Στοβασίλεμα του 19ου αιώνα, καθώς ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος πολιτικός χώρος κύλαγε στην ατραπό κοσμοϊστορικών αλλαγών και ανακατατάξεων, η βιομηχανική ορμή και τεχνολογική ζέση άγγιζαν την τελευταία τους κορύφωση πριν τις σαρωτικές μεταστροφές που θα ’φερνε η Ατομική Εποχή.
Η εφεύρεση και δημόσια παρουσίαση των πρώτων τεχνολογιών φωτογραφίας στα τέλη της δεκ. του 1830, λαμβάνουσα χώρα ταυτοχρόνως σε Γαλλία και Αγγλία από δύο ξέχωρους εφευρέτες, τους Λουί Νταγκέρ και Χένρι Φοξ Τάλμποτ αντίστοιχα, έφερε στο προσκήνιο έναν νέο κι αχαρτογράφητο εισέτι ενθουσιασμό για τις δυνατότητες του ολότελα καινοφανούς αυτού τρόπου και είδους καταγραφής της εμπειρίας και του κόσμου.
Μια εκτενέστατη χορεία φιλοπερίεργων ερευνητών και πρακτικών επαγγελματιών έσπευσαν αυτοστιγμεί ν’ αγκαλιάσουν κι αναπτύξουν περαιτέρω το εύρος και τις στοχεύσεις της τέχνης που μόλις αναδύετο, πειραματιζόμενοι τόσο με τη βελτίωση κι απλοποίηση των μέσων τους, όσο και με τα αισθητικά οράματα που η έλευση της φωτογραφίας ξεκινούσε να σμιλεύει.
Ο Σκοτσέζος περιηγητής φωτογράφος Τζον Τόμσον (1837 – 1921) αποτέλεσε ένα από τα πλέον στέρεα και στιβαρά παραδείγματα αυτού του παραδομού στις δυνάμεις και τις ικανότητες της φωτογραφίας, με την εργασία του, πρωτίστως στις χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας, να τον καθιστά έναν από τους πρωτοπόρους του διευρυνόμενού του κλάδου. Εκκινώντας τις επιχειρηματικές του δράσεις αρχικά στη Σιγκαπούρη το 1862, θα περιηγηθεί και καταγράψει για πρώτη φορά τ’ άγνωστα «θαύματα» των μυστηριωδών για τους Βικτωριανούς πολιτισμών της Κίνας, της Καμπότζης, της Ινδονησίας και πλήθους άλλων τόπων και χωρών, συλλέγοντας καρέ κι αποτολμώντας εξορμήσεις σ’ ενδοχώρες και άβατα που κανένας Ευρωπαίος προ αυτού δεν είχε φαεινά αποτυπώσει.
Επαναπατριζόμενος στο Λονδρέζικό του στούντιο έπειτα μια δεκαετία σχεδόν ακατάπαυστων μετακινήσεων στις άκριες της Ασίας, ο Τόμσον αναλαμβάνει ένα ύστατο ταξίδι, με τις ίδιες βλέψεις για το πρώιμο αυτό είδος φωτορεπορτάζ, στην τότε άρτι προσαρτηθείσα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας νήσο της Κύπρου.
Το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου την άνοιξη του 1878, και η ανακατάταξη της πολιτικής επιρροής και μεριδίων των Αυτοκρατοριών που έφερε το επακόλουθο Συνέδριο του Βερολίνου, έληξε την τριών αιώνων υπαγωγή της Κύπρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι οδήγησε στην ντε φάκτο – και λίγες δεκαετίες αργότερα ντε γιούρε – προσάρτησή της στη διοικητική και πολιτική εξουσία του Βρετανικού Στέμματος.
Ο Τόμσον φαίνεται να άδραξε ταχύτατα την ευκαιρία να καταγράψει τη νέα αυτή βρετανική επικράτεια, είτε με παρότρυνση των ισχυρών της Αγγλίας είτε ιδία βουλήσει, και κατέφτασε στη μεσανατόλια νήσο, πλήρης με τον απαραίτητο εργαστηριακό και χημικό του εξοπλισμό, τον Σεπτέμβριο του 1878.
Όπως και σε όλες του τις περιηγητικές συλλογές και λευκώματα, ο Τόμσον έδωσε έμφαση στη λαϊκή ζωή και ρυθμούς της καθημερινότητας της Κύπρου, με μία καταφανή ωστόσο στην περίπτωση αυτή εστίαση στην προσωπογράφηση του Ελληννοκυπριακού χαρακτήρα, και καθόλου σχεδόν των Τουρκοκύπριων ομοεθνών τους (οι οποίοι αποτελούσαν το 1/3 περίπου του πληθυσμού του νησιού αυτήν την περίοδο). Είναι μάλλον εξαιρετικά απίθανο η στάση του αυτή να υπήρξε τυχαία – στις περιγραφές του και κείμενα που θα συνοδεύσουν την εν τέλει έκδοση του λευκώματος Μες από την Κύπρο με μια Κάμερα το Φθινόπωρο του 1878 την αμέσως επόμενη χρονιά, ο Τόμσον αντικατοπτρίζει πολλές από τις στέρεες ιδεολογίες και ιδιοτέλειες του καιρού και τάξης του, με μία στανική σύνδεση των «ευρωπαίων» Ελληνοκύπριων με τους αρχαίους κατοίκους του νησιού, την αναγωγή των φυλετικών χαρακτηριστικών τους στα κλασικά πρότυπα και έμφυλες κατηγορίες, εξαλείφοντας κάθε υπόνοια σχεδόν ανατολίτικου χαρακτήρα και πολιτισμικής και πληθυσμιακής μείξης.
«Η επιδερμίδα τους (των γυναικών της Κύπρου) είναι εν γένει ανοιχτή, αν και μαυρισμένη από την έκθεση στον ήλιο, τα χαρακτηριστικά τους συνήθη, και η απόχρωση των μαλλιών τους κυμαίνεται μεταξύ ανοιχτού μελαχροινού και μαύρου. Ορισμένες εξ αυτών, κυρίως όσες ζουν στις ορεινές περιοχές του νησιού, δεν είναι ανάξιες απόγονοι των Κυπρίδων κυριών της κλασικής εποχής. Το γηγενές κάλλος της ράτσας τους ωστόσο είναι καλύτερα ορατό στα μικρά παιδιά, μιας και οι γυναίκες, προτού φτάσουν την ωριμότητα, στέλνονται για αγροτικές εργασίες, εκπαιδευόμενες έτσι από νωρίς στη ζωή του μόχθου.»
(“Through Cyprus with a Camera in the Autumn of 1878”, σ. 8)
Χωρίς φυσικά να παραλείπεται και η επιδοκιμασία της νέας βρετανικής επιρροής και πολιτικών κατευθύνσεων, με τους κατοίκους του Κιτίου (Λάρνακας) «ν’ αγάλλονται στην ασφάλεια (της νέας βρετανικής κατοχής), όντας πλέον πεπεισμένοι, και να προβλέπουν πως μία όμορφη πόλη θ’ ανατείλει σύντομα πάνω απ’ τα συντρίμμια.» (ό.π., σ. 1)
Αυτές οι σκέψεις φυσικά δεν είναι ιδιάζουσες ή μη αναμενόμενες. Όλοι οι φωτογράφοι της εποχής αυτής ενστερνίζονται παρόμοιες κοσμοθεωρήσεις και τρόπους έκφρασης (όπως οι συμπατριώτες του Τόμσον, ο Φράνσις Φριθ στις περιηγήσεις του στη Μέση Ανατολή και ο Σάμιουελ Μπορν στην Ινδία), ασχέτως του μοναδικού τους πολλές φορές βλέμματος και σεβασμού πάνω στα ξένα και αλλότρια περιβάλλοντα που επισκέπτονται. Το φωτορεπορτάζ θα πρέπει να περιμένει κάποιες δεκαετίες ακόμη ώστε να ιδωθεί ως ένας δυνάμει ριζοσπαστικός τρόπος ενημέρωσης και αποτύπωσης οριακών καταστάσεων και κρίσιμων συμβάντων, με τη γένεση της ουμανιστικής φωτογραφίας και την εξέλιξη των κινητών τεχνολογιών κατά τις δεκ. του 1930 και 1940.
Αξίζει να παρατηρηθεί ωστόσο, πως ο Τόμσον, ο οποίος κατά τις χρονιές 1876 – 1877 έχει εκδώσει σε περιοδική μορφή τη γνωστότερή του μέχρι σήμερα εργασία, τη Ζωή των Δρόμων του Λονδίνου, η οποία αφορούσε αποκλειστικά τα κατατρεγμένα στρώματα της αγγλικής πρωτεύουσας, δεν παραλείπει ν’ αναφέρει κάποιες σκέψεις που ελάχιστα προσιδιάζουν στο πνεύμα της προόδου κι ανενδοίαστης επέκτασης των Βικτωριανών συμφερόντων:
«παρόλα αυτά, οι οικιστές (του χωριού Αυγόρου στην Αμμόχωστο) είναι αξιοπρεπώς ενδεδυμένοι και φαίνεται ν’ αποκομίζουν τα κέρδη των μόχθων τους, μιας κι απουσιάζει η εξαθλίωση και δυστυχία που συναντάμε στους φτωχούς των υψηλότερα πολιτισμένων κοινοτήτων.»
(ό.π., σ. 55)
Ο Τόμσον θα καταθέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την τελευταία του εξόρμηση και περιήγηση των όψεων ξένων και απόμακρων του τόπου του πολιτισμών κι ανθρώπων, με γλώσσα τυπική πλην όμως σεβαστική προς τις άγνωρες συνθήκες που συνάντησε, και βλέμμα αναμφίβολα πρωτοπόρο στην πρωτοκαθεδρία που επίμονα χάρισε στον λαϊκό κι απρόβλεπτο χαρακτήρα των κοινοτικών και χοϊκών εθών και προσώπων.
Πληροφορίες και στοιχεία του άρθρου αντλήθηκαν από τα συγγράμματα “Through Cyprus with a Camera in the Autumn of 1878” του John Thomson (επανέκδ. Trigraph Limited, 1985), “John Thomson (1837-1921) – A Photographer” του Richard Ovenden (εκδ. The Stationery Office, 1997), καθώς και από την αρχειοθήκη της Συλλογής Wellcome.