Leonard Cohen – Last Year’s Man (1971)
Ο Άντρας της Ύστερης Χρονιάς

.

Λούζει η βροχή, της ύστερης χρονιάς τον άντρα∙
μια εβραίικη άρπα στο τραπέζι, στο χέρι μια ξυλομπογιά.
Κι οι γωνιές του σκαριφήματος, χαλασμένες είναι αφού,
πέρ’ απ’ τους μίσχους της πινεζας, ελικηδόν τσαλακωθήκαν∙
κι ακόμη σκιάζουνε την ξύλινη επιφάνεια, σ’ ετούτη εδώ,
την πινακίδα του σχεδίου∙

και το φως τ’ ουρανού είναι σα δέρμα,
για ένα κρουστό που ποτέ δε θα μπαλώσω∙
κι όλη η βροχή κρημνίζεται –αμήν-
πάνω στα έργα του άντρα, της ύστερης χρονιάς.

Γνώρισα που λέτε μια Κυρά, πού ’παιζε
με τ’ αγόρια της, στα σκοτεινά∙
σε κάθε ένα τους έλεγε, πως τ’ όνομά της είν’
Ιωάννα της Λωρραίνης.

Ήμουν κι εγώ σ’ αυτό το στρατό∙ ναι, έκατσα εκεί για λιγάκι.
Χάρη σε ’σένα Ιωάννα της Λωρραίνης, που μου φέρθηκες τόσο καλά.

Και παρόλο που στολή εγώ φοράω, δε γεννήθηκα ώστε να πολεμάω∙
παρέα μ’ όλα αυτά, τα λαβωμένα παιδιά, που κείτονται σιμά∙
καληνύχτα σας φίλοι, καληνύχτα.

Συνάντησα έπειτα έναν γάμο, όπου φαμίλιες παλιές είχαν σκαρώσει.
Η Βηθλεέμ ήταν γαμπρός κι η Βαβυλώνα, νύφη.
Η μεγάλη Βαβυλών ήταν γυμνή, ώ, πώς στεκόταν εκεί πέρα αναρριγώντας
για εμένα∙ κι η Βηθλεέμ μας ξεφλέωσε* και τους δυό, σαν καμιά χαμηλοβλεπούσα σε παρτούζα.

Κι όταν πλαγιάσαμε μαζί, η σάρκα μας ομοίαζε με πέπλο∙ που όφειλα να το παραμερίσω για να ιδώ, το σερπετό να τρώει την ουρά του.

Κάποιες γυναίκες αναμένουν τον Ιησού, ενώ άλλες τους προσμένουνε τον Κάϊν.
Έτσι κι εγώ αιωρούμαι πάνω απ’ το βωμό μου, και τροχίζω το τσεκούρι μου ξανά.

Κι έτσι λοιπόν παίρνω την Μία, αυτήν εδώ που θα με ξαναβρεί, πίσω εκεί όπου όλα αρχινίσαν∙ σαν ο Χριστός ήταν ο Μήνας του Μέλιτος, κι ο Κάϊν δεν ήταν παρά ακόμη ένας άντρας.

Κι από Βίβλους αναψυχής διαβάζουμε, ότι είμαστε δεμένοι με το αίμα και τη σάρκα∙ πως η Αγριάδα κάνει παιδομάζωμα, συγκεντρώνοντας πάλι, όλα τα τέκνα της, μαζί.

Λούζει η βροχή της ύστερης χρονιάς τον άντρα∙ μια ώρα έχει περάσει, μ’ αυτός το χέρι του ακόμη να σαλέψει. Όλα τους όμως θα συμβούν, εάν Εκείνος μας δώσει τον Λόγο. Οι Εραστές θ’ αναστηθούν, και τα βουνά θ’ αγγίξουν το χώμα.

Μα το φως τ’ ουρανού είναι σαν δέρμα, για ένα κρουστό που ποτέ δε θα μπαλώσω∙ κι όλη η βροχή κρημνίζεται –αμήν- πάνω στα έργα του άντρα, της ύστερης χρονιάς.

 

 

Ακούστε το τραγούδι:

.


*σ.τ.μ. Ξεφλεώνω: Ρήμα νησιώτικης ντοπιολαλιάς της Άνδρου, που συνέλεξα προσφάτως, και βρήκε την θέση του ως λέξη, σ’ αυτό εδώ το μετάφρασμα Ξε + φλεώνω, φλογίζω. Ξεφλογίζω δηλαδή, δροσίζω, ξεκαυλώνω. Ο L.C. στο πρωτότυπο, χρησιμοποιεί το ρήμα inflame. Παίζω λίγο με τ’ οξύμωρο σχήμα εδώ, καθώς και με την ντροπαλοσύνη της Βηθλεέμ. Άλλοι την τρώνε και δροσίζονται, που λέει κι η λαϊκή σοφία.

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Νικόλας Γκόγκος, γεννήθηκε στην Αθήνα· έκτοτε, βραδυπορεί· γράφει, μεταφράζει λογοτεχνικά, σκαρώνει τραγούδια κι αγαπά τα εικαστικά· θα τον βρείτε κι εδώ: nicholasgogos.wordpress.com