Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος, του Ευστράτιου Σαρρή αποτελεί ένα έργο νεοφανές, μελετημένο από τα σπάργανα, όχι μιας τιθέμενης τάξης, αλλά μιας πηγαίας παράδοσης που διαφεύγει του συμβατικού χρόνου όπως τον βιώνουμε συλλογικά με τα πεπερασμένα πάθη της δικιάς μας καθημερινότητας.

Ο Σαρρής, έχοντας κατανοήσει τον ρόλο του, είναι στρατευμένος της άποψης πως η τέχνη αποτελεί παρηγοριά στην θνητότητα και τα τετριμμένα. Μοναχή Ελπίδα του το Κάλλος, η ομορφιά, και ως οδηγός μονάχα η γλώσσα του όπως αυτός τη διάλεξε και την έπλασε, με τα κομμάτια της, διάσπαρτα, σαν πολύτιμα θραύσματα του χρόνου των ανθρώπων.

Η ανθρωπογεωγραφία του έργου του εντάσσεται στην οικουμενικότητα της Ρώμης και την ανθρωπιά και ουσία του Ελληνισμού, που το κοινό πνεύμα εκλαμβάνει ως το πιο προσιτό Βυζαντινό στοιχείο. Η Ρώμη άλλωστε δύσκολα γίνεται προσιτή, αλλά οι χαρακτήρες του Σαρρή είναι οι καθημερινοί άνθρωποι που βίωσαν τη ζωή ως λέξεις και χοροί. Οι φωνές του Σαρρή ζουν, μάχονται, και ερωτεύονται, δεχόμενοι τες ομορφιές των θνητών πραγμάτων ως το τέλος των.

Η τέχνη για το κάλλος αποτελεί ζήτημα των ανθρώπων που αδυνατούν να κατανοήσουν την συνύπαρξη με τη συμβατικότητα, και ενδύονται μιας ιδίας στάσης. Το έργο του δεν αποτελεί έργο παράδοσης, η οποία έχει τάχα αποδομηθεί από τους πολεμίους της, αλλά αποτελεί μια νέα δροσιά-ανάσα στο μυσταγωγικό ταξίδι προς την εύρεση της αλήθειας. Ο ίδιος αποτελεί με το έργο του μια άλλη μορφή, ως άλλη λέξη (ηθοποιός), έναν επαναστάτη του λόγου. Περιφρονεί την εύκολη λύση της προκλητικότητας και της εύρεσης της σπάνιας λέξης, μιας και η γλώσσα του είναι η απλή των ανθρώπων, που μετέχουν με τον δικό του τρόπο στην οικουμενικότητα της γλώσσας του. Ο Σαρρής, απροσδόκητα, εγείρει με την αστείρευτη πηγή της γλώσσας του τον χορό να μετάσχει με τις λέξεις του στην πανανθρώπινη μυσταγωγία της εύρεσης της αλήθειας μέσω του Κάλλους.

Ο Ευστράτιος Σαρρής γεννήθηκε το 1973 στη Θεσσαλονίκη και κατοικεί στην Ιωνία Θεσσαλονίκης. Είναι συνεργάτης στα περιοδικά «Φανταστική Λογοτεχνία» και «Νόημα». Το 2021 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίου, μια επιλογή ποιημάτων, με τον τίτλο «Η τέχνη για το κάλλος», εκδόσεις Θεοδόση Αγγ. Παπαδημητρόπουλου. Περισσότερα εδώ.

.

Ακολουθούν οι απαντήσεις του Σαρρή σε συνεργάτη του ΑΣΣΟΔΥΟ

.

Σε γνώρισα από τα ποιήματά σου και τις μεταφράσεις του Λάβκραφτ, τα οποία βρήκα περιδιαβαίνοντας το ίντερνετ (στο https://saritori.blogspot.com/ και αλλού). Σήμερα όλοι μπορούν να εκδοθούν μέσω της αυτοέκδοσης. Υπήρχε κάποια στάση σου στο να μην είσαι τόσο ενεργός στα έντυπα; Πώς πήρες την απόφαση να εκδόσεις τα ποιήματά σου;

Θεωρῶ πὼς τὸ πρῶτο μέλημα τοῦ ποιητῆ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔργο καὶ ὄχι ἡ ἔκδοσί του, ἀληθῶς δὲν ὑπάρχει λόγος βιασύνης. Νὰ χτίσῃ δηλαδὴ τὸ ποιητικό του σχέδιο, τὸ γλωσσικό του ὕφος, τὴν ἐν γένει τεχνική του, νὰ διαμορφώσῃ τὴν ποιητική του προσωπικότητα ἔτσι ὥστε νὰ καταθέσῃ μιὰν ὁλοκληρωμένη καὶ συγκροτημένη πρότασι μὲ ταυτότητα ἐνώπιον τοῦ κοινοῦ. Στὸν καιρό μας ὑπῆρξε ἡ δυνατότητα μέσῳ τῶν ἱστολογίων νὰ παρουσιάζωνται ἐντὸς μικρῶν κύκλων ἐργασίες, ὄχι ἀπαραιτήτως ὁριστικές, νὰ δημιουργοῦνται γνωριμίες καὶ φιλίες καὶ νὰ ὑπάρχῃ ἀλληλεπίδρασι μεταξὺ τῶν γραφόντων, πράγματα ἐξαιρετικῶς σημαντικά. Μὲ παρόμοιο τρόπο κινήθηκα κι’ ἐγώ, δημιούργησα φιλίες μὲ ἄλλους ποιητές, μίλησα πολὺ γιὰ ποίησι, ἄρχισα νὰ μαθαίνω τὸ ποιητικὸ τοπίο τῆς χώρας, καὶ πειραματίστηκα  ἀρκούντως μὲ τὴν τυπογραφία.

Ἔπειτα ἦρθε τὸ ἑπόμενο βῆμα, πάλι μέσα ἀπὸ τἰς δυνατὲς φιλίες μὲ ἱστολόγους, ἡ συνεργασία μὲ ἔντυπα πλέον περιοδικά. Ἐφ’ ὅσον ἕνας ὄχι μικρὸς ἀριθμὸς ποιημάτων καὶ μεταφράσεών μου τυπώθηκε δὲν ἔνιωθα κάποιαν ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ τυπώσω τὸ δικό μου βιβλίο, ἰδιαιτέρως δὲ ποὺ εἶμαι λάτρης τῶν συνεργασιῶν καὶ τῶν ὁμαδικῶν παρουσιάσεων. Ἐπιθυμοῦσα ὅμως ὅταν συμβῇ αὐτὸ νὰ γίνῃ μιὰ ἀξιόλογη καὶ καλαίσθητη ἐργασία. Τὸν νῦν ἐκδότη γνώριζα ἤδη ὡς φίλο ποιητὴ καὶ ἐνίοτε συζητούσαμε περὶ τὴν ποίησι ὅταν μοῦ πρότεινε νὰ τυπώσῃ μία ἐπιλογὴ ποιημάτων μου. Καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν μία εἶχα δεῖ τὴν κομψὴ καὶ ποιοτικὴ δουλειά του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔνιωθα πὼς κατεῖχα ἔργο στὸ ἐπίπεδο ποὺ τὸ ἤθελα, δέχτηκα μετὰ χαρᾶς. Ἂν δὲν μοῦ εἶχε γίνει κάποια πρότασι ἴσως ἀργότερα νὰ προχωροῦσα καὶ σὲ αὐτοέκδοσι, τοῦτο ἀποτελεῖ προσωπικὴ ἐπιλογὴ ἑκάστου συγγραφέως.

Καταλήγοντας νὰ πῶ ὅτι ὑπῆρξαν πολλοὶ ποιητές, διάσημοι ἀκόμη καὶ στὴν ἐποχή τους, οἱ ὁποῖοι δὲν τύπωσαν δική τους συλλογὴ ἢ τύπωσαν μόνον μία καὶ προτίμησαν νὰ ἀπευθύνωνται στοὺς ἀναγνῶστες μέσῳ ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν. Καὶ θὰ ἐπαναλάβω, ἡ οὐσία εἶναι τὸ ἔργο, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κυρίως θὰ φτάνῃ στοὺς ἐνδιαφερομένους ἀναγνῶστες ἂς ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸν δημιουργό του, κατὰ πῶς ἐπιθυμεῖ.

Τι σε επηρέασε στα διαβάσματά σου από μικρό;

Τὰ διαβάσματά μου τῆς προεφηβικῆς καὶ ἐφηβικῆς ἡλικίας ὑπῆρξαν τὰ συνηθισμένα, τοὐλάχιστον γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὰ ὁποῖα διαβάζαμε ὅλοι, καὶ ἐννοῶ τὰ γνωστὰ κλασσικὰ μυθιστορήματα ὅπου, νομίζω ἀδίκως, ἔχουν καθιερωθῆ ὡς λογοτεχνικὰ ἔργα ἁρμόζοντα σὲ ἐκείνη τὴν ἡλικία. Μὲ ἐντυπωσίαζαν βεβαίως τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ διάβαζα στὰ σχολικὰ βιβλία, ἡ μυθολογία καὶ ἡ ἱστορία τῆς ὁποίας τὸ βιβλίο τελείωνα περίπου σὲ δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μᾶς τὸ παρέδιδαν καὶ ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὴν ἱστορία δὲν στέρεψε ποτέ.

Ὅμως τὸ κείμενο τὸ ὁποῖο μὲ καθώρισε ἦταν κάποιος πλατωνικὸς διάλογος ὁ ὁποῖος βρέθηκε τυχαῖα στὰ χέρια μου. Ὅταν τὸν διάβασα ὁμολογῶ ὅτι δὲν κατάλαβα πολλά· ἦταν ἡ ἀπόλυτη αἴσθησι καθαρότητος καὶ διαύγειας, μία κρυστάλλινη ἐπίγευσι, ὅπου μοῦ ἐντυπώθηκε βαθύτατα καὶ ἔκτοτε δὲν τὸν λησμόνησα. Ἀρκετὰ χρόνια μετά, περὶ τὰ 25 μου ἔτη, ἐνθυμούμενος πάντα τὸν διάλογο, ἀποφάσισα ὅτι εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ μελετήσω τὰ ἔργα τοῦ Πλάτωνος. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν 2-3 ἑπομένων ἐτῶν οἱ διάλογοι ἦσαν τὰ μόνα βιβλία τὰ ὁποῖα μελετοῦσα, ξανὰ καὶ ξανά. Τὸν θεωρῶ πνευματικό μου πατέρα, καθόμουν καὶ συνωμιλοῦσα μαζί του μὲ τὸ βιβλίο στὸ χέρι, ἄλλαξε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ψυχονοητική μου δομή, δὲν ἤμουν πλέον ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Παράλληλα ξεκίνησα νὰ γράφω δοκιμαστικὰ καὶ κάποια ἐλευθερόστιχα ποιήματα παλεύοντας νὰ ἀποτυπώσω ἐντός τους πλατωνικὰ διδάγματα. Σχεδὸν ὅλα ἦσαν ἀνάξια λόγου.  

Υπήρξε κάποια επιρροή καθώς μεγάλωνες, που άλλαξε την ποιητική σου έκφραση;

Ὅπως σοῦ εἶπα, ξεκίνησα νὰ γράφω κυρίως ἐλευθερόστιχα ποιήματα. Κάποιαν ἡμέρα κατέβηκα τὰ σκαλιὰ μέσα στὸ «Κατώι τοῦ βιβλίου» τοῦ Μπαρμπουνάκη μὲ τὸν παπαγάλο του, οἱ Θεσσαλονικεῖς θὰ τὸ γνωρίζουν. Τὸ βλέμμα μου ἔπεσε πάνω σὲ δύο βιβλία, μία συναγωγὴ μελετῶν γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τοῦ Στίλπωνος Κυριακίδη τῶν ἐκδόσεων Ἑρμῆς, καὶ μία συλλογὴ ἀκριτικῶν τραγουδιῶν τοῦ Βασίλη Χ. Μάκη τῶν ἐκδόσεων Ἐπικαιρότητα, τὸ ἀναφέρω διότι ἀπέβη ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ γιὰ μένα. Ἔκτοτε μελέτησα τὰ τραγούδια καὶ τὶς τεχνικές τους ἐπισταμένως γιὰ πάνω ἀπὸ δύο χρόνια προτοῦ ἀποπειραθῶ νὰ γράψω ὁτιδήποτε. Γνώριζα ὅτι δὲν μπορῶ νὰ γράφω πλέον ἐλευθερόστιχα ποιήματα, τούτη ἡ γεωμετρικὴ τέχνη τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν μὲ εἶχε σαγηνέψει καὶ γεννήθηκεν ἐντός μου ὁ μέγας ἔρως τῆς μορφῆς. Κατόπιν πέταξα ὅλα τὰ προηγούμενα καὶ ξεκίνησα νὰ συνθέτω μὲ προσοχὴ μικρὰ ποιήματα στὸ ἀνάλογο ὕφος, μὲ γοήτευε τότε, καὶ πάντα βεβαίως, τὸ ἐπίγραμμα, ἡ ὑψηλὴ τέχνη τοῦ μικροῦ. Μοῦ δίδαξαν ὅμως καὶ ἕναν ἄλλο δρόμο, ὅτι ἡ φιλοσοφική, διδακτική, γνωμικὴ ποίησι, ὅπως θέλεις ὀνόμασέ την, δίδεται περίφημα, καὶ ἴσως καλύτερα διότι ἀνεπαισθήτως, μέσα ἀπὸ τὴν δρᾶσι, τὴν πρᾶξι τοῦ ἀρχετυπικοῦ ἥρωος ἑνὸς ἔργου, τὴν ἀφήγησι τῆς μεγάλης ἰδέας ποὺ ἐνέχει δίχως νὰ καταφεύγῃ ὁ ποιητὴς σὲ ἕνα ἔμμετρο ἁπλῶς κήρυγμα.

Από την γραφή σου και το γράψιμο σου μου δημιουργείται η εντύπωση ενός εντόπιου διεθνιστή. Γράφεις σε μια γλώσσα δημώδη, πολύ γοητευτική, προσβάσιμη, νοσταλγική και οικεία, αλλά και μακρινή παράλληλα. Ποια ταυτότητα σε χαρακτηρίζει περισσότερο και γιατί η γλώσσα με την οποία γράφεις;

Ἀδυνατῶ νὰ γράψω μία γλῶσσα μὲ συγκεκριμένους κανόνες, πνίγομαι, μὲ περιορίζει. Ἡ γλῶσσα ποὺ ἔχτισα καὶ χρησιμοποιῶ ξεκίνησε μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀπὸ τὴν γλῶσσα τῆς δημοτικῆς ποιήσεως καὶ τῶν δημωδῶν ἔμμετρων μυθιστορημάτων περικοπὲς τῶν ὁποίων εἶχα μελετήσει, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν παλαιὰ λογοτεχνικὴ δημοτικὴ τῆς γενηᾶς τοῦ 1880 κυρίως. Βεβαίως μὲ ἐπηρέασε καὶ ἡ καθαρεύουσα, γλῶσσα τὴν ὁποία ἀγαπῶ, ἰδιαιτέρως ὅταν ἐκφέρεται μὲ ὑποτακτικὴ σύνδεσι, τὸν ὑψηλὸ λόγο. Ἡ δημοτικὴ φέρει τὸ ῥωμαλέο, τὸ δωρικό, ὅμως συνάμα τὸ οἰκεῖο καὶ γραφικὸ ἐνῷ ἡ καθαρεύουσα τὴν ἀκρίβεια, τὴν κομψότητα καὶ κάτι τὸ εὐγενές, τὴν διακρίνει δὲ κάποια ψυχρότητα καὶ ἔλλειψι πλαστικότητος. Τοῦτα εἶναι δυνατότητες, ἐργαλεῖα, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ τὰ χάσω, ὁπότε  κατὰ ποίημα καὶ ἀνολόγως τοῦ θέματος ἐπιλέγω καὶ τὸ γλωσσικὸ μεῖγμα, διατηρῶντας πάντοτε ἕναν κορμό. Καὶ ὁμολογῶ πὼς τὸ πρότυπο ὑπῆρχε ἤδη σὲ διάφορες μορφὲς τῆς ὑστερομεσαιωνικῆς, ἰδίως σὲ κείμενα ἀττικιστῶν ἱεραρχῶν ὅταν ἀπευθύνοντο στὸν ἁπλὸ λαό, μία ἀνάμεικτη καὶ ὡραιότατη γλῶσσα μὲ συντάξεις ἄκρως ἐνδιαφέρουσες, στὴν δὲ ποίησι, ὅπως ἀνέφερα, στὰ ποικίλων εἰδῶν δημώδη ποιήματα τὰ ὁποῖα συνέθεταν λόγιοι μᾶλλον ποιητές. Παράλληλα ἡ ἀνάμεικτη γλῶσσα, ἡ προερχόμενη ἀπὸ διάφορες ἐποχές, προσδίδει ἕνα ὕφος ὑπερχρονικὸ καὶ κάποιες φορὲς παραμυθιακό, κατάλληλο γιὰ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νὰ δημιουργήσῃ περισσότερο ἀρχετυπικὰ ἔργα.

Ὅσον ἀφορᾷ τὴν πολιτισμική μου ταυτότητα θὰ τὴν ὥριζα σαφῶς ἑλληνοκεντρική. Ὑφίσταται ἡ συνομιλία μὲ τὴν Δύσι μέσῳ κάποιων μεταφραστικῶν ἔργων καὶ στιχουργικῶν τεχνικῶν, ὅμως μία Δύσι ἐν μέρει προνεωτερική, καὶ διατηρῶ ἕναν σαφῆ προσανατολισμὸ πρὸς λογοτέχνες κυρίως ῥομαντικοὺς καὶ παραδοσιακοὺς ὣς τοῦ πρώιμου μοντερνισμοῦ τὸ πολύ. Καθαρὴ ἑλληνικὴ ποίησι ἴσως δὲν δύναται καὶ δὲν εἶναι καὶ πρέπον νὰ ὑπάρξῃ, οἱ ἐπιῤῥοὲς γονιμοποιοῦν. Ὡστόσο, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ κατορθωθῇ εἶναι ἡ πολιτισμική μας ἀνεξαρτησία καὶ πῶς μπορεῖ νὰ γεννήσῃ νέες προτάσεις κοσμοπολιτισμοῦ. Ὁ γνήσιος ἑλληνοκεντρισμὸς ὑπῆρξε καὶ πάντα θὰ εἶναι κοσμοπολιτισμός, πρότασις παγκοσμίου πολιτισμοῦ. Καὶ γιὰ νὰ ἀστειευτῶ κάπως, παραμένω σταθερὰ ποιητὴς τῆς μακεδονικῆς αὐλῆς τῶν μεγάλων Μακεδόνων, νὰ γενοῦν καὶ πάλι τέχνες ἑλληνορωμαϊκὲς καὶ ἑλληνοϊνδικὲς καὶ ἑλληνοκελτικές, ἀνάμεικτες, φιλάνθρωπες καὶ βαθύτατα αἰσθητικές.

Γιατί γράφεις; Τι θες να αποκτήσεις μέσα από την γραφή;

Νὰ σοῦ πῶ ὅτι τὸ γράψιμο γενικῶς δὲν μοῦ ἀρέσει, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι τὸ ἀπεχθάνομαι, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος ποὺ θὰ καθίσῃ νὰ γράψῃ τὶς σκέψεις του ἢ τὰ σχέδιά του, μήτε ἔχω τὴν νοοτροπία τοῦ γραφιᾶ. Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο γράφω μὲ πάθος εἶναι τὰ λογοτεχνικά μου ἔργα, κυρίως τὰ ποιήματά μου καὶ σχεδὸν οὐδὲν ἄλλο. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἀποκτήσω κάτι μέσα ἀπὸ τὴν γραφὴ παρὰ μόνο νὰ ἀκολουθήσω τὴν ἴδια μου τὴν φύσι, δηλαδὴ τοῦ δημιουργοῦ· ἡ δημιουργία εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ἑαυτοῦ της, θὰ τὴν ὠνόμαζα κατὰ κάποιον τρόπο πρᾶξι αὐτογενῆ. Διότι κάτι δημιουργεῖται ἐπειδὴ μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ φυσικὸ τὸ προστάζει καὶ καλεῖ τὸ αἰώνιο πρότυπό του, τὸ ὁποῖο διαχέεται καὶ ἐνυπάρχει σὲ ὅλο τὸν κόσμο τῆς ὕλης,  πιστεύω βαθύτατα σὲ αὐτό. Ὁ δημιουργὸς ἀποτελεῖ τὸ ἐργαλεῖο, τὴν μορφοποιητικὴ δύναμι ἡ ὁποία ἐκδηλώνει τὴν ἐνδεχόμενη καὶ ὅμως ἤδη ὑπαρκτὴ φύσι τῶν πραγμάτων.

Ἐπὶ πλέον, ἡ ποίησι εἶναι τέχνη, κατέχω μία τέχνη, γνωρίζω κάτι νὰ φτειάχνω καὶ ἔτσι δὲν νιώθω ἄχρηστος μέσα στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων, μᾶλλον ὑπερήφανος.

Η ποιητική σου συλλογή «Η τέχνη για το κάλλος», είναι ένα έργο το οποίο νεωτερίζει, ενόσω όλοι ψάχνουν την σπάνια λέξη ώστε να προκαλέσουν. Μίλησε μας για αυτό.

Πρόκειται γιὰ ἕνα βιβλίο στὸ ὁποῖο φρόντισα ἡ ἐπιλογὴ τῶν ποιημάτων νὰ εἶναι ἀντιπροσωπευτικὴ τοῦ ὅλου ἔργου μου. Ὁ ἐκδότης κ. Παπαδημητρόπουλος, ὁ ὁποῖος ἐπιμελήθηκε τὸ βιβλίο, κατηγοριοποίησε κάπως τὴν σειρὰ τῶν ποιημάτων κατὰ τὰ θέματα ποὺ πραγματεύονται. Ὑπάρχουν ποιήματα ἀφηγηματικὰ καὶ λυρικά, ἂν καὶ συνήθως ὅλα μου τὰ ποιήματα κάτι ἀφηγοῦνται, καὶ τρόποι ὅπου πηγάζουν ἀπὸ τὴν δημώδη ἀλλὰ καὶ λόγια μεσαιωνικὴ ποίησι ὅπως κάποιοι βυζαντινοὶ δωδεκασύλλαβοι· φυσικὰ καὶ μερικὰ δυτικότροπα ὅπως τὸ ποίημα τὸ ὁποῖο κλείνει τὴν συλλογὴ καὶ εἶναι γραμμένο σὲ δαντικὸ μέτρο. Ἡ θεματολογία τοῦ βιβλίου εἶναι ἐπίσης ἀντιπροσωπευτική: Ἀρχαία καὶ μεσαιωνικὴ ἱστορία, μυθολογία, μυστικισμός, φιλοσοφικὰ καὶ γνωμικὰ ποιήματα, ἐρωτικά, ἀστρολογικὰ ἀρχέτυπα, μὲ ἔντονο τὸ παραμυθιακὸ στοιχεῖο.

Ἡ διαπίστωσί σου τώρα περὶ νεωτερισμοῦ εἶναι ἀληθὴς μὲν ἀλλὰ τοῦτο γίνεται μὲ μιὰ ἐπιστροφὴ στὴν παραδοσιακὴ ποίησι καὶ ὄχι κάτι πρωτότυπο, κι’ ἂν ὡμιλούσαμε μὲ ὅρους διακοσμητικοὺς θὰ τὸ ὠνόμαζα «ρετρὸ» ἢ «βίντατζ». Τὸ μόνο ἀληθῶς νεωτερικὸ στὰ ἔργα μου εἶναι ἡ προσπάθειά μου νὰ ἐντάξω μιὰ εὑρεῖα θεματολογία, ὄχι συνηθισμένη πάντα στὴν ποίησι, καὶ ἀπὸ στιχουργικῆς πλευρᾶς νὰ παντρεύω παλαιὲς τεχνικὲς σὲ μεικτοὺς τρόπους. Παρακολουθῶ, ὅσο μπορῶ καὶ τὸ ἐπιτρέπουν οἱ συνθῆκες τοῦ βίου, τὸν ἀγῶνα τῶν ὁμοτέχνων καὶ σέβομαι βαθύτατα τὰ ἔργα τους, πάντα ὅμως βαδίζω τὴν δική μου ὁδό.

 Ποια πρόσωπα μιλάνε μέσα από τα ποιήματά σου;

Πολλὰ καὶ διάφορα, ὅποιος μπορεῖς νὰ φανταστῇς ἐλπίζω, ἐνίοτε καὶ ἐγώ, ὅμως σπανίως, προτιμῶ νὰ εἶμαι ὁ σκηνοθέτης. Στὸ γένος τῆς ἀφηγηματικῆς ποιήσεως μὲ τὴν ὁποία κυρίως καταπιάνομαι ὁ ποιητὴς ὡς πρόσωπο μένει πίσω, ἐπιδιώκω οἱ ἥρωες νὰ πλάθωνται κατὰ τὸ δυνατὸν ἀρχετυπικοί, νὰ διαθέτουν εὗρος καὶ ἀνοιχτὴ ὁδὸ ταυτίσεως μὲ τὸν ἀναγνώστη. Καὶ πάλι, ὄχι οἱ ἴδιοι οἱ ἥρωες, δὲν χτίζω προσωπικότητες, δὲν πλάθω χαρακτῆρες, δὲν καταφεύγω σὲ ψυχολογικὲς ἀναλύσεις. Τὸ βάρος δίνεται στὶς πράξεις, στὶς δράσεις, στὴν περιγραφὴ τοῦ γεγονότος, τῆς εἰκόνος, τῆς καταστάσεως, κι’ ἂς διαφαίνωνται κάποιες λεπτὲς πινελιὲς τῶν παραπάνω.

Θὰ σοῦ δώσω ἕνα παράδειγμα: Εἶχα συνθέσει ἕνα ἐπύλλιο βασισμένο στὴν ἀληθινὴ ἱστορία 550 Ναυπλιωτῶν προσφύγων καὶ τοῦ ἀρχηγοῦ τους, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν ὡς μισθοφόροι ἱππεῖς τοῦ βασιλέως τῆς Ἀγγλίας καὶ συνέτριψαν σὲ μία μάχη ὑπερδιπλάσιους κατάφρακτους Φράγκους ἱππεῖς. Πολλοὶ φίλοι ὅταν τὸ διάβασαν μοῦ εἶπαν πόσο τοὺς ἐμψύχωσε τὸ ποίημα, καὶ πιστεύω ταυτίστηκαν ὄχι γιατὶ ἦσαν πολεμιστὲς ὅμως εἶναι πολεμιστὲς τῆς ζωῆς, ὄχι γιατὶ ἦσαν ἀρματωμένοι πρόσφυγες ἀλλὰ κάποιοι ἦσαν οἰκονομικοὶ πρόσφυγες, ὄχι γιατὶ ἀντιμετώπισαν ὑπέρτερους ἐχθροὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης ἀλλὰ γιατὶ ἀντιμετωπίζουν ὑπέρτερες δυνάμεις στὸ πεδίο τοῦ καθημερινοῦ βίου. Σημασία λοιπὸν γιὰ μένα ἔχει ἡ μεγάλη πρᾶξι· τὰ πρόσωπα, ὁ χρόνος, ὁ τόπος καὶ ὅλα τὰ πέριξ στοιχεῖα ἁπλῶς ἀποτελοῦν τὸ σκηνοθετικὸ περιβάλλον τῆς δράσεως.

Ποιος είναι ο ιστορικός χώρος και ο ιστορικός χρόνος της γραφής σου;

Ὅταν ξεκίνησα νὰ γράφω μὲ τὸν τρόπο ποὺ γράφω εἶχα ἤδη συλλάβει τὸ ποιητικό μου σχέδιο καὶ τὸ πῶς θὰ τὸ ἀναπτύξω. Τὰ ἀκριτικὰ τραγούδια, ὁ κύκλος τῶν ὁποίων ὑπῆρξε τὸ βασικό μου πρότυπο, δημιουργήθηκαν σὲ συγκεκριμένο ἱστορικὸ χῶρο καὶ χρόνο καὶ διηγοῦνται τὰ κλέη ἀνδρῶν οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὑπαρκτὰ πρόσωπα. Ὅμως κατακλύζονται ἀπὸ πλῆθος φανταστικῶν στοιχείων καὶ γεγονότων καὶ παραμυθιακῶν μοτίβων ἔτσι ὥστε καταλήγουν νὰ δίδουν μιὰν αἴσθησι ἀόριστη καὶ ὑπερχρονική. Κάτι ἀνάλογο θέλησα νὰ πραγματοποιήσω καὶ ἐγώ, ἕναν κύκλο ὁ ὁποῖος ὅμως θὰ περιεῖχε τὰ πάντα, ὁ μέγας ἑλληνικὸς κύκλος, ἔτσι τὸν ὀνομάζω. Συνεχίζοντας προσπαθῶ νὰ ἐντάξω ὁλοένα καὶ περισσότερα πράγματα καί ὡς πρὸς τὶς τεχνικὲς καί ὡς πρὸς τὴν θεματολογία. Τὸ ἀντιλαμβάνομαι ὡς ἑξῆς: Ἕνας τραγουδιστὴς εὑρισκόμενος σὲ κάποιον ὑπερτόπο, νὰ ἀφηγῆται μὲ τὴν λύρα του συμβάντα, ἔρωτες, ἀνδραγαθήματα, ἀναμνήσεις ἀπὸ ὅλες τὶς ἐνσαρκώσεις του στὰ πεδία τῆς ὕλης, σὲ κάποια συντροφιὰ ὁμοίων του. Ἕνα πρόσωπο, μία ψυχὴ ποὺ λέει τὴν ἱστορία της, ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε. Αὐτὸς εἶναι ὁ «Τραγῳδᾶνος», αὐτὸ ἄλλως τε δὲν εἴμαστε ὅλοι μας;

Πώς προτιμάς να γράφεις; Έχεις κάποιο πλάνο; Δουλεύεις ενδελεχώς πριν βγάλεις κάτι προς τα έξω;

Ὅταν συλλάβω μιὰ ἰδέα τὴν ἀργάζω πολὺ στὸ μυαλό μου προτοῦ κἂν πιάσω τὸ μολύβι ἢ τὸ πληκτρολόγιο. Ἐκεῖνο ποὺ φοβᾶμαι εἶναι ἡ ἀοριστία, τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο θὰ προκύψῃ πρέπει νὰ εἶναι σαφές, ἀπεχθάνομαι νὰ χάσω τὸ θέμα μου. Ἀκολουθεῖ ἡ γραπτὴ ἐπεξεργασία, ἔχω ἐμμονὴ μὲ τὴν μορφή, ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική, καὶ τὴν στιβαρὴ διάρθρωσι. Ἂν θὰ ἦταν ἐπιτρεπτὸ κάπως νὰ τὸ εἰκονοποιήσω, ἐνῷ ἕνα φιλοσοφικὸ ἢ ἐπιστημονικὸ ἔργο, καὶ μυθιστόρημα ἀκόμα, τὸ φαντάζομαι ὡς λεωφόρο, κείμενο τὸ ὁποῖο ἀφήνει πολλὲς διαφορετικὲς ὁδούς, τὸ ποίημα τὸ φαντάζομαι ὡς ἄγαλμα ἢ ἀρχιτεκτόνημα, κάτι στατικὸ δηλαδή. Τὸ ἕνα γεννᾷ μέσῳ τῆς κινήσεως ἐνῷ τὸ ἄλλο μέσῳ τῆς θεάσεως. Κατόπιν σαρώνω τὸ κείμενο, τὸ χτενίζω ξανά καὶ ξανὰ μέχρι τοῦ σημείου ὅπου θὰ νιώσω ὅτι διαφορετικὸ μὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ, ὄχι ὅμως καὶ καλύτερο, τοὐλάχιστον μὲ τὴν μορφὴ τὴν ὁποία ἐπέλεξα.

Συνήθως δὲν γράφω ἔργα ἐντὸς ὀλίγων ὡρῶν, ἐνίοτε συμβαίνει βεβαίως τὸ δοσμένο ποὺ λένε, ἀλλὰ χρειάζομαι ἡμέρες, ἑβδομάδες ἢ καὶ μῆνες σὲ κάποιες περιπτώσεις. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ περιορίσω χρονικά, εἶναι πόσο γρήγορα θὰ τὸ δουλέψῃς, μὲ πάθος πολλὲς φορὲς ἀπανωτὰ ἢ ἀργόσυρτα.  

Προτιμάς την μοναξιά στο πύργο του ποιητή ή να είσαι μοναχός μέσα στον κόσμο;

Εἴτε ἐντὸς τοῦ πύργου εἴτε ἐντὸς τοῦ κόσμου ὁ μόνος εἶναι μόνος καὶ ἡ ἐρημία κάτι ὅπου βιώνουν ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς  ἐσωτερικά. Σὲ κάποια παλαιὰ ἰνδιάνικα ὡροσκόπια τῆς Βορείου Ἀμερικῆς τὸ ζώδιο τοῦ ζυγοῦ ἀντιστοιχεῖ στὸ κοράκι καὶ τῶν ἰχθύων στὸν λύκο. Ἐκεῖ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη μου, καὶ ἴσως δὲν ἦταν τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἀνέκαθεν ταυτιζόμουν μὲ τοῦτα τὰ ὄντα. Μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ κορακιοῦ ὅπου παρατηρεῖ ἀπὸ τὰ γυμνὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων κατὰ τὸ βαθὺ σύθαμπο τὰ πρῶτα φῶτα τῶν σπιτιῶν, καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ λύκου ὅπου βαδίζει πάντερμος μέσα στὸ σκοτεινὸ δάσος· κάπως ἔτσι. Πάντα μόνος εἶμαι. Ἡ μοναξιὰ ὅμως εἶναι ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς παρατηρήσεως.

 Τι σου δίνει έμπνευση ή και σου τρέφει την ουσία που μεταφέρεις με την ποίηση σου;

Ἡ παρατήρησι, ἡ περιέργεια, ὁ θαυμασμὸς τῶν πάντων γύρω μου δύναται νὰ ἐμπνεύσῃ, ὅπως ὅλους ἄλλως τε. Τὸ φανερὸ καὶ μυστικὸ κάλλος τὸ ὁποῖο σὰν χρυσῆ βροχὴ πέφτει παντοῦ, ἡ δεύτερη εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας πίσω ἀπὸ τὴν βιτρῖνα, ἡ προοπτικὴ τοῦ πίνακα. Τὸ κάλλος ἐνέχει τὰ πάντα. Ὅμως ὅπως ἤδη σοῦ εἶπα πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἡ ἠθοποιητικὴ πρᾶξι, ἡ ἰδέα, τὸ ἀρχετυπικό. Ἀλλιῶς τὰ ἔργα μου θὰ ἦσαν «ἐκφράσεις» ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσαν οἱ μεσαιωνικοὶ Ἕλληνες, δηλαδὴ πεζὲς ἢ ἔμμετρες ῥητορικὲς ἀσκήσεις ἀκριβοῦς περιγραφῆς κάποιου πράγματος. Ὅλ’ αὐτὰ βεβαίως μέσα ἀπὸ ἕνα ὀρφικοπλατωνικὸ πρῖσμα, προσαρμοσμένο στὴν δική μου ψυχονοητικὴ δομή.

Θα ήθελες να βγάλεις κάποιο μυθιστόρημα και τι διακύβευμα θα ήταν αυτό για έναν ποιητή; Τα έργα του Λάβκραφτ στην ολότητα τους θα σε ενδιέφεραν να τα εκδόσεις; Προσωπικά θα ήθελα να το δω αυτό.

Τὸ νὰ γράψω μυθιστόρημα δὲν πέρασε ποτὲ σοβαρὰ ἀπὸ τὶς σκέψεις μου, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο προϋποθέτει ἄλλη ὀργάνωσι, κατεύθυνσι καὶ δυνάμεις, μοῦ φαίνεται κάπως ξένο. Ὁ πεζὸς λόγος μὲ γοητεύει ὅσο καὶ ὁ ποιητικός, ἀλλὰ βρίσκω στὸ διήγημα μεγαλύτερες συγγένειες μὲ τὴν δημοτικὴ ἀφηγηματικὴ ἰδίως ποίησι καὶ ἔχω πειραματιστῆ μὲ κάποια μικρὰ κείμενα. Νομίζω πὼς οἱ ποιητὲς μποροῦν νὰ γράφουν ἐξαιρετικὰ μυθιστορήματα, ἀρκεῖ νὰ λησμονοῦν ἐν μέρει ὅτι εἶναι ποιητὲς καὶ νὰ ἐργάζωνται κατὰ πῶς ἀπαιτεῖ τὸ εἶδος.

Περὶ τὸν Λάβκραφτ, ἔχω μεταφράσει κυρίως ποιήματα καὶ δύο διηγήματα μέχρι στιγμῆς καὶ τοῦτο ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη γιὰ τὸν συγγραφέα. Ἐπιθυμῶ τὸ κοινὸ νὰ τὸν δῇ ὡς ἕναν πολὺ ἀξιόλογο λογοτέχνη καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς μεγάλο μὲν συγγραφέα τοῦ ὁποίου ὅμως τὰ ἔργα ἀπευθύνονται στὸ κοινὸ τῆς παραλογοτεχνίας τρόμου. Ὅσοι τὸν γνωρίζουν σὲ βάθος καὶ ἔχουν μελετήσει τὶς ἐπιστολές του κατανοοῦν τὶ λέω. Φυσικὰ θὰ μὲ ἐνδιέφερε, κάποια στιγμὴ στὸ μέλλον, τοῦτα τὰ ἔργα νὰ τυπωθοῦν, διότι εἶναι μεταφράσεις ἔμμετρες σὲ γλῶσσα ἀνάλογη τῆς ἐποχῆς του, ἔτσι ὥστε νὰ γίνῃ κατανοητὴ ἡ ἀντιστοιχία. Ἀλλὰ καὶ τὰ διηγήματα φρόντισα νὰ ἔχουν γλωσσικοὺς χρωματισμοὺς κατὰ τὸ ὕφος. Ἐλπίζω νὰ συμβῇ μόλις συγκεντρωθῇ περισσότερο ὑλικό.

Ένα σχόλιο για τα τρέχοντα των δύο ετών, αλλά και τα γεγονότα της Ουκρανίας;

Ἡ ἀῤῥώστια, ἡ φθορά, εἶναι ἡ μοῖρα τῆς θνητότητος ἀλλὰ καὶ ὁ πόλεμος, ὅπως ἀναφέρει ὁ μεγάλος Συκουτρῆς, εἶναι μοῖρα. Μὲ ἀπασχολοῦν πολύ, ἰδίως τὸ φαινόμενο τοῦ πολέμου καὶ ὣς τώρα δὲν κατώρθωσα νὰ δώσω μιὰ ἐξήγησι ἱκανοποιητικὴ ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιτύχω  ἐσωτερικὴ ἠρεμία (εἶναι δύσκολο νὰ ἀποδεχτῇς ὅτι ἁπλῶς ἀνήκεις σὲ φονικὸ γένος). Δὲν πιστεύω σὲ ἀνυπέρβλητες μοῖρες, ὡστόσο πρὸς τὸ παρὸν ἰσχύουν. Θὰ ἀῤῥωσταίνουμε καὶ θὰ πολεμοῦμε λοιπὸν γιὰ πολὺ καιρὸ ἀκόμη, τὸ ζήτημα εἶναι ἐνόσῳ  βρισκόμαστε ἐντὸς τούτων τῶν ἄβολων γιὰ τὴν φύσι μας καταστάσεων νὰ παραμένουμε φιλάνθρωποι καὶ νὰ κυβερνᾷ τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή μας ἡ συμπόνια, τὸ ἔλεος καὶ ἡ γνῶσι ὅτι οἱ συμφορὲς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι κοινές, καὶ δὲν ἀφήνουν κανέναν ἀνέγγιχτο. Νὰ γνωρίζῃ ἡ Ῥώμη τὴν ὥρα ὅπου καίγει τὴν Καρχηδόνα ὅτι κάποτε κάποιος θὰ κάψῃ καὶ τὴν Ῥώμη καὶ τοῦτο ἰσχύει γιὰ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ὀντότητες, κράτη, κοινωνίες καὶ πρόσωπα. Ὁ αὐταρχισμὸς καὶ ἡ δογματικότητα ποτὲ δὲν γέννησαν γνήσιες λύσεις.

Ευχαριστώ!

Ἐγὼ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ βῆμα καὶ τὴν ὡραία συζήτησι!

.

.

Κεντρική εικόνα επάνω: έργο του Στέλιου Φαϊτάκη 

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.