Για την εθνοποίηση

Δεν γνωρίζω σε πιο διεστραμμένο σύμπαν ο αντιφασισμός διεξάγεται με μαχητικά αεροπλάνα, θερμοβαρικές βόμβες και τσετσένους ισλαμιστές κομμάντο. Η ρητορική περί αντι-φασιστικού αγώνα στην Ουκρανία, όσο παρανοϊκή και αν είναι, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πεποίθηση ότι η Ουκρανία είναι φασιστική χώρα. Το αντεστραμμένο είδωλο αυτής της δήλωσης, είναι η δήλωση ότι ο Πούτιν είναι ο νέος Χίτλερ. Αυτές οι δύο δηλώσεις είναι στην ουσία αποτελέσματα των διαφορετικών οριενταλισμών με τους οποίους η ανατολική Ευρώπη προσεγγίζεται. Οποιοσδήποτε εκ των δύο ισχυρισμών είναι τουλάχιστον αστείος, ακόμα και μπροστά στα τελευταία γεγονότα. Το καθεστώς και η πολιτική σκηνή της Ρωσίας και της Ουκρανίας δεν είναι, όπως πιστεύει στο σύνολο του ο δυτικός κόσμος, παιδιά του σοβιετικού καθεστώτος, αλλά προϊόντα της δεκαετίας του ’90, η οποία ήταν κυριολεκτικά χαοτική, οι θεσμικές και οικονομικές αλλαγές κολοσσιαίες και οι ιδεολογικές ζυμώσεις πολύ μακριά απ’ οτιδήποτε γνωρίζουν οι δυτικοί. Πολλές φορές ο διαχωρισμός αριστερά-δεξιά, βαθιά δυτικός, και ειδικά γαλλικό προϊόν, έχει ελάχιστη σημασία στην ανατολική Ευρώπη. Δεν κατέχουμε ακόμα τους όρους για να κατανοήσουμε τη μορφή αυτών των κρατών και των πολιτειακών τους συστημάτων.

Στο βαθμό που μπορούν να γίνουν αντιστοιχίες με τις δικές μας πολιτικές κατηγορίες, και τα δύο κράτη, όπως και οι κοινωνίες τους, εμφανίζουν ειδικές ομοιότητες τόσο μεταξύ τους όσο και με τη Δύση. Ο ρωσικός και ουκρανικός σοβινισμός, δόγματα με μέτριο βαθμό κοινωνικής διείσδυσης σε αμφότερες τις χώρες μέχρι τις πρόσφατες αντιπαραθέσεις, ενσωματώνουν τόσο αριστερές όσο και δεξιές αφηγήσεις. Στη Ρωσία ο σταλινισμός και εν γένει ο σοβιετικός μεγαλοϊδεατισμός συνήθως συμβαδίζουν με πιο παραδοσικοκρατικές αυτοκρατορικές αφηγήσεις. Αυτό γίνεται τόσο στη βάση της στρατιωτικής ισχύος όσο και σε μια κριτική του μεταμοντέρνου καπιταλισμού που θεωρείται κοινωνικά διασπαστικός, ένα φαινόμενο ιδιαίτερα αρνητικό για την μορφή κοινωνικοποίησης που επικρατεί σε πολλά μέρη της Ρωσίας. Πάνω σε αυτή τη βάση δομούνται και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις, για παράδειγμα, στις ρωσικές πόλεις. Στην ίδια πλατεία υπάρχουν μνημεία για τον Ζούκοφ, τον Κόκκινο Στρατό, την “άδικα” δολοφονημένη οικογένεια του Τσάρου και απέναντι η στάση του μετρό που φέρει το όνομα του Κροπότκιν. Η Ρωσική Δούμα ακόμα φέρει τόσο τον δικέφαλο ρωσικό αετό, σήμα παλαιό του τσαρικού εθνικισμού, όσο και το σφυροδρέπανο. Οι λόγοι για αυτό το αμάλγαμα είναι παραπάνω από εμφανείς, και είναι επίσης αυτονόητο ότι όλα αυτά τα στοιχεία δεν ενσωματώνονται στην εθνική ιδεολογία ως αυτά που ήταν στην ιστορική τους διάσταση. Οι ρώσοι που θαυμάζουν τον Στάλιν ή τον Λένιν σήμερα δεν είναι κομμουνιστές υπό καμία έννοια, οι δυτικοί αριστεροί που τους βλέπουν θα πρέπει να πάψουν να συγκινούνται αλλά να τους κατανοήσουν στο πλαίσιο της σημερινής Ρωσίας. Έτσι για παράδειγμα, η προστατευτική πολιτική στην εργασία – η οποία χωράει καθαυτή πολύ συζήτηση καθώς η υποτίμηση της εργασίας στην Ρωσία και τη Λευκορωσία είναι πολύ έντονα φαινόμενα – έρχεται πακέτο με αντι-Λοάτκι νομοθεσίες, και έναν κατακερματισμό του ρωσικού Συντάγματος όπου διάφορες περιοχές, όπως η Τσετσενία, de facto δεν υπάγοται στη ρωσική ομοσπονδιακή νομοθεσία, και ουσιαστικά σε δημοκρατική διαδικασία οποιουδήποτε είδους. Η εθνική αφήγηση και τα στοιχεία που ενσωματώνει δεν ορίζουν την πολιτική πραγματικότητα μιας χώρας, αλλά αναδρομικά, ορίζονται από αυτήν.

