Υπέρ Χείλους Άδειασμα

Για το «Χωρίς Εαυτό» της Κατερίνας Ζησάκη

.

σκαρτά στο λεξικόναν
φτούξελεύθ ευθ ευθ

.

Τρίτη κατά σειρά κατάθεση του λυρικού ειρμού μιας δημιουργού της ακμάζουσας ποιητικής γενιάς, που πλέον εδραιώνεται και σφύζει διά της παρουσίας της και λόγου, το «Χωρίς Εαυτό» της Κατερίνας Ζησάκη αποτελεί, μέσα άλλων, μία αναχώρηση και σύσφιξη της ιδίας της λογοτεχνίας, αλλά και ένα τολμηρό διάβημα προς τους κανόνες και τα έθη που παραχωρούνται έδαφος στο γλωσσικό δικτύωμα της ελληνικής. Με τη συχνότητα της νέας, της τελευταίας περίπου εικοσαετίας, ποιητικής παραγωγής να κυμαίνεται βασικά μεταξύ του μεταπολεμικού μοντερνισμού και της μεταπολιτευτικής θέρμης προς τα κοινά κι επίκαιρα, το «Χωρίς Εαυτό» επικεντρώνεται σίγουρα σε έναν κόσμο που η Ζησάκη ήδη εξιχνίαζε και περιπατούσε, μα ο τρόπος και η μανικότητά της τούμπαραν τις φράσεις του προς μια αλλότρια του πριν φανέρωση.

Το σύνθεμα του «Χωρίς Εαυτό», που διαβάζεται πρωτίστως ως μακροσκελές ποίημα με διαφορετικές φάσεις και επίπεδα, χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη: την «πτέρυγα τρελλών», εναρκτήριο δράμα της κοινής και διάσπαρτης ανθρώπινης αγωνίας, το «9:46 ποίηση», πρωτοπρόσωπη ομολογία της δημιουργικής δράσεως και φαντασίας, και το «σημείο μηδέν», την επιστροφή, τρόπον τινά, της επιζήσασας ψυχής στον τόπο και την κατάσταση που την καθιστά ελεύθερη, ανθρωπίνως ολόκληρη, ξανοιχτή πλέον τόσο προς τη ζωή, όσο και προς τη φθορά της.

Η διακαής αιχμή της γλωσσικής απόπειρας του βιβλίου εντοπίζεται αναμφίβολα στην ακόπαστη διατάραξη των ποιητικών σημείων και υφολογιών που το στυλώνουν γραμματικά και συνθετικά. Η Ζησάκη εκκινεί αίφνης τον βραχύ προλογισμό της με ένα παράθεμα του Πάουλ Τσέλαν, πλέον περιβόητου ταραξία των ποιητικών δομών στον παρελθόντα αιώνα, και συστήνει έπειτα τη δική της ανανεωμένη φόρμα εκφοράς προς όσα μέλλουν να προκύψουν:

[…]

κανονίσου να φέγγεις το δρόμο
τη νύχτα πάντα

βαρέθηκα

το φεγγάρι δεν είναι μια λάμπα
και θα το σπάσω

Κατ’ αυτόν τον τρόπο υψώνεται εξολοκλήρου ένας διπλός πυλώνας μιας κλιμακούμενης αλληλουχίας: αυτής μεταξύ του σπαράγματος του λόγου, της στρέβλωσης και παράλλαξής του υπό το βάρος της εκφραστικής αγωνίας και τρόμου, και των ατέρμονων επαφών με τον ζωώδη και αχαρτογράφητο πυρήνα της ζωής, των προκλήσεων που επαπειλούν άπαυστα και άχρονα τη διαβίωση και τον επαναπατρισμό της σταθερότητας. Τα προσωπεία που διαπλέκονται στο μάκρος του μεγάλου ποιήματος που είναι το βιβλίο, σχεδόν πάντοτε αισθητά ως ποιήματα και ταυτοχρόνως ποιητές τα ίδια, αλληλοπληρώνονται βήμα το βήμα προς την ωρίμανση του ποιητικού σώματος και την ενθυλάκωση των νοημάτων του – άλλοτε με την αφαίρεση, την απώλεια ή τη σύληση, και άλλοτε με το αποτόλμημα, το άλμα ή την αφύπνιση σε κάποιον προσήνεμο μα νέο χώρο. 

αν δεν υπήρχατε θα μπορούσα να στρογγυλοκαθόμουνα στην αγάπη
να έσκαγα να έλιωνα να γινόμουν χυλός και να έφθινα
μια παχιά αγάπη σαν αφράτο ζώο να βούλιαζα
να μη σήκωνα βάρος σε μέλη σε κεφαλή
ηδονή αφόρητη και να πέθαινα μέσα
στα σάλια και τους αφρούς μου
σε κόπρανα μέσα ολόζεστο
κράμα χορτάτης ύπαρξης
αν δεν ήταν ο γάντζος
στη γλώσσα
το χρέος
εσείς

Ο τεμαχισμός της γλώσσας που εκλέγεται είναι εμφανής σε κάθε γωνίτσα και στροφή των ποιημάτων. Πέραν της αισθησιακής δόνησης που αυτές οι παραλλάξεις αποπειρώνται να κομίσουν, αντικατοπτρίζουν επίσης μία μυθική ύφανση του κόσμου που γεννά η λογοτεχνία της Ζησάκη, αλλά και των παιδευτών–αντιζήλων που χοροστατούν στις κορφές της νεοελληνικής έλλογης καταγωγής. Ο Σαχτουρικός κόσμος υπήρξε ανέκαθεν εφάμιλλος των οραματισμών της ποιήτριας, χωρίς ωστόσο να διαπλέκονται πρωτίστως υφολογικά. Η ανοιχτότερη, αφηγηματικότερη διάσταση των δύο προηγούμενων συλλογών της έφερε κοινή πνοή με την περιγραφικότητα της Γενιάς του ‘70, δημιουργών όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος, η Κατερίνα Γώγου, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, και των μεταπολεμικών λυρικών που τους ενδυνάμωσαν, όπως ο Παπαδίτσας, ο Σινόπουλος, ο Αναγνωστάκης. Το «Χωρίς Εαυτό» διατηρεί λίγα από τα ίχνη αυτής της διάβασης, χωρίς φυσικά η πλάστις του να εκβαίνει από κάποιο ξέχωρο μονοπάτι, εισχωρώντας αλύπητα ωστόσο στους πειραματισμούς που δοκιμάστηκαν από τους ατάκτους της ελληνικής γραφίδας.

Απεικόνιση Τοιχογραφήματος από την Έκδοση

Η Καρουζική κορώνα είναι σίγουρα διαυγής (όπως, θαρρώ, μέλλει να συμβαίνει πάντα), τόσο από πλευράς ανάληψης του διασπασμού της γλώσσας, αλλά και από το νέο στην ποιητική της Ζησάκη σημαίνον του στήθους. Όπως και στο Καρουζικό μύθευμα, ο τύπος του στήθους προκρίνεται ως ζείδωρος ελεγκτής της ποιητικής έμπνευσης, αλλά ταυτόχρονα και ως ευάλωτο σημείο της θνητότητας και ανθρωπινότητας. Περαιτέρω, η σημειολογία του ανάγεται αρχικά στη χριστιανική, ασκητική παράδοση, τα νηπτικά συμπιλήματα, και καταλήγει ως ένα ρομαντικό αντίστοιχο της καρδιάς, της ψυχής, του κέντρου. Τούτα κατακτούν μια ιδιαίτερη σημασία στους στίχους που διανύουμε, μιας και το «Χωρίς Εαυτό» βασίζει ολόκληρη την προοπτική του πάνω σε ένα ανεστραμμένο, διάφορο χριστιανικό δράμα, αλλά επίσης διότι στη Ζησάκη το στήθος εναγκαλίζεται μία ακόμη, μέχρι πρότινος άφαντη, τρίτη σημασία, αυτήν της θηλυκότητας: 

[…]

η λογική ολόκληρη θα φέρει τέλος
το σκίρτημα είναι υπόθεση στήθους


&

[…]

εσώρουχα μου τρίβουνε το στόμα και αναλογίζομαι
πόση ησυχία να έχει κάτω από το φουστάνι σου
διάβαζε ποιήματα και κοίταζα το στήθος της
και για το ρίγος που με έπιανε
ήταν πιθανό να μην ευθύνεται το στήθος

Ο ερωτισμός της θηλυκότητας υπήρξε από τις βασικές θεματολογίες στην ποιητική της Ζησάκη, και παραμένει τέτοια, ως ηχώ αυτών που ήδη λέχθηκαν, αλλά και ως ενεργή πραγματικότητα της κτίσεως του λόγου. Το αίμα και η αιματηρότητα συνδέθηκαν άμεσα, και λαμπρά, με τη γενετήσια ορμή και τον ενωσιουργό κίνδυνο, τόσο ως υπόστρωμα του πλήγματος της ιστορίας που κυκλώνει την κοινωνική καταδίκη, αλλά και ως θετικό σύμβολο της αναπάλης των σωμάτων με τον βαθύτερο, απαράβατο εαυτό τους. Το δάχτυλο που θα βουτήξω μες στα έμμηνα / κι αντί για χείλη θα σου φτιάξω μια ρωγμή / ένα χαμόγελο να ρέει ιστορία της πρώτης συλλογής των «Ιστοριών απ’ το Ονειροσφαγείο», ακούγεται ακόμη παρόν ενώ στο σώμα της η γυναίκα / αιματωμένη ολοανθεί. Ο ερωτισμός, η σύζευξη και η βιαιότητα της αδικίας διατηρούνται ως αλάνθαστα σκέλη μιας αποκάλυψης της πραγματικότητας, με τη δύναμη ν’ αναβαπτίσουν τις παλαιές, άγονες πλέον σημασίες σε πρωτόγνωρες, κι έτσι εκ νέου αληθείς.

τη στένεψα
για να χωράει στα ρούχα

θάρρος υπάρχει
για να ελέγξουμε αν είναι δυνατό
κλωτσάμε πρώτα

τα ρούχα χάλασαν
ταΐσου να φαρδύνεις

το βάρος μέσα

ή αλλιώς
προνόμιο

Ο πολυπρόσωπος διάκοσμος του πρώτου τμήματος, της «πτέρυγας τρελλών (13 απόστολοι)», χαράζει ευδιάκριτα την πορεία που το μακρύ ποίημα θ’ ακολουθήσει, και που η υπόνοια της ανέλιξής του φάνηκε ήδη από τον πρόλογο: σε υποθέτω / άρα ακούς, ένδειξη τόσο μιας απεύθυνσης και δεσμού με τη χριστεϊκή, λυτρωτική μορφή, μαζί όμως και της απουσίας της, της επιβάρυνσης του προσευχητή με την υπόθεση,  την άγνοια, και όχι με την πίστη.

Οι θεολογικοί, μεταφυσικοί αρμοί του «Χωρίς Εαυτό» πατούν πράγματι πάνω σε μια πλήρη αναστροφή της δόκιμης χριστιανικής πεποίθησης. Η κακία, και όχι το Κακό, βρίσκεται στο ρίζωμα του θνητού, γήινου πλάσματος, η κακία είναι που το ταυτίζει με τον εαυτό του και τη μοίρα. Οι «13 απόστολοι», με την αντικανονική προσθήκη ν’ αφομοιώνει ίσως και τον προδότη, αυτοκτόνο Ιούδα, εκπροσωπούν την πτώση ως μοναδικό κι ασύγγνωστο πεπρωμένο, τη μοχθηρία, το πάθος και την ασθένεια ως μόνες επικράτειες του πληρώματος της κτίσης και του κόσμου. Η χριστεϊκές μορφές του «Χωρίς Εαυτό», κατά βάση αρμοστές και στοιχειώδεις κάθε ποιητικού προσωπείου του ποιήματος, σαρκώνουν οι ίδιες την καταπάτηση και αμαρτία τους, υποφέρουν γι’ αυτές δίχως οσιότητα και ευλογία, και προορίζονται διαρκώς όχι προς την άφεση και την κάθαρση, αλλά προς τον απεγκλεισμό από τον εαυτό τους.

