.

του Carl Skoggard

.

Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο Walter Benjamin έγραψε μια εκτενή σειρά σονέτων για να θρηνήσει τον θάνατο του Christoph Friedrich Heinle, ενός πολλά υποσχόμενου ποιητή που αυτοκτόνησε σε ηλικία 20 ετών, λίγες ημέρες μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Benjamin δούλευε πάνω σε αυτά τα σονέτα για μεγάλο χρονικό διάστημα, πιθανώς μια δεκαετία. Πού και πού διάβαζε κάποια από αυτά σε ένα στενό κύκλο οικείων του. Το 1923 σκέφτηκε να στείλει αποσπάσματα στον Florens Christian Rang, έναν διακεκριμένο μεγαλύτερο ηλικιακά άνδρα με τον οποίο είχε αποκτήσει άριστες σχέσεις και ο οποίος θα μπορούσε να τα προωθήσει σε έναν υποψήφιο εκδότη. Αλλά αυτό δεν κατέστη εφικτό. Ήταν ανάμεσα στα γραπτά που εμπιστεύτηκε τελικά στον Georges Bataille το 1940 για να τα φυλάξει, όταν η παραμονή του στη Γαλλία ήταν πλέον αδύνατη. Η δημοσίευση πραγματοποιήθηκε 46 χρόνια μετά τον θάνατο του Benjamin.

Ο Benjamin, ως συγγραφέας σονέτων, φαίνεται να θέτει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα στους αποδέκτες του έργου του. Ακόμη και σήμερα, δεν έχει καταγραφεί στη βιβλιογραφία το γεγονός ότι αποτελούν το κεντρικό εγχείρημα των πρώτων ενήλικων χρόνων του. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αναγνώστες και οι μελετητές έχουν μια δυσκολία να θεωρήσουν τον Benjamin ποιητή ή δεν μπορούν να διανοηθούν ότι στράφηκε στη συγγραφή ποίησης για να αντιμετωπίσει κρίσιμα ζητήματα της ζωής του. Πράγματι, τα χρόνια που παρήγαγε τα σονέτα του, ο νεαρός Benjamin φανταζόταν ότι θα ήταν ο επόμενος που θα προωθούσε τη γερμανική μεταφυσική. Επίσης, έβλεπε τον εαυτό του να γίνεται ο κορυφαίος κριτικός της γερμανικής λογοτεχνίας.

Τελικά, όμως, παρά τις εξαιρετικά πρωτότυπες συνεισφορές και στους δύο τομείς, ο Benjamin δεν θα κληροδοτούσε κάτι σαν έργο ζωής σε κανέναν από τους δύο.

Όπως επεσήμανε η Hannah Arendt στο θεμελιώδες δοκίμιό της, ό,τι άφησε ο Benjamin για τους μεταγενέστερους ήταν εντελώς sui generis. Τίποτα από όσα έκανε δεν έμοιαζε με αυτά που είχαν γράψει άλλοι πριν από αυτόν και δεν ήταν πιθανό να επαναληφθούν, κυρίως από τον ίδιο. Επιπλέον ο Benjamin ήταν, σε ό,τι άγγιζε, ερασιτέχνης:

Η ευρυμάθειά του ήταν μεγάλη, αλλά δεν ήταν λόγιος· το αντικείμενό του περιλάμβανε κείμενα και την ερμηνεία τους, αλλά δεν ήταν φιλόλογος· τον έλκυε πολύ όχι η θρησκεία αλλά η θεολογία και ο θεολογικός τύπος ερμηνείας για τον οποίο το ίδιο το κείμενο είναι ιερό, αλλά δεν ήταν θεολόγος και δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η Βίβλος· ήταν γεννημένος συγγραφέας, αλλά η μεγαλύτερη φιλοδοξία του ήταν να δημιουργήσει ένα έργο που να αποτελείται αποκλειστικά από παραθέματα.

Η λίστα ολοκληρώνεται με την παρατήρηση ότι ο Benjamin «σκεφτόταν ποιητικά, αλλά δεν ήταν ούτε ποιητής ούτε φιλόσοφος».

Σίγουρα τα σονέτα του Benjamin δεν μοιάζουν με άλλα. Η Arendt, φίλη του Benjamin κατά τα τελευταία του χρόνια στο Παρίσι, μπορεί να μην τα γνώριζε. Λίγοι άνθρωποι γνώριζαν για το έργο· ακόμη λιγότεροι είχαν δει τα ποιήματα. Κατά τη διάρκεια των ετών που εργαζόταν ενεργά πάνω στα σονέτα, μόνο ο Gershom Scholem, ο οποίος ήταν ο στενότερος συνεργάτης του και άκουσε τον Benjamin να διαβάζει μερικά από αυτά, ήταν πλήρως μυημένος και μπορούσε να αντιληφθεί τη μεγάλη σημασία που είχαν γι’ αυτόν. Σε μεγάλο βαθμό, επομένως, η περιορισμένη υποδοχή τους πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο τον Benjamin, ο οποίος είχε πάντα την τάση να κρατά μυστικά αυτά που τον ενδιέφεραν περισσότερο.

Μετά τον θάνατό του, όσοι τον γνώριζαν καλύτερα υπέθεσαν απλώς ότι ορισμένα σονέτα αφιερωμένα σε έναν αποθανόντα φίλο της πρώιμης νιότης του συγκαταλέγονταν στα χαμένα έργα του. Τα σονέτα θα ανακαλύπτονταν ξανά στο Παρίσι, στη Bibliothèque nationale, το 1981. Αλλά μέχρι στιγμής η αποκάλυψή τους δεν τους έχει δώσει μια σταθερή θέση στην κατανόηση του Benjamin και του έργου του.

Στρεφόμενος προς τα σονέτα, ο Benjamin φρόντισε να τηρήσει τα παραδοσιακά τυπικά πρότυπα. Ωστόσο, ο σεβασμός του στη σύμβαση συμβάλλει μόνο σε μια ουσιαστική παραδοξότητα. Η παραδοξότητα αρχίζει από το απλό γεγονός ότι θα ξόδευε χρόνια για να παράγει τόσα πολλά από αυτά -73 συνολικά- για έναν νεκρό (άνδρα) φίλο. Αλλά μέσα στην ερημιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συγγραφή σονέτων έγινε γι’ αυτόν μια μυστική εμμονή. Πρόκειται για απόκοσμα σονέτα στα οποία ο Benjamin αναζητά παρηγοριά σε έναν μακρινό αστερισμό μιας αναλλοίωτης μεταφυσικής πραγματικότητας. Δεν έχουν καμία σχέση με τις εναλλαγές μιας ερωτικής σχέσης στο εδώ και τώρα, όπως τα σονέτα του Σαίξπηρ, αν και όπως ο προκάτοχός του, ο Benjamin είναι ένας ποιητής-εραστής που αναζητά ιδιαίτερη εύνοια. Αυτή η εύνοια θα είναι η σπάνια πνευματική επαφή με τον φίλο, που επιτυγχάνεται μέσα από την ίδια τη διαδικασία του πένθους του. Ταυτόχρονα, τα σονέτα του Benjamin είναι η ιδιότυπη απάντησή του στη σύγκρουση γύρω του, για την οποία κατά τα άλλα σιωπούσε σε μεγάλο βαθμό.

Πέρα από τα ποιήματα, οι αποδείξεις για τη σχέση μεταξύ του Benjamin και του “Fritz” Heinle προέρχονται κυρίως από επιστολές που έγραψε ο Benjamin την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1913 και από «Το Χρονικό του Βερολίνου», τα απομνημονεύματα των πρώτων χρόνων του στο Βερολίνο, που ξεκίνησαν να γράφονται λίγο πριν ο Benjamin εγκαταλείψει οριστικά τη Γερμανία, δηλαδή σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τα γεγονότα που ανακαλεί. Οι επιστολές, γεμάτες νεανικό ενθουσιασμό, μας επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε τις απαρχές μιας ισχυρής έλξης των αντιθέτων μεταξύ του εικοσάχρονου Βenjamin και ενός ασυγκράτητου και ορμητικού νεαρού φίλου του, περίπου δύο χρόνια νεότερού του.

Η συνάντησή τους έλαβε χώρα στη γραφική πόλη Freiburg im Breisgau, όπου και οι δύο είχαν εγγραφεί στο πανεπιστήμιο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έκαναν μαζί πεζοπορία στα γύρω βουνά και έπιναν σε ταβέρνες. Οι επιστολές του Benjamin, που απευθύνονται σε πρώην συμμαθητές του στο Βερολίνο, δείχνουν ότι σχεδόν αμέσως προσπάθησε να εκδώσει την ποίηση του Heinle -προσπάθειες που απέβησαν άκαρπες. τότε και αργότερα. Τα πιο ενδιαφέροντα από τα σχόλια του Benjamin δείχνουν ότι ο ίδιος, ο τόσο ιδιαίτερα συγκρατημένος και έντονα διανοούμενος, αφηνόταν στην επιρροή του νέου του φίλου.

Ο Heinle αναφέρεται για πρώτη φορά σε επικοινωνία την οποία ο Benjamin απηύθυνε στον Herbert Blumenthal (μετέπειτα Belmore) με ημερομηνία 29 Απριλίου 1913:

Και δες το είδος των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφομαι! Θα το μάθεις και από τον Sachs. Υπάρχει ο Keller, ο οποίος έχει ξεκινήσει ένα νέο μυθιστόρημα που είναι σημαντικό- έχει μια όμορφη φίλη την οποία βλέπω συχνά. Υπάρχει ο Heinle, ένας καλός νέος άνθρωπος. «Πίνει και τρώει πλούσια και γράφει ποιήματα». Υποτίθεται ότι είναι πολύ καλά. Σύντομα θα ακούσω μερικά. Για πάντα ονειροπόλος και Γερμανός. Δεν είναι καλοντυμένος.

Οι επιστολές από το Freiburg αναφέρονται συστηματικά στον Heinle. Μια από αυτές προς τον Sachs (4 Ιουνίου 1913) δείχνει ότι ο Benjamin είχε ήδη την πρόθεση να εκδώσει τις «Ωδές» του Heinle. Μια άλλη προς τον Blumenthal με ημερομηνία 7 Ιουνίου περιέχει το «τελευταίο» του Heinle Πορτραίτο: στους στίχους του διαβάζουμε για μια στιγμή ερωτικής παράδοσης:

From yellow linen rises tan and clear
The slender neck upright.
Yet full aware
Of feasts bestowed down sinks the singéd pair
In handsome arcs to cambered pleasure.
Like dark grapes spring the pair of lips
With sudden ripeness to the heaving breast.

Μέχρι τις 3 Ιουλίου, ο Benjamin μπορεί πια να μιλάει για τον Heinle και τον εαυτό του στον Blumenthal ως ένα ζευγάρι φίλων αποκομμένων από τους υπόλοιπους:

Ο Heinle αποδείχθηκε ο μόνος φοιτητής με τον οποίο συνεχίζω να έχω πραγματικά προσωπικές σχέσεις. Ο Keller είναι πλέον νευρασθενικός… Πρόσφατα έγινα μάρτυρας μιας τρομερά ενοχλητικής σκηνής… Το γεγονός ότι ο Heinle και εγώ δεν είχαμε καμία απολύτως σχέση με αυτό -θεωρηθήκαμε και από τα δύο μέρη ως αμέτοχοι- θα πρέπει να σου αποδεικνύει την καθορισμένη και πλήρως απομονωμένη θέση μας.

Η ίδια επιστολή αποκαλύπτει την εγγύτητα που αναπτυσσόταν μεταξύ αυτών των δύο και το πώς ο Benjamin υπέφερε παρ’ όλα αυτά από μοναξιά:

Πρόσφατα γνώρισα μια φοιτήτρια από το Έσσεν, το όνομα της οποίας είναι Benjamin. Κάναμε μια βόλτα στο Schönberg… μια από τις ωραιότερες κορυφές που γνωρίζω. Θέλω να πάω εκεί τη νύχτα κάποια στιγμή με τον Heinle. Μιλάμε για πολλά πράγματα εύκολα και ευχάριστα – κάθε φορά που σκέφτομαι αυτή τη βόλτα, μου έρχεται στο μυαλό πόσο πολύ μου λείπουν οι άνθρωποι εδώ. Ο Heinle είναι πραγματικά ο μοναδικός.

Κάποιες από τις τελευταίες αναφορές στον Heinle είναι υπερασπιστικές, απέναντι στην αρνητική κριτική που τού είχε ασκηθεί τόσο για την πεζογραφία όσο και για την ποίησή του. Ο Benjamin παραδέχεται ότι ο Heinle εκφράζεται μέσα από την καρδιά του και όχι μέσω ιδεών (επιστολή προς τον Sachs, 11 Ιουλίου) και ότι ένα συγκεκριμένο ποίημά του είναι “δύσκολο να το καταλάβει κανείς και δεν είναι τέλειο” (προς τον Blumenthal, 17 Ιουλίου).

Αποκαλυπτική είναι η εξομολόγηση προς τον Blumenthal που ακολουθεί:

Εδώ [στο Freiburg] είμαστε ίσως πιο επιθετικοί, πιο σφοδροί και λιγότερο διατεθειμένοι να στοχαστούμε (κυριολεκτικά!). Αυτό που πραγματικά εννοώ είναι: ο Heinle είναι έτσι και ακολουθώ κι εγώ, μαζί του, και συχνά είμαι κι εγώ ο ίδιος έτσι”.

Εκείνο το φθινόπωρο οι νεαροί μετανάστευσαν στο Βερολίνο για να φοιτήσουν εκεί στο πανεπιστήμιο. Αλλά ο ενθουσιασμός για την ποίηση του Heinle δεν αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της αλληλογραφίας του Benjamin. Αντ’ αυτού οι αναφορές του, ως επί το πλείστον, έχουν να κάνουν με τις φρενήρεις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο του «κινήματος νεανικής κουλτούρας» (Jugendkulturbewegung). Ήδη στο Freiburg είχαν και οι δύο δραστηριοποιηθεί σε αυτό το κίνημα, μέσω του οποίου οι φοιτητές τού πανεπιστημίου είχαν αρχίσει να ζητούν περισσότερο λόγο για την εκπαίδευση και την ανάπτυξή τους και να συνηγορούν υπέρ άλλων, νεότερων συμφοιτητών τους.

Οι πιο ριζοσπαστικοί φοιτητές οραματίστηκαν μια πλήρως αυτόνομη νεανική κουλτούρα που θα οδηγούσε στην αναγέννηση της Βιλελμίνειας κοινωνίας (Wilhelmine society)  στο σύνολό της. Παρόλο που υπήρχε ήπιο κλίμα (ποτέ δεν ασκήθηκε βία), η Jugendkulturbewegung θορύβησε τους συντηρητικούς. Κάθε μήνα το δημοσιογραφικό όργανό της, Der Anfang, απηύθυνε μια πρόσκληση στη νεολαία: να εφεύρει τον εαυτό της, να αξιοποιήσει αυτή τη λαχτάρα για ένα ιδανικό που ανήκε μόνο σ’ αυτήν και να αντισταθεί στο να διαμορφωθεί για την υπάρχουσα τάξη μέσω της πατριαρχικής οικογένειας, των σχολείων και των πανεπιστημίων και της εκκλησίας.

Μαζί με τον φίλο του Heinle, ο Benjamin ανέλαβε σύντομα εξέχοντα ρόλο στη φοιτητική ηγεσία του Βερολίνου. Η Jugendkulturbewegung, ωστόσο, αντιμετώπισε ζητήματα εσωτερικών διαφωνιών και τελικά ο Benjamin και ο Heinle βρέθηκαν κι αυτοί σε αντιπαράθεση. Μια από τις επιστολές του Benjamin περιέχει τη βαρυσήμαντα όμορφη αφήγησή του για τον καβγά που διέκοψε για λίγο τη φιλία τους:

Χθες το βράδυ ο Heinle και εγώ βρεθήκαμε μαζί στο δρόμο για το σταθμό Bellevue. Μιλήσαμε μόνο για ανούσια πράγματα. Τότε, ξαφνικά, είπε: «Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να έχω πολλά να σου πω». Οπότε τον προέτρεψα να μιλήσει, ήταν πια καιρός. Και επειδή ήθελε πραγματικά να μου πει κάτι, ανυπομονούσα να το ακούσω και με πρόσκλησή του πήγα μαζί του στο δωμάτιό του.

Στην αρχή ξαναλέγαμε τι είχε συμβεί, προσπαθώντας να το εξηγήσουμε και ούτω καθεξής. Σύντομα όμως νιώσαμε περί τίνος επρόκειτο και είπαμε: Ότι ήταν πολύ δύσκολο για τους δυο μας να χωρίσουμε ο ένας από τον άλλον. Και συνειδητοποίησα ένα πράγμα που ήταν η σημαντική πτυχή αυτής της συζήτησης, δηλαδή ότι ήξερε πολύ καλά τι είχε κάνει, ή μάλλον, δεν ήταν πλέον γι’ αυτόν θέμα «γνώσης», τόσο οριστικά και απαραίτητα έβλεπε πραγματικά την μεταξύ μας αντιπαράθεσή, όπως ακριβώς περίμενα. Εκείνος τοποθετήθηκε εναντίον μου στο όνομα της Αγάπης, κι εγώ ανταπέδωσα με το Σύμβολο. Καταλαβαίνεις την απλότητα και τον πλούτο της φιλίας για μας, πώς για μας περιέχει και τα δύο αυτά πράγματα. Ήρθε η στιγμή που εξομολογηθήκαμε ότι ήμασταν αντιμέτωποι με τη μοίρα: είπαμε ο ένας στον άλλον ότι ο καθένας θα μπορούσε να είναι στη θέση του άλλου.

Με αυτή τη συζήτηση, την οποία μετά βίας μπορώ να σου μεταφέρω σε αυτό το γράμμα, ο καθένας μας αντιστάθηκε στον πιο γλυκό πειρασμό. Εκείνος άντεξε στον πειρασμό της εχθρότητας και μου πρόσφερε φιλία ή τουλάχιστον αδελφοσύνη από τότε. Εγώ άντεξα απορρίπτοντας -όπως βλέπεις- ό,τι δεν μπορούσα να δεχτώ.

Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι εμείς οι δύο, ο Heinle κι εγώ, καταλαβαινόμαστε καλύτερα απ’ όλους τους ανθρώπους που γνωρίζουμε. Αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Μάλλον: Παρόλο που ο ένας γίνεται ο άλλος, ο καθένας πρέπει αναγκαστικά να μείνει πιστός στο δικό του πνεύμα [Geist]

Το υπόλοιπο της επιστολής επιβεβαιώνει ότι οι εντάσεις μεταξύ των φίλων είχαν προκύψει από τις διαφορές εντός του κινήματος της νεανικής κουλτούρας. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της διαμάχης τους είναι δύσκολο να διακριθούν. Το πώς επιλύθηκε ακούγεται αινιγματικό, επίσης, στην αφήγηση του Benjamin, που βρίσκεται στο Χρονικό του Βερολίνου (σημείωση 12):

Ακόμα και τώρα είμαι σε θέση να θυμηθώ το χαμόγελο που αναπλήρωνε όλη τη φρίκη των εβδομάδων του χωρισμού μας και με το οποίο εκείνος [ο Heinle] έκανε μια σχεδόν άσχετη, όπως φαινόταν, αναφορά σε μια μαγική φόρμουλα, θεραπεύοντας τον πληγωμένο [Benjamin].

Στη συνέχεια, απότομα, ήρθε ο πόλεμος και στέρησε από το «κίνημα της νεανικής κουλτούρας»  την αναγκαιότητά του. Οι περισσότεροι νέοι άνδρες που ήταν στην ηλικία του Benjamin έσπευσαν να πάρουν τα όπλα. Αλλά κατά τη διάρκεια της νύχτας της 8ης Αυγούστου 1914, ο Fritz Heinle, αποφασίζοντας διαφορετικά, έβαλε τέλος στη ζωή του. Μαζί του ήταν η ερωμένη του, η Rika Seligson. Η εφημερίδα Berlin Chronicle αναφέρει ότι το επόμενο πρωί τον Benjamin ξύπνησε ένα επείγον γράμμα από τον φίλο του που περιείχε τα εξής λόγια: «Θα μας βρεις ξαπλωμένους στο Heim». Το Heim ήταν χώρος συνάντησης φοιτητών που ανήκαν στην ομάδα με επικεφαλής τον Benjamin. Σε αυτό τον χώρο ο Heinle και η Seligson αυτοκτόνησαν με υγρααέριο στην κουζίνα, πεθαίνοντας από ασφυξία.

Στον απόηχο των αυτοκτονιών, αντί ακολουθώντας το ρεύμα να καταταγεί εθελοντικά στρατιώτης, ο Benjamin έλαβε την πρώτη από τις πολλές στρατιωτικές του αναβολές, και παραιτήθηκε από τη θέση του αρχηγού των φοιτητών. Το καλοκαίρι του 1915 έφυγε από το Βερολίνο για το Μόναχο, όπου δεν ασχολήθηκε πλέον με κανενός είδους πολιτική και δεν ενδιαφερόταν να μιλήσει για τον πόλεμο, είτε σε αλληλογραφία είτε σε συζητήσεις. Ούτε θα συζητούσε ποτέ για τον χαμό του φίλου του. Το 1917 αναχώρησε για την Ελβετία και μόλις το 1920 επέστρεψε στη Γερμανία.

Sonnet 1

Disburden me of Time from which thou’rt vanished
And of thy presence free me from within
As in the twilight hours red roses free themselves
From all mere marriedness of things

The heartfelt homage and the bitter voice
I forego calmly and thy burning lips
And yet more burning brow enshaded purple
Just below the black gleam of thy hair

So may that image fail me too of praise
And ire which thou wouldst offer
Underway while very like a prince

Thou didst the banner bear its symbol to unriddle
Plant in me thy sacred Name instead
Name without image Amen without end.

 

Sonnet 34

I sat one night to ponder on myself
And round me thy sweet life did stir
The mirror of my mind glanced back
As hadst thou just looked out from in its depths

Then came the thought: Thou sucklest me
Into thy breath I shall my self surrender
For like grapes hanging are thy lips
Which have mute witness borne to inmost things

O friend thy presence has been wrested from me
Like one asleep whose hand looks for the wreath
In his own hair so in dark hours I for thee

Though once thy cloak did round me go
As were there dancing and from within the midnight throng
Thy look did snatch the breath out of my mouth.

 

Sonnet 45

My Soul why art thou always in search of the Beautiful one?
Long is he dead and the rotating globe so
Attends to its spinning that no one still misses the hero
My Soul why art thou always in search of the Beautiful one?

Why dost wake me O Lord with such weeping and groaning?
Ah I was looking to sleep and lamenting disfigures
My desolate state in which Desolate one thou dost share
Why dost wake me O Lord with such weeping and groaning?

And so one night I held in my heart a debate
Falling mute and ashamed I determined on silence
No longer my sorrow to show to my Soul

No more to wake her my griefs to assuage
Though see from her mouth sleeping she allowed to ascend
So many a sorrowful song Her tears flaring like candles.

.

.

 
Tο παραπάνω πρωτότυπο άρθρο του μεταφραστή των σονέτων του Walter Benjamin
στην αγγλική γλώσσα από τη γερμανική, Carl Skoggard,
δημοσιεύθηκε στο LITERARY HUB, 11/12/2017

Απόδοση άρθρου στα ελληνικά: Υρώ Καζάρα 

..


 

.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ:

«Ψυχή μου, γιατί ψάχνεις πάντα το Ωραίο;»

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Υρώ επιμένει στο "Υ" και αρνείται το "Η", με ένα ή δυο "Τ". Καμιά φορά γράφει σε τσιγαρόχαρτα, και καπνίζει στριφτά τσιγάρα μαζί με λέξεις όπως ο Λουις Φελίπε Πινέδα. Oι Μπάρτλεμπυ της γραφής είναι οι αγαπημένοι της αναχωρητές.