.Αρνητικά συναισθήματα με διακατέχουν ήδη από τον Πειραιά. Η επίγνωση πως συνειδητά πηγαίνω να πουλήσω τις δυνάμεις μου, φυσικές και μεταφυσικές για έξι μήνες χωρίς ρεπό, έχει κιόλας αρχίσει να μου οργώνει με περίεργες κινήσεις το στήθος καθώς και όλη την κοιλιακή χώρα. Οι συνειρμοί μου απλώνονται με ναυτία στο «Κολοκοτρώνης» και στο «Καραϊσκάκης» που μαζεύουν, πιστοποιημένους ότι έχουν όλα τους τα δόντια και μόνο με τα εσώρουχά τους, Έλληνες και τους οδηγούν σε γερμανικά χαριτωμένα ορυχεία βάθους ενάμιση χιλιομέτρου ή σε κλωστοϋφαντουργεία όπου κάθε κυρία έχει το χρώμα της, λέει το νούμερό της στα γερμανικά για να μπει στον χώρο που της αναλογεί, και ζει το απόγευμα μαζί με άλλες τρεις κυρίες σε σπιτάκι ειδικά διαμορφωμένο για να φιλοξενεί μετανάστες, που χτυπάνε κάθε πρωί την κάρτα τους λαχανιασμένοι μετά από περπάτημα σαράντα τεσσάρων λεπτών.

Εγώ ευτυχώς δεν φεύγω από την Ελλάδα. Μέχρι το νησί θα φτάσω. Το δικό μας υπόγειο δεν το λες και ορυχείο. Λιγοστό το φως, αλλά έρχεται. Αργότερα φίλοι θα μου δωρίσουν μια ορχιδέα, ενισχύοντας την πεποίθησή μου πως είναι δυνατή η ανάπτυξη σε υγρό και σκοτεινό περιβάλλον. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ, πληρώνω δεκαπέντε ευρώ για διαδρομή τριών χιλιομέτρων στο νησί και ήδη δουλεύω.

Στο νοτιοδυτικό άκρο των Κυκλάδων ο ουρανός το καλοκαίρι ξημερώνει με έντονες εναλλαγές και σε αργή κίνηση. Δεν μπορείς παρά να τις παρατηρείς αργά, ειδικά εάν προέρχεσαι από την κανονική και όχι την νησιωτική επαρχία. Ανήξερη βγαίνω το πρώτο πρωί από το υπόγειο. Το ελάχιστο σκυρόδεμα της αυλής είναι ασημί, στο ύψος της ασημένιας θάλασσας, δεν την ταράζει. Κοιτάμε νότια και βρισκόμαστε σχεδόν δίπλα της, είναι ακίνητη και δεν έχει ούτε ένα ρήγμα. Η γραμμή του ορίζοντα δεν υπάρχει διακριτή ακόμα, ο ουρανός γυαλίζει και χάνεται μέσα στο νερό και μαζί δημιουργούν έναν καθρέφτη που αγκαλιάζει την επιφάνεια του κόσμου. Με αρμονικές κινήσεις κι ενώ υπάρχει η υποψία πως ο ήλιος ξεκινά να έρχεται από αριστερά μου, εμφανίζονται σύννεφα από το βορρά. Βιολετί κρέμονται υγρά ευκίνητα ακίνδυνα, με ελάχιστες σκιές, που πάλι κι αυτές λάμπουν. Σκουραίνουν τον κόσμο, το ροζ φως τώρα δημιουργεί τον ορίζοντα που τον βλέπω διακόσιες εβδομήντα τουλάχιστον μοίρες και η θάλασσα βρίσκει την υπόστασή της, κινείται. Είναι έξι το πρωί και ένα καλαίσθητο μαβί φορτηγό catering που έχει φέρει κρουασανάκια συμπληρώνει την εικόνα.

.

Υπήρχε μια ηρεμία του μυαλού όπως όταν είσαι μόνος σου σε βάρκα στη θάλασσα,
Μια βάρκα που προωθούν κύματα που μοιάζουν στιλπνές πλάτες κωπηλατών,
Σφίγγοντας τα κουπιά τους, λες και ήταν βέβαιοι για τον δρόμο προς τον προορισμό τους,
Σκύβοντας προς τα εμπρός και κατόπιν όρθιοι κρατώντας τις ξύλινες λαβές,
Υγροί από το νερό και λάμποντας στην ενότητα της κίνησής τους.

.

Το ξαφνικό αυτό τοπίο εμένα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή με κινούσε η μηχανική ορμή του ταξιδιού μόνο, με τάραξε. Εντοπίζω το υποκείμενό μου εντελώς άγνωστο άτιτλο ανειδίκευτο και μόνο, να το σπρώχνει ξένος ουρανός απαράμιλλου κάλλους. Ξεκινώ τη μέρα και αντιλαμβάνομαι πως πράγματι, μοιάζω αδέξιο ηπειρωτικό θηλαστικό δίπλα στους νησιώτες. Εκείνοι όλοι με ολόγυμνες τις δυνάμεις τους οργώνουν ήδη από τις έξι δρόμους, θάλασσες κι απλώνουνε τα δίχτυα τους να πιάσουν επισκέπτες. Θα μου πάρει τουλάχιστον κάποιους μήνες να μπω στον απροκάλυπτα ταχύ κόσμο της τουριστικής μανίας τους. Τόσο βέβαιοι ήδη για τον προορισμό τους, κωπηλατούν το καλοκαίρι και το οδηγούν ενωμένοι κάπου. Μαζί τους κι εγώ, μα δεν γνωρίζω πού.

.

Η βάρκα ήταν φτιαγμένη από πέτρες που είχαν χάσει το βάρος τους και καθώς
δεν ήταν πια βαριές
Μια ακτινοβολία μόνον είχε μείνει μέσα τους, ασυνήθιστης καταγωγής,
Έτσι ώστε εκείνος που σηκωνόταν μέσα στη βάρκα γέρνοντας και κοιτάζοντας μπροστά του
Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.

.

Τους αφήνω να με παρασύρουν σε ένα καθημερινό δεκάωρο, πολλές φορές νυχτερινό. Στην ρεσεψιόν ξεκινώ να χάνω την καταγωγή μου, και οι ορισμοί μού μοιάζουν ακριβώς με πέτρες χωρίς βάρος. Αυτή η επίγνωση είναι τόσο σοκαριστική που γίνεται οικεία, γιατί σε επιστρέφει στην ουσία σου της πρωταρχικής ακτινοβολίας. Σκέφτομαι πως «είναι ανάγκη όλοι οι άνθρωποι κάποτε να δουλέψουν νυχτερινό ωράριο σε πόστο επαρχιακό μοναχικό, ακόμα και αν είναι μόνο για μια μέρα». Δεν υπάρχει καλύτερη συνθήκη πίεσης των σωθικών και των μικρών αγγείων. Με την έκθεση στη νύχτα και την υγρασία, την αλλαγή θερμοκρασίας και τη σιωπή της θάλασσας όλες οι αντιθέσεις που έως τότε εμφανίζονταν μόνο εναλλάξ στη σκέψη και στον οργανισμό βγαίνουν στην επιφάνεια μαζί και συνυπάρχουν, ομολογώντας τα ψέματα που είχε κατασκευάσει η πόλη∙ και καταρρέουν.

Στέκομαι τυχερή κι από τα δύο πρώτα κιόλας βράδια έρχομαι σε επαφή με την κανονική άγρια ζωή του νησιού, όχι εκείνη της ημέρας. Πρώτη με επισκέπτεται στην αυλή του ξενοδοχείου μια οχιά, αλλά όχι μια οχιά, η οχιά. Η οχιά της Μήλου, κυκλαδική ενδημική. Πανικοβλημένη και αυτή από τη συνάντηση μένει με ανασηκωμένο και ακίνητο το μισό της σώμα για πάνω από μια ώρα. Το ίδιο κι εγώ, σε απόσταση δύο μέτρων. Τη λένε κόκκινη αλλά δεν είναι, χρώμα ώχρας έχει. Συνεχίζει να στέκεται σαν ίνα ζωής ψυχρή διαγώνια, κεφάλι προς τον ουρανό αλλά τα μάτια λοξά και κάτω. Σκύβω και τη βλέπω πώς ανυπομονεί με όλο της το απροστάτευτο από άκρα σώμα να φύγει. Ξέρω πώς είναι να ακούς τα αγγεία σου, την απελευθερώνω από μένα. Είναι δύο και μισή το ξημέρωμα, η ζέστη παύει να είναι ανυπόφορη, δεν ήξερα ότι η παρατήρηση φιδιού μπορεί να σε φέρει σε μια άλλη από τη συνηθισμένη κατάσταση συνειδητότητας.

Το δεύτερο βράδυ την αυλή διασχίζει ένας σκαντζόχοιρος. Περπατάει νωχελικά αλλά ο ίδιος δεν το ξέρει. Μετά από λίγα μόλις μέτρα κουράζεται. Σταματάει εκεί όπου δύο αρμοί διαστολής συναντιούνται κάθετα στη μέση του ζεστού τσιμέντου και αρχίζει να κοιμάται χρησιμοποιώντας τα αυλάκια για να στηρίξει το σώμα του. Το πρόσωπό του είναι βρεφικά ειλικρινές και χαϊδεύει απευθείας την καρδιά μου. Κοιτάζοντάς το από πολύ κοντά ξεχνώ πως τελικά δούλεψα δώδεκα ώρες. Ύστερα και μισή ακόμα, αφού είχε καθυστέρηση το πλοίο.

Το σώμα με εργαλείο τον χρόνο μπορεί να συνηθίσει και να μηχανοποιήσει την πολύωρη εργασία την αϋπνία και την έλλειψη φωτός σε υπόγειο. Ενίοτε μπορεί και να τα εκμεταλλευτεί. Υπάρχει ένα κατώφλι στην κόπωση που όταν το περάσεις, αρχίζεις να ταξιδεύεις έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο χωρίς αυτό να είναι εμφανές για τον περίγυρό σου. Το συναίσθημα από την άλλη, χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο και κόπο για να θωρακιστεί απέναντι στο παράλογο των τουριστικών απαιτήσεων και να πάψει να απορροφά τις ψυχολογικές απεκκρίσεις του περιβάλλοντος. Ο νους -όταν δεν είναι απασχολημένος με πιθανές επισκευές χαλασμένων air-condition- απλά καθαρίζει με σύμμαχο τη φύση∙ η περισσότερη γεωγραφία του νησιού παραμένει παρθένα. Λίγο να παραμερίσεις, βρίσκεσαι μόνος.

Ο αληθινός πλούτος εδώ είναι ορυκτός και νωρίς το πρωί έχω χρόνο να επισκεφθώ τα μέρη όπου η γη, αποκαλύπτει τα χρωματιστά της σπλάχνα. Παλιά και νέα ορυχεία δεν κρύβουν τη θλίψη της εξόρυξης, την καταδεικνύουν και σίγουρα δεν ντρέπονται για αυτήν. Αργότερα θα ανακαλύψω ότι συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους του νησιού, δεν ντρέπονται για την εξόρυξη των σπλάχνων τους μπροστά σε παράλογους τουρίστες. Θα ