Ανταπόκριση από την Ήπειρο

μιας φύσεως αμείλικτα συνωμοτικής

 

Βορειοδυτικά της Ελλάδας ξημερώνει πιο νωρίς. Τέσσερις το πρωί και μισή, κι ο κόσμος έχει αρκετό φως. Θα φανταζόταν κανείς πως έχει και ησυχία. Αλλά έχει αηδόνια. Δεν έχει ησυχία. Έχει πολλά αηδόνια. Δεν έχει ησυχία. Έχει υπερβολικά πολλά αηδόνια. Δεν έχει ησυχία.

«Νοιώθεις καλά έτσι χωρίς τον γίγαντα,
Ένα στοχαστή της αρχικής ιδέας.  Ίσως
Η αλήθεια να εξαρτάται από μια βόλτα γύρω στη λίμνη»

Δεν έχουμε λίμνη όμως έχουμε ποτάμι. Βρίσκομαι στους πρόποδες ενός βουνού, και διασχίζοντας με το μάτι μια μεγάλη κοιλάδα αντικρίζω το απέναντι. Δυο οροσειρές αντικριστές, φτιαγμένες από γυμνά βουνά που συνωμοτικά αγκαλιάζουν την κακοκαιρία όποτε έρθει. Και δεν την αφήνουν να φύγει αν δεν σου μουλιάσει το δέρμα μέχρι το κόκκαλο, αν δεν ρίξει δυο κολώνες του ηλεκτρικού, αν δεν πλημμυρίσει κάμποσα χωράφια. Αντίστοιχα συνωμοτικά, αντανακλούν τα πετρώδη βουνά -τα χωρίς δέντρα- τη ζέστη, για να φροντίζει να σε ψήνει ομοιόμορφα, και από όλες τις πλευρές. Κατάρα να ‘ναι ή ευχή το να προέρχεσαι από τόπο τόσο αμείλικτα συνωμοτικό; Όμως το πρωινό είναι καλό. Όταν δεν είσαι πια έφηβος το πρωινό είναι καλό. O εαυτός σου πιάνει πια πολύ μικρότερο χώρο στο τοπίο. Το πρωινό είναι καλό και τώρα το ξέρεις. Το πρωινό που ετοιμάζεται για την άφιξη του ήλιου ήταν πάντοτε καλό αλλά δεν ήξερες. Πέντε το πρωί και οι πέτρες της αυλής είναι ζεστές. Υποψιάζομαι πως όλα αυτά σημαίνουν καλοκαίρι.

Στην άκρη της άσπρης πλάκας ο τσιμεντένιος αρμός έχει αντικατασταθεί με βρύα. Στη φύση δεν υπάρχουν κενά. Και η μια εποχή γρήγορα διαδέχεται την άλλη.

«Μια στάση όταν κουράζεται το σώμα, μια παύση
Να κοιτάξεις τα βρύα, μια παύση να παρατηρήσεις
Έναν ορισμό ενώ βεβαιώνεται και

Μια αναμονή εντός της βεβαιότητας, μια ανάπαυση
Κάτω από τα πυκνά πεύκα δίπλα στη λίμνη.
Ίσως υπάρχουν στιγμές μιας έμφυτης υπεροχής

Όπως όταν ο πετεινός λαλεί από αριστερά κι όλα
Είναι σωστά, ισορροπίες ανυπολόγιστες,
Σαν να πρόκειται για Ελβετική τελειότητα»

