Ένα ολόκληρο βασίλειο που φθίνει, εμείς δηλαδή, ο αέρας που ’ταν ανάμεσά μας εκπνέει, ο ήλιος τυφλώνει, η θέα, το βουνό κάτω απ’ τα πόδια μας υποχωρεί, εμείς δηλαδή, τα λαχανικά κατρακυλάνε στις σκάλες και χάνονται, το χιόνι λιώνει και μας πνίγει, η πολυκατοικία είναι ερείπιο, εμείς δηλαδή, το κρεβάτι αντί για έρωτα φιλοξενεί ένα σπασμένο τσόφλι κι εσένα που κοιτάς εμένα.

 

Η σιωπηλή αποσυμφόρηση. Η απουσία σου χαρτοπετσέτα στον αέρα.

Θα ξεχάσω. Θα γίνω διαστημόπλοιο, θα γίνω ερπετό.

 

Το Αγόρι και το Κορίτσι λένε ταυτόχρονα ωωωω πάνω στο γρασίδι.

Το Αρχηγείο τους χαϊδεύει την πλάτη από μακριά, τους δίνει την ώθηση, τους κλείνει το μάτι, τους αφήνει στην ησυχία τους. Το Αγόρι τραβάει σεντονάκι ένα μεγάλο λεξικό πάνω στην πλάτη της. Τα λήμματα «θεογονία» και «θεόγυμνος» κάνουν χώρο να τους ζεστάνουν ανάμεσα στα μικρά τους γραμματάκια. Κοιμούνται.

Ένα όνειρο κάνει βόλτα, μια στα δικά του, μια στα δικά της βλέφαρα. Αλλά αυτό είναι μυστικό. Ο ύπνος τους είναι ξεκούραστος, τους λιώνει, μετακινεί την αγκαλιά πιο κοντά, ο χρόνος αντί να λιγοστεύει πολλαπλασιάζεται, τρέχουν τα σάλια της στον θώρακά του, της φιλά τα μαλλιά. Κάτω απ’ τον αφαλό κάτι που πριν κοιμόταν αρχίζει να κοχλάζει.

 

Η γλώσσα που δεν αναγνωρίζω είναι η γλώσσα που με κρατάει στη ζωή.

Η σκονισμένη ουγγρική ύπαιθρος.

 

Σήμερα πάλι.
Ο χώρος πέφτει παγάκι στο ποτήρι.

Πάλι περπατάει, επιστρέφει.
Καθημερινά επιστρέφει για να φύγει.

Η φύση κυριεύει τα πάντα «δίχως να κοιτάει τη δική μας μελαγχολία».
Η φύση είναι εξίσου μελαγχολική δίχως να το κάνει θέμα.

Περπατάει ξανά. Περπατάει ξανά.
Αυτό έγινε πολλές φορές.

Έξω απ’ το νεκροταφείο σ’ ένα νησί. Πέντε σταυρουδάκια όλα κι όλα, κρατάνε τον ορίζοντα μη φύγει. (Κάπου το διάβασα αυτό. Ή όχι;)

Το φως του ήλιου σβήνει.

Περπατάει ξανά δεν έχει φτάσει,
φτάνει κανείς που περπατάει;

 

Η γλώσσα μ’ εγκαταλείπει – γράφω εξυπνάδες δηλαδή – επειδή ξέρω πως στο τέλος πεθαίνουν κι αυτή η γνώση με φυλακίζει τόσο πολύ που τους βάζω μόνο να ερωτεύονται.

 

Κάθομαι στο ελάχιστο γραφείο μου φορτωμένο ποτήρια – παίρνω άλλο κάθε φορά που είναι να πιω νερό – αποσμητικό, ντεπόν, μπουκάλια απ’ το μπακάλικο κι απολαμβάνω την ανοιξιάτικη πόλη που σκάει κύματα υγρασίας πάνω μου απ’ τα ανοιχτά παντζούρια Η Συκιά μέσα σ’ έναν μήνα έχει αναρριχηθεί, τα καλλιγραφικά φύλλα της με ξυπνάνε στις δέκα το πρωί, κάθε πρωί. Το βράδυ γίνονται δάχτυλα και μπλέκονται στα δικά μου, στο τετράδιο ποιος μιλά, αυτά ή εγώ, εγώ κι αυτά, αυτά γύρω από μένα, η Συκιά κι εγώ μαζί.

Ανασύρονται από μέσα μου ολόκληρες εκτάσεις μνημονικής γης, επιστρέφω και επανέρχομαι, «πηγαινοέρχομαι» δηλαδή, οι κομπίνες θερίζουν και δένουν δεμάτια τα στάρια της εσωτερικής μου μυθολογίας.

 

Ψάχνω στα ψίχουλα τον Θεό

και τρώω το ψωμί μου

και τρώω το ψωμί μου

 

Ξέραμε ότι δε θα ’ναι για πολύ
Στα αφτιά μεγάλωνε η βοή
Τα σπίτια έχουνε χτιστεί
Κάτω απ’ το στρώμα γουργουρίζει η μουσική

Κράτα με πάνω για να δω
Κράτα μας πιο πάνω απ’ αυτό
Κράτα μας εδώ

– έχω ξεχάσει να με πιάνουν –
δάχτυλα, φρύδια, σάλια
– έχω ξεχάσει να πιάνω –
κισσοί, γαϊδουράγκαθα, χαμομήλια.

 

 


Η Σοφία Ιωάννου γεννήθηκε το 1994 και εργάζεται στο θέατρο ως ηθοποιός, δραματουργός και βοηθός σκηνοθέτη. Φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών.

Όλα τα ποιήματα και κείμενα προέρχονται από την υπό διαμόρφωση υβριδική της σύνθεση «Ο Κήπος». Η φωτογραφία εξωφύλλου ανήκει στην ίδια.

Την επιλογή και επιμέλεια της ανθολόγησης έκανε ο Σάββας Κοκκινίδης.

 

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.