Εσχάτως δημοσιεύθηκαν οι παρακάτω μυθιστορηματικές αποφάνσεις για τον Περικλή Γιαννόπουλο. Σταχυολογούμε:
“απεχθάνεται το πλήθος”… “το πλήθος είναι μια υπερβολική δόση ασχήμιας, στρεβλών σωμάτων, φωνής παραμορφωμένης από την ένταση”…”Λένε πως μεταφράζει ευρωπαϊκή λογοτεχνία… Λένε, αφού κανείς τους δεν έχει διαβάσει ούτε γραμμή”. “Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε ένα κείμενο”. “Μάλλον δεν τον αφορούν οι καβγάδες και οι ταραχές στο κέντρο της Αθήνας”… “Όντως η βιαστική ανάγνωση των κειμένων του σου δίνει την εντύπωση ότι έχεις να κάνεις με έναν παραληρηματικό οιηματία, έναν εκκεντρικό αστό που δεν κατάφερε να γίνει ποιητής”… “Δεν είναι ποιητής, όπως ο Παλαμάς. Δεν είναι πεζογράφος, όπως ο Παπαδιαμάντης. Θα μπορούσες να πεις πως είναι κριτικός της τέχνης, όμως η ατίθαση γραφή του και οι ακόμα πιο ατίθασες κρίσεις του τον αφήνουν μετεξεταστέο. Του λείπει η πειθαρχία, discipline, που μόνον το Πανεπιστήμιο μπορεί να προσφέρει… Ένας αλλοπαρμένος, γνωστός δανδής, που ψάχνει τρόπους να εκφραστεί”… “στον ελάσσονα Περικλή Γιαννόπουλο. Άφησε τρία τέσσερα κείμενα όλα κι όλα. Και διάφορα σπαράγματα δεξιά κι αριστερά. Ήταν απειθάρχητος, όπως κι η γλώσσα του είναι απειθάρχητη. Και η αλήθεια είναι ότι, χωρίς τη θεατρική του αυτοκτονία στα νερά του Σκαραμαγκά, μπορεί να μην είχε επηρεάσει τους μεταγενέστερους”… “Έχει πάρει τις αποφάσεις του. Απέτυχε ως εραστής, απέτυχε ως συγγραφέας, περιφέρεται ως κύμβαλο αλαλάζον. Ένα τίποτε που έχει βρει τον τρόπο να τραβάει την προσοχή των άλλων τίποτε”…
Μολονότι έχουν ενδιαφέρον αυτές οι προκλητικές αποφάνσεις και η λιβελλογραφία είναι ένα δυστυχώς παραμελημένο είδος, είναι λίγο άδικο να παραμελείται το συγγραφικό έργο του αυτόχειρος του Σκαραμαγκά. Ας εκφράσουμε κάπως ηχηρά κι εδώ πως δεν ήταν “ένα τίποτε που απέτυχε”. Διάβαζε, μελετούσε και έγραφε. Μετέφραζε; Παρέφραζε; Αναδημιουργούσε τα αρχαία κείμενα που διάβαζε;
Στο πεζοτράγουδο που αναδημοσιεύουμε σήμερα φαίνεται πως ο Περικλής Γιαννόπουλος μελετάει το σπάνιο κείμενο του Βίωνος του Σμυρναῖου. Ο Βίων, βουκολικός ποιητής της ύστερης ελληνιστικής αρχαιότητας, έζησε κοντά στην Σμύρνη, στην άλλως άγνωστη σε εμάς πόλη Φλώσσα. Τα σπαράγματα του ελάσσονος Βίωνος έχουν αναγνωσθεί ως σπάνια δείγματα ομοερωτικής ποίησης. Ο Albin Lesky σημειώνει [1] :
«Ο Αδώνιδος Επιτάφιος είναι μια περίπλοκη δημιουργία του Βίωνα με δυνατή χάρη. Αυτό το εξάμετρο ποίημα, που γράφτηκε για απαγγελία, με την ζωηρή κίνηση συντακτικά απλών φράσεων, με τα ηχητικά τους αποτελέσματα και με τον θρηνητικό στίχο πού επαναλαμβάνεται σαν επωδός (τσάκισμα), πετυχαίνει την επίδραση ενός παθητικού τραγουδιού. Το επωδικό τσάκισμα το χρησιμοποίησε πλούσια κι ο Θεόκριτος, ιδιαίτερα στο 2. ειδύλλιο με τον ίδιο σκοπό. Ο Άδωνης αυτός είναι αξιοπρόσεκτος, προπάντων γιατί στο θρήνο για τον ωραίο αγαπημένο της Αφροδίτης, πού με τον θάνατό του πεθαίνει και η φύση, βλέπουμε να εισχωρή στην ελληνιστική ποίηση ανατολίτικη θεματολογία, που γίνεται δεκτή μόνο στην όψιμη ελληνιστική εποχή. Το υλικό είναι κιόλας συνυφασμένο με το υψηλό πάθος, που έρχεται σε ισχυρήν αντίθεση με την αυτοκυριαρχία του Καλλίμαχου και γίνεται σύμβολο αυτής της ελληνιστικής περιόδου… Ένα χαριτωμένο στοιχείο είναι το πένθος των Ερώτων, που ασχολούνται δραστήρια με τον νεκρό του Άδωνη. Έρωτες σε πληθυντικόν αριθμό εμφανίζονται στην ελληνιστική τέχνη χωρίς εννοιολογική διαφορά κοντά στον ένα, τον μικρό Έρωτα…»
ΑΔΩΝΙΔΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ[2]
Αἰάζω τὸν Ἄδωνιν: ‘ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις:’
‘ὤλετο καλὸς Ἄδωνις’ ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε:
ἔγρεο δειλαία, κυανόστολα καὶ πλατάγησον
5στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν ‘ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.’
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν: ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ
λεπτὸν ἀποψύχων: τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα
10χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ̓ ὀφρύσι δ̓ ὄμματα ναρκῇ,
καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος: ἀμφὶ δὲ τήνῳ
θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀνοίσει.
Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,
ἀλλ̓ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις, ὅ νιν θνᾴσκοντ̓ ἐφίλησεν.
15αἰάζω τὸν Ἄδωνιν: ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις:
μεῖζον δ̓ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος.
τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠδύραντο
καὶ Νύμφαι κλαίουσιν ὀρειάδες: ἁ δ̓ Ἀφροδίτα
20λυσαμένα πλοκαμῖδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται
πενθαλέα νήπλεκτος ἀσάνδαλος: αἱ δὲ βάτοι νιν
ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται:
ὀξὺ δὲ κωκύουσα δἰ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται
Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν καὶ παῖδα καλεῦσα.
25ἀμφὶ δέ νιν μέλαν αἷμα παῤ ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο,
στήθεα δ̓ ἐκ μηρῶν φοινίσσετο, τοὶ δ̓ ὑπὸ μαζοὶ
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο.
‘αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν’ ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος.
30Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος, ὅτε ζώεσκεν Ἄδωνις:
κάτθανε δ̓ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. ‘τὰν Κύπριν αἰαῖ’
ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες ‘αἲ τὸν Ἄδωνιν.’
καὶ ποταμοὶ κλαίουσι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας,
καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,
35ἄνθεα δ̓ ἐξ ὀδύνας ἐρυθαίνεται: ἁ δὲ Κυθήρα
πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει
‘αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν, ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.’
Ἀχὼ δ̓ ἀντεβόασεν ‘ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.’
Κύπριδος αἰνὸν ἔρωτα τίς οὐκ ἔκλαυσεν ἂν αἰαῖ;
40ὡς ἴδεν, ὡς ἐνόησεν Ἀδώνιδος ἄσχετον ἕλκος,
ὡς ἴδε φοίνιον αἷμα μαραινομένῳ περὶ μηρῷ,
πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο: ‘μεῖνον Ἄδωνι,
δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι, πανύστατον ὥς σε κιχείω,
ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω.