Η πρώτη στάση της μέρας είναι στις πέντε το πρωί. Δουλεύω. Μια μικρή αναμονή εντός της βεβαιότητας ότι ο ήλιος σε μια ώρα θα βγει. Δεν είναι στάση ανάπαυσης αλλά συσσώρευσης δυνάμεων. Φροντίζουν γι’ αυτό οι στιγμές της έμφυτης υπεροχής. Υπεροχή είναι να νιώθεις μεγάλος ενώ βρίσκεσαι ανάμεσα σε γίγαντες βουνά, καιρό που σε χτυπάει αλύπητα όλες τις εποχές και εκκωφαντικά αηδόνια που τα συνοδεύουν γηραιοί κακόφωνοι βάτραχοι, πετεινοί και αλλόφρονες -πάντοτε δεμένοι- σκύλοι. Όλα μοιάζουν εναντίον σου σ’ αυτό το σκηνικό αφιλόξενης φύσης. Κι όμως, μονάχα σε αυτή τη φύση νιώθεις μεγάλος. Οι δυνάμεις του σώματος βρίσκουν τη θέση τους εδώ και μεγαλώνουν, σε μια ανυπολόγιστη ισορροπία. Μοιάζει με Ελβετική τελειότητα η χαώδης κατανομή των αγριολούλουδων. Όλα είναι στην ακριβή τους θέση, και ας λαλεί για τούτους τους άγριους ανθρώπους από αριστερά ο πετεινός, πολύ πριν ξημερώσει.

«Και μια γνώριμη μουσική του μηχανισμού
Ρυθμίζει το Schwarmerei της, όχι ισορροπίες
Που εμείς κατακτούμε  αλλά ισορροπίες που συμβαίνουν»

Το Schwarmerei μεταφράζεται σαν ενθουσιασμός, παραφορά, έκσταση. Είναι αυτό που έχουν πάθει τ’ αηδόνια. Μια ενθουσιώδης γαλήνη που σε ξεκουφαίνει. Αυτή η γαλήνια ισορροπία μέσα στο οργιαστικό κελάηδισμα είναι μια ισορροπία της φύσης. Που συμβαίνει. Δεν την κατακτάς. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να την βλέπεις και να την ακούς με ό,τι έχεις από αίσθηση, αντίληψη και τελικά συναίσθηση. Οι άνθρωποι του χωριού είναι άνθρωποι του συναισθήματος, ή του ενστίκτου. Που η φύση συνήθως τους φέρνει στα ίσα τους χωρίς την παραμικρή συμμετοχή της συνείδησής τους. Οι άνθρωποι της πόλης είναι άνθρωποι του νου. Που με μια κατακτημένη ισορροπία μεταξύ ωρών δουλείας-ύπνου-γυμναστηρίου-καφέ-κομμωτηρίου-ύπνου έχουν παντελώς αποκοπεί από την ισορροπία που συμβαίνει. Αλλά χωρίς τη συνείδηση η φύση είναι στο έλεος του γίγαντα και χωρίς την ισορροπία οι άνθρωποι είναι στο έλεος του εαυτού τους. Γι’ αυτό και μοιάζει να έχει ανάγκη η ανθρώπινη μηχανή και το ένστικτο και το συναίσθημα και τον νου, σε δόσεις ικανές να εξουδετερώνουν η μία την άλλη.

«Όπως όταν άνδρας και γυναίκα σμίγουν κι ερωτεύονται αμέσως.
Ίσως υπάρχουν στιγμές αφύπνισης,
Ακραίες, τυχαίες, προσωπικές, στις οποίες

Εμείς ολότελα ξύπνιοι,  βρισκόμαστε στο μεταίχμιο του ύπνου,
Όπως σε ανάταση, και ατενίζουμε
Τις ακαδημίες σαν κατασκευάσματα στην ομίχλη.»

Η δεύτερη στάση έρχεται το μεσημέρι, μετά από πολλές ώρες δουλειάς και λίγο φαγητό. Η μέρα φαίνεται πως έχει τριάντα έξι ώρες όταν έχεις ξυπνήσει στις τέσσερις το πρωί και μισή. Τριάντα εννιά βαθμοί και είναι μόνο δέκα Ιουνίου. Θα αναρωτιέμαι για την ισορροπία της φύσης. Μια λέξη που θα ταίριαζε σε αυτήν την στάση της ημέρας είναι η ραστώνη. Αλλά δεν είναι ραστώνη η ξεκούραση μετά την πολύωρη κούραση. Είναι ανάπαυση σκέτη. Αποτινάσσεις από πάνω σου τη μισή μέρα και χαλαρώνεις σκόπιμα, ξέροντας πως είναι ανάγκη να προετοιμαστείς για την υπόλοιπη μισή.

