μου εἶνε ἀφάνταστος διότι ἐμὲ βαρύνουν ὅλαι αἱ εὐθύναι, διότι ἀπὸ ἐμὲ, καὶ μόνον ἐμὲ, ἐξαρτῶνται τὰ πάντα, διότι ἐγὼ εἶμαι ἡ αἰτία τῶν πόνων σου μὴ κατορθῶν νὰ δημιουργήσω τὴν πραγματικὴν ζωήν.
Σοφία μου αἰσθάνεσαι τὴν ὁδύνην μου τὴν ἐνέκφραστον αὐξάνουσα ἀνὰ πᾶσαν διαρρέουσαν στιγμὴν χωρὶς δημιουργεῖται τὶ πραγματικὸν καὶ ὡφέλιμον διὰ τὸ μέλλον τοῦ βίου μας;
Αἰσθάνεσαι Σοφία μου ποία εἶνε ἡ ἀπελπισία μου ὅταν βλέπω ὅτι δὲν πρέπει νὰ στηρίζω ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου οὐδεμίαν ἐλπίδα, καὶ ὅτι ἀνάγκη νὰ θεωρήσω ἀπραγματοποίητον τὸ ὕψιστον Ἰδανικὸν τῆς ζωῆς μου, τὸ μόνον Ἰδανικὸν εἰς τὸ ὁποῖον ἀνελύθησαν ὅλα τὰ ἄλλα, ὅτι ἀβρὸν καὶ ὑψηλὸν εἶχεν ἡ ζωή μου;
Ἡ ὁδύνη μου εἶνε μεγαλητέρα μυρίων θανάτων.
Πῶς Σοφία μου να μεταδώσω θάρρος καὶ πόθεν νὰ ἀντλήσω ψευδεῖς ἐλπίδας; Καὶ διατὶ νὰ μεταδώσω αὐτὰς ἀφοῦ αἰσθάνομαι ὅτι ὅλα κάμπτονται καὶ καταρρέουν καὶ ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Ἔρωτος ;
ὄχι Σοφία μου πρέπει νὰ μείνω ἀπολύτως εἰλικρινὴς πρὸς σὲ καὶ εἶμαι ἀμείλικτος πάντοτε πρὸς ἐμαυτόν.
Σοφία μου καίομαι, καίομαι καὶ εἶμαι θεομόναχος καὶ καμμία, οὐδεμία διέρχεται τῆς ψυχῆς θωπεία· αἰσθάνομαι ἐρχόμενον τὸν χειμῶνα καὶ ῥιγῶ μὲ ῥίγος θανάσιμον καὶ οὐδεμία οὐδαμόθεν ἔρχεται θερμότης.
Σοφία μου θώπευσε τὴν καμπτομένην ζωὴν μου ἀπὸ τὸ καταπόρφυρον πῦρ, θώπευσε τὴν ψυχὴν ἧς κατεκάησαν τὰ πάντα καὶ ἔμεινε μόνος παντοκράτωρ ὁ Ἔρως.
Σοφία μου τρέχω, τρέχω εἰς τὸν ἥλιον ὅστις ὑπῆρξεν ὁ μέγας μας θεός, ἀλλ᾽ αἰσθάνομαι τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μου ὡς θόλον οὐρανοῦ πλήρη πέπλων μελανοτάτων· πέπλοι μελανότατοι μὲ περιβάλλον πανταχόθεν.
Σοφία μου ὁ Ἔρως μὲ τὰ χρυσὰ μαλλιὰ, μὲ τὸ θεσπέσιον μειδίαμα, λάμπει τώρα ἐντὸς τῆς νυκτὸς τῆς ψυχῆς μου, ὡς πῦρ καταπόρφυρον, ὡς αἱματόεις κρατὴρ καὶ χύνει ἄλγη.
Σοφία μου αἰσθάνομαι τὴν νύκτα εἰς τὴν ψυχὴν μου, αἰσθάνομαι εἰς τὰ μαλλιά μου αἰσθάνομαι στεφάνους ασφοδελῶν καὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀναδύουν δάκρυα ὁδύνης πικροτάτης.
Σοφία μου ὅλα τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα ἅτινα ἀνεβίωσαν εἰς τὴν ψυχήν μας πάγκαλα, ὅλοι οἱ ναοί καὶ ὅλα τὰ ἀγάλματα τὰ ὁποῖα μετεμεμόρφωσεν ὁ Ἔρως μας καὶ ἐζωοποίει, τώρα πληροῦν τὴν ψυχὴν μου ὡς ἄψυχα ἐρείπια καὶ προσθέτουν τὴν ἰδικὴν των ὁδύνην.
Σοφία μου φθάνει μέχρι σοῦ ἡ ἀπηλπισμένη τῆς ψυχῆς μου φωνή ἥτις σὲ καλεῖ, σέ ἀναζητεῖ εἰς ὅ,τι βλέπει, εἰς ὅ,τι ἀκούει, εἰς ὅ,τι αἰσθάνεται;
Φθάνει μέχρι σοῦ ἡ γοερά τῆς ψυχῆς μου κραυγή ἠ καταξεσχίζουσα τά σπλάχνα μου;
Φθάνει μέχρι σοῦ ἡ σπαρακτική τῆς ψυχῆς μου φωνή ἥτις θέλει νά σέ ἴδῃ, νά σέ θωπεύσῃ;
Σοφία μου, γλυκυτάτη μου Σοφία, μόλις σὲ χάσουν οἱ ὀφθαλμοὶ μου, ὅλα ὅλα καταβυθίζονται καὶ δὲν μένει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀνεφελεστάτην αὐτὴν ἀγάπην, ἀπὸ τὸν πύρινον πόθον.
Σοφία μου, γλυκυτάτη μου κόρη, συγγνώμην, συγγνώμην διὰ τὴν ἀδυναμίαν μου τὴν παιδικήν.
Ἀλλ᾽ ἠ σιδηρά μου θέλησις ἐκάμφθη, ἀνελύθη, ἐξητμίσθη διότι ἤμην πλάσμα ἔρωτος, πλασμένον διά τὸν Ἔρωτα τὸν μοναδικόν.
Τώρα πυρπολοῦμαι καὶ κατακαίομαι καὶ βλέπω ὅλα τὰ δημιουργήματα τῆς θελήσεως να πίπτουν ἐντός τοῦ στροβίλου τῶν φλογῶν μὲ πανδαιμόνιον τριγμόν.
Σοφία μου ὅλαι αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς μου θέλουν νά σοῦ εἴπουν λόγους πραϋντικούς, λόγους θαρραλέους καὶ ὅμως δὲν εὑρίσκω ἢ εἰκόνας φλογεράς πόθου καὶ πάθους.
Σοφία μου συγγνώμη· συγχώρησε τὴν καταφλεγομένη διὰ σὲ ψυχήν· εἶσαι ἡ μόνη δυναμένη νὰ συγχωρήσῃς τὸν Ἔρωτα.
Χιλιάκις δὲν κατέβαλλα θέληση σιδηρᾶν διὰ νὰ μὴ σοῦ ἐκφράσω [τους] τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης; Χιλιάκις δὲν συνεκράτησα τὴν ἀλγούσαν ψυχὴν μου; Προχθὲς ἀκόμη δὲν ἔμενα ἤρεμος ἐνῶ ἐῥρἰγουν καὶ ἐσπαρασόμην δεινότατα ; Πρῶτος ἐγὼ δὲν ἐνεθάρρυνα τὴν καλὴν σου ἀπόφαση καὶ δὲν ἔλαβον τὴν σιδηρᾶν ἀπόφαση νὰ μείνω καρφωμένος εἰς τὸ τραπέζι μου μέχρις ἐπανόδου τῆς Ριρῆς; Δὲν σὲ συνήντησα τοσάκις εἰς τὴν ὁδὸν κι ἐνῷ κατεφλεγόμην ὑπὸ τοῦ πόθου νὰ μέινω ὀλίγας στιγμὰς μαζύ σου, ἐνῷ ἐῥρίγουν ἐκ τῆς ὁδύνης τοῦ χωρισμοῦ καὶ αἰσθανόμην μαρτύρια, δὲν ἐμειδίων ἡρέμως καὶ δὲν ἔφευγον σιωπῶν; Προχθὲς ἀκόμη, ὅταν ὁ πόνος μοῦ κατεξέσχιζε τὴν καρδίαν δὲν συνεκράτησα πᾶσαν ἔκφραση πάθους, πᾶσαν ἔκφραση ἐπιθυμίας καὶ ἐνῷ ἐπὶ ἕνα μῆνα τὰ χείλη μου δὲν ζητοῦν τίποτε ἄλλο ἢ νὰ φιλήσουν τὰ μαλλιά σου καὶ ἡ ψυχὴ μου ζητεῖ ἀπηλπισμένη τὴν θωπείαν τῆς ἰδικῆς σου ψυχῆς δὲν ἔμεινα ψυχρὸς;
Ἀλλὰ τὰ πάντα εἶνε μάταια καὶ ἀνωφελῆ καὶ τὸ πάθος τοῦ Ἔρωτος εἶνε ἀκτανίκητον· εἶνε ἡ ἐκδίκησις Σοφία μου τοῦ Ἔρωτος τὸν ὁποῖον ἐποδοπάτησα καὶ κατεξέσχισα καὶ ἐσάρκασα εἰς ὅλη μου τὴν ζωὴ ἀγρίως ἀπανθρώπως.
Σοφία μου γλυκυτάτη μου κόρη οὐδέποτε ἠθέλησα νὰ σοῦ ἐκδηλώσω πόσον ὁ Ἔρως μου εἶνε ἀπόλυτος καὶ οὐδέποτε θὰ αἰσθανθῇς μέχρι ποίου βαθμοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο εἰς τὴν ζωὴν μου ἐκτὸς σοῦ. Καὶ ὅμως προχθές ἀκόμη δὲν σοῦ ἔλεγον μὴ σκέπτεσαι, μὴ πονεῖς, μὴ ἐλπίζεις; Δὲν ἠθέλησα εἰλικρινῶς νὰ μαράνω τὰς ἐλπίδας σου νεκρώνων τὴν ἰδίαν μου ζωήν;
Σοφία μου αἰσθάνεσαι εἰς ποῖον βαθμὸν μὲ καταξεσχίζει ὁ πόνος σου;
Ὄχι, ὄχι Σοφία μου, τώρα πιστεύω εἰς τὸν Ἔρωτά σου ἀπολύτως καὶ αὐτὸ μοῦ δίδει τὸ θάρρος νὰ εἴπω ὅτι οὐδεμία δύναμις καὶ οὐδεμία καταιγὶς δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ χωρίσῃ τῆν ἐνωμένην ψυχὴν μας τὴν μίαν.
Σοφία μου πιστεύω εἰς τὸν Ἔρωτά σου ἀπολύτως τώρα καὶ δύναμαι νὰ σοῦ εἴπω ὅτι ὁτιδήποτε καὶ ἂν γίνῃ, ὅτι δήποτε καὶ ἂν συμβῇ ἡ ζωὴ μας θὰ ἑνωθῇ.
Μὲ τοιαύτην ἀγάπην βαθείαν ὁμοίαν κανένα ἐμπόδιον δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ ἀνθέξῃ καὶ οὐδεμία θυσία δύναται νὰ ἔχῃ τὴν παραμικροτέραν σημασίαν.
Ὄχι γλυκυτάτη μου Σοφία δὲν πρέπει ματαίως νὰ ἀπελπιζώμεθα καὶ νὰ καταλυπούμεθα καὶ νὰ ὁμιλοῦμεν περὶ ἀδυνάτων· ὅλα ὅλα πρέπει νὰ τὰ καταστήσωμεν δυνατά.
Πρέπει νὰ σκεφθῶμεν σοβαρώτερον, ἡρεμώτερον, πρέπει νὰ ἀκολουθήσωμεν μίαν ὁδόν ὡρισμένην, ἀνάγκη νὰ θέσωμεν ὁλίγην σειράν καὶ τάξιν εἰς τὰς σκέψεις μας· πρέπει νὰ γνωρίζωμεν τὶ θέλομεν, ποῦ πηγαίνομεν, ἵνα μὴ παραφρονοῦμεν εἰς τοιοῦτον βαθμόν καὶ καταστρεφώμεν ματαίως ἑαυτούς.
Πρέπει νὰ χαράξωμεν μίαν ὁδὸν, νὰ εὕρωμεν τούς τρόπους καὶ τὰ μέσα τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς καρτερίας ἵνα μὴ καταστραφῶμεν ἀνωφελῶς, ἵνα μὴ ὑποφέρωμεν τόσα μαρτύρια ἀσκόπως.
Πρέπει νὰ εἶμεν ἀπολύτως εἰλικρινεῖς καὶ νὰ λέγωμεν ὅλους μας τούς πόνους ὅλα μας τά μαρτύρια διὰ νὰ εὑρίσκωμεν παρηγορίαν· τὶ ὡφελεῖ νὰ κρύπτῃ ὁ εἷς ἀπὸ τὸν ἄλλον τὸν πόνον του; Δὲν αὐξάνομεν οὕτω τοὺς πόνους καὶ τὰ μαρτύρια;
Ἀλλὰ πρωτίστως ἔχομεν ἀνάγκην [ὀλλ] ὀλίγης ψυχικῆς γαλήνης καὶ ἡρεμίας· ἔχομεν ἀνάγκην ὀλίγης ἀνακουφίσεως μετὰ τόσων ἡμερῶν μαρτύρια. Ἔχομεν ἀνάγκην νὰ ἀντλήσωμεν θάρρος ἀφ᾽ ἑαυτῶν συναντώμενοι μετὰ τόσον καιρόν· τὰ ἄλματα τὰ ὁποῖα κάμνομεν ἀπὸ τοῦ ἑνός ἄκρου εἰς τὸ ἄλλον εἰς ὅλα μᾶς σκοτώνουν μυριάκις πλειότερον· διότι εἴμεθα καὶ οἱ δύο πανόμοιοι εἰς ὅλα. Καὶ ἐπιφέρουν ὅλως τὸ ἀντίθετον ἀποτέλεσμα τοῦ ἐπιδιωκομένου.
Ἀλλὰ ποῦ πρὸς θεοῦ θὰ εὕρωμεν αὐτὴν τὴν γαλήνην καὶ τὴν ἡρεμίαν; Ὅταν συναντώμεθα καταλύονται τὰ πάντα καὶ ἀφίπτανται αἱ σκέψεις καὶ μένωμεν ἄφωνοι καὶ ἀνίκανοι νὰ σκεφθῶμεν καὶ ἀναγκαίως συναντώμεθα ὑπὸ τοιούτους ὅρους ὥστε μόνον ἀπελπισία καὶ αὔξησις ὁδύνης εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα· καὶ ὅμως ἀδύνατον σχεδὸν νὰ γίνῃ ἄλλως.
Σοφία μου μετὰ τόσα μαρτύρια ἔλα νὰ συναντηθῶμεν αὔριον ἵνα προσπαθήσωμεν νὰ εὕρωμεν ὁλίγην ἀνακούφιση, γαλήνην, ἡρεμίαν ψυχῆς, ἵνα προσπαθήσωμεν νὰ σκεφθῶμεν μαζύ τουλάχιστον· ἔλα διὰ νὰ ἀντλήσωμεν ὁλίγον θάρρος, ὁλίγη παρηγορίαν ἧν ἔχομε ἀνάγκην διὰ νὰ δυνηθῶμεν νὰ ὑποφέρωμεν τὸ κακὸν τῆς ἀπουσίας τῆς Ριρῆς· ἔλα εἰς τὴν οἰκίαν μας μὴ νομίζουσα ὅτι παραβαίνεις τι ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα νὰ συναντηθῶμεν οὐδαμοῦ ἀλλοῦ ἐν ἡρεμίᾳ.
Μετὰ μηνός μαρτυρίου, συνάντηση ἵνα προσπαθήσωμεν νὰ σκεφθῶμεν καὶ ἀντλήσωμεν θάρρος ἵνα εὕρωμεν ὁλίγην γαλήνην διὰ τόσον ἄλγος δὲν νομίζω ὅτι εἶνε παράβασις· ἄλλως τὲ ἡ ἀγνοτάτη συνείδησίς μας δὲν μᾶς φέρει ὅτι ἐπράξαμεν ὅ,τι ἦτο δυνατὸν ἐξηντλήσαμεν ὅλας μας τὰς δυνάμεις; ἡ ἀγνοτάτη μας συνείδησις δὲν μᾶς ξέρει ὅτι δὲν πράττομεν οὐδὲν μὴ ἀγνόν; Δὲν ἐπιθυμεῖ ἀκριβῶς νὰ ἐνισχύσῃ [τὴν] δι᾽αὐτοῦ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ θάρρος τῆς ἀντοχῆς;
Ἐὰν καὶ σὺ Σοφία μου λατρευτὴ νομίζεις ὅτι θὰ ἐπέλθῃ ὁλίγη γαλήνη, ὁλίγη ἀνακούφισις, ὅτι θὰ δυνηθῶμεν μαζύ νὰ ἀναθαρρήσωμεν ὅτι θὰ δυνηθῶμεν τουλάχιστον μαζύ νὰ σκεφθῶμεεν ἡρεμώτερον καὶ ὁπωσδήποτε νὰ ἀντλήσωμεν περισσότεερον θάρρος διὰ τὸν πόνον τῆς αὔριον, ἔλα νὰ μείνωμεν μαζὺ πολύ πολύ, νὰ παρηγορήσωμεν τὴν κατασπαραγμένη καρδίαν μας.
Δύνασαι ἐὰν θέλῃς μάλιστα να μὴ μεταβῇς εἰς τοῦ Σκορδέλη; Κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ δρόμος εἶνε ἐντελῶς κενός. Ἐὰν ὄχι μετὰ ταῦτα· ἐγὼ θὰ εἶμαι μόνος ἀπὸ τῆς 11 π.μ. μέχρι τῆς ἑσπέρας ὁπωσδήποτε.
Σοφία μου σοῦ στέλλω τὸν Michel-Ange καὶ ἐγὼ· ἔκαστος παράγραφος εἶνε σκέψις χωριστὴ καὶ δὐνασαι ἐνίοτε νὰ ἀναγιγνώσκῃς καὶ νὰ σκέπτεσαι ἕνα μόνον μέρος· ὑπάρχουν ἄπειρα τᾶ χρήσιμα, τὰ ὡραῖα, τὰ σοφά· ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασα νὰ ἀναγνώσω ὅλον τὸ βιβλίον και προτιμῶ νὰ θέσω ἐντὸς αὐτοῦ τὸ γράμμα μου.
Σοφία μου λατρευτὴ μου Σοφία αἰσθάνεσαι τὰ ἀνέκφραστα μαρτύρια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν; ἀδύνατον νὰ φαντασθῇς πόσον πονῶ.
Περικλῆς
.
Μέρος της έρευνας παρουσιάστηκε την Κυριακή 6 Φεβρουαρίου στο Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας, στο «SOZOPOLIS» (Σωζοπόλεως 15). Η Όλια Λαζαρίδου διάβασε εκτενή αποσπάσματα των επιστολών και ο Σαμσών Ρακάς προλόγισε την εκδήλωση με το κείμενο του «ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΟΜΙΧΛΟΦΩΣ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΞΑΝΘΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ».
στο εξώφυλλο:
Ο Περικλής Γιαννόπουλος στο Ναό της Αθηνάς Νίκης,
Φωτογραφία Σοφίας [Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”]