το Α’ ΜΕΡΟΣ

 το Β’ ΜΕΡΟΣ

Γ’ ΜΕΡΟΣ

του Ηλία Κ. Κολοκούρη
Υπ. Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας

 

Κ᾽ἔφερε ἡ φήμη (ἂς ἦταν μὲ τοῦ στίχου
Μοναχὰ τὴν εὐγένεια νὰ σηκώσῃ
Τοῦ θανάτου τὸν πέπλο) πὼς καταίβη

Σὲ ἄλογο ἀπάνω, στὸ καθάριο κῦμα
Καὶ πὼς τὸ ἐστόλισε μ᾽ ἀνθοὺς κι᾽ ἐκεῖνος
Πὼς μ᾽ ἀγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καὶ μπροστὰ στοῦ πελάγου τὰ ζαφείρια
Καὶ μπροστὰ στὴν ἀρίθμητην ἀνάσα
Τοῦ ἀρμυροῦ καὶ ἡλιόλουστου ἀγέρα,
Τὸ ἄλογο ἐκέντησε μπροστὰ στὸ κῦμα,
Σὰ μπρὸς σ᾽ ἐμπόδιο, π᾽ ἄλλαζε τοῦ ἀνέμου
Ἡ πλήθια πνοὴ καὶ ποὺ ὅσο ἂν ἀπλωνόταν
Συντριμμένο στὸν ἄνεμο, ὁλόρτο πάλι,
Φουσκωμένον ἀνέβαινε ὁρμῶντας.
Ἀγγελος Σικελιανὸς, Ἀπολλώνιος Θρῆνος,
Ἐφημερίδα Ἀκρόπολις, 15 Ἀπριλίου 1910

 

Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) Για τον Περικλή Γιαννόπουλο [1986, σε σχέδια του 1938-1939] χαλκογραφία, 20 Χ 27 εκ. (από τη Συλλογή Χαρακτικής Γιάννη Παπακωνσταντίνου)

Γιαννόπουλος εἶχεν ἐξαφανισθῆ ἀπὸ τῆς πρωΐας τῆς Πέμπτης ἐκ τῶν Ἀθηνῶν καὶ μόλις χθὲς κατωρθώθη νὰ πεισθοῦν οἱ οἰκείοι του ὅτι ηὐτοκτόνησε. Τὴν παρελθοῦσαν Παρασκευὴν ἀνευρέθησαν εἰς τὸ παρὰ τὴν ἀκτὴν τοῦ Σκαραμαγκᾶ φυλακεῖον τοῦ καλωδίου, τὸ ἐξ ἀδιαβρόχου ἐπανωφόριόν του καὶ δύο του ἐπιστολαί, μία πρὸς τὸν συγγενῆ του ἐπίλαρχον κ. Κρίτσαν καὶ ἄλλη πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀνεύρισκον τὰ ἐν τῷ φυλακείῳ. Δὶα τῆς πρὸς τὸν κ. Κρίτσαν ἐπιστολῆς ἀνήγγειλε ὁ Γιαννόπουλος ὅτι φεύγει “γιὰ τὸ μακρυνὸ ταξεῖδι”, καλύπτων οὕτω τὴν ἀπόφασιν τοὺ θανάτου, ἄφινε παραγγελίας διὰ τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀφίνει καὶ παρεκάλει τὸν κ. Κρίτσαν νὰ ἐπαναρρίψῃ εἰς τὴν θάλασσαν τὸ πτῶμά του, ἐὰν τυχὸν τοῦτο ἤθελεν ἐκβρασθῇ.

Αυτά εγράφησαν ανυπογράφως (ίσως και από τον Βλάση Γαβριηλίδη) στην εφημερίδα Πατρίς λίγες ημέρες μετά την 8η Απριλίου 1910 και την θεαματική έξοδο του Γιαννόπουλου καβάλα στον Πήγασο, στην θάλασσα του Σκαραμαγκά, πλησίον της αγαπημένης του Ελευσίνας. Ας σημειώσουμε πως την Μεγάλη Πέμπτη για την Ορθόδοξη Εκκλησία τελείται ο Μυστικός Δείπνος, ο Ιερός Νιπτήρ, η Προδοσία του Ιούδα αλλά και η Σύλληψη του Ιησού. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης τελείται ο Όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής, με την αναπαράσταση της Σταύρωσης. Αν, λοιπόν, ο Περικλής Γιαννόπουλος επέλεξε μυσταγωγικά να σταυρωθεί οικειοθελώς ανήμερα του Θείου Δράματος, βάφοντας ο ίδιος τα ωά του βίου του κόκκινα, φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον, στολισμένον με αττικά ία, και παραδοὺς αἷμα ἀθῷον, το ποίημα που του αφιερώνει ο Σικελιανός δεν είναι λιγότερο αινιγματικό: η φήμη έφερε πως κατέβηκε πάνω σ᾽ άλογο προς τα αγαπημένα του ύδατα του Σαρωνικού. Δεν θα μάθουμε δηλαδή ποτέ με σιγουριά πώς ετελέσθη το μυστήριον, το ύστατο αυτό πεζοτράγουδό του. Αρκετοί, προσδίδοντας ακαδημαϊκό κύρος στην μυσταγωγία, θα επικαλεστούν ῾τὴν ἔκθεση τοὺ ἰατροδικαστῆ καὶ τὴν ἔρευνα τῆς ἀστυνομίας῾ που κατέγραψε τα συμβάντα. Υπάρχουν όμως κάπου αναλυτικά αρχεία της αστυνομίας τα οποία φθάνουν έως το 1910;  Ένα σαφές ῾βλέπε βιβλιογραφία῾ αρκεί ; Ενδεχομένως και όχι.

Κλείνοντας την δημοσίευση των ερωτικών επιστολών που απέστειλε ο Περικλής Γιαννόπουλος στην Σοφία Λασκαρίδου, οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι όποια και να διαφαίνεται να ήταν η επιρροή των πραγματικών γεγονότων σε όσα έγραψε ο Χρηστομάνος στα Τρία Φιλιά, παραμένει παρακινδυνευμένη η ταύτιση της θεατρικής πλοκής με τα γεγονότα του βίου. Πειστικά ο Genette εξηγεί πως είναι αδύνατη η άμεση μίμηση ενός κειμένου αλλά και ανέφικτη, ενώ το μόνο που δύναται να γίνει είναι έμμεση μίμηση «εφαρμόζοντας την ιδιόλεκτό του σε ένα άλλο κείμενο, ιδιόλεκτο που δεν μπορούμε να το αποσπάσουμε παρά μόνο αντιμετωπίζοντας το κείμενο ως μοντέλο, δηλαδή ως γένος»[1] Μήπως λοιπόν ο Χρηστομάνος δημιουργεί ένα παστίς με βάση τον βίο του Γιαννόπουλου; Μήπως παρωδεί ή διεκτραγωδεί τον Παντοκράτορα Έρωτά του; Ο Ροδοκανάκης, ίσα για να συνεισφέρει στη σύγχυση, μετά τον θάνατο του Χρηστομάνου έδωσε συνέντευξη στην οποία ισχυρίστηκε πως ο Γιαννόπουλος ήταν παρών κατά την ανάγνωση του διηγήματος !

