Πριν από εκατό χρόνια, από τις αρχές ακόμα του έτους 1922, οι Αθηναίοι έσκαγαν να μάθουν: μα πού έχει εξαφανιστεί ο Κλεάνθης Αγαλματίδης; Μήπως άνοιξε η γη και τον κατάπιε; Να μπήκε πάλι στο Εμπειρίκειον Άσυλον; Πού να πήγε αυτός ο καλάγαθος εξαθλιωμένος στιχοπλάστης, αυτός ο Αχανής Αβυσσοειδής σύμφωνα με ένα από τα ψευδώνυμα που πρόσφατα είχε βαλθεί να χρησιμοποιεί; Αυτός ο κοντόχοντρος άντρας με το ροδαλό πρόσωπο, τα σγουρά μαύρα ανάκατα μαλλιά και την πυκνή μαύρη γενειάδα, που φορούσε δυο-τρία πανωφόρια χωρίς κουμπιά, παπούτσια μεγάλα και τρύπια, που τριγυρνούσε στην Ομόνοια και το Σύνταγμα, κοιμόταν στα πάρκα, σκάρωνε στίχους ψευδίζοντας και έλεγε στους καλοθελητές -χωρίς να απλώνει το χέρι να ζητιανέψει αλλά περιμένοντας να του δώσουν ένα κομμάτι ψωμί- με μια υπόκλιση ως ευγενής της εποχής των Λουδοβίκων «Θαθ ευχαριθτώ. Εχόρταθα» ή με τα εξασκημένα γαλλικά του «μερθί»! Συχνά έλεγε περήφανος για τον ποιητικό του οίστρο: «Ύθτερα από τον Όμηρον η Ελλάθ ευτύχηθε να έχει εμένα…».
Ε, λοιπόν, μια εφημερίδα τον εντόπισε και έσπευσε να καθησυχάσει τους αναγνώστες της: ο «γλυπτοποιητής» Κλεάνθης βρισκόταν για ένα διάστημα στον Πύργο και εκεί γνώρισε όλες τις «Ηλειακές διασκεδάσεις», ευφραίνων και ευφραινόμενος. Μάλιστα οι Πυργείοι έβαλαν τον οβολό τους για να βγάλει ένα φυλλάδιο με τίτλο «Ποιήματα ευδαιμωνίας», έτσι με ωμέγα για να τονίσει το μέγεθος αυτής. Άγνωστο αν κάπου σώζονται σήμερα τα ποιήματα αυτά. Την επόμενη χρονιά, προς τα τέλη του 1923 μαθαίνουμε για μια άλλη έκδοση του Αγαλματίδη και συγκεκριμένα πως «γνωστός εκδοτικός οίκος» εξέδωσε τα ποιήματα του Κλεάνθη μετά εικόνας και βιογραφίας. Κατά το ειρωνικό σχόλιο του περιοδικού Πινακοθήκη, δεν εγνώσθη μόνον εάν ο ποιητής είχε και βλέψεις για να λάβει και το Αριστείο, δηλαδή το κρατικό λογοτεχνικό βραβείο. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να εντοπίσω ούτε αυτή την έκδοση, αν και θα το ήθελα πολύ. Πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο Κλεάνθης ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο στην Αθήνα για τέσσερις δεκαετίες.
Ποιος ήταν ο Κλεάνθης; Με καταγωγή από την Μικρασία ή από τη Ρουμανία, λεγόταν ότι σπούδασε Θεολογία στη Χάλκη. Με τη στήριξη του μεγαλέμπορου πατέρα του συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι και εκεί τον τράβηξαν οι τέχνες και ιδιαίτερα η γλυπτική. Θα έφτανε να ανοίξει δικό του εργαστήριο, όπως ακούστηκε. Όταν όμως πέθανε ο πατέρας του, ο Κλεάνθης μόνος του δεν τα έβγαζε πέρα οικονομικά. Άρχισε να χάνει τα λογικά του και γύρω στο 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα. Για να ζήσει άρχισε να ζητιανεύει στους δρόμους της Αθήνας. Έγινε ένας από τους αγαπητούς τύπους των Αθηναίων οι οποίοι τον πείραζαν: «Κλεάνθη, τα παπούτσια σου είναι μεγάλα!», «Όχι τα πόδια μου είναι μικρά» απαντούσε με χαμόγελο και καλοσύνη. Μετά από την τροπή αυτή στη ζωή του στράφηκε από τη γλυπτική στην ποίηση σκορπώντας στίχους με φιλοσοφικό περιεχόμενο. Στα 1911 ενέπνευσε σατυρικούς στίχους στον θίασο της Ροζαλίας Νίκα. Μια από τις τελευταίες φορές που συναντάμε τον Κλεάνθη να αγορεύει είναι το καλοκαίρι του 1938 στον Πειραιά. Λίγο αργότερα φέρεται να έπαθε υδρωπικία και πέθανε στο Δημοτικό νοσοκομείο της Αθήνας.
