Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΠΦΩΣ

[Διήγημα του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΕΛΛΕΡ]

 

Κατά τα μέσα της νύχτας, η Σαπφώ βγήκε από το σπίτι της, με την απόφαση να δώσει ένα τέλος στα τρομερά βάσανα της καρδιάς της. Η νύχτα ήταν γαλήνια. Αρώματα τριγυρνούσαν στο νυχτερινό αγεράκι, και το φεγγάρι, στα πλάγια τ’ ουρανού, ρίχνοντας τις λοξές του αχτίνες, έκανε τις ταμαρινδιές, κάτου στον κάμπο, ν’ απλώνουν μακρυές φανταστικές σκιές.

Το μονοπάτι που πηγαίνει ως την κορφή του κάβου της Λευκάδος, περνάει απόξω από ένα ναό του Απόλλωνος, ένα φοβερόν ιερόν τόπο, όπου γονατίζουν, πριν πέσουνε στην αγκαλιά της θάλασσας, οι απελπισμένοι εραστές και οι απατημένοι. Τριγυρισμένος από εληές και πράσινα πλατάνια, θάταν ανεύρετος ο ναός αυτός, αν δεν ξεπρόβαλε απάνω απ’ τις κορφές του το λαμπρό μαρμάρινο περιστύλιό του που, τη νύχτα, μοιάζει μ’ ένα μεγάλο φεγγαρίσιον πέπλο συρμένο από το Άπειρο.

Μουρμούρισε μερικές προσευχές, μηχανικά, γιατί ήταν σ’ άλλες σκέψεις απορροφημένος ο νους της, κ’ ύστερα εξακολούθησε το δρόμο της. Εκεί, στην άκρη του κάβου, ορθώνεται ένας βράχος, ψηλός ως ογδόντα ποδάρια, και που για να τον ανεβεί κανείς πρέπει να πιάνεται καλά απ’ τις προεξοχές του. Είναι αλήθεια ανάβαση επικίνδυνη πολύ. Ένας λάθος του χεριού, ένα ελαφρό παραπάτημα, και το κατρακύλισμα, κι ο θάνατος στην άβυσσο!

Η Σαπφώ σκαρφάλωσε ως την κορφή του βράχου. Μπρος στη θάλασσα, την Ιόνια, όπου το φεγγάρι άπλωνε μια πλατειά ασημένια λουρίδα, η εταίρα τρόμαξε. Γύρισε, με κίνημα γοργό, και βρέθηκε απέναντι στο άστρο, το νυχτερινό, που είχε λάμψη τόσο λευκή ώστε φαινόταν σαν μπαμπάκι, και φαινόταν πως έπαλλε. Παρ’ όλο το ύψος, το αγεράκι εκεί πάνω ήταν χλιαρό και χαϊδευτικό.

Η Σαπφώ έριξε κάτω τον πέπλο της, κι άφησε τα θαυμάσια ξανθά μαλλιά της να σκορπίσουν γύρω από τους ώμους της και κάτω ως τους γοφούς της. Εκεί, στη θέση αυτή, όπου δυο βήματα μόνο τη χωρίζανε από το θάνατο, τής ήταν ευχάριστο να ξεσκεπάσει, για τελευταία φορά, τη θεϊκιά του κορμιού της ομορφιά, στο άστρο που είχε παρασταθεί, ‘δω και λίγα χρόνια πριν, στις πρώτες ανατριχίλες της σάρκας της.

Ολόρθη, στην κορφή του βράχου, και τυλιγμένη με φεγγαρίσια λάμψη, ενσάρκωνε, κάτω από τον αστερένιον ουρανό, την Καλλονή, τη θεϊκιά κι αγνή, που ονειροπόλησαν όλοι οι καλλιτέχνες κι όλοι οι ποιητές της Αρχαίας Ελλάδος. Τα πλούσια ξανθιά μαλλιά της, όπου το φεγγάρι έριχνες ασημένιες ανταύγειες, κυμάτιζαν στην πνοή του αγέρα, γύρω από τους ώμους της, και στα πλευρά και στα μεριά της, σαν ελαφρός μανδύας. Ο λαιμός της, πάντα δροσερός και πάντα σφιχτός, παρ’ όλα τα χάδια πούχε λάβει, προσφερόταν σε κάποια αόρατα χείλη. Η κοιλιά, δίχως καμμιά ρυτίδα ακόμα, καμπύλωνε ελαφρά σαν αλαβάστρινο βάζο…

Ένα θερμό δάκρυ έπεσε απ’ τα μάτια της εταίρας, κύλισε στο μάγουλό της, και τρεμούλιασε, για μια στιγμή, στις ρόδινες κορφούλες των στηθιών της.  Κι η Σαπφώ έπεσε σε σκέψεις.  Σκέφθηκε το πρώτο το πρώτο χάδι που της αποκάλυψε την ηδυπάθεια.  Σκέφθηκε τα τυραννικά φιλιά γέρων εραστών που, που ξυπνούσαν, με σύγχισι και λάβρα, τις αποθυμιές της, δίχως ποτέ να μπορούν να την καταπραΰνουν. Σκέφθηκε, προ παντός, τις φιλενάδες της, τις αμέτρητες πανώρηες φιλενάδες της, που μάλωναν αναμεταξύ τους για την εύνοιά της. Τις ξανάβλεπε μια-μια, με τα ωραία μαλλιά τους, πυρά σαν το σούρουπο, ή μαύρα σαν τη νύχτα, ή ξανθά σαν την αυγή, ή λαμπερά σαν το καταμεσήμερο. Ξανάφερε στη θύμησή της τους κυματισμούς των θεϊκών αυτών μαλλιών, τους απαλούς και λεπτούς ώμους, τους σφιχτούς γοφούς, τους λείους λαιμούς, τις ολοστρόγγυλες κ’ ευλύγιστες μέσες. Τις ξανάβλεπε όλες και τις καμάρωνε στην ονειροπόλησή της. Όλες αυτές οι μορφές, λίγο-λίγο ζωντάνευαν μπρος στα μάτια της, και λίγο-λίγο συγχέονταν με άλλες, όπως συμβαίνει πάντα στην εφήμερη ύπαρξή μας. Κι ανάμεσα στα ωραία αυτά σώματα, τα λυγερά σα νιόβλαστα κλαδιά εληάς, τα μυροβόλα σαν τις βιολέτες, τα ωχρά ή ροδαλά σαν τα γλυκοχαράματα του Ιονίου, έβλεπε να περνά, με το ιδανικό της μεγαλείο, η Ποίησις, που μόνη κατόρθωνε να γαληνεύει τις επιθυμίες της και να κατευνάζει τη σάρκα της.

Ω! Πως θυμόταν τώρα τα λόγια της αγάπης, και τις παθητικές ωδές, που μια φορά, τραγούδησε για όλες αυτές τις ωραίες της φίλες! Οι στροφές, σαν πουλιών φτερούγες, έπαλλαν στα υγρά της χείλη, το σώμα της ταλαντευόταν με απαλώτατο ρυθμό, στη γαλατερή ασπράδα, που έπεφτε από τον ουρανό. Μια θεϊκιά ηδυπάθεια πλημμύριζε όλη της την ύπαρξη.

Τότε γιατί ήθελε να πεθάνει.

Γύρισε και κύτταξε πίσω.

Ο βράχος, ορθός καθώς στεκόταν, ψηλά πολύ πάνω από τον κάβο, φαινόταν, στο φόντο της πράσινης Ακαρνανίας, σα στήλη αναθηματική, που την ύψωσαν χέρια ευλαβητικά, εκεί μπροστά στη θάλασσα του Ιονίου. Κάτου απ’ τις λοξές του φεγγαριού αχτίνες, ο ίσκιος του έφθανε ως πέρα μακρυά, σε αμέτρητη απόσταση, στην υγρή έκταση. Κι η Σαπφώ, όρθια στην κορφή του, είδε τον ίσκιο της ν’ απλώνεται, το ίδιο, ως τα βάθη του ορίζοντα. Άνοιξε τα χέρια της, και τα σήκωσε ψηλά, για να πέσει στο γκρεμνό. Κι αυτή η κίνησή της, έκανε να γλιστρήσουν απάνω από τη θάλασσα, ως πέρα, δυο γιγάντιες σκιές. Και φάνηκε στην εταίρα πως αγκάλιαζε, πως έσφιγγε μέσα στα μπράτσα της, όλη τη γήινη σφαίρα, και πως το αγκάλιασμά της κατασύχαζε λίγο-λίγο τους αναρίθμητους των νερών κυματισμούς. Και… δεν έπεσε στο γκρεμνό.

Έμεινε ώρα πολλή έτσι, με τα μπράτσα ανοιχτά, μη μπορώντας ν’ απαλλαχθεί από τη γλυκειά αυτή αυταπάτη της Κυριαρχίας και της Παντοδυναμίας. Γιατί έτσι, με τον ίδιο τρόπο είχε αγκαλιάσει τους εραστές της και τις ερωμένες της. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, τα πάθη, τα πιο ορμητικά, γαλήνευαν στα αγκαλιάσματα του ωραίου της κορμιού!

Κι ωστόσο, νικήθηκε κι αυτή! Και για τούτο βρισκόταν, την ώρα αυτή της νύχτας, τη βαθειά, στην κορφή του βράχου της Λευκάδος. Είχε νικηθεί από τον έρωτα! Η Σαπφώ θυμόταν τώρα όλες τις περιστάσεις της ήττας της και της πτώσεώς της. Γιατί; δεν ήταν πτώσις, το να γίνει σκλάβα ενός ανδρός; Ένα βράδυ, την ώρα που, ανάμεσα σε λάμψεις πορφυρές, ο ήλιος βυθιζόταν στα μενεξεδένια κύματα της θάλασσας του Ιονίου, συνάντησε τον Φάωνα, παλληκάρι ωραίο, σαν τον Απόλλωνα. Για πρώτη φορά, ύστερα από το πρώτο της φιλί, η Σαπφώ χαμήλωσε τα μάτια, ενώ μια ανατριχίλα φόβου αισθάνθηκε σ’ όλο της το κορμί, απ’ την κορφή ως τα νύχια. Δεν στράφηκε για ν’ ακολουθήσει με τα μάτια της τον αδιάφορο νέο. Μα ένοιωθε πως εκείνος εξακολουθούσε το δρόμο του, δίχως καν να την προσέξει, δίχως καν μια λέξη να πει γι’ αυτήν, στη σκέψη του. Κι αυτό της φάνηκε παράξενο, και μια τρομερή αμφιβολία συντάραξε το πνεύμα της.

Συναντούσε, λοιπόν, έναν άνδρα, που, τα ρεύματα που σκορπούσε η μυροβόλα σάρκα της, δεν του γεννούσαν μέσα του καμμιάν αποθυμιά, κανένα πόθο; Έναν ολάκαιρο μήνα, οι νύχτες της ήταν ταραγμένες. Ανάμεσα στις ηδονές της, που της ήθελε τόσο πιο πολύ παράδοξες και τέλειες, όσο πιο βαθύς ήταν ο πόνος που την τυραννούσε, η μορφή του Φάωνος κυριαρχούσε στη σκέψη της. Και νοιώθοντας πως δεν κατώρθωνε να κατυσηχάσει τους πόθους της, αν ο ωχρός ονειροπόλος δεν έπεφτε, κι αυτός με τη σειρά του, μέσα στα κυρίαρχα της μπράτσα, άρχισε να ζητάει πληροφορίες για εκείνον που είχε κυριαρχήσει στο πνεύμα της και στην καρδιά της.

Ο Φάων, όπως της είπαν οι γερόντοι, που φαινόνταν σαν νάπαιρναν την έμπνευσή τους από τους Θεούς, είχε βρει το μυστικό βοτάνι, πούχε τη μαγική δύναμη να τον κάνει να τον λατρεύουν όλες οι γυναίκες, δίχως ποτέ καμμιά να μπορεί να τον ξελογιάσει, κι η Σαπφώ, που πίστευε τον εαυτό της ανώτερο κι από την Αφροδίτη, πόθησε τότε, ακόμα πιο πολύ, να τον κάνει να κυλισθεί στα πόδια της. Μα ο Φάων έμενε αναίσθητος.

Ένα βράδυ, ωστόσο, όταν τον συνάντησε στην ακρογιαλιά, την ώρα εκείνη που ξυπνούν οι πόθοι κ’ η ταραχή στην ψυχή, απόθεσε τα χείλη του στα χείλη της Σαπφώς. Απ’ εκείνη τη στιγμή, λες κι η απόλαυση των αισθήσεων τού φαινόταν κατώτερη απ΄το όνειρο, απέφυγε τη γυναίκα, κι απόκρουσε τα φλογερά ποιήματα που η ποιήτρια έπλεκε για τιμή του.

Όλα αυτά η Σαπφώ τα θυμότανε καταλεπτώς. Ανατριχίλες συντάραξαν το κορμί της, λυγμοί συγκλόνισαν τον πάλλευκο λαιμό της, δάκρυα τρέξαν από τα μάτια της. Και δεν ήθελε πια να πεθάνει. Ποιος ξέρει αν, αύριο, ο Φάων δε θάπεφτε στα πόδια της, δεν θα υπέκυπτε στο κράτος της;

Έξαφνα, θάρρεψε πως είδε, κάτω, χαμηλά πολύ, ανάμεσα στ’ ασημένια κύματα, του Φάωνος το σώμα. Ανάσκελα, απάνω στα νερά, με τα χέρια απλωμένα, με το κεφάλι θεϊκά φωτοστεφανωμένο από τις ακτίνες της Σελήνης, ο νέος φαινόταν σαν να πρόσφερνε τα χείλη του σ’ εκείνην που πέθαινε γι’ αυτόν. Ναι! Η Σαπφώ έβλεπε καθαρά τα μάτια του, τα μεγάλα μαύρα μάτια του, βαθειά σαν τον ωκεανό, άστατα σαν τα κύματα. Τότε, με μια μεγάλη κραυγή έγειρε προς τα μπρος το κορμί της. Και το σώμα της, πούχε σχήμα θεϊκό, έπεσε από το δυσθεώρητο ύψος, ωχρό στην ασπράδα του φεγγαριού, και βυθίστηκε στα κύματα.

Κι έτσι πέθανε, στη θάλασσα του Ιονίου, η Σαπφώ, η πιο μεγάλη απ’ τις ποιήτριες, κ’ η πιο μεγάλη απ’ τις θνητές.

.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Κώστας Τρικογλίδης
ΕΘΝΟΣ, Δεκέμβριος 1920

/

.

Εικόνα: Edward Lear (1812-1888),
Capo Ducato, or Sappho’s Leap – Santa Maura, 1863

.

.