45ἔγρεο τυτθὸν Ἄδωνι, τὸ δ̓ αὖ πύματόν με φίλησον,
τοσσοῦτόν με φίλησον, ὅσον ζώῃ τὸ φίλημα,
ἄχρις ἀποψύχῃς ἐς ἐμὸν στόμα κεἰς ἐμὸν ἧπαρ
πνεῦμα τεὸν ῥεύσῃ, τὸ δέ σευ γλυκὺ φίλτρον ἀμέλξω,
ἐκ δὲ πίω τὸν ἔρωτα, φίλημα δὲ τοῦτο φυλάξω
50ὡς αὐτὸν τὸν Ἄδωνιν, ἐπεὶ σύ με δύσμορε φεύγεις,
φεύγεις μακρὸν Ἄδωνι, καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα
πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον, ἁ δὲ τάλαινα
ζώω καὶ θεὸς ἐμμὶ καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν.
λάμβανε Περσεφόνα τὸν ἐμὸν πόσιν: ἐσσὶ γὰρ αὐτὰ
55πολλὸν ἐμεῦ κρέσσων, τὸ δὲ πᾶν καλὸν ἐς σὲ καταρρεῖ:
ἐμμὶ δ̓ ἐγὼ πανάποτμος, ἔχω δ̓ ἀκόρεστον ἀνίαν,
καὶ κλαίω τὸν Ἄδωνιν, ὅ μοι θάνε, καί σε φοβεῦμαι.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ [3]
Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, πικρή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα όρη κείτ’ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι΄
κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει΄
στάζει το αίμα ολόμαυρο στη σάρκα τη χιονάτη,
τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μά δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.
O Βρετανός Ρομαντικός Percy Bysshe Shelley στα 1821 δημοσιεύει μίαν ελεγεία για τον θάνατο του John Keats, η οποία συνδιαλέγεται με τον Βίωνα και εν τέλει με το πεζοτράγουδο του Γιαννόπουλου.
Adonais: An Elegy on the Death of John Keats »[4]
I weep for Adonais—he is dead!
Oh, weep for Adonais! though our tears
Thaw not the frost which binds so dear a head!
And thou, sad Hour, selected from all years
To mourn our loss, rouse thy obscure compeers,
And teach them thine own sorrow, say: “With me
Died Adonais; till the Future dares
Forget the Past, his fate and fame shall be
An echo and a light unto eternity!”
Δεν είναι λοιπόν τόσον απείθαρχος, αλλοπαρμένος, αδύναμος να συγκεντρωθεί σε ένα κείμενο ο Γιαννόπουλος. Μελετάει, διαβάζει τον θρήνο της Αφροδίτης για την αναχώρηση του Άδωνι προς το παλάτι της Περσεφόνης και ανατρέπει τον μύθο, μυθογραφώντας ο ίδιος. Εκεί όπου ο Βίων έγραψε τον λυρικό θρήνο της Αφροδίτης για τον εραστή της, ο Γιαννόπουλος επιλέγει να γράψει εορταστικά τον άλλο θρήνο, εκείνον που δεν έχουμε στα αρχαία κείμενα, τον θρήνο της Περσεφόνης για τον χαμένο εραστή της Άδωνι. Δηλαδή, το εύρημά του στο συγκεκριμένο πεζοτράγουδο είναι η αλλαγή του αφηγητή. Εντάσσει το ευσύνοπτο, στοχευμένο γραπτό του στην χορεία θρήνων του έαρος από του αρχαίους βουκολικούς στους νεώτερους ρομαντικούς ποιητές, τους οποίους αναφαίνεται πως μελετά. Συνδιαλέγεται μαζί τους και τους αναπλάθει. Εκτός αν πάλι τόσον αγνοούσε τους αρχαίους μυθογράφους, όπως τον Απολλόδωρο ο οποίος καταγράφει πρώτος την ερωτική διαμάχη της θεάς του Έρωτα με τη θεά του Θανάτου, της Αφροδίτης με την Περσεφόνη, πριν ο Άδωνις σκοτωθεί και γίνει ανεμώνη. Θρηνεί η Περσεφόνη, αλλά γνωρίζει ότι μετά θα θρηνήσει και η Αφροδίτη. Ένα μυθογραφικό memento mori δηλαδή είναι το πεζοτράγουδο που δημοσιεύει ο Γιαννόπουλος. Κρίμα δεν είναι να καθορίζεται, έστω μυθιστορηματικά, ως “διάφορα σπαράγματα αριστερά και δεξιά”; Καλό μήνα είπαμε;
Μάιος
ΕΝΑ ΠΕΖΟΤΡΑΓΟΥΔΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Μὲ δάκρυα καὶ λυγμοὺς, ἀπαρηγόρητη ἡ Περσεφόνη κατεφίλησε τὸν πολυφίλητον Ἐραστὴν ὅταν ἐσήμανε καὶ πάλιν ἡ μοιραῖα ὥρα τοῦ χωρισμοῦ· ἀπὸ θρήνους, γόους καὶ ὁλοφυρμοὺς τῆς λυπημένης βασιλίσσης ἀντηχοῦν τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου. Ὁ ὡραῖος Ἄδωνις ἔφυγε μειδιῶν ἤδη εἰς τὴν ἀναμένουσα αὐτὸν εὐδαιμονίαν, ὁρμᾷ ταχὺς πρὸς τὸν ἐπάνω κόσμον καὶ ὅλη ἡ κοιμισμένη Ζωὴ ἐντὸς τῶν στέρνων τῆς Γῆς αἰσθανομένη , τὴν διάβασίν του, ὁρμᾷ, ἀναβλύζει εἰς τὸ φὼς ἀναγεννημένη. Ἀπὸ τῶν οὐρανίων δωμάτων κατῆλθεν ἤδη ἐξαισία ἡ Ἀφροδίτη εἰς τὴν στολισμένην γῆν ἀναμένουσα ἐν ἡδυπαθεία τὸν πολυφίλητον Ἐραστὴν, ἐνῷ οἱ πόθοι τῆς περιζώνουν μὲ ἰώδη στέφανον τὸ γλυκύτατον πῦρ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ὅλα τὰ ἄνθη ἀνοίγουν ἵνα ἵδουν τὸ θεῖον Ἄνθος.
Ἐκ νέου τὸ θεῖον Κάλλος συναντᾶται· αἱ φορτωμέναι πόθων καρδίαι των προσκλίνουν, ἀνοίγονται τὰ χείλη, ἑνοῦνται καὶ μαζύ των ἀνοίγουν ὅλα τὰ ἄνθη· εἰς τὴν μαγευμένην γῆν τῶν θεῶν ὁ Ἄδωνις καὶ ἡ Ἀφροδίτη περνοῦν τὴν ὥραν τοῦ ἔρωτος, καὶ τὰ δάση ποῦ στεφανόνονται ἀπὸ τοὺς γελώντας οὐρανοὺς λαμπροστολισμένα ὡς νυμφικαὶ παστάδες, βλέπουν διερχόμενον ἐκ νέου τὸ θεῖον ζεῦγος, τὸ χαρίζον τὴν χαράν, καὶ διὰ τῶν ἀβροτέρων ἀνθέων, τῶν γλυκυτέρων ἀνέμων καὶ ἀσμάτων ὑμνοῦν ὅλη τὴν ἑορτάζουσαν γῆν. Ὅλα λησμονοῦνται, προσκλίνουν, φιλοῦνται καὶ μόνον ἕν ᾄσμα, περιπαθέστερον ὅλων, ἀναβλύζον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην καρδίαν, ἡ ὁποία αἰσθάνεται καὶ τὴν λύπην τῆς Περσεφόνης προαισθάνεται καὶ τοὺς θρήνους τῆς Ἀφροδίτης, λέγει : ὅ,τι γελᾶ θὰ κλαίῃ, ὅ, τι χαίρεται θὰ πονῇ, ὅ, τι γεννᾶται θὰ ἀποθάνῃ διὰ νὰ ἀναγεννηθῇ πάλι εἰς τὸ φῶς καὶ τὴν χαρὰν.
30 Απριλίου 1901
~ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ~
[1] Lesky Albin. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Μτφ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδου, Θεσσαλονίκη 1988, Ε’ έκδοση αναθεωρημένη, σελ. 1003.
[2] Bion of Phlossa (1919). The Greek Bucolic Poets. J. M. (John Maxwell) Edmonds. William Heinemann; G. P. Putnam’s Sons. London; New York. σελ. 388 κ.ε.
[3] Βίωνος (1991) Επιτάφιος Αδώνιδος. Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας. Αθήνα, Άγρα σελ. 21
[4] Shelley Percy Bysshe (1821) Adonais: An Elegy on the Death of John Keats, Author of Endymion, Hyperion, etc. Pisa.