Το ίδιο ισχύει για την Ουκρανία. Ο εθνικός μύθος της Ουκρανίας είναι ο εθνικός μύθος της “μικρής Ρωσίας” όπως την ονομάζαν τα ρωσικά εγχειρίδια την εποχή της αυτοκρατορίας. Αυτή η μικρή ιστορία προσπαθεί να μεγαλώσει, να φτιάξει μια αφήγηση που να δικαιολογεί πρώτα στα μάτιά της την πορεία της προς τη Δύση, που πριν μερικά χρόνια θα φαινόταν και στους ίδιους παράλογη. Ο Μπαντέρα, ένας καραμπινάτος φασίστας και αντικομμουνιστής, είναι πολύ πρόσφατο κομμάτι της mainstream ουκρανικής αφήγησης. Οι πρώτες σαφείς, ανεξάρτητες από τη ρωσική ή σοβιετική ταυτότητα ενδείξεις για μια ουκρανική ταυτότητα εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’80. Μέχρι τότε, για πολλούς ανθρώπους της πρώην ΕΣΣΔ, και φυσικά και για τους κατοίκους της Ουκρανίας, όχι απαραίτητα λόγω διεθνισμού αλλά λόγω κυρίως ανθρωπολογικών προϋποθέσεων το “εθνικό ανήκειν” ήταν μια μπερδεμένη, πολύπλοκη υπόθεση, η απάντηση της οποίας εξαρτώταν κυρίως από το ποιος έθετε την ερώτηση, το πλαίσιο συζήτησης κτλ. Ήταν τη δεκαετία του ’80 όπου η κεντρική διοίκηση της ΕΣΣΔ είχε αρχίσει να παραπαίει, και οι τοπικές διοικήσεις των εκάστοτε ομοσπονδιακών δημοκρατιών καλούνταν να χαράξουν τοπική, οικονομική και πολιτισμική πολιτική ανεξάρτητη ή σε απόκλιση από τη Μόσχα που η ιδέα μια σαφούς οριοθετημένης ταυτότητας γεννήθηκε. Και άργησε πολύ να διαχυθεί στον πληθυσμό. Τα συστατικά αυτής της ταυτότητας ήταν φυσικά σε κάποιο βαθμό αντιρωσικά, αντι-τσαρικά και αντι-σοβιετικά, για προφανείς λόγους. Ήταν έτσι που δημιουργήθηκαν οι τρεις πυλώνες της σύγχρονης ουκρανικής εθνικής ιδεολογίας: ο φιλο-δυτικισμός, η έμφαση στην αστική, δυτική δημοκρατία και ο αντι-σοβιετισμός. Αυτά βέβαια ήταν μόνο διακηρύξεις, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ποτέ δεν χώνεψε καλά αυτό το μείγμα και αυτός είναι ένας από τους λόγους που φτάσαμε στη παρούσα κρίση. Εκτός από τον Μπαντέρα (τον οποίο οι περισσότεροι έμαθαν μετά το Μαϊντάν του 2014 μέσα από τις φωτογραφίες των φασιστών, και αρκέστηκαν στο να γνωρίζουν πως, “εθνικός ήρωας των Ουκρανών” είναι ο Μπαντέρα, χωρίς να κάνουν καν τον κόπο να δουν το σύνολο της εθνικής αφήγησης της Ουκρανίας), όπως και κάθε φασίστας, εντάσσεται στην εθνική αφήγηση “αποκαθαρμένος” από τον φασισμό του. Μέσα στην εθνική αφήγηση της Ουκρανίας εντάχθηκε και ο Μαχνό, και ο Πετλιούρα, και ο Βισιτσένκο, αποκαθαρμένοι από οποιαδήποτε σχέση τους με τον σοσιαλισμό ή τον αναρχισμό. Η εθνική αφήγηση τους ενσωμάτωσε ως ρομαντικοποιημένες μορφές, η αντιφατικότητα των οποίων επιτρέπει ιδεολογικούς ελιγμούς. Σε τίποτα αυτό δεν συνεπάγεται ότι η εθνική ιδεολογία της Ουκρανίας είναι per se, φασιστική ή ακόμα αστειότερα, σοσιαλιστική ή αναρχική. Η εθνική της ιδεολογία, αποτελούμενη από λιγότερο ή περισσότερο καθάρματα, και περιστασιακά θετικές μορφές όπως ο Μαχνό, δεν διαφέρει σε τίποτα ως ιδεολογική διαδικασία από την αποκάθαρση και ενσωμάτωση στην εθνική ελληνική ιδεολογική αφήγηση αντιφατικών σχηματισμών όπως του Παύλου Μελά, του ΕΑΜ και του Μεταξά που είπε “Όχι” (για την ακρίβεια η αναλογία του Μπαντέρα με τον Μεταξά είναι αρκετά συμμετρική ως ειδικές περιπτώσεις). Φυσικά ως προς όλα αυτά, οι φασίστες των εκάστοτε χωρών δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πουν τα πράγματα με το όνομα τους όταν πρόκειται για εθνικούς ήρωες με σαφώς ακροδεξιές. Αλλά στα πλαίσια της ευρύτερης εθνικής ιδεολογίας, είναι αδύνατο να γίνουν αποδεκτές αυτές οι φιγούρες ως τέτοιες. Η εθνική ιδεολογία αποστειρώνει την ιστορική γεγονικότητα με βάση τις ανάγκες του παρόντος ενός κράτους. Και αυτός ο λόγος είναι που η εθνική ιδεολογία εμπίπτει σε τόσες αντιφάσεις.

Ως προς την διαδικασία εθνογένεσης λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως η Ουκρανία και η Ρωσία, εκμεταλλευόμενες το παρελθόν τους, δεν διαφέρουν πολύ ως προς τις αντιφάσεις των αφηγήσεών τους από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Είναι βέβαια περιττό να πούμε, πως η εικόνα περί έθνους μετά από αυτή τη σύγκρουση θα είναι πολύ χειρότερη. Το έθνος και ο εθνικισμός, βασισμένα δομικά κατά βάση σε εθνικές αναμετρήσεις θα βγουν αδιανόητα ενισχυμένα απ’ όλα αυτά.

Για τον φασισμό και τον αντιφασισμό και τη “γενοκτονία”

Σε αυτό το πλαίσιο, ένα από τα βασικά επιχειρήματα της ρωσικής προπαγανδιστικής γραμμής και αιτιολόγησης της εισβολής, περί φασιστικού καθεστώτος στην Ουκρανία, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε αυτή τη βάση της εθνικής ουκρανικής ιδέας. Ένα φασιστικό καθεστώς επίσης, θα χρειαζόταν για να είναι τέτοιο και κάτι παραπάνω από ακροδεξιές ομάδες εθελοντών που στρατεύονται και συ-στρατεύονται με το κράτος σε καιρό πολέμου. Αυτό που θα χρειαζόταν θα ήταν έναν βαθύς, θεσμικός και κοινωνικός μετασχηματισμός που θα καταργούσε οποιαδήποτε μορφή αντιπροσώπευσης, οποιαδήποτε μορφή δικαστικής εξουσίας και οποιαδήποτε μορφή εκλογών, ενώ θα έπρεπε να συνοδευτεί από μια σταθερή και οργανωμένη εθνοκάθαρση.

Ως προς αυτές τις προϋποθέσεις, η μόνη που έχει δει το φως της δημόσιας σφαίρας είναι η τελευταία προϋπόθεση, η οποία πέρα από ρωσικούς ισχυρισμούς, αναμένει ακόμα την δημόσια επιβεβαίωση της. Το επιχείρημα πως στο Ντόνμπας διεξάγεται γενοκτονία, προέρχεται από ομιλίες του ίδιου του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ακόμα και εκεί όμως η γλώσσα που χρησιμοποιείται ο ίδιος ήταν πολύ διπλωματική, λέγοντας αυτολεξεί πως “η κατάσταση θυμίζει γενοκτονία”. Πρόκειται για μια διατύπωση, ιδιαίτερα προσεκτική τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και στη δημιουργία εντυπώσεων. Από τη δήλωση αυτή και μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 2022 εμφανίστηκαν εκατοντάδες ποστ που έκαναν λόγο για 14.000, 16.00 ή και 200.000 νεκρούς(!). Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η Ουκρανία παραβίασε εξακολουθητικά τη συμφωνία του Μινσκ, και ότι άσκησε ένοπλες πιέσεις προς τις αποσχισμένες περιοχές. Όμως παραμένει να αποδειχθεί διεθνώς ότι πέρα από στρατιωτικές συγκρούσεις σε τοπικό επίπεδο, και πέρα από τις επιβεβαιωμένες απωθήσεις ρωσόφωνου αγροτικού πληθυσμού προς την Ρωσία, που δεν σταμάτησαν ουσιαστικά ποτέ, διεξήχθη οργανωμένη γενοκτονία, με χιλιάδες θύματα. Αυτές τις επιχειρήσεις τις διεξάγουν τάγματα του ουκρανικού στρατού, αλλά είναι άγνωστο ποια και που ακριβώς. Είναι όμως βέβαιη υπόθεση, πως σε αυτές τις εκκαθαρίσεις συμμετείχε και το Αζόβ και το Αϊντάρ, τάγματα του ουκρανικού στρατού πλέον, με τις ιδρυτικές τους πράξεις στην ουκρανική νεοναζιστική ακροδεξιά. Είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτά τα τάγματα δρουν “ανεξέλεκτα” και η Διεθνής Αμνηστία[8] έχει συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία για τη δράση τους μέχρι το 2016, τουλάχιστον στην ενεργή φάση του πολέμου. Το τάγμα Αζόφ μαζί με το τάγμα Αϊνταρ προσπάθησαν να κερδίσουν εκλογική προβολή και συνεπώς κρατική κάλυψη με από κοινού κοινοβουλευτική παρουσία στο κόμμα “Πατριώτες της Ουκρανίας”. Η νεοναζιστική τους ιδεολογία όμως, και συνεπώς η στοχοθεσία της, ήταν τόσο μακριά από το εθνικό αφήγημα της Ουκρανίας που έλαβαν το 2019 το ποσοστό 2,15% και έμειναν εκτός βουλής. Μια απόδειξη ακόμα πως η εθνική ιδεολογία της Ουκρανίας είναι μια καθόλα τυπική τέτοια ιδεολογία, με τις αντιφάσεις της και τον εξουσιαστικό της χαρακτήρα, αλλά που απέχει πολύ από το να είναι υπεραπλουστευτικά “ναζί”.

