Ι
Γαμιέται το σύμπαν
Το σύμπαν μπορεί να γαμηθεί με χίλιους τρόπους
Όλοι το ξέρουμε και ειδικά εμείς
Που κάνουμε τα πάντα να δικαιωθεί η φύσις
Που θα μας καταπιεί
Παρόλα ταύτα όμως
Είναι απερίγραπτο όταν συμβαίνει
Πόσο αλήθεια να διαρκεί
Τέτοια επέλαση μαμούθ πάνω στο στήθος
Τέτοιο σενάριο καταστροφής
Σαν καλοκαίρι μέσα στην κίνηση επιστροφής
Μετά από μπάνια
.
ΙΙ
Σκουτουμπλιά
Όχι να τσακιστείς με ένα ποδήλατο δεν είναι δύσκολο
Είναι περίπου λογικό αν και απευκταίο
Μεσημέρι όμως
Να σωριαστείς κάτω απ το σπίτι ακριβώς
Μιας παλιάς σου αγάπης – είναι τελείως
Ηλίθιο, αν και μοιάζει σχεδόν τρυφερό
Και ίσως τυχαίο –αν δεν γνωρίζεις.
Δεν παύει όμως να είναι – κυρίως
Τελείως ηλίθιο
Πώς να εξηγήσεις τη σύμπτωση
Να εκτοξεύεσαι λυπημένες καυλωμένες αναξιοπρεπείς κινήσεις
Να κρατηθείς ορθός
Και όμως να σκας στο πεζοδρόμιο
(εκεί ακριβώς!)
Που -μεταξύ μας-
Καμιά δουλειά δεν είχες να περάσεις κλέφτης
(και με ποδήλατο ! μη χέσω.)
Και ούτε θυμάσαι – και ούτε λέγεται
Μόνο εννοείται αιωρούμενο
τόσο υπνωτισμένος τι σκεφτόσουνα
Κοιτώντας στο άδειο μπαλκόνι ξανά
Σαν πιλότος στο σύννεφο
Ευτυχώς δεν σκοτώθηκες
Να ρθουν τα ασθενοφόρα και οι τροχαίες
Να στήσουνε μνημείο μαλακίας
Και έφυγες τρέχοντας – σοκαρισμένος εμφανώς
Μη συλληφθείς επ’ αυτοφώρω
Ανεξηγήτου εκτροχιασμού στα έκπληκτα βλέμματα
Πράγμα που σε κατέστησε
τελείως ύποπτο μέσα στα αίματα!
Και το χειρότερο; Θα ξαναπάς να σκοτωθείς μαλάκα.
.
ΙΙΙ
Όταν τελείωσε η αγάπη
Όταν τελειώνει η αγάπη καταδικάζεσαι
Σαν πληγωμένο και άρρωστο σκυλί να βρεις λαγούμι
Νοτιάς ο αέρας και θολός και άδεια ζέστη
Ο κόσμος τσιγαρόχαρτο λεπτότατος ανθός
Ατέλειωτα οδεύοντας στη φρίκη
Τα σύννεφα ετούτα τα μαβιά και οι φωνές
Στα δάση απ τα πουλιά
Μόνο να σκίσουνε μπορούνε την ψυχή σου
Απόγευμα όπως βρέθηκες στο δρόμο από λάθος
Μιας έρημης διαδρομής κενής και άδειας
Όταν τελειώνει η αγάπη συμμαζεύεσαι νωρίς στο σπίτι
Από ντροπή να μη σε δούνε Κυριακή να τριγυρνάς
Και εσύ για να μη δεις τα μαύρα πεύκα ολόρθα που μυρίζουν
Δεν τον μπορείς τον κόσμο έτσι
Όμορφο την ώρα που η αγάπη έχει τελειώσει
Πέλο Α.
.
.
Εικόνα: José Guadalupe Posada – Skeletons (calaveras) riding bicycles, ca. 1900
.