03.12.24
Φωτογραφία από Collections du musée de l’Institut d’Archéologie classique de Strasbourg

 

Αποκρυπτογραφώντας μια πινακίδα στην Αθήνα του 1880

του Σαμσών Ρακά

 


Η Αθήνα δεν έχει κλείσει ακόμα μισό αιώνα πρωτεύουσας. Βρισκόμαστε γύρω στο 1880 εκεί που χτυπάει η παριλίσσια καρδιά της νυχτερινής ζωής. Αντικρύζουμε κάποια από τα γεφυράκια στον Ιλισσό που οδηγούσαν στα καφωδεία, καφέ σαντάνς και θέατρα. Ο κεντρικός χωμάτινος δρόμος θα μπορούσε να σηματοδοτεί μια πρωτόλεια Βασιλίσσης Όλγας, με τους Στύλους του Ολυμπίου Διός στα αριστερά και τα αδιαμόρφωτα ακόμα πεδία του Ζαππείου στα δεξιά. Αν και η οπτική που προσφέρει η φωτογραφία δεν μας είναι άγνωστη, ωστόσο κουβαλά μέσα της ένα στοιχείο που δεν το έχουμε ξαναδεί. Με την δυνατότητα της τεχνολογίας, αν ζουμάρουμε στην πύλη που βρίσκεται στο δεύτερο γεφυράκι, αρχίζουν να εμφανίζονται γράμματα, γράμματα καλλίγραμμα. Είναι με βεβαιότητα μια επιγραφή.

 

 

 λεπτομέρεια


Αν και αχνή, οπωσδήποτε φέρει μια γραμματοσειρά χειροποίητη. Αυτή την ελευθεριότητα στην έκφραση την μαρτυρά και το όνομα του καφωδείου που αποκαλύπτεται στην μαρκίζα, το οποίο μέχρι τότε το γνωρίζαμε μόνο θεωρητικά: «Ιλισσίδων Μουσών».
Μα η αποκρυπτογράφηση τώρα ξεκινά:

Πριν λίγο καιρό, στο ίδιο σχεδόν σημείο, ξέσπασε μια πυρκαγιά που έπληξε ένα γνωστό μπαρ/εστιατόριο της εποχής μας. Το αποκαλυπτικό όνομα αυτού: Skyfall.

Αν αφαιρεθείς λίγο από το παρόν σου και αποκτήσει ο εαυτός σου μια ουδετερότητα, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς πως η  απόσταση που χωρίζει το όνομα των Ιλισσίδων Μουσών από το όνομα Skyfall, αν και σχηματικά μιλώντας, είναι η καταιγιστική διαδρομή που χάραξε η ιδέα της ξενομανίας σε τούτη τη χώρα. Και δεν μιλώ με όρους εθνικούς. Αλλά με όρους γεωγραφικούς και γεωλογικούς. Η ξενομανία και το μέγεθος του πολιτισμικού μιμητισμού διέρρηξε την διαχρονική σχέση που υπήρχε μεταξύ χώρου και κατοίκου. Η πάγια ποιητικότητα της καθημερινότητας, αυτή η βουβή λογοτεχνική συνομιλία αφανίστηκε εντελώς. Οι Μούσες του Ιλισσού μάς εγκατέλειψαν. Τα τοπόσημά μας τώρα αφορμώνται από ταινίες του Τζέιμς Μποντ και όχι από την αυτοδιάθεση της εντόπιας φαντασίας. Ο τόπος δεν έχει πια ιστορικά φορτία, έχει απολέσει το μυθολογικό του υπόβαθρο. Το τοπίο, χωρίς ανάγλυφο πια, είναι απλώς μια πλατφόρμα, ένα στρώμα που θεωρούμε δεδομένο, ένα αναγκαίο κακό που πρέπει να διασχίζουμε ώστε να φτάσουμε κάπου, εκεί, στο μέρος της ικανοποίησης των υλιστικών μας υποθέσεων. Κι όλο βαδίζουμε αγνοώντας πως το έδαφος είναι αυτό που μας βαστάει και μας διασώζει από βέβαιη πτώση.  Όχι μόνο δεν το δοξάζουμε πια, ούτε καν το μνημονεύουμε. Και το αγνοούμε διότι η απλότητα της ζωής είναι ο μοναδικός δρόμος προς στην πνευματικότητα. Μέσα σε τόση πολυπλοκότητα, δίχως μεταφυσική αγωνία και ξεριζωμένοι από τη ρίζα του μύθου, δεν ανήκουμε πουθενά. Αποκομμένοι από την ενσυναίσθηση της προϋπάρχουσας ομορφιάς, είμαστε έκπτωτοι μιας χώρας, εξόριστοι μιας ηπείρου, άποικοι ενός πλανήτη.

Και το μέλλον που καταφθάνει δεν μπορεί παρά να λάβει τη μορφή μιας άγριας συλλογικής νεύρωσης, μιας γενικευμένης αστικής δυστυχίας που όλο και θα γιγαντώνεται, εντός ενός αδηφάγου τεχνολογικού θριάμβου ο οποίος κερδοφορεί με το να μολύνει την αθωότητα της ζωής.

 

 

.

.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