Η ενσωμάτωση του Αζόφ στον Ουκρανικό στρατό, και η προβολή ακόμα και σε δυτικές εφημερίδες του τάγματος ως ακροδεξιού καθώς και η επακόλουθη κατακραυγή, οι εξακολουθητικές εκλογικές αποτυχίες της ακροδεξιάς στην Ουκρανία, οδήγησαν σε κάτι άλλο, πολύ πιο ενδιαφέρον και πολιτικά επικίνδυνο, που η ρητορική περί “φασιστικού κράτους” ή “φασιστικού τάγματος” υποτιμά πλήρως. Το Αζόφ μετατράπηκε σε εταιρία μισθοφορικού στρατού, με στρατιώτες με συμβόλαιο, το οποίο προς το παρόν μισθώνεται από το Ουκρανικό κράτος. Αυτή είναι η πρώτη επιβεβαιωμένη περίπτωση σε ευρωπαϊκό έδαφος μισθοφορικού στρατού που μισθώνεται από υπουργείο άμυνας, και καθώς δεν έχει προηγηθεί κάτι τέτοιο, προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και μέσα στο Ουκρανικό υπουργείο άμυνας. Η δομή του Αζόφ και η σχέση του με το ουκρανικό κράτος είναι εξίσου σημαντικές με τον ιδεολογικό του χρωματισμό. Και ενώ δεν είναι καινούριο φαινόμενο η ενσωμάτωση ακροδεξιών στο στράτευμα, η ενσωμάτωση τους ως μισθοφόρων είναι νέα, ποιοτική αναβάθμιση που επιτρέπει τόσο στους ίδιους, όσο και στο ίδιο το κράτος να κινούνται σε αμφίβολα νομικά νερά και ελεγκτικούς μηχανισμούς. Οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου, δεν έχουν φανεί ακόμα, αλλά σίγουρα, θα υπάρξουν. Είναι πιο πιθανό το Αζοφ να εξελιχθεί σε μια ακροδεξιά εταιρία μισθοφόρων, που θα είναι ουσιαστικά απεδαφικοποιημενη από το ουκρανικό κράτος και συνεπώς διαθέσιμη για μίσθωση από ανάλογους μεγάλους πελάτες, κράτη ή επιχειρηματίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι σε απάντηση όλων αυτών, που η Ρωσική ηγεσία, κινητοποίησε πέραν του τακτικού στρατού, ο οποίος δεν υστερεί σε αριθμούς, και τις παραστρατιωτικές, ανοιχτά ακραία ισλαμιστικές, ομάδες του Καντίροφ και άλλων τσετσένων ακροδεξιών, για να επιτεθούν τώρα στην Ουκρανία. Και επίσης, ίσως όχι τυχαία, ο Καντίροφ φαίνεται να συγκρούστηκε στην ανατολική Ουκρανία ακριβώς με το Τάγμα Αζόφ. Ήταν η μόνη μαζική, και νομικά επίσης ασαφής στρατιωτική οντότητα, στη ρωσική πλευρά, που μπορούσε να συναγωνιστεί το Αζόφ τόσο ιδεολογικά όσο και στρατιωτικά σε μια μορφή “υβριδικού πολέμου”.

Ως προς τη γενοκτονία όμως, το γεγονός παραμένει πως τα περιφερειακά δεδομένα δεν συνηγορούν προς κάτι τέτοιο, ούτε τα δεδομένα της Διεθνούς Αμνηστίας: λίγο καιρό πριν τον τωρινό πόλεμο, η Ρωσική ηγεσία αναγνώρισε τα προϊόντα του Ντόνμπας ως προϊόντα άνευ δασμών για τη Ρωσική Ομοσπονδία τα οποία θα μπορούσαν να εξάγονται ως “made in Russia” και τους παρέδωσε κωδικούς εισαγωγής-εξαγωγής καθώς και επενδυτικά προγράμματα από την κεντρική της τράπεζα. Σε απάντηση αυτού, ο Ζελένσκι προώθησε πολιτικές επαναδημιουργίας της “ειδικής οικονομικής ζώνης του Ντόνμπας” η οποία είχε αποτύχει μετά το 2005, προσπαθώντας να προσελκύσει κεφάλαια και επενδύσεις. Είναι αυτονόητο πως αν διεξαγόταν γενοκτονία και τόσο ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση, οποιαδήποτε συζήτηση για επενδυτική και παραγωγική δραστηριότητα στην περιοχή θα ήταν αδιανόητη. Αντιθέτως, οι προτάσεις αμφότερες δείχνουν πως στο εσωτερικό των περιοχών που έχουν αποσχισθεί, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ουκρανίας που παρέμενε υπό ουκρανικό έλεγχο, επικρατούσε μια “σχετικά σταθερή” κατάσταση στις διάφορες περιοχές, πράγμα που επέτρεπε να υπάρχει οικονομική δραστηριότητα και σχεδιασμός.

Παρ’ όλα αυτά τον γύρο του internet, και με αυτό εννοείται κυρίως τα social media του fb και του twitter, η παραδοχή πως στα ανατολικά διεξάγεται γενοκτονία από φασιστικά τάγματα με εξωτικά ονόματα, διαδόθηκε σαν αστραπή. Είναι ίσως καλύτερο, να αξιολογηθεί η κατάσταση από τις επίσημες εκτιμήσεις που έχει δώσει η Ρωσική Ομοσπονδία για την κατάσταση στα ανατολικά, οι οποίες, πριν τον πόλεμο, κατατέθηκαν στον ΟΗΕ. Σύμφωνα με αυτές λοιπόν τις εκτιμήσεις από το 2014 μέχρι το 2022 η Ρωσία επισήμως εκτιμά ότι στην ανατολική Ουκρανία, από ουκρανικά πυρά έχουν σκοτωθεί 2,6 χιλιάδες κάτοικοι ρωσικής καταγωγής. Από μαχητές και των δύο πλευρών έχουν σκοτωθεί συνολικά 10 χιλιάδες άτομα εκ των οποίων περίπου χωρισμένοι 50-50 είναι ουκρανοί στρατιώτες και ρώσοι αυτονομιστές. Όπως ήταν αναμενόμενο, ελαφρώς παραπάνω (5.650) είναι από την ρωσική πλευρά. Η συντηρητική πλειοψηφία των νεκρών, είναι την περίοδο 2014-2016 κατά την πιο ενεργή φάση του πολέμου, την υποτιθέμενη “Αντιτρομοκρατική ουκρανική επιχείρηση”, με τις απώλειες κατά το επόμενο διάστημα να πέφτουν σημαντικά. Όλοι αυτοί μαζί κάνουν περίπου τον αριθμό των 14.000 που κυκλοφόρησε στο ίντερνετ, οι οποίοι όμως περιλαμβάνουν κατοίκους και στρατό από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές (για λόγους που μου διαφεύγουν η Ρωσική πλευρά δίνει λιγότερους νεκρούς κατοίκους απ’ ότι ο ΟΗΕ, με την διαφορά να είναι μεγάλη, περίπου στα 600 άτομα). Αυτός είναι και ο λόγος που ο ΟΗΕ ενώ δέχτηκε τον ισχυρισμό της Ρωσίας περί θυμάτων, αρνήθηκε να το χαρακτηρίσει γενοκτονία. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των νεκρών σε σχέση με τη σφοδρότητα μιας σύγκρουσης, (και το πως ένας αριθμός διαδόθηκε χωρίς καμιά κριτική ανάλυση ή επιβεβαίωση, αλλά διαδόθηκε στα πλαίσια του πληροφοριακού πολέμου και έγινε πιστευτός άμεσα για συγκεκριμένους λόγους), αυτή τη στιγμή που γράφεται αυτό κείμενο (28/2/2022), με πόλεμο πλήρων διαστάσεων στην Ουκρανία, οι επίσημοι νεκροί κάτοικοι σε όλη την χώρα είναι περίπου γύρω στα 400 άτομα. Αξιόπιστες πηγές για τις απώλειες σε στρατιωτικό προσωπικό και στις δύο πλευρές, ακόμα δεν υπάρχουν.

Με τα άνω δεδομένα, και βλέποντας το πόσο απέχουν οι επίσημες πληροφορίες που τα κράτη αναγκάζονται να δώσουν στο φως τελικά, από αυτά που διακινούνται στο διαδίκτυο, θα πρέπει να επισημανθούν μερικά σημεία, τα οποία αφορούν τόσο την δυτική όσο και την ανατολική προπαγάνδα. Η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, είναι πολυπαραγοντική, και δεν επιτρέπει ξεκάθαρες αξιολογήσεις. Οι κατηγορίες περί φασιστικού κράτους για την Ουκρανία, όταν δεν θεμελιώνονται σε εξωτικές αφηγήσεις πολυπληθών φασιστικών ταγμάτων που δρουν στην βαθιά ουκρανική ανατολή, θεμελιώνεται στο γεγονός ότι απαγορεύτηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα Ουκρανίας να κατέβει στις εκλογές το 2019. Αυτές οι κατηγορίες είναι ανάλογες, -ειρωνικά- με όσους κατηγορούν την Ρωσία για φασισμό. Παρ’ όλα αυτά η απαγόρευση της συμμετοχής του Κομμουνιστικού Κόμματος στις εκλογές, πράξη αναμφίβολα αντιδημοκρατική και αντικομμουνιστική, είναι μια πράξη που έχει μακρά παράδοση και νομικό προηγούμενο σε όλες σχεδόν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Στη Ρωσία, την τελευταία δεκαετία έχουν αποκλειστεί από τις εκλογές πλήθος κομμάτων, όχι αναγκαστικά δεξιάς ή φιλελεύθερης κατεύθυνσης, αλλά και από τον χώρο της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς, συνήθως με γραφειοκρατικές δικαιολογίες. Αυτή η τακτική, που συνήθως προέρχεται από μια λογική εργαλειακής μεταχείρισης της κρατικής μηχανής από την εκάστοτε κυβέρνηση έχει τόσο λαϊκίστικα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά όσο και αυταρχικά. Ως προς αυτό, η δυτική ρητορική και προπαγάνδα είναι εντελώς υποκριτική να κατηγορεί τη Ρωσία για φασισμό ή έλλειμμα δημοκρατίας, και να επευφημεί την Ουκρανική κυβέρνηση για δημοκρατικότητα όταν, περίπου, οι δύο χώρες μεταχειρίζονται τον εκλογικό τους νόμο με ανάλογο τρόπο. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι στη Ρωσία, το κυβερνητικό μπλοκ είναι πολύ πιο συσπειρωμένο γύρω από το Κόμμα της Ενωμένης Ρωσίας, και το στρατιωτικό-επιχειρηματικό σύμπλεγμά της, ενώ στην Ουκρανία, ως χώρα μικρότερη και πιο ετερογενής πολιτικά και οικονομικά υπάρχει μια εναλλαγή κεντρώων και δεξιών κομμάτων, με παρόμοιες πολιτικές.