Το βυσσινί τριαντάφυλλο είχεν ως ήρωα έναν εύελπιν και κάποιο μεσημέρι εις το ᾽Πανελλήνιον᾽ κοντά εις τον κ. Καμπούρογλουν, τον Κατσίμπαλην, τον Χρηστομάνον και τον μακαρίτην Γιαννόπουλον διηγήθην την υπόθεσιν εις όλας τας λεπτομερείας της…[2]

Νεανική φωτογραφία του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, που έστειλε στην ξαδέρφη του Σ. Λασκαρίδου από την Βιέννη το 1884 με χειρόγραφη αφιέρωση. [Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”- Ψηφιοποίηση – Έρευνα: Δ. Παπαγεωργόπουλος]
Εν τούτοις, η ενδελεχής ανάλυση έχει αποδείξει πως “η φανταστική αυτοκτονία στο Βυσσινί Τριαντάφυλλο προηγήθηκε από την πραγματική αυτοκτονία του Γιαννόπουλου”[3] και φαίνεται να υπήρχε επιρροή του Καζαντζάκη (Όφις και Κρίνο) και στον Χρηστομάνο και στον Ροδοκανάκη. Δηλαδή μόνον εξωτερικά μπορούμε να κρίνουμε τα κοινά σημεία των αφηγημάτων με όσα ευρίσκουμε στις επιστολές του αυτόχειρος.

 

Στα Τρία Φιλιά δύο νεαρά κορίτσια, η Λιάνα και η Δόρα, είναι ερωτευμένα με τον Φαίδη (συμβολική προοικονομία του θανάτου που κλείνει το έργο και απήχηση της Πλατωνικής μελέτης θανάτου στον Φαίδωνα; ). Η Δόρα προτρέπει τον Φαίδη στο να φιλήσει τη Λιάνα, αλλά εκείνος παρά την προτροπή της Δόρας να την κορτάρει, μένει δέσμιος της αυτοκτονίας της πρώτης αγαπημένης του. Κοινά στοιχεία υπάρχουν βεβαίως στην περιγραφή του εύελπι, στο γεγονός πως η Δόρα είναι άρρωστη, όπως ήταν η Λασκαρίδου την περίοδο των επιστολών που δημοσιεύουμε. Προκειμένου να δομήσει μία τραγωδία, όμως, ο Χρηστομάνος εισάγει το τρίτο πρόσωπο στην ερωτική ιστορία του Περικλή και της Σοφίας. Βρίσκεται αυτό το τρίτο πρόσωπο στις επιστολές; Απόλυτος ταύτιση της πλοκής του θεατρικού έργου με την πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει. Οι άνθρωποι αλλοιώνονται από τον συγγραφέα προκειμένου να δημιουργήσει μία μελωδική τραγωδία, προστίθεται και η Λιάνα, όλοι γίνονται καρικατούρες των αληθινών. Μολαταύτα η ηλιοσκοπία και η στωικότητα του πρωταγωνιστή, ο χειμαρρώδης λόγος του, η αυτοκτονία της Δόρας στην αυλαία του έργου φέρνουν στον σημερινό αναγνώστη στο νου την ιστορία του επιστολογράφου και της παραλήπτριας των επιστολών που παρουσιάζουμε. Υπάρχει άλλωστε και η μελέτη που γράφει ο Γιαννόπουλος εν έτει 1904, αρκετή για να ωθήσει τον Χρηστομάνο σε εκδίκηση:

«Ο ίδιος δια μικράν λεπτομέρειαν αναξίαν λόγου προμελετά τα πάντα αναλυτικώτατα, μετά θαυμαστής διαυγείας, οξυνοίας και προσβλέπει τα πάντα μετά σοφής περινοίας και ο ίδιος διά ζητήματα καιριώτατα αλλάζει ασκεπτί, αποφασίζει απερισκεπτί και ενεργεί απνευστί.  Ο ίδιος μετά βαθείαν σκέψιν εξερχόμενος δια να ενοικιάση ένα σπίτι εις τα Πατήσια και επανερχόμενος έχει αγοράσει ένα καΐκι χωρίς να πρόκειται να πάη πουθενά.

Τον βάζεις εις ένα Παλάτι, με ωρισμένον κουτί, με ωρισμένην δουλειά, και εντός ολίγων ημερών, το Παλάτι σαλεύεται.  Αυλάρχαι, υπασπισταί, κυρίαι Τιμής, θαλαμηπόλοι,  σταυλίται, όλοι ανάστατοι χωρίς να ξέρουν διατί.  Εις κάθε δωμάτιον  απέλυσεν από ένα ζιζάνιον.  Τον βάζεις εντός του Βατικανού και εντός ολίγων ημερών οι παπάδες δαιμονίζονται, σαν να ενέσκηψε νέφος από μύγες των αλόγων, και ενώ αυτός περνά με γαληνιότητα υπνοβάτου, αι πόρτες σείονται από τα κλωτσήματα και οι καράφλες αντηχούν από τες φάππες σαν καστανιέτες.  Έρχεται εις τας φιλοπεριέργους, φιλοθορύβους, φιλοκατηγόρους Αθήνας, τας αναστατώνει ολοκλήρους.

Ελκυστικώτατος και αποκρουστικώτατος, λεπτότατος και προσβλητικώτατος, ευγενέστατος και ιταμώτατος, τολμηρότατος και απερισκεπτότατος, με μίαν δύναμιν ακατάβλητον, ενεργητικότητα άυπνον και θέλησιν ακαταπολέμητον, ένα σύμπλεγμα και γροθοκόπημα εκατόν Χρηστομάνων, και μυρίων δυνάμεων, ένας απαράμιλλος Σαρκαστής, ένας τιτάνειος εγωϊσμός συμπυκνωμένος εις αγγλικόν κονσομέ, εκρηγνυόμενος εις μεγαλοειδέστατον και τρελλοειδέστατον πυροτέχνημα.

Και δι΄εμέ είνε μόνον ο Ραψωδός της παραμυθικής Βασιλίσσης και δι΄εμέ τον μη λαμβάνοντα διόλου υπ΄όψιν την Ν. Σκηνήν τους, ήτις τίποτε δεν του παρέχει, αλλά διαρκώς τον μειώνει και τον χαλά, είνε μόνον ο Ραψωδός της παραμυθικής Βασιλίσσης και ο νοσταλγός νησιδίου του Αιγαίου, νοσταλγός ποιητικών λυγμών[4]

Ο Περικλής Γιαννόπουλος στο Πεδίον του Άρεως (;), Φωτογραφία Σοφίας [Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”]
Στα Τρία Φιλιά πρωταγωνίστησε η Μαρίκα Κοτοπούλη, και γνωρίζουμε πως οδήγησαν τον Χρηστομάνο στα δικαστήρια με τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη, επειδή κατά τον πρώτο, ο Σμυρναίος εστέτ τον μιμήθηκε γράφοντας πάνω στην ίδια ιδέα το Βυσσινί Τριαντάφυλλο (1909). Και εκεί, όπως δημοσιεύθηκε (1912) μετά θάνατον του Χρηστομάνου και συμφιλίωση των δύο, υπάρχει αυτοχειρία των δύο εραστών, του Γιώργου και της Βέρας, καθώς ιππεύουν σε ένα μαγικά μεταφυσικό Δαφνί. Στο δικαστήριο ο Παλαμάς, με σοφή επιχειρηματολογία απέδειξε ότι «κατηγορία λογοκλοπής, έστω και αν υπάρχει μίμησις ή επιρροή, δεν μπορεί να σταθή»[5] ενώ έκτοτε υποστηρίχθηκε πως και οι δύο είχαν μιμηθεί τον συγγραφέα με το όνομα Κάρμα Νιρβαμή, δηλαδή τον Καζαντζάκη, καθώς η διένεξη έληξε. Ο χαρακτήρας του επιστολογράφου μας φαίνεται πράγματι να επηρεάζει και το Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος θα μπορούσαμε να πούμε πως απεικονίζει στοιχεία του Γιαννόπουλου στον ήρωά του Ορέστη, στις Σπασμένες Ψυχές (1909-1910), τρόπον τινά παραφράζοντας την ύστατη Ἔκκλησιν πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν του 1907:

Η πρώτη σελίδα της αρχικής δημοσίευσης του μυθιστορήματος “Σπασμένες Ψυχές”, εφημερίδα Ο Νουμάς, 30 του Τρυγητή 1909, τεύχος 355

«Ο ρυθμός που κυβερνούσε τη ζωή του Ορέστη γινόταν ολοένα πιο νευρικός και αντάρτικος και πιο μουγγά θανάσιμος. Τα νεύρα του, που τά δερναν οι νύχτες με την άσπλαχνη ηδονή κ’ οι μέρες με τους αβάσταχτους λογισμούς, είχανε εξαντληθεί κι αδυνατίσει και στην παραμικρή συγκίνηση λιγοθυμούσανεε, σα νεύρα γυναίκας υστερικιάς.

Όσο διάβαζε για τις εξετάσες, τόσο ένιωθε τη θεωρία του να σαλεύει και να ραγίζει από τα θεμέλια. Ό,τι προπάντων αναστάτωνε τον Ορέστη είτανε η ανηθικότητα η βαθειά, που όσο μελετούσε, τόσο την εύρισκε και πιο κυβερνήτρα και διαφεντεύτρα της ζωής.

-Πουθενά η Ελευθερία, η Ισότητα, η Αδερφότητα, έλεγε πηγαίνοντας στους δρόμους και κυττάζοντας αυτές τις τρεις λέξες να δημοκοπούν και να φωνάζουν… παντού ακόμα το Μίσος, το γλυκό αλληλοσπάραγμα των αδερφών. Όλοι είμαστε αδερφοί: Ετεοκλήδες και Πολυνείκηδες.»[6]

Αντιστοίχως, ο Γιαννόπουλος διαπιστώνει το αδιέξοδο να δημιουργηθείΝέος Ἀρχιτεκτονικὸς Ρυθμός.[7]και την αποτυχία να υπάρξει κράτος το οποίο θα εξανθρώπιζε την οικουμένη:

Κράτος Θρησκευτικὸν Οἰκουμενικότατον -Τόλμημα Μοναδικὸν Μοναδικῆς Εὐγενείας, Ἰδανικότατα καὶ μουρλότατα ὑποστηριχθὲν αἰῶνας μὲ ἀπεριγράπτους θυσίας- τὸ ὁποῖον νὰ μὴ γνωρίζῃ Ξένους καὶ Ἐχθρούς, ἀλλὰ νὰ περιλάβῃ ὅλους τους Λαοὺς εἰς τοὺς κόλπους του, ἀπονέμον εἰς ὅλους ἀδιακρίτως τὴν Ἐλευθερίαν καὶ τὴν Δικαιοσύνην καὶ τὴν Ἰσότητα καὶ τὴν Ἀγάπην καὶ τὴν Εὐγένειαν καὶ τὸν Ἀνθρωπισμὸν καὶ τὸ Φῶς, δηλαδὴ ὅλα τὰ προαιώνια διακριτικὰ χαρακτηριστικὰ τὰ ἰδικά μας, τὰ ΕΛΛΗΝΙΚΑ.[8]

 

Η Σοφία Λασκαρίδου στο Μόναχο [Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”- Ψηφιοποίηση – Έρευνα: Δ. Παπαγεωργόπουλος]

Η Χρυσούλα των Σπασμένων Ψυχών, η ερωτευμένη με τον Ορέστη, ασθενική και αλτρουϊστική, φαίνεται πάλι να αντανακλά την ασθένεια που ταλαιπωρούσε την Λασκαρίδου εκείνα τα χρόνια και ο Ορέστης είναι αντιστοίχως παρορμητικός και μαχητικός όπως τον Γιαννόπουλο. Όμως η ασθένεια είναι κοινή θεματική στη λογοτεχνία της Ντεκαντάνς, οπότε δεν αρκεί για υποθέσει κανείς πως η Χρυσούλα απεικονίζει την Λασκαρίδου. Πράγματι η «Καινή Διαθήκη» που «αεροκυματίζων» γράφει ο Ορέστης, καθώς ρίχνεται εναντίον της Πραγματικότητας θα μπορούσε να αποτελεί μία αντανάκλαση του εξίσου δογκιχωτικού Νέου Πνεύματος του Περικλή. Αλλά και πάλι, ως αναφέραμε παραπάνω, άμεση μίμηση δεν δύναται να υπάρξει.

Ἔλα ἔλα πολύ κοντά νὰ σοῦ εἰπῶ κρυφὰ καὶ μυστικά γιὰ νὰ μὴ ἀκούσουν τὰ μαῦρα τοῦ κόσμου φεἰδια τὴν ἀνέλπιστη εὐδαιμονία.

Είναι αρκετή η διακειμενικότητα, η πιθανή διαθλασμένη απεικόνιση της πραγματικότητας προκειμένου να πούμε πως το ειδύλλιο καταγράφηκε επακριβώς και λογοτεχνικά από τους συγγραφείς της εποχής και φίλους του περιβάλλοντος των δύο ερωτευμένων; Τελικά ισχύει το τρίτο άρθρο πίστεως του Όσκαρ Ουάιλντ πως «η Ζωή μιμείται την Τέχνη πολύ περισσότερο απ’ όσο η Τέχνη μιμείται τη Ζωή» επειδή «ο ενσυνείδητος σκοπός της Ζωής είναι να βρίσκει έκφραση»[9]; Πάντως ο χαμένος σήμερα πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου με τίτλο Μια αγάπη μεγάλη, στο Συμπλήρωμα του Ημερολογίου της, φαίνεται να συνδιαλέγεται με τον πίνακα του Φελισιέν Ροπς Hommage à Pan. Με βάση τον ίδιο πίνακα που μιμείται η Λασκαρίδου, ο Γιαννόπουλος αφηγείται τη δική του παράξενη ιστορία, προσθέτοντας διακοσμητικά και μυθολογικά μέρη, όπως ανέλυσε εύστοχα η Χριστίνα Ντουνιά[10]. Οι ψυχές τους στα γράμματα είναι ενωμένες εις μίαν, όπως στο πλατωνικό Συμπόσιον οι φύσεις των ανθρώπων για τον Αριστοφάνη:

Ἐπειδὴ οὖν ἡ φύσις δίχα ἐτμήθη, ποθοῦν ἕκαστον τὸ ἥμισυ τὸ αὑτοῦ συνῄει, καὶ περιβάλλοντες τὰς χεῖρας καὶ συμπλεκόμενοι ἀλλήλοις, ἐπιθυμοῦντες συμφῦναι, ἀπέθνῃσκον ὑπὸ λιμοῦ καὶ τῆς ἄλλης ἀργίας διὰ τὸ μηδὲν ἐθέλειν χωρὶς ἀλλήλων ποιεῖν. καὶ ὁπότε τι ἀποθάνοι τῶν ἡμίσεων, τὸ δὲ λειφθείη, τὸ λειφθὲν ἄλλο ἐζήτει καὶ συνεπλέκετο, εἴτε γυναικὸς τῆς ὅλης ἐντύχοι ἡμίσει —ὃ δὴ νῦν γυναῖκα καλοῦμεν— εἴτε ἀνδρός· καὶ οὕτως ἀπώλλυντο[11].

 

O πίνακας του Félicien Rops Hommage à Pan με τον οποίο συνδιαλέγεται η εικονογράφηση της Λασκαρίδου αλλά και το πεζό του Γιαννόπουλου «Τὸ φιλὶ τοῦ σατύρου» (Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ρώπς) του 1896. Ταύτιζε το ποιητικό εγώ με τον Σάτυρο ο Π.Γ. ; Άγνωστον.

 

Η Ευγενεία της ψυχής στην οποία αναφέρεται η τελευταία επιστολή προσδίδει ένα περισσότερο μυστηριακό στοιχείο στην σχέση τους. Ποιοι είναι οι ευγενείς και ποιοι οι μη ευγενείς; Τα φαρμακερά λευκά φείδια; Οι απεικονίζοντες τον έρωτα Σοφίας – Περικλή; Τα λόγια του κόσμου; Η τελευταία επιστολή, με επαναλήψεις εν είδει επωδών και δικό της ρυθμό, θυμίζει πεζοτράγουδο. Άλλωστε έρχεται ως απάντηση σε ποίημα λευκόπτερο, που του έστειλε η Σοφία, “ηδωνικότατον και θωπευτικότατον” το οποίο δεν έχουμε. Η Ριρή εμφανίζεται και εδώ, θεμελιώνοντας τον Έρωτά των, καθώς το κάποτε καταλυπημένο του σπίτι, τώρα είναι ολόφωτο από χαρά. Εν τω μέσω του άλγους της αποστάσεως, ο Γιαννόπουλος εξομολογείται πως αναδύεται βαθμηδόν και μετά φόβου σκέφτεται πως «ένας ακόμη βαθμός και η καρδιά μου σπάει». Ποιους βαθμούς οδύνης ανέρχεται ο επιστολογράφος; Πώς σπάει μία ψυχή; Όπως στις Σπασμένες Ψυχές του Καζαντζάκη; Ποιες αλγολάγνες εμπειρίες βιώνει, καθώς υποφέρει με ηδονή για την Σοφία; Προς το παρόν η μυητική ανάγνωση των επιστολών θα μείνει εκκρεμής. Ενδεχομένως ανέρχεται βαθμίδες νεοπλατωνικές, πρόκλειες ή απουλήειες. Εκείνο που μένει προς τέρψι του αναγνώστη είναι η σαγήνη του γράφοντος.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως, ενώ το τελευταίο αυτό γράμμα βρισκόταν στο κασελάκι που διέσωσε ο συλλέκτης Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος στο Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου» μαζί με όλα τα προηγούμενα, δεν φαίνεται να το χρησιμοποίησε η Λασκαρίδου όταν έγραφε την συνέχεια του ημερολογίου της[12]. Εισακούσθη, φαίνεται, η επιθυμία του επιστολογράφου «Ούτε λέξι εις κανένα».

Αι δύο άγνωστοι ατθίδες, που ανθοστόλισαν το νεκρό Γιαννόπουλο, από την εικονογράφηση του βιβλίου της Λασκαρίδου “Μια αγάπη μεγάλη” (1960). Ο καλλιτεχνικός διάλογος με τον πίνακα του Félicien Rops Hommage à Pan παρουσιάζει ενδιαφέρον.

Πράγματι λοιπόν, διαβάζοντας τις χαμένες αυτές επιστολές, ο Παντοκράτωρ Έρως και η Αγάπη Μεγάλη τους, ελπίζουμε να επιβιώνει ή τουλάχιστον να μας εμπνέει σήμερα. Κάθε λάθος στην μεταγραφή των επιστολών βαρύνει τον επιμελητή και ευελπιστούμε να διορθωθεί σε μελλοντική έκδοση.

~ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ~

[1] Genette G. Παλίμψηστα. Η λογοτεχνία δεύτερου βαθμού. Μτφ.: Β. Πατσογιάννης. Επιμ.: Μ. Στεφανοπούλου, Λ. Τσιριμώκου. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2018. σελ. 128.

[2] Εφημερίδα Αθήναι, 8 Ιουνίου 1911, στο Σαχίνης Απόστολος (1981) Η Πεζογραφία του Αισθητισμού, Αθήνα: Εστία, σ. 416.

[3] Σαχίνης Απόστολος (1981) Η Πεζογραφία του Αισθητισμού, Αθήνα: Εστία, σ. 416

[4] Περικλής Γιαννόπουλος (1904) «Το θεατρικόν ζήτημα: – Η νέα σκηνή», εφ. Το Άστυ, 7 Αυγούστου 1904.

[5] Παύλος Νιρβάνας «Φιλολογικά Απομνημονεύματα – Κωνσταντίνος Χρηστομάνος» Νέα Ζωή Αλεξανδρείας τόμος Ζ’, 1912, σελ. 149.

[6] Νίκος Καζαντζάκης (2007) Σπασμένες Ψυχές, επιμ. Πάτροκλος Σταύρου. εισαγ. Ευάγγελος Αθανασόπουλος. Αθήνα : Εκδόσεις Καζαντζάκη, σελ. 174.

[7] Περικλής Γιαννόπουλος (1907) Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν, Αθήνα:  Ἔκδοσις Ι.Δ. Κολλάρου, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, σελ. 27.

[8] Περικλής Γιαννόπουλος (1907) Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν, Αθήνα:  Ἔκδοσις Ι.Δ. Κολλάρου, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, σελ. 33.

[9] Ουάιλντ Όσκαρ (1988) Η παρακμή του ψεύδους – δοκίμια Α’ μτφρ. Φώντας Κονδύλης. Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 65.

[10] Χριστίνα Ντουνιά (2016) «Λογοτεχνία και ζωγραφική: η συνάντηση του Περικλή Γιαννόπουλου με τον Φελισιέν Ροπς». Στον τόμο: Ζητήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας- Μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. ΑΠΘ – Τμήμα Φιλολογίας. Θεσσαλονίκη. σελ. 749 – 760.

[11] Πλάτωνος Συμπόσιον 191a-191b «Μετά την διχοτόμησιν λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο του ήμισυ και επήγαιναν μαζί. Ετύλιγαν τότε τα χέρια των ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφικταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθον να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατον από την πείναν και γενικώς από την ανικανότητα προς οιανδήποτε ενέργειαν… Οσάκις δε το ένα ήμισυ απέθνησκε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενεν, εζητούσεν ένα άλλο ν’ αγκαλιάση, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήτο (αυτό που ονομάζομεν σήμερον γυναίκα) είτε άνδρας—αυτό που εύρισκεν εμπρός του» στην μετάφραση του ιδανικού αυτόχειρος Συκουτρή. Πλάτων (1970). Συμπόσιον. Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ιωάννου Συκουτρή. 12η Έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 84-86.

[12] Σοφία Λασκαρίδου (1960) Από το ημερολόγιό μου: Συμπλήρωμα: Μια αγάπη μεγάλη. Αθήναι.

 

Το πρώτο φύλλο της έβδομης επιστολής
Το πρώτο φύλλο της έβδομης επιστολής

.

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΒΔΟΜΗ

(είκοσι φύλλα, γραμμένα recto)

Ἀθῆναι

Οὔτε λέξι εἰς κανένα.

Σοφία μου,

Λατρευτή μου Σοφία, τὸ ποίημά σου μὲ τὰ λευκὰ του πτερά μοῦ θωπεύει τὴν ψυχὴ ἡδονικώτατα.

Πιστεύεις ἔπειτα ἀπὸ τὸ τελευταίο μου γράμμα ὅτι τὸ ποίημα σου τὸ ὡραιότατο εὑρῆκε τὴν ψυχή μου στὴν πειὸ ἀνέλπιστη καὶ ἀφάνταστη χαρὰ;

Σοφία μου, λατρευτή μου Σοφία, ἡ ψυχὴ μου κὶ ἡ καρδιά μου τρέμει, τρέμει ἀπὸ χαρὰ ἀφάνταστη καὶ τὰ μάτια μου χύνουν δάκρυα χαρᾶς ἀνέλπιστα.

Γιατὶ μαζὺ μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα ποῦ μου καμες εἶνε καὶ τὰ δάκρυα ματιῶν ποῦ δὲν ἔκλαυσαν ποτὲ οὔτε στὸν πόνο οὔτε στὴ χαρά.

Ἔλα ἔλα πολύ κοντά νὰ σοῦ εἰπῶ κρυφὰ καὶ μυστικά γιὰ νὰ μὴ ἀκούσουν τὰ μαῦρα τοῦ κόσμου φεἰδια τὴν ἀνέλπιστη εὐδαιμονία.

Φαντάσου ὅτι περνοῦσα ἡμέρες σκοτεινοτάτης ἀπελπισίας, ἡμέρες πόνου ἀνεφίκτου ποῦ θὰ ἔσπαζαν τὴν καρδιά μου ἂν δὲν ἦτο γιὰ σένα. Ὤ! Ἤμουν στὴν κόλασι. Γιατί ἔλεγα:

Διατὶ ἡ κατάλευκη καὶ ἀλύπητη ψυχή τῆς Σοφία νὰ δεθῇ μὲ τὴ δική μου ποῦ πλέει μέσα στὰ βάσανα καὶ τὶς λύπες; Πῶς θὰ κάμω ἐγὼ γιὰ νὰ πλέξω τὰ διαμαντένια στεφάνια τὰ ὁλόφωτα καὶ ἀλύπητα στεφάνια ποῦ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν ὡραιοτάτη της ψυχὴ; Καὶ ὁ πόνος καὶ ἡ πίκρα μὲ ἔριχνε στὰ τάρταρα μέσα σὲ μαύρη καὶ καφτὴ πίσα. Καὶ τὰ χέρια μου ἔπεφταν νεκρὰ βλέποντας τὴν ψυχή μου ἄδεια καὶ μαύρη χωρὶς κανένα ἄνθος ἄξιο γιὰ σένα.

Καὶ δὲν ἤσουν κοντά μου γιὰ νὰ περάσῃς τὸ χέρι σου ἀπὸ τὰ μαλλιά μου καὶ ξυπνήσεις καὶ γεννήσης χιλιάδες τὰ ἄνθη.

Καὶ δὲν ἤσουν κοντά μου γιὰ ν᾽ ἀναιβάσῃς μὲ τὴ μαγική σου θωπεία τὴν ψυχή μου στὰ οὐράνια.

Καὶ σ᾽αγαποῦσα μὲ μανία καὶ πονοῦσα ὤ πονοῦσα ἀφάνταστα.

Μὰ νὰ ποῦ αἰφνήδια ἐκτύπησε ἡ πόρτα μὲ δύναμι παράξενα. Ἐκτύπησε μὲ δύναμι καὶ μὲ χαρὰ αἰφνήδια. ὤ! Πῶς ἐρίγησε ἡ καρδιά μου καὶ ἔτρεμε τὸ παληὸ σπῆτι ἀπὸ φόβο ! Ἡ Τύχη Σοφία ἦλθε καὶ κτύπησε στὴν πόρτα μας !