[…]

ψεύτης εγώ
ο όρθιος

αληθώς πτηνά
το Μέγα Αμάρτημα
αν θα κελαηδήσω
ο λαός θα πεθάνει
και δεν θα πεθάνει

εγώ ο κήρυξ
ο λάβετε φάγετε

ο Ως το λαιμό στα σκατά

Η ίδια αυτή κατάσταση της πτώσης επιβαρύνει, εκβάλλει κι επιστρέφει στο απόλυτο αξίωμα της γλώσσας, της ποίησης, του λεκτού ως αναπόδραστη δήλωση ζωής των ζωντανών και καταραμένων. Τα βεβλημένα υποκείμενα που ακολουθούν το ποίημα αγωνίζονται την ίδια τη φύση της φυλακής και των δεσμών τους, εκφέρουν τη διάρρηξη των μέσων τους και την οπτασία της ανάστασης των συντριμμάτων:

[…]

ακούμε το μονόλογο του μύθου
πώς πάει

παρ’ όλα αυτά απέραντη η θάλασσα
αν σου πετύχει βράχος με ορίζοντα

θέλω τη γραμμή που διαχωρίζει και ενώνει
ανεκπλήρωτα τόσο
που με μισώ

αισθάνομαι έναν κόσμο
πέρα απ’ το αλφάβητο

&

[…]

ό,τι πούμε η ηχώ θα συρρικνωθεί
όμως αν φουσκώσει το ποτάμι
έμβρυο της πόλης θαμμένο
θα την γκρεμίσει
όλα ενώνονται υπογείως
μέρα βροχερή που δεν έχει βρέξει
παρανοϊκά πέφτουν κεραυνοί
μ’ έναν ήχο σαν

αλλά δεν ακούγονται

Η εσκεμμένη παράλειψη της τυπογραφικής σειράς μετά το «σαν» και πριν τον καταληκτικό στίχο είναι χαρακτηριστική των επιθετικών παιγνίων των υφών του συγγράμματος. Η παρομοίωση μένει κενή, στερούμαστε το αντίκρισμα ενός ακούσματος που προμηνύθηκε, και το ποίημα μας επαληθεύει τέλος την αποσιώπηση που μόλις βιώσαμε. Η γλώσσα μας αθέτησε και διέσωσε ως μορφή την εαυτή της πάραυτα διά της προδοσίας.

Τα δύο τελευταία σκέλη του βιβλίου συνοφρυώνονται, τρόπον τινά, στην καθεαυτό μοίρα της ποιήτριας–δημιουργού, περιστέλλοντας στην ατομικότητα, διάταση και έκφρασή της τους χώρους συμπίεσης κι εκτόνωσης των συλλογικών πόθων και αναγκαιοτήτων. Τα ουτοπικά προτάγματα τίθενται εντός του ζωτικού κορμού της ανθρώπινης επιβίωσης ἐν κόσμῳ, της εσκεμμένης, θεληματικής πρότασης εναρμονισμού του ανθρώπου με την πλάση. Και πάλι, ωστόσο, το αίτημα αυτό δεν εισακούγεται ως νικητήρια πομπή δικαίου τε και αρετής, μα ως αλλεπάλληλη ποδοπάτηση της επίμονης ευχής μιας εγκόσμιας, θνητής επάρκειας, που φτάνει να γίνει απελεύθερη σύμφυτα και δια μέσου της ασταμάτητής της ήττας.

[…]

έχω πάρει αδιάντροπα τη στροφή
και γυρίζω στα μέρη που είπαν να μην πηγαίνω
πηγαίνετε όπου θέλετε όταν φτάσετε Παρίσι
                           εκτός από Banlieue
κι εμείς με γεμάτο στόμα Τίποτα μα τίποτα
την άλλη μέρα πήγαμε Banlieue – κατά λάθος
σ’ όσα μέρη πήγα: πήγα κατά λάθος
κατά λάθος απέκτησα περηφάνια για τα ταξίδια μου
αγαπώ τη ζωή – αγαπώ τα σκατά

Ενόσω η γλώσσα, το δείγμα υπόστασης, εμπλέκεται και προσωπογραφεί κάθε νέο όρυγμα της αβοήθητης ατυχίας του ανθρώπινου νου, σε τέτοιον βαθμό που φτάνει ομοειδής των παθών και των δυνατοτήτων του, ενσάρκωση των κενών και των παραβλέψεών του, ομοιόμορφη και ίση των χειρονομιών του:

[…]

θυμάσαι εκείνο το αγόρι που ασελγήσαμε
με τα χέρια του πάνω στο σώμα μας;
ο τρόμος: παραμερίζει τα βρακιά
παραμερίζει τα λεκτικά όργανα
αναπτύσσω μια γλώσσα για να μιλάω μόνη μου

με  φ ω ν ή μ α τ α

Η έκβαση των ιστοριών σαρκίων και γλωσσών αποπλέει μες στα ύδατα του αρχέγονου θαλάσσιου βάθους, της αμφίβιας απαρχής της κατάκτησης του λόγου και της οξυγόνας σωματικότητας. Το ψάρι, έτερο κύριο σημαίνον των τροπισμών του ποιήματος, αποτελεί ένδειξη της πρωταρχικής, εντόσθιας αθωότητας στη φύση του πλάσματος, της άρρηκτης συνοχής του με τον ιστό της ζωής και της δημιουργίας. Άφωνο, μα έκθαμβο, αιμάσσον, μα διεγερτικό, συγκλίνει στον οργανισμό του κάθε ελπίδα και κάθε παρεκτροπή που εν τέλει πήγασε από την ίδια τη μανιώδη απόφανση της γένεσης και του χαμού του κόσμου.

*

Αντάμα όπως περίπου η αποστολή ξεκίνησε, με δύο ερωμένους και βαρείς της «πτέρυγας τρελλών», από τον έναν πόλο προς το άγνωστο, το ποίημα κουρνιάζει στον ανταρκτικό αντίποδα, στην παγωμένη όχθη που ξανοίγεται στη θάλασσα και θεραπεύει τα πλοηγά κειμήλια της αμνησίας και ανωνυμίας. Ο κόσμος αντέχει τις απαιτήσεις των τρελλών, τα θαμπά τους χνότα κατά την πρώτη ή ύστατη ανάσα, και μοιράζεται στην αταξία του την εκκίνηση που έπραξε η γλώσσα και την τελική της έξοδο προς τη μέρα, προς τα πράγματα, στον ανοιχτό και τσουχτερό αέρα.

[…]

κορμί ή πρόσωπο
όλα
θα γίνουν πρόσωπο

το αδύνατο ή το αέναο
το παράδοξο
το απέραντο

ωραίες μέρες
τι έγιν’ έξω

Στο «Χωρίς Εαυτό», η Ζησάκη κατάφερε να συγγράψει ένα δύσκολο ποίημα, ένα πράγμα δύναμης με άλλα λόγια, το οποίο άγχει, αντιστέκεται και διαμολύνει με τη θέλησή του τις συμβατικές κατατάξεις αναγνώσεων και γραφής. Ως αυτόνομο έργο, παγιδεύει σ’ αλλεπάλληλες στρώσεις την κατάδυση του αναγνωστικού μετέχοντα, αρνούμενο να παραδώσει έναν εύκολο φραγμό του στριγκού ευαγγελισμού του, με τις δίδυμες πορτάρες της εξομολόγησης και του οράματος να επιστεγάζονται την ίδια ογκώδη θύρα.  

Ως έργο των αποτολμημάτων μιας γενιάς, μιας κοινωνικής αφήγησης και αγωνίας, ενός νήματος επίσης των ανακλήσεων που μας καταγράφουν και τούμπαλιν αναλογούμε, μένει να φανεί ώς τα πού θα μπήξει το βελόνι, σε τι καρδιές και παραφροσύνες θα παραμείνει στόμιο σπηλαίων και αχών, πόσο ακριβή θα μείνει η σκιά του των οξύρρυγχων δακτύλων και του παχέος, ηδυπαθούς σιέλου.

Η εικόνα εξωφύλλου του άρθρου
έγινε από την Άντζελα Σαλίου
με άξονα το «Χωρίς Εαυτό»

.

Κατερίνα Ζησάκη, Χωρίς Εαυτό, εκδ. Έρμα, 2022
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σάββας Κοκκινίδης γεννήθηκε το 1991 στην Κοζάνη και είναι απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μελέτες, ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.