Αυτές οι πολιτικές, ως προς το πολιτισμικό-εθνοτικό κομμάτι, δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι συνήθως αναφέρεται για “κυνήγι των ρώσων” ή για “απαγόρευση της γλώσσας”. Αυτό το οποίο έγινε όντως, και είναι αναμφίβολα ένα βήμα στο εγχείρημα της ισχυρότερης εθνογένεσης, είναι η προτροπή τα ΜΜΕ να χρησιμοποιούν περισσότερο ουκρανικά παρά ρώσικα, ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και οι πρώτοι διανοούμενοι που μιλούν για “ένα έθνος με δύο γλώσσες”. Η ενσωμάτωση των ακροδεξιών ομάδων στον τακτικό ουκρανικό στρατό ή τα σώματα ασφαλείας, όσες δηλαδή θέλησαν να μείνουν πιστές στο κράτος, ήταν αναμενόμενη και δεν είναι πρωτοφανής. Τώρα βέβαια, έχει ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά ως προς το κράτος. Ανάλογα όμως παραδείγματα υπάρχουν στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στη Ρωσία, στην Ελλάδα και πολλές βαλκανικές χώρες. Προφανώς καμία από αυτές τις χώρες δεν χαρακτηρίστηκε “φασιστική”. Όσο για τους ακροδεξιούς εκείνους που αρνήθηκαν να δεχτούν τον ρόλο τους στα σώματα ασφαλείας και είχαν μεγαλύτερες φιλοδοξίες, τόσο στη Ρωσία, όσο και την Ουκρανία τους περίμενε η γνωστή μοίρα: φυλακή ή δικαστική εξάντληση και περιθωριοποίηση.

Για τους φίλους μας στην άλλη πλευρά

Πού μπορεί όμως τελικά να αποδοθεί το γεγονός τόσων πολλών και προβληματικών παρεξηγήσεων και παρανοήσεων; Αν δεχτούμε ότι πυρήνας της πολιτικής είναι μεταξύ άλλων και οι επιθυμίες, δεν μπορούμε να στηλιτεύσουμε όσους πίστεψαν στο αφήγημα μιας σπουδαίας αντιφασιστικής μάχης, ότι το έκαναν μόνο από οριενταλιστική ανοησία. Έτσι και αλλιώς οι άνθρωποι, όσο ορίζονται από την κοινωνία που ζουν, άλλο τόσο την υπερβαίνουν με την κριτική σκέψη και το πάθος τους πολλές φορές.

Είναι ίσως καλύτερο να πούμε, ίσως είναι πιο ακριβές πως η πλειοψηφία των ανθρώπων που πίστεψαν διάφορες εκδοχές του πληροφοριακού πολέμου, ακόμα και κάποιων φιλελεύθερων ακτιβιστών ή φανατικών αναρχικών και αντι-σταλινικών, προέρχεται από την αγωνία τους να δουν ξανά μια νέα ανατολή, έναν κόσμο που να κομίζει μια κάποια ελπίδα. Έχει γίνει κοινός τόπος στις πολιτικές αναλύσεις ότι πλέον ζούμε στον “πολυπολικό κόσμο” και όχι στον “διπολικό” του ψυχρού πολέμου με τις τακτοποιημένες αφηγήσεις και προσδοκίες. Όμως νομίζω ότι η εκτίμηση είναι εν μέρη λάθος. Ο κόσμος μας δεν είναι πολυπολικός αλλά α-πολικός. Οι μεγάλες κρατικές δυνάμεις, η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η ΕΕ δεν έχουν μια δική τους περιφέρει αυστηρά προσδιορισμένη για να μπορούν από αυτή να εφορμούν εναντίων των άλλων. Αντιθέτως είναι τόσο αλληλένδετες σε χρηματοπιστωτικό, υποδομιακό και εμπορικό επίπεδο, οι ψηφιακές τεχνολογίες κάνουν τόσο ραγδαίες και σχεδόν στιγμιαίες τις επιπτώσεις μεταξύ τους, που οι χώρες αυτές ενώ αποτελούν διακριτά κράτη, δεν αποτελούν ακριβώς διακριτές κοινωνίες. Πλέον δεν υπάρχουν ακριβώς καλοί και κακοί, ξεκάθαρες πολιτικές, αλήθειες και ψέματα, ξεκάθαροι πολιτικοί στόχοι. Πλέον πολλές ρωσίες, πολλές ουκρανίες, πολλές ελλάδες δικτυώνονται διεθνώς, εξωτερικά και εσωτερικά των κλασσικών ορίων των κρατών τους, και μπορεί να έχουν λίγη σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες κατά τα άλλα εγκατεστημένες στην ίδια κρατική διοικητική περιφέρεια. Η κοινωνία έχει τόσο αλλάξει, που η Ιστορία έχει γίνει αγνώριστη.

Σε αυτό το πλαίσιο, που πλέον ακόμα και οι μεγάλες κρατικές αφηγήσεις καταρρέουν – ποια και ποιος μπορεί πλέον να πείσει αβίαστα τη ψυχή του πως η Κίνα έχει κάποια προοπτική κομμουνιστική, οι ΗΠΑ έχουν κάποιο όραμα δημοκρατίας, ότι η Ρωσία είναι πόλος φιλεργατικης πολιτικής ή η ΕΕ είναι μια κοινότητα δικαιωμάτων και ευημερίας; – η αγωνία να πιστέψουμε σε κάτι γίνεται πραγματικός βραχνάς. Σε αυτή τη σύγκρουση, αλλά σε αυτές που έρχονται, δεν υπάρχει θέση ή επιλογή που να μας αναλογεί πέρα από την αντίσταση στη κρατική βαρβαρότητα. Όμως οι άνθρωποι που πίστεψαν σε όλη αυτή την ιστορία, με τις αλήθειες και τις υπερβολές της, σε τελική ανάλυση κινητοποιούνται από το πάθος να ορίσουν στον κόσμο ένα σκοπό, ότι οι μεγάλες αφηγήσεις, οι ξεκάθαροι, ευγενείς σκοποί είναι ακόμα κάπου εκεί έξω. Είναι το πάθος που ωθεί τους ανθρώπους να νιώσουν πως μια μεγαλύτερη υπόθεση διαδραματίζεται, πέρα από αυτούς, και πως δεν έχουν μείνει, στην δική τους γωνιά του κόσμου, τελείως μόνοι. Όχι τυχαία, είναι άνθρωποι που στις δικές τους, τοπικές κοινωνίες, είναι δραστήριοι, προοδευτικοί. Άτομα που σε γενικές γραμμές, ακόμα αγωνίζονται. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ότι αυτό είναι ψυχολογικοποίηση, αλλά τα τελευταία χρόνια έμαθαν ακόμα και στους πιο ξεροκέφαλους, την αλήθεια πως τα ψυχικά φαινόμενα έχουν θέση στην πολιτική.

Κατά ένα παράδοξο τρόπο έτσι, όλη αυτή η διαφωνία, όλη αυτή η άγνοια πολλές φορές και η απροθυμία για γνώση, είναι καλό νέο. Γιατί είναι απόδειξη πως η ελπίδα και η προσδοκία για έναν καλύτερο κόσμο, για μια επαναφορά της Ιστορίας ως παραγωγής μια καλύτερης, πιο δίκαιης κοινωνίας, παρά τα φαντάσματα τα οποία κυνηγά και στα οποία αναλώνεται, είναι μια επιθυμία που δεν έχει εκλείψει. Και ως τέτοια μπορεί πάντα να βρει τον δρόμο της ξανά, που είναι αυτός της κριτικής του παλιού, της διάσωσης του ωραίου, και της παραγωγής του νέου. Εμάς μας αναλογεί όχι η επιλογή στρατοπέδου, αλλά ακριβώς αυτά, δηλαδή η Έξοδος.

Απόσπασμα από μια ανάλυση που σπανίζει.
Ολόκληρο το κείμενο: ourbabadoesntsayfairytales