Ο Χαβιέρ Μαρίας, ξέθαψε τις προάλλες την παρακάτω επιστολή θέλοντας να αναφερθεί στις ιαχές του πολέμου: “Δεν μου έρχεται καλύτερος τρόπος να το κάνω απ’ το να ανασύρω μια επιστολή που το 1938 γράφει μια νεαρή Γαλλίδα φιλόσοφος, η Σιμόν Βέιλ, σ’ έναν γέρο Γάλλο συγγραφέα, τον Ζωρζ Μπερνανός. Η Βέιλ, ένθερμη αναρχική, μόλις είχε φύγει απ’ την Ισπανία, όπου είχε συμμετάσχει στη φάλαγγα Ντουρρούτι και είχε πληγωθεί τυχαία ενώ μαχόταν στο μέτωπο της Αραγονίας· επίσης, μόλις είχε διαβάσει “Τα μεγάλα κοιμητήρια κάτω από το φεγγάρι”, το βιβλίο στο οποίο ο Μπερνανός, καθολικός και συντηρητικός, υποστηρικτής των φρανκιστών, αποστρεφόταν τις φρικαλεότητες που διέπραξαν στην αρχή του πολέμου οι αντάρτες στη Μαγιόρκα, όπου τον εξέπληξαν οι εχθροπραξίες. […] . Όσον αφορά τον Μπερνανός, δεν ξέρουμε αν απάντησε στην επιστολή της Βέιλ, αλλά ξέρουμε ότι την είχε μαζί του για το υπόλοιπο των ημερών του: στο θάνατό του, η οικογένειά του τη βρήκε στο πορτοφόλι του. Ο γέρος συγγραφέας ήξερε πως οι λέξεις εκείνης της άγνωστης έκλειναν μέσα τους κάτι που δεν θα του άρμοζε να ξεχάσει.

Η Σιμόν Βέιλ στη φάλαγγα Ντουρρούτι.

Οδός Ωγκίστ Κοντ 3, Παρίσι.

[1938]

Αγαπητέ κύριε:

Όσο γελοίο κι αν είναι να γράφω σε ένα συγγραφέα, που είναι πάντα, λόγω της φύσεως της δουλειάς του, πλημμυρισμένος από επιστολές, δεν μπορώ να αντισταθώ στο να το κάνω αφότου διάβασα Τα μεγάλα κοιμητήρια κάτω από το φεγγάρι. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα δικό σας βιβλίο με επηρεάζει· το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου είναι στα μάτια μου το ομορφότερο, τουλάχιστον από όσα έχω διαβάσει, και σίγουρα ένα μεγάλο βιβλίο. Αλλά ακόμη κι αν είχαν καταφέρει να μου αρέσουν άλλα δικά σας βιβλία, δεν είχα κανένα λόγο να σας ταλαιπωρήσω γράφοντάς σας.

Όσον αφορά αυτό το τελευταίο, είναι κάτι διαφορετικό· είχα μια εμπειρία που αντιστοιχεί στη δική σας, παρότι πολύ συντομότερη, λιγότερο βαθιά, τοποθετημένη σε άλλο τόπο και βιωμένη, φαινομενικά -μόνο φαινομενικά- με ένα τελείως διαφορετικό πνεύμα.

Εγώ δεν είμαι καθολική, παρόλο που -αυτό που θα πω θα φανεί απρεπές σε οποιονδήποτε καθολικό, έχοντας ειπωθεί από κάποιον μη καθολικό, αλλά δεν μπορώ να εκφραστώ με άλλο τρόπο- τίποτα το καθολικό, τίποτα το χριστιανικό μου έχει φανεί ποτέ ξένο. Ενίοτε έχω πει στον εαυτό μου ότι εάν στις πόρτες των εκκλησιών τοποθετούνταν πινακίδα που θα έλεγε ότι απαγορεύεται η είσοδος σε όποιον έχει εισόδημα μεγαλύτερο από αυτό ή εκείνο το χαμηλό ποσό, θα μεταστρεφόμουν αμέσως. Από την παιδική μου ηλικία, οι συμπάθειές μου κατευθύνονται προς τις ομάδες που ταυτίζονταν με τα περιφρονημένα στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας, έως ότου συνειδητοποίησα ότι οι ομάδες αυτές είναι μιας φύσης που κάνει κάθε συμπάθεια να εξαφανίζεται. Η τελευταία που μου είχε εμπνεύσει κάποια εμπιστοσύνη ήταν η ισπανική CNT. Είχα ταξιδέψει λίγο στην Ισπανία πριν τον εμφύλιο πόλεμο· πολύ λίγο, αλλά αρκετά για να νιώσω την αγάπη που δεν γίνεται να μη βιώσει κανείς γι’ αυτό το λαό· είχα δει στο αναρχικό κίνημα τη φυσική έκφραση των μεγαλείων και των ελαττωμάτων του, των πλέον δικαιολογημένων αλλά και των λιγότερων δικαιολογημένων προσδοκιών του. Η CNT, η FAI ήταν μια απίθανη μίξη, όπου γινόταν αποδεκτός ο καθένας και όπου, συνεπώς,  μπορούσε κανείς να συναντήσει ανηθικότητα, κυνισμό, φανατισμό, σκληρότητα, αλλά επίσης αγάπη, πνεύμα αδερφοσύνης και πάνω απ’ όλα, το αίτημα για την τόσο όμορφη τιμή ανάμεσα σε άνδρες ταπεινωμένους· μου φαινόταν ότι εκείνοι που πήγαιναν εκεί παρακινημένοι από ένα ιδανικό θα επικρατούσαν σ’ εκείνους που ωθούνταν από τη βία και την αταξία.

Τον Ιούλιο του 1936 ήμουν στο Παρίσι. Δεν μου αρέσει ο πόλεμος, αλλά αυτό που πάντα μου προκαλούσε περισσότερο τρόμο από τον πόλεμο, ήταν η κατάσταση αυτών που βρίσκονταν στα μετόπισθεν. Όταν αντιλήφθηκα ότι, παρά τις προσπάθειές μου, δεν μπορούσα να πάψω να συμμετέχω ηθικά σε αυτόν τον πόλεμο, δηλαδή, να επιθυμώ όλες τις ημέρες, όλες τις ώρες, τη νίκη κάποιων και την ήττα των άλλων, είπα ότι το Παρίσι ήταν για μένα τα μετόπισθεν και πήρα το τραίνο για τη Βαρκελώνη με την πρόθεση να διακινδυνεύσω. Ήταν αρχές Αυγούστου του 1936.

Ένα ατύχημα με έκανε να συντομεύσω αναγκαστικά την παραμονή μου στην Ισπανία. Ήμουν μερικές μέρες στη Βαρκελώνη, μετά στην ύπαιθρο της Αραγονίας, πλάι στον Έβρο, γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα από την Σαραγόσα, στον ίδιο τόπο που προσφάτως τα άρματα του Γιάγκουε πέρασαν τον Έβρο. Έπειτα, στο παλάτι του Σίτζες που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο· έπειτα εκ νέου στη Βαρκελώνη· συνολικά, δύο μήνες περίπου. Άφησα την Ισπανία απρόθυμα και με την πρόθεση να επιστρέψω· αργότερα, εκούσια δεν έκανα τίποτα. Δεν ένιωθα πλέον καμία εσωτερική ανάγκη να συμμετάσχω σε έναν πόλεμο που δεν ήταν πια, όπως μου είχε φανεί στην αρχή, ένας πόλεμος πεινασμένων χωρικών εναντίον γαιοκτημόνων και ενός κλήρου συμμάχου των ιδιοκτητών, αλλά ένας πόλεμος μεταξύ Ρωσίας, Γερμανίας και Ιταλίας. Έχω γνωρίσει αυτή τη μυρωδιά του εμφυλίου πολέμου, από αίμα και τρόμο που αναδύει το βιβλίο σας· την έχω αναπνεύσει. Δεν έχω δει ούτε ακούσει τίποτα, οφείλω να το πω, που να φτάνει την καταισχύνη μερικών από τις ιστορίες που εσείς διηγείστε, τις δολοφονίες αυτές γέρων χωρικών με χτυπήματα από ρόπαλο. Εντούτοις, όσα άκουσα αρκούσαν. Ήμουν έτοιμη να παρευρεθώ στην εκτέλεση ενός ιερέα· για μερικά λεπτά αναμονής, αναρωτιόμουν αν απλά θα έβλεπα ή αν θα με τουφέκιζαν ενώ θα προσπαθούσα να αναμιχθώ· ακόμα δεν ξέρω τι θα είχα κάνει αν μια ευτυχής σύμπτωση δεν είχε εμποδίσει την εκτέλεση.

Πόσες ιστορίες συνωστίζονται κάτω από την πένα μου… Αλλά θα ήταν υπερβολικά μεγάλο· και για ποιο λόγο; Μια μόνο αρκεί. Ήμουν στο Σίτζες όταν έφτασαν, νικημένοι, οι πολιτοφύλακες της επιχείρησης στη Μαγιόρκα. Είχαν αποδεκατιστεί.  Από τα σαράντα νεαρά παλληκάρια που είχαν φύγει από το Σίτζες, είχαν πεθάνει εννιά. Ξέραμε μόνο για την επιστροφή των υπόλοιπων τριανταένα. Την ίδια νύχτα που ακολούθησε έκαναν εννέα επιχειρήσεις τιμωρητικές, σκοτώθηκαν εννέα φασίστες, ή θεωρητικά τέτοιοι, σ’ αυτή τη μικρή πόλη όπου, τον Ιούλιο, δεν είχε συμβεί τίποτα.

Ανάμεσα σε αυτούς τους εννέα, ένας φούρναρης στα τριανταένα του, το έγκλημα του οποίου ήταν, μου είπαν, ότι ανήκε στην πολιτοφυλακή των  «σοματέν[i]»· ο γέρος πατέρας του, του οποίου ήταν ο μοναχογιός και το μοναδικό στήριγμα, τρελάθηκε. Άλλη: στην Αραγονία, μια μικρή διεθνής ομάδα με είκοσι δύο πολιτοφύλακες από όλες τις χώρες έπιασε, μετά από μια συμπλοκή, ένα δεκαπεντάχρονο νεαρό που μαχόταν ως φαλαγγίτης[ii]. Με το που πιάστηκε, τρέμοντας επειδή είχε δει πώς πέθαιναν οι σύντροφοί του πλάι του, είπε ότι είχε καταταγεί διά της βίας. Έγινε έρευνα, βρέθηκε ένα παράσημο της Παρθένου και ένα βιβλιάριο φαλαγγίτη. Στάλθηκε στον Ντουρρούτι, αρχηγό της φάλαγγας[iii], που αφότου του εξέθεσε για μία ώρα τις ομορφιές του ιδανικού της αναρχίας, του έδωσε την επιλογή ανάμεσα στο να πεθάνει και να καταταγεί αμέσως στις γραμμές εκείνων που των είχαν κάνει κρατούμενο, ενάντια στους συντρόφους του της προηγούμενης ημέρας. Ο Ντουρρούτι έδωσε στο παλληκάρι είκοσι τέσσερις ώρες περισυλλογής· με το πέρας των είκοσι τεσσάρων ωρών, το αγόρι είπε όχι και τουφεκίστηκε. Ο Ντουρρούτι ήταν, εντούτοις, σε κάποιες πλευρές του, ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος. Ο θάνατος αυτού του νεαρού ήρωα δεν έχει πάψει ποτέ να βαραίνει τη συνείδησή μου, παρόλο που δεν το έμαθα παρά αργότερα.

Και άλλη: σε έναν οικισμό όπου κόκκινοι και λευκοί είχαν πάρει, χάσει, ξαναπάρει, ξαναχάσει, δεν ξέρω πόσες φορές, οι κόκκινοι πολιτοφύλακες, έχοντάς τον ξαναπάρει οριστικά, βρήκαν στις σπηλιές μια χούφτα εξαϋλωμένα, τρομοκρατημένα και πεινασμένα πλάσματα, ανάμεσά τους τρεις ή τέσσερις νέοι. Συλλογίστηκαν ως εξής: αν αυτοί οι νεαροί, αντί να έρθουν μαζί μας την τελευταία φορά που αποσυρθήκαμε, έμειναν εδώ και περίμεναν τους φασίστες, τότε είναι φασίστες. Γι’ αυτό, τους τουφέκισαν αμέσως, έπειτα έδωσαν στους υπόλοιπους να φάνε και θεώρησαν τους εαυτούς τους πολύ ανθρώπινους. Μια τελευταία ιστορία, αυτή των μετόπισθεν: δυο αναρχικοί μου διηγήθηκαν μια φορά πώς, ανάμεσα σε άλλους συντρόφους, είχαν πιάσει δύο ιερείς· τον έναν τον σκότωσαν στο μέρος, παρουσία του άλλου, με έναν πυροβολισμό του ριβόλβερ· έπειτα είπαν στον άλλο πως μπορούσε να φύγει. Στα είκοσι βήματα, του έριξαν. Αυτός που μου διηγούνταν την ιστορία εξεπλάγη πολύ που δεν με είδε να γελάω.

Στη Βαρκελώνη σκοτώνονταν κατά μέσο όρο, με τη μορφή των τιμωρητικών επιχειρήσεων, μια πενηνταριά άντρες κάθε νύχτα. Αναλογικά, ήταν πολύ λιγότεροι από ότι στη Μαγιόρκα, δεδομένου ότι η Βαρκελώνη είναι μια πόλη με σχεδόν ένα εκατομμύριο κατοίκους· από την άλλη, εκεί ξετυλίχθηκε για τρεις ημέρες μια αιματηρή οδομαχία. Αλλά ίσως τα νούμερα να μην είναι το ουσιώδες σε τέτοιο θέμα. Το ουσιώδες είναι η συμπεριφορά σχετικά με το γεγονός του να σκοτώνεις κάποιον. Ούτε ανάμεσα στους Ισπανούς ούτε ανάμεσα στους Γάλλους που ήρθαν είτε για να αγωνιστούν, είτε για να κάνουν βόλτα -αυτοί οι τελευταίοι είναι πολύ συχνά πλαδαροί και αβλαβείς διανοούμενοι-, δεν είδα ποτέ κανέναν να εκφράζει, ούτε καν εμπιστευτικά, αποστροφή, αηδία ή αποδοκιμασία για το άσκοπα χυμένο αίμα. Εσείς μιλάτε για φόβο. Ναι, ο φόβος είχε ένα ποσοστό σε αυτούς τους σκοτωμούς· αλλά εκεί που ήμουν εγώ δεν είδα το ποσοστό που εσείς του αποδίδετε. Άντρες φαινομενικά γενναίοι -σε έναν από αυτούς, τουλάχιστον, έχω αναγνωρίσει προσωπικά την αξία του- στη μέση ενός γεύματος γεμάτου συντροφικότητα, διηγούνταν μ’ αδερφικό χαμόγελο πόσους παπάδες ή «φασίστες», όρος πολύ ευρύς, είχαν σκοτώσει.

Από πλευράς μου, είχα την αίσθηση ότι, όταν οι προσωρινές και πνευματικές αρχές έθεσαν μια κατηγορία ανθρώπων εκτός εκείνων, των οποίων η ζωή έχει αξία, δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό για τον άνθρωπο απ’ το να σκοτώσει. Όταν γνωρίζει ότι είναι δυνατό να σκοτώσει χωρίς να κινδυνεύει με τιμωρία ούτε με καταδίκη, σκοτώνει· ή τουλάχιστον περιζώνει μ’ ενθαρρυντικά χαμόγελα εκείνους που σκοτώνουν. Αν τύχει να αισθανθεί λίγη αηδία στην αρχή, σιωπά, και σύντομα πνίγεται από φόβο πως θα φανεί ότι υπολείπεται αρρενωπότητας. Υπάρχει εκεί μια ώθηση, μια μέθη στην οποία είναι αδύνατο ν’ αντισταθεί κανείς χωρίς μια δύναμη πνεύματος που δεν έχω παρά να θεωρήσω εξαιρετική, διότι δεν την έχω δει πουθενά. Έχω βρει αντιθέτως ειρηνιστές Γάλλους, που μέχρι αυτό το λεπτό δεν περιφρονούσα, οι οποίοι δεν είχαν σκεφτεί να πάνε οι ίδιοι να σκοτώσουν, αλλά που βυθίζονταν σε τούτη τη βουτηγμένη στο αίμα ατμόσφαιρα με φανερό ενθουσιασμό. Δεν θα μπορέσω ποτέ να νιώσω για αυτούς, στο μέλλον, καμία εκτίμηση.

Μια τέτοια ατμόσφαιρα σβήνει γρήγορα τον ίδιο το στόχο του αγώνα. Διότι ο στόχος δεν μπορεί να σχηματιστεί παρά μόνο με την ανακατεύθυνσή του προς το δημόσιο καλό, προς το καλό των ανθρώπων, και οι άνθρωποι έχουν μηδενική αξία. Σε μια χώρα στην οποία οι φτωχοί είναι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, χωρικοί, η μεγαλύτερη ευημερία των χωρικών πρέπει να είναι ένας ουσιώδης στόχος για όλη την ομάδα της άκρας αριστεράς· κι αυτός ο πόλεμος υπήρξε, ίσως, πάνω απ’ όλα, αρχικά, ένας πόλεμος για την και ενάντια στην αναδιανομή της γης. Κι εντάξει, αυτοί οι άθλιοι και μεγαλοπρεπείς χωρικοί της Αραγονίας, τόσο αξιοπρεπείς κάτω από τις ταπεινώσεις, δεν ήταν για τους πολιτοφύλακες ούτε καν ένα αξιοπερίεργο αντικείμενο.

Χωρίς αυθάδεια, χωρίς προσβολές, χωρίς βαρβαρότητα —τουλάχιστον εγώ δεν είδα τίποτα από αυτά, και ξέρω ότι η ληστεία και ο βιασμός άξιζαν θανατική καταδίκη, στις αναρχικές φάλαγγες,— μια άβυσσος χώριζε τους ένοπλους από τον άοπλο πληθυσμό, μια άβυσσος παρόμοια με αυτή που χωρίζει τους φτωχούς και τους πλούσιους. Ένιωθε κανείς στη στάση την πάντα κάπως ταπεινή, υποταγμένη, φοβισμένη κάποιων, τη χαλαρότητα, τον αέρα, τη συγκατάβαση των άλλων. Ως εθελοντής, μοιράζεται κανείς ιδέες περί θυσίας και πέφτει σ’ έναν πόλεμο που μοιάζει με πόλεμο μισθοφόρων, με πολλές ωμότητες περισσότερο και την αίσθηση του σεβασμού στον αντίπαλο λιγότερο.

Θα μπορούσα να παρατείνω επ’ αόριστον τις σκέψεις αυτές, αλλά πρέπει να περιοριστώ. Από όταν ήμουν στην Ισπανία, ακούω, διαβάζω κάθε είδους θεωρήσεις για την Ισπανία, και δεν μπορώ να παραθέσω κανέναν, εκτός από εσάς, που να έχει βυθιστεί, εξ όσων γνωρίζω, στην ατμόσφαιρα του ισπανικού πολέμου και να έχει αντισταθεί. Εσείς είστε μοναρχικός, μαθητής του Ντρυμόν: τι με νοιάζει; Εσείς είστε πιο κοντά σε εμένα, ασύγκριτα, από ότι οι σύντροφοί μου στις πολιτοφυλακές της Αραγονίας, αυτοί οι σύντροφοι που εγώ, εντούτοις, αγαπούσα.

Εσείς είστε μοναρχικός, μαθητής του Ντρυμόν: τι με νοιάζει; Εσείς είστε πιο κοντά σε εμένα, ασύγκριτα, από ότι οι σύντροφοί μου στις πολιτοφυλακές της Αραγονίας, αυτοί οι σύντροφοι που εγώ, εντούτοις, αγαπούσα.

Αυτά που λέτε για τον εθνικισμό, για τον πόλεμο, τη γαλλική εξωτερική πολιτική μετά τον πόλεμο έφτανε ομοίως στην καρδιά μου. Ήμουν δέκα χρονών στη συνθήκη των Βερσαλλιών. Ως τότε είχα υπάρξει πατριώτισσα με όλο τον ενθουσιασμό των παιδιών σε περίοδο πολέμου. Η βούληση να ταπεινώσεις τον νικημένο αντίπαλο, που ξεδιπλώθηκε παντού εκείνη τη στιγμή (και τα χρόνια που ακολούθησαν) με έναν τόσο απωθητικό τρόπο, με γιάτρεψε για πάντα από αυτό τον αφελή πατριωτισμό. Οι ταπεινώσεις που προκλήθηκαν από τη χώρα μου είναι πιο επίπονες από εκείνες που μπορεί εκείνη να αντέξει.

Τρέμω ότι σαν ενόχλησα με μια τόσο μεγάλη επιστολή. Δεν μου μένει παρά να σας εκφράσω τον πιο ειλικρινή μου θαυμασμό.

Σιμόν Βέιλ

 

[i] Παραστρατιωτική οργάνωση πολιτοφυλάκων

[ii] Φάλαγγα λεγόταν το κόμμα του Φράνκο και φαλαγγίτες τα μέλη ή οι πιστοί του.

[iii] Αναφορά στη φάλαγγα Ντουρρούτι. Ο όρος εδώ είναι ο στρατιωτικός.

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com