Κλαίω γιατί αἰσθάνομαι τοὺς παλμούς τῆς τῆς χρυσῆς σου καρδιᾶς, τὰ δικά σου τὰ δάκρυα Σοφία μου καὶ εἶμαι κοντά σου καὶ τὰ φιλῶ καὶ τὰ πίνω τὰ διαμαντένια δάκρυα τῆς ὡραίας σου ψυχῆς.

Ἔλα κοντά Σοφία μου κοντά κοντά στὰ χείλια μου γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουν τὰ μαῦρα τοῦ κόσμου φείδια.

Στὸ δυνατὸ τῆς Τύχης κτύπημα τρέμοντας ἡ πόρτα ἄνοιξε μόνη της. Κι ἀνέβηκε ἡ Τύχη μὲ γεμάτη τὴν ἀγκαλιὰ ἀπὸ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ καλὰ κὰ ἐγέμισε τὸ παληό μας σπῆτι φῶς κι ἐγέμισε τὸ παληό μας σπῆτι χαρά.

Καὶ ἐγώ εἶπα μόλις τὴν εἶδα ἔτσι καταφορτωμένη: Τυφλή, τὸ ξέρω ὅτι ἡ Σοφία μου σὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ σὲ ἔφερε στὴν πόρτα μας. Ναι λατρευτὴ μου Σοφία οἱ θεοί καὶ αἱ δυνάμεις τοῦ κόσμου μόνο τὶς ἀδολες καὶ ἄσπιλες, μόνο τὶς παρθενικὲς καὶ ὡραῖες ψυχὲς ἀγαπᾶνε κι᾽ ἀκοῦνε. Τὰ κεράκια ποῦ ἄναβες τὰ εἶδε ὁ Θεὸς καὶ συμπάθησε στὴ μεγάλη σου καρδιά, καὶ γιὰ νὰ σὲ εὐχαριστήσῃ ἀκόμη γιατὶ τοῦ δωκες ἄσπιλη καὶ παρθενικὴ πάλη ἄλλη μία ψυχή – τὴ δική μου μὲ τὸ φῶς τῆς ἀγάπης σου, γιὰ χάρι σου ἔστειλλε σὲ μένα πεν τὴν πειὸ μεγάλη τὴν πειὸ ἀνέλπιστη εὐτυχία.

ὤ! Δὲν εἶνε γιά μένα. Ἐμένα μοῦ ἔδωκε ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος τὸν κόσμο ὁλόκληρο – τὴ Σοφία μου.

Ἡ Τυφλή ἔφερε μὲ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ καλὰ μὲ δῶρα ἡγεμονικά τὴν εὐδαιμονία τῆς Ἐυγενείας.

Ἡ ἀδελφή μας, ἡ χρυσή μας μητέρα εἶνε εὐδαίμων τὴν ὥρα ποῦ διαβάζεις αὐτὲς τὲς γραμμές. Ἡ ἡρωϊκή ψυχή, ἡ εὐγενεστάτη καρδιὰ μὲ τὴν ὑπεράνθρωπη ἀφοσίωσι ποῦ ἔκλαιε γιὰ μᾶς χρόνια τώρα εἶνε εὐδαίμων. Τίποτε τίποτε δὲν ξέχασε ἡ Τυφλή.

Φαντάζεσαι τώρα τὶ αἰσθάνεται ἡ ψυχή μου.

Ἔλα Σοφία μου κοντά μου νὰ κλαύσω στὴν ἀγκαλιά σου, νὰ σοῦ φιλήσω τὰ χέρια. Γιατί θέλω τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς νὰ πέσουν στὴ δική σου ἀγκαλιά νὰ στὴ γεμίσουν λουλούδια, λουλούδια ἄπειρα εὐγνωμοσύνης. Γιατί ἡ ψυχή μου πιστεύει ἀκλόνητα ὅτι ἡ Σοφία μου ἐπῆρε τὴν Τυφλὴ καὶ τὴν ἔφερε στὴν πόρτα μας.

Στὸ μικρὸ ναὸ ποῦ μυρίζουν ἡ μυρτιὲς χωρὶς λιβάνι τρέξε Σοφία μου αὔριο πρωΐ καὶ ἄναψε τὰ δυὸ κεράκια καὶ εὐχαρίστησε ὅλας τὰς ἀγνώστους Δυνάμεις ποῦ θέλει ὁ Νοῦς μας ματαίως νὰ ἐννοήσῃ, ποῦ αἰσθάνεται ἡ ψυχή μας. Εὐχαρίστησε Σοφία μου τὸ θεὸ ποῦ ἄκουσε τὴν ἐρωτεμένη [μου] σου προσευχή. Θὰ πάω καὶ ἐγὼ ἐκεῖ ψηλά στὸ Ναὸ τῆς Ἀπτέρου, ἐκεῖ ποῦ μὲ τὴ μουσικὴ τῆς ψυχῆς μας ἀνέβηκε ὁ ὄρκος τῆς ἀγνότητος καὶ τῆς τελειότητος, ὁ ὄρκος τοῦ ἔρωτος τοῦ ὑπερκοσμίου. Καὶ θὰ εἶσαι κοντά ὅταν θὰ λέγω μὲ δάκρυα ποιήματα ποῦ θ᾽ἀνεβαίνουν ὁλόφωτα στὸ Ἄπειρο γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὰς ἀγνώστους δυνάμεις ποῦ μου στέλλουν τὴν δύναμι νὰ κάμω περισσότερο τὸ Καλὸ στὸν κόσμο, περισσότερο καλὸ στὴ Σοφία μου, καὶ θὰ εἶμαι κοντά σου καὶ θ᾽ἀκούω τὸ ὡραῖο σου ποίημα ποῦ θὰ ἀγκαλιάσῃ  τὸ δικό μου γιὰ νὰ ταξιδεύσουν μαζύ πρὸς τὸ Θεό.

Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ γράψω τίποτε, μὴ φανῇ διόλου ὅτι ὑποθέτεις τίποτε εἰς τὰ γράμματά σου πρὸς τὴ Ριρῆ. Θέλω ἐπάνω στὰ χείλη Σου νὰ ῥεύσῃ ἡ πρώτη μου εὐδαιμονία. Ἀλλὰ γνώριζε τώρα ὅτι τὸ λυπημένο μας σπῆτι θὰ τὸ εὕρῃς κατάφωτο ἀπὸ χαρά, ὅτι ἡ ἀγαπημένη σου Ριρῆ θὰ γίνῃ τὸ ὡραῖο πρᾶγμα ποῦ τῆς ἀξίζει· τὸ δυνατὸ χέρι ποῦ πῆρε τὴν Ἐυγενεία στηρίζει μ᾽αυτὸ στερεά καὶ ὡραῖα καὶ τῆς Ριρῆς τὴν ζωή. Ἡ σκέψις διὰ τὸ μέλλον τῶν φιλτάτων μου οὔτων τὸ ὁποῖον μὲ ἐβάρυνε σὰν ἔγκλημα εἶνε διὰ παντὸς ἐξησφαλισμένον. Δυνατώτατο καὶ πανάγαθο χέρι ἐπῆρε τὴ ζωὴ τους ἀπὸ τὰ ἀδύνατα χέρια μου καὶ ἐστήριξε τὸ ἀνεμόδαρτο σπῆτι μας στὸν κόσμο.

Ἀκόμη δὲν δύναμαι νὰ σκεφθῶ τὶ ἀλλάζει στὴ δική μου τὴ ζωή· ἀλλὰ μέσα εἰς τὸ σκότος ποῦ μὲ ἀπήλπιζε ἤνοιξε γιὰ μένα αἰφνίδια μια θύρα φωτεινή. Τὸν Νοῦ μου δὲν πιέζει πλέον τίποτε, αἰσθάνομαι ἐπάνω ἀπὸ τὴ ζωή μου φῶς φαιδρότατον. Αἰσθάνομαι ὅτι ὅταν θὰ συναντηθοῦμε θὰ σὲ σφίξω στὴν ἀγκαλιά μου μὲ τὴν αἴσθησι ὅτι βρίσκομαι αἰφνήδια στὴ μέση τοῦ ὑψηλοτάτου βουνοῦ, ὅτι εἶμαι πλησιέστερα ὅτι δύναμαι νὰ βλέπω τὸ μέλλον μὲ ἐλπίδα ! ὅτι δύναμαι νὰ σὲ βλέπω χωρὶς ντροπή ὅτι δύνασαι νὰ μὲ ἀγαπᾶς χωρὶς να ντρέπεσαι τὸν κόσμο.

ἀδύνατον ἀκόμη νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν εὐδαιμονία τῆς ἀδελφῆς μου, ἀδύνατον νὰ σκεφθῶ γιὰ μένα. Ἀλλὰ ξέρω – καὶ ἡ καρδιά μου πάλλει τρελλὰ – ὅτι τὸν χειμῶνα ποῦ θὰ εἴμεθα μόνοι μὲ τὴ Ριρῆ, μὲ τὴ χαρά καὶ τὴν ἀνακούφισι καὶ τὴν ἐλπίδα, θὰ περάσουμε γλυκύτατες ὧρες λατρεύοντας τὴ Σοφία. Ἡ Σοφία μας θὰ εἶνε μαζύ μας πειὸ πολύ πειὸ δική μας καὶ θὰ ὑφαίνουμε μαζύ τὸ ποίημα τῆς ζωῆς μας.

Μὴ φοβᾶσαι τὰ φαρμακερὰ φείδια τὰ φαρμακερὰ λόγια, μὴ φοβᾶσαι τίποτα στὴ ζωή. Τὸ ἀδύνατο σὲ ἄλλα χέρι μου εἶνε δυνατότατο καὶ σιδερένιο γιὰ τὸ μαῦρο ποῦ θὰ λθη κοντά σου. Κανένα μαῦρο πρᾶγμα δὲν θὰ ρθη πειά κοντά σου. Καὶ τὰ πικρὰ κάποτε λόγια ποῦ ἦλθαν κι ἀπὸ μένα τί ἄλλο ἤτανε Σοφία μου λατρευτή παρὰ γιὰ νὰ σὲ φυλάξουν ἀπὸ τὰ φαρμακερὰ τοῦ κόσμου φείδια ;

ὤ!  Τὰ φαρμακερὰ φείδια ποῦ ντύνουνται ὁλόλευκα πώς τὰ βλέπω καὶ τὰ ξέρω καὶ πόσο εἶνε μυριάδες στὸν κόσμο καὶ κυνηγοῦνε κάθε καλό. Γι᾽ αὐτὸ Σοφία μου ἄκου μὲ ἀφοσίωσι καὶ ἀγάπη τὰ λόγια ποῦ θὰ σὲ φυλοῦνε ἀπὸ τὰ ὁλόλευκα φείδια· ἀκούμπησε τὴν ψυχὴ σου μὲ πίστι τελεία στὸν Ἔρωτά μου καὶ ἀναπαύου γλυκύτατα.

Ποτὲ δὲ θὰ ξεχασθῇ καὶ θὰ φυλάῃ ἄγρυπνα τὴ ζωὴ σου.

ἀλλὰ γιατὶ Σοφία μου μιλᾶς γιὰ τελειωμένη ἀγάπη; Τὶ ρωτᾶς τοὺς ἀνθρώπους γι᾽ αὐτά ; Δὲν ἀφήκαμε γιὰ πάντα τὴ γῆ ; Δὲν αἰσθάνεσαι ὅτι ἀνεβαίνουμε ἀνεβαίνουμε κάθε [περι] στιγμή ; Γιατὶ ῥωτᾶς ἂν θὰ κρατηθῇ ἡ ἀγάπη μας; Γιατὶ ῥωτᾶς ἂν θὰ εἶνε κατάλευκη; Δὲν εἶνε ἡ μανία μου ποῦ λέγω μέχρις ἐνοχλήσεως ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή ; Ὅταν ἡμεῖς εἴμεθα κατάλευκοι τὶ ἄλλο χρῶμα μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἡ ἀγάπη μας;

Μόνο ἀπ᾽ αὐτὸ ἐξαρτᾶται Σοφία μου ὄχι μόνο νὰ εἶνε κατάλευκη ἀλλὰ καὶ νὰ μεγαλώνῃ αἰωνίως καὶ γι᾽ αὐτὸ θέλω καὶ οἱ δυό μας νὰ εἴμεθα κατάλευκοι. Καὶ ἐπειδὴ θέλω ποτὲ λόγος μαῦρος νὰ μὴ θίξῃ ποτὲ τὴν ψυχὴ μας, γι᾽αὐτὸ θέλω κι ὁ πειό κακὸς ἄνθρωπος νὰ μὴ μπορῇ νὰ βρῇ τίποτε σὲ μᾶς ποῦ νὰ μοιάζῃ μὲ μαῦρο. Κι ἐπειδὴ θέλω ποτὲ τιποτένια καὶ ἀνάξια λόγια νὰ μὴ διακόπτουν τὴν ὑπεργήϊνη [μονο] συμφωνία τῆς ψυχῆς μας γι᾽ αὐτὸ θέλω νὰ μᾶς βλέπῃ ὁ κόσμος καὶ νὰ καταλαβαίνῃ ὅτι ζοῦμε ἄλλη ζωή.

Ἀλλὰ πῶς νὰ σοῦ μιλήσω Σοφία μου μὲ τόσον πόνο ποῦ εἶχα, μὲ τόση συγκίνησι ποῦ ἔχω, μὲ τόση μανία ποῦ ποθῶ νὰ σὲ ἰδῶ κοντά μου; Πρέπει νὰ βρεθοῦμε ὧρες ὧρες πολλὲς μαζὺ γιὰ νὰ μπορέσουμε ἴσως – καμμιὰ στιγμὴ νὰ μιλήσουμε – Πῶς νὰ σκεφθῶ καὶ νὰ μιλήσω ἀφοῦ μῆνες τώρα δὲν γνωρίζω ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀκροτάτη ὁδύνη καὶ τὴν ὑψίστη εὐδαιμονία ;

Ἀλλὰ συ Σοφία μου δὲν μοῦ λὲς τοὺς πόνους σου ἡμέρες ἡμέρες πολλὲς τώρα αἰσθάνομαι ὅτι κάτι ἔχεις ὅτι κάτι σοῦ συμβαίνει καὶ μοῦ τὸ κρύβεις. Τὸ αἰσθάνομαι σὲ κάθε σου γραμμὴ ὅτι γιὰ κάτι πονεῖς περισσότερο. Ἔλα νὰ αἰσθανθῶ μαζύ σου τὴ μεγάλη μου χαρὰ, ἔλα νὰ σταματήσουμε γιὰ λίγο τὸν ἀφάνταστο πόνο τόσο μακρινοῦ χωρισμοῦ !

Καὶ δὲν λὲς ἂν θὰ λθης κἂν ! Ἔλα ἔλα ἀφεύκτως γιὰ μιὰ στιγμή. – Μέσα στὴν πειὸ ἀφάνταστη χαρὰ οὔτε μιὰ στιγμὴ ὁ νοῦς μου δὲν ἔπαυσε νὰ σκέπτεται σένα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ ἧλθα ἐδῶ οὔτε μιὰ μέρα δὲ βγῆκα ἀπὸ τὸ σπῆτι. – Καὶ τὰ πτερά τῆς ψυχῆς μου εἶνε διπλωμένα καὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη ν᾽ ἁπλωθοῦν. – Ὤ! Πῶς περιμένω νὰ πᾶμε μαζύ στὴ φύσι πῶς θ᾽ ἁπλωθοῦν καὶ θὰ κτυπήσουν τὰ φτερά μου μόλις σὲ ἰδῶ κοντά μου !

Σοῦ ἔλεγα πῶς θὰ σοῦ γράφω γιὰ νὰ παρηγορῶ τὴ μοναξιά σου. Καὶ νὰ ποῦ ἐγώ μένω ἄφωνος καὶ σὺ μοῦ στέλλεις ποιήματα ποῦ μὲ μαγεύουν. Καὶ νὰ ποὺ ἐγὼ εἶμαι πειὸ μόνος χωρὶς τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν ὄρεξι τῆς φύσεως καὶ περιμένω ἀπὸ σένα λόγια ἐνθαρρύνσεως. – Εἶχα αἰσθανθεῖ τὴν ὑψίστην ὁδύνην στὴ ζωή μου. Καὶ ἔλεγα: ἕνας βαθμὸς ἀκόμη καὶ ἡ καρδιά μου σπάει. Καὶ νὰ ποῦ τώρα πονῶ πονῶ μυριοπλάσια ὅταν δὲν σὲ βλέπω – καὶ ὅμως ὑποφέρω μὲ ἡδονὴ γιατί λέω: Πονῶ γιὰ τὴ Σοφία μου.

Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη σου μὲ βλέπει τέλειον καὶ σὲ γελᾶ ἡ ἀγάπη σου. Θὰ ἤθελα νὰ ἀπαιτῇς νὰ γίνω ὅπως ἡ ποίησις τῆς ψυχῆς σου/μου φαντάζεται ὡραιότερα. Ἡ ἀγάπη μου θὰ εἶχε τὴ δύναμι καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸ νὰ κάμῃ τὰ ἀδύνατα δυνατᾶ.

Συγχώρησε τὸ γράψιμό ποῦ θὰ σοῦ δίνῃ πολύ κόπο διότι τὸ χὲρι μου χορεύει.

Βλέπεις ὅτι τὰ ποιήματά σου μ᾽ ἀρέσουν τόσο πολὺ ὥστε σοῦ γράφω κι ἐγὼ χωρὶς νὰ θέλω μὲ τὴν ἴδια γλῶσσα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ; Ὤ! Πῶς ξέρω τοὺς ἄπειρους θησαυροὺς ποῦ κρύβει ἡ ψυχή σου ! Καὶ γι᾽ αὐτὸ θέλω νὰ σοῦ φανερωθοῦν οἱ μεγάλοι θησαυροὶ νὰ λάμψουν στὰ μάτια ὅλων.

Σοφία μου ἀγάπα με ἀγάπα με πολύ πάρα πολὺ· ἀδύνατο νὰ φαντασθῇς πόσο μεγαλώνει ἡ ἀγάπη μου κάθε στιγμὴ ποῦ περνᾶ.

Καὶ μὴ κουράζεσαι ὑπερβολικὰ μὴ μαραίνῃς τὸ ἄνθος τῆς νεότητος μὲ ὑπερβολικὴ κόπωσι ἢ λύπη· φύλαξε τὸ ἄνθος τὸ πολυτιμώτατον τῆς νεότητος ἁβρότατα· ξεύρεις πόσον καιρὸ ἤθελα τώρα νὰ σοῦ πῶ ὅτι κουράζεσαι πάρα πολύ; Εἶσαι γενναία, ἀλλὰ μὴ κάμνεις κατάχρησιν.

Ἔλα Σοφία μου δὸς μου τὰ χείλη σου γιὰ μυριάδες μυριάδων θερμότατα πύρινα φιλιά. Ἔλα δὸς μου τὰ μάτια σου γιὰ ἀβρότατα φιλιά.

Περικλῆς Γ.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος με τη Σοφία Λασκαρίδου, Βαρκάδα στον Σαρωνικό. Ποιος τους φωτογράφισε; [Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”- Ψηφιοποίηση – Έρευνα: Δ. Παπαγεωργόπουλος]
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Ηλίας Κολοκούρης είναι Υπ.Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας και μαθαίνει ελληνικά από ξένους. Η τρέχουσα έρευνά του και διατριβή έχει τίτλο Αντανακλάσεις της αρχαιότητας στην πεζογραφία του νεοελληνικού Αισθητισμού (1890-1910). Όσκαρ Ουάιλντ Γυναίκες του Ομήρου- Ελληνισμός (εισαγωγή-μετάφραση) εκδόσεις Καστανιώτη, 2021. Modern Greek For Classicists & Greco Moderno Per Antichisti εκδόσεις Paideia, 2020. Προσπαθεί να μειώσει ταχύτητα στο www.slowgreek.com.