Το απόγευμα έρχεται δραστήριο κι αυτό. Ώσπου ν’ αρχίσει να πέφτει ήσυχα η νύχτα και να έρθει η ώρα της τρίτης και τελευταίας στάσης της ημέρας. Είναι η ώρα που γυρνάς με τα πόδια στο σπίτι. Η κοιλάδα έχει γεμίσει πυγολαμπίδες που συντονίζουνε σαν να ‘χουν από πριν συνεννοηθεί το φως τους, και τίποτα άλλο δεν ακούγεται παρά ο δικός σου βηματισμός επάνω στα χαλίκια. Και σταματάς. Να δεις. Αυτή η στιγμή της ησυχίας και του συντονισμού του φωτός δίπλα στο αθόρυβο ποτάμι είναι μια στιγμή ακραία, τυχαία και προσωπική. Ή μήπως όχι απλά τυχαία; Όχι απλά προσωπική; Αυτήν την ώρα οι ακαδημίες μοιάζουν πράματα μακρινά, θολά κι αχρείαστα. Αλλά ίσως και να μην είναι έτσι. Οι ακαδημίες είναι στη θέση τους κι αυτές. Εσύ είσαι στη δική σου. Κάποτε μέσα και κάποτε έξω από αυτές. Ολότελα ξύπνιος κι όμως στο μεταίχμιο του ύπνου, ανοίγεις τα χέρια όχι σε ανάταση αλλά σε έκταση και νιώθεις ότι συντονίζεσαι με το φως των πυγολαμπίδων κι εσύ, και ας μην έχεις φωτεινές πυγές. Ή μήπως έχεις; Η ζωή θα συνεχίσει να κυλά με ψευδαισθήσεις. Η φύση θα παραμένει μια παρηγοριά για την κατανόηση – είναι η μόνη που δεν μπορεί να διαψευστεί.

              


 

οι στίχοι σε εισαγωγικά προέρχονται από το ποίημα του Ουάλας Στίβενς:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΜΥΘΟ

            Πρέπει να είναι αφηρημένος

           VII

Νοιώθεις καλά έτσι χωρίς τον γίγαντα,
Ένα στοχαστή της αρχικής ιδέας.  Ίσως
Η αλήθεια να εξαρτάται από μια βόλτα γύρω στη λίμνη,

Μια στάση όταν κουράζεται το σώμα, μια παύση
Να κοιτάξεις τα βρύα, μια παύση να παρατηρήσεις
Έναν ορισμό ενώ βεβαιώνεται και

Μια αναμονή εντός της βεβαιότητας, μια ανάπαυση
Κάτω από τα πυκνά πεύκα δίπλα στη λίμνη.
Ίσως υπάρχουν στιγμές μιας  έμφυτης  υπεροχής,

Όπως όταν ο πετεινός λαλεί από αριστερά κι όλα
Είναι σωστά, ισορροπίες ανυπολόγιστες,
Σαν να πρόκειται για Ελβετική τελειότητα

Και μια γνώριμη μουσική του μηχανισμού
Ρυθμίζει το Schwarmerei της, όχι ισορροπίες
Που εμείς κατακτούμε  αλλά ισορροπίες που συμβαίνουν,

Όπως όταν άνδρας και γυναίκα σμίγουν κι ερωτεύονται αμέσως.
Ίσως υπάρχουν στιγμές αφύπνισης,
Ακραίες, τυχαίες, προσωπικές, στις οποίες

Εμείς ολότελα ξύπνιοι, βρισκόμαστε στο μεταίχμιο του ύπνου,
Όπως σε ανάταση, και ατενίζουμε
Τις ακαδημίες σαν κατασκευάσματα στην ομίχλη.

..

από την ποιητική του συλλογή «Μετάβαση στο Καλοκαίρι»

σε μετάφραση της Μάρως Παπαδημητρίου (Poeticanet)

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Καλοκαίρι στις αλβανικές ακτές

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Χρυσάνθη Νίκα είναι χειρώνακτας. Γεννήθηκε το 1990, ολοκλήρωσε σπουδές μηχανικού και ακόμα δεν ζει μόνιμα πουθενά.