Ο λογοτέχνης Κώστας Ουράνης σε ένα άρθρο του για τον Κλεάνθη, γραμμένο τον Φεβρουάριο του 1920, ξεκινάει αναφέροντας την ίδρυση του «Εμπειρικείου» ιδρύματος, όπου σωριάζονταν όλοι οι άμοιροι των Αθηνών προκειμένου να «καθαρίσουν» οι δρόμοι της πόλης και να γίνει «ευρωπαϊκή πρωτεύουσα». Ο Κλεάνθης θα πρέπει να περνούσε κάποια διαστήματα έγκλειστος σε αυτό, οπότε οι Αθηναίοι τον έχαναν από τους δρόμους. Πάντως, είχε κάποτε δώσει στον Ουράνη ένα βιβλίο με έτος έκδοσης το 1909 και τίτλο «Φαντασίαι υπό Κλεάνθους Χατζηνικολάου ή Αγαλματίδου, Έλληνος καλλιτέχνου, επί ενδεκαετίαν διαμείναντος εν Παρισίοις και σπουδάσαντος ὁτὲ μεν την Μηχανικήν, ὁτὲ δε την Αρχιτεκτονικήν, και εν τέλει την Καλλιτεχνίαν». Στο βιβλίο αυτό, με στίχους στην καθαρεύουσα και ρίμες ηχηρές, υμνεί την Ευεργεσία, το Έαρ και τον Χειμώνα, το Σίδηρον, τις… Μύγες, αλλά και μια ωραία νέα με το όνομα Κοραλλία. Ας πάρουμε μια ιδέα από την περιγραφή της τελευταίας:
Το φρόνημα διέσωσεν εκ της δημιουργίας
Το σώμα το αφρόπλαστον της πλαστικής αξίας
Και ψυχικής δονήσεως και έννοια μεγάλη
Που έπλασαν οι ποιηταί με αρμονίας κάλλη.
Τοιούτον τι και δυνατόν ειπείν της φαντασίας
Ότι πρωτίστως κέκτηται σώμα της Κοραλλίας.
Αλλά εκ της δεινότητος της φοβεράς μανίας
Μετέδωκε της πλαστικής απλάς τινας εννοίας,
Και ως εκ τούτου φαίνονται τα νέφη της σκοτίας
Ως συνειρμός του ουρανού, ως θέμα αλληγορίας,
Και η σελήνη φαίνεται πανσέληνος και τόξον
Τουθ’ όπερ έμεινε στοργή προ χρόνων παραδόξων.
Του έρωτος στοργή αγνή καλαισθησία
Και δείγμα εκλαμπρότητος που πέμπει η Κοραλλία,
Ο μεταβαίνων ήλιος εκείθεν την θερμαίνει
Και μυστικάς την γην ακτίνας αποστέλλει
Και με αστέρας συν αυτώ ομού σπονδάς ποιείται
Και σύσσωμος ο ουρανός ως κολοσσός κινείται
Λίαν εκτάκτου καλλονής αυτή η Κοραλλία
Ψυχήν δε έχει ευγενή ως η Καλλιτεχνία.
Σε άλλους πάλι στίχους ο Κλεάνθης στρέφει τα βέλη του κατά των πλουσίων και των ανίδεων να εκτιμήσουν την καλλιτεχνία και ιδίως τη γλυπτική:
Όπως η γη που έφερε καρπόν αντί χωμάτων
Ομοίως και οι βάρβαροι δεν ειν’ των αγαλμάτων
………………………….
Ω πόσοι, πόσοι πλούσιοι εμπαίζουν την αξίαν
Και δεν γνωρίζουν πλαστικής την παντοδυναμίαν
Τέλος, ο Κώστας Ουράνης θυμάται τον Κλεάνθη να του λέει με το χαρακτηριστικό ευγενές και μειλίχιο ύφος του: «Κύριε Ουράνη, το κράτοθ πρέπει να τιμά τουθ ποιητάθ». Μια φορά που συναντήθηκαν στον κήπο του Ζαππείου, ο Κλεάνθης δείχνοντας με το χέρι προς το Ζάππειο Μέγαρο είπε: «Το κράτοθ πρέπει να μου εκχωρήθει το Ζάππειον ωθ κατοικίαν». Αντί όμως για το Ζάππειο το κράτος τον έβαλε στο Εμπειρίκειον Άσυλον.
∴
Πηγές
- Ουράνης Κ., «Ο Κλεάνθης», Μηνιαίος Εικονογραφημένος Εθνικός Κήρυξ, τ.2, 1920
- Θεολογίδης Θ., «Τύποι της όμορφης παλιάς Αθήνας», Αστυνομικά χρονικά, τ.556-557, 1982
- Εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙ, 1922
- ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ, τ. 274-276, 1923-1924
Σκίτσο του Κλεάνθη: από το άρθρο του Κ. Ουράνη
Διαβάστε επίσης: