Για τον Κ.Π. Καβάφη, που πέθανε την ημέρα των εβδομηκοστών γενεθλίων του στις 29 Απριλίου 1933, ο διεισδυτικότερος σχολιαστής του έγραψε: Cavafy est un poète ultramoderne, un poète des générations futures. Ωστόσο η δίκαιη αυτή αξιολόγηση δημοσιεύθηκε με καθυστέρηση δεκαετιών. Για την ακρίβεια, ανακαλύφθηκε στα χειρόγραφα του ποιητή, χωρίς ο συντάκτης της, δηλαδή ο ίδιος, να έχει επιτύχει την (ψευδώνυμη) δημοσίευσή της στο ξένο περιοδικό που είχε κατά νού. Η μετριοφροσύνη στους μεγάλους περιττεύει.

Ο Καβάφης υπήρξε από κάθε άποψη μεταιχμιακός. Αστός déclassé. Νεοέλληνας ποιητής που πέρασε όλη τη ζωή του εκτός του εθνικού κέντρου. Λεβαντίνος στην καρδιά του ισλαμικού κόσμου. “Μικρός λευκός” υπό την εξουσία των αποικιοκρατών. Και βέβαια ομοφυλόφιλος, δηλαδή προσανατολισμένος, όπως καίρια το συνόψισε, σε “άγονην αγάπη / και αποδοκιμασμένη”. Η μόνη του δυνατή οπτική γωνία ήταν λοξή, “σε ελαφρήν απόκλιση από το σύμπαν”, κατά την έκφραση του Forster.

Φιλοδοξίες είχε αρκετές: πολιτικές και άλλες. Νέος έπαιζε στο Χρηματιστήριο, είχε κοσμική ζωή, συνέτασσε τον γενεαλογικό του χάρτη, επιθυμούσε να διαπρέψει στα κοινοτικά πράγματα, όπως αντιστοιχούσε στην “πρωτοκλασσάτη” καταγωγή του. Σε ηλικία 48 ετών απελευθερώνεται από κάθε άλλη φιλοδοξία, εκτός από την πιο αβυσσαλέα. Αποσύρεται από τη βοή του κόσμου. Διακηρύσσει την ομοφυλοφιλία του. Στο ελληνικό δελτίο ταυτότητας (που πεισματικά διατηρούσε, αν και του κόστιζε την υπηρεσιακή του υποβάθμιση) έγινε ο πρώτος που ανέγραψε το επάγγελμα “Ποιητής”.

Είναι ένα θαύμα το πώς από τα πρώτα αφόρητα φαναριώτικα στιχουργήματά του έφθασε σε κάτι τόσο δυνατό και πρωτότυπο. Είναι ένα έργο επίπονης αυτοδημιουργίας.

Εκείνος ο φλύαρος στιχοπλόκος έγινε με τον καιρό “ένας ξάδερφος”. Ο Κ.Φ. Καβάφης που υπερηφάνως διεκδικούσε τον εκ μητρός παππού Γιωργάκη Φωτιάδη, τον προύχοντα από το Νηχώρι του Βοσπόρου, έδωσε την θέση του στον Κ.Π. Καβάφη, υιό του πατέρα που σχεδόν δεν γνώρισε.

Κατάφερε ο Αλεξανδρινός να γίνει ο ποιητικός γεννήτορας του εαυτού του. Δεν έχει προπάτορες, δεν έχει εμφανείς επιρροές, πέρα ίσως από την Παλατινή Ανθολογία και κάποια έργα της υμνογραφίας. Επιδόθηκε σε ανελέητο μεταβολισμό κειμένων (“Ένα ποίημά μου δεν εγράφηκε, διότι δεν βρήκα Ναζιανζηνό στην Αλεξάνδρεια”), σε μελέτη αρχαίων επιγραφών και νομισμάτων. Κυρίως κανιβάλισε τα δικά του παλαιότερα ποιήματα, εγκιβωτίζοντάς τα σε νεότερο, υπονομευτικό κειμενικό πλαίσιο (Εἴγε ἐτελεύτα).

Σταδιακά η τακτική αυτή έγινε κυρίαρχη. Η γλώσσα της ειρωνείας, δηλαδή της πολυφωνίας, έγινε κατεξοχήν η δική του. Ακόμη και στα εκ πρώτης όψεως μονοφωνικά ποιήματα η επιλογή του τίτλου συντηρεί (λ.χ. με μια μια διόλου προφανή γεωγραφική ή χρονική αγκύρωση) μιαν απόσταση, παραπέμπει σε μια διαρκή ένταση κόσμου και κειμένου. Αποτόλμησε την ειρωνική γλώσσα μέχρι και στην προσέγγιση της ερωτικής απόρριψης (στο ατελές “Εγκατάλειψις”).

Η ποιητική του διανοητικότητα τον οδήγησε από την προφάνεια του συμβολισμού (τόσο αγαπητή σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα πανέτοιμο να απωθήσει το τι όντως πέτυχε ο Καβάφης) προς ένα παιχνίδισμα αντικρουόμενων αληθειών, που μπορούν να αντηχούν καθολικά ακριβώς λόγω της μερικότητας του υποκειμενικού. Στον βαθμό, εννοείται, που εγγυητή τους έχουν μιαν εξαντλητικά επεξεργασμένη, ιδίως όταν φαντάζει χαλαρή, ποιητική φόρμα – με τις αυστηρότερες εκδοχές της να επιστρέφουν ενίοτε για την χαιρέκακη απόλαυση της ειρωνείας.

*

Δεν εξέδωσε ποτέ κανένα βιβλίο – τύπωνε μονόφυλλα τα οποία έστελνε προς όποιους έπρεπε, σε όποιον συνδυασμό έπρεπε. Έγραφε αργά και έσκιζε πολύ. Πολύ όψιμα κατέκτησε την άνεση της άμεσης δημοσίευσης. “Πάρτο, Στέφανε, και μου καίει τα χέρια!” είπε χτυπώντας ένα βράδυ την πόρτα του τυπογράφου του.

Το ποίημα για το οποίο φέρεται να ειπώθηκε αυτή τη φράση είναι το “Εν τω μηνί Αθύρ”. Δηλαδή το ποίημα που είναι αδύνατον να απαγγελθεί. Που θεματοποιεί την ίδια την πράξη της ανάγνωσης ως βασανιστική, αποξενωτική διαδικασία, προορισμένη να καταλήξει σε μια ταυτολογική εξάντληση.

Κατέκτησε ο Καβάφης έναν “βαθμό μηδέν” της ποιητικής γραφής. Όπως στο ποίημα “Ο Ήλιος του Απογεύματος”, όπου η δονούμενη συγκίνηση δεν προκύπτει παρά από την πιο πεζή απαρίθμηση αντικειμένων – ή μάλλον από την αγωνία της μνήμης να ανασυστήσει την διάταξή τους.

Θα ήταν ορθότερο πάντως να αποκαλέσουμε τον Καβάφη όχι “ποιητή της μνήμης”, αλλά “ποιητή της μνησικακίας” (βλ. “Η Μάχη της Μαγνησίας”), αυτής ιδίως που παροξύνεται αθεράπευτα στους άλυτους λογαριασμούς με τους νεκρούς, όπως στο “Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής Ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)”, όπου η διαπλοκή φωνών και σιωπών οδηγείται σε αριστουργηματική κλιμάκωση.

Δεν ξέρω κάποιον άλλο στα ελληνικά γράμματα που να εμπνεύστηκε ποιητικά σε τέτοιον βαθμό από τη διαπάλη για την εξουσία (“Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει”, “Άννα Κομνηνή”). Αλλά είναι και ένας από τους λίγους που στοχάσθηκαν βαθιά το κοινωνικό είναι του καλλιτέχνη (“Ο Δαρείος”, “Φιλέλλην”).

*

Στις μέρες μας προβάλλει η queer ανάγνωση του Καβάφη. Στον καιρό του, ο Μαλάνος υποστήριξε ότι ο Καβάφης “ταξίδεψε την διαστροφή του στην Ιστορία”, για να της επιτρέψει να ξεδιπλωθεί σε ελληνορωμαϊκό περιβάλλον. Αρκεί όμως μια, ας πούμε gestalt, ανάγνωση του “Τεχνουργού Κρατήρων”, για να στραφεί κανείς από τη φιγούρα του γυμνού, ερωτικού νέου στο φόντο της οικίας του Ηρακλείδη και της αφόρητης ήττας. Ο σε πρώτο πλάνο μετέωρος πόθος είναι κλειδί για την ιστορική συντριβή και όχι το αντίθετο.

Σε κάθε περίπτωση, ο ερωτισμός του Καβάφη δεν είχε ανάγκη μεταμφιέσεων ή περιφράσεων (“Ηδονῄ”, “Κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των”). Οι πλάγιες τακτικές που επέβαλαν οι κοινωνικοί περιορισμοί μόνο σε δύναμη του πρόσθεταν (“Να μείνει”, “Η προθήκη του καπνοπωλείου”). Και στην κορύφωση της πιο γήινης εξιδανίκευσης τα νυχτοπερπατήματα γίνονταν εμπειρία θεοφανείας (“Ένας Θεός Των”).

(Ο εξωκειμενικός Καβάφης επέδειξε, πάντως, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, τις δεξιότητες της πιο καπάτσας αδερφής στο πώς προώθησε την ποίησή του: πώς “έριχνε” όσους εμφάνιζαν την ελάχιστη δεκτικότητα, βάζοντάς τους να διαδώσουν το έργο του, να γράψουν για αυτό όσα τους υποδείκνυε καταλλήλως, να υποβαθμίσουν τους ανταγωνιστές του κ.ο.κ.).

Διόλου τυχαία, τα πιο queer επί της ουσίας ποιήματα του Καβάφη προέρχονται από τον “κύκλο του Ιουλιανού”. Ο νεαρός Χριστιανός πρίγκηπας στο “Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία” προορίζεται (άραγε υπό την επήρεια κακών συναναστροφών;) να αναδειχθεί σε κάποιον διαφορετικό από αυτόν που προσδοκά το περιβάλλον του. Στο δε ατελές “Ο Επίσκοπος Πηγάσιος” το παχνίδι απόκρυψης και αλληλοαναγνώρισης έχει κάτι από ψωνιστήρι.

Αλλά τα ποιήματα για τον Ιουλιανό δεν αφορούν απλώς ταλάντευση ταυτοτήτων – αυτή εντάσσεται σε μία σύγκρουση κόσμων, μία βασανιστική αλλαγή ιστορικής σελίδας, που συνάρπαζε τον Καβάφη, ως όντως ultramoderne.

*

Με τη σύγχρονή του πραγματικότητα δεν αναμετρήθηκε άμεσα παρά σε μόλις δύο ποιήματα – που έμειναν ανέκδοτα. Στο “27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.” η αυτολογοκρισία συνιστά εντέλει δείνωση. Το “Σαν το ’φεραν οι Εγγλέζοι να το κρεμάσουν / το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί” της πρώτης γραφής γίνεται “Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν” – και το ποιητικό υποκείμενο αυτοτοποθετείται στο στόχαστρο του αραβικού λαϊκού οδυρμού. Στο “Πάρθεν”, ακόμη πιο κρυπτικά, η επικείμενη Μικρασιατική Καταστροφή θρηνείται στην σχεδόν ακατάληπτη διάλεκτο μιας εσχατιάς της ελληνοφωνίας.

Είχε αδυναμία ο Καβάφης σε όσους ζούσαν στο γεωγραφικό περιθώριο του κόσμου τους ή και στα χρονικά πρόθυρα της κατάρρευσής του (“Φυγάδες”). Τους ιστορικά ακυρωμένους (“Δημήτριου Σωτήρος”), τους εκτοπισμένους (“Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628 – 655 μ.Χ.”), όσους διασταύρωσαν την αστεία ύπαρξή τους τυχαία με τους μεγάλους πρωταγωνιστές (“Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου”), όσους υποχρεώθηκαν να υποστούν με σιωπηλή οργή τα ψεύδη της εξουσίας (“Αριστόβουλος”), όσους βίωσαν την τόσο κοινή ανθρώπινη δοκιμασία σε κάποιον χωροχρόνο ανάξιο μνείας (“Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.”), αγνοώντας την επικείμενη μεγάλη ανατροπή.

Εντέλει, μετά από τόσες υπονομεύσεις και σχετικοποιήσεις, το μόνο που διασώζεται για τον Καβάφη από τη ματαιότητα και τη φθορά είναι η ίδια η εργασία της Τέχνης. Αυτή που όχι μόνο αντέχει τη λειψή βιωμένη ύλη (“Μισή Ώρα”), αλλά την υπεραναπληρώνει (“Εκόμισα εις την Τέχνη”), που δια της φαντασίωσης αποκαθιστά το ανεκπλήρωτο (“Θυμήσου, Σώμα”). Και παρηγορεί – έστω “για λίγο”.

Οι générations futures σίγουρα έχουν ακόμη πολλή δουλειά.

Διονύσιος Καλιντέρης

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Διονύσιος Καλιντέρης γεννήθηκε, ζει και ατυχώς εργάζεται στην Αθήνα. Οι σπουδές του ήταν φιλολογικές. Αρέσκεται να φωτογραφίζει στους δρόμους, να σχολιάζει λοξά την επικαιρότητα και ενίοτε να στιχουργεί, παραδιδόμενος στους πειρασμούς της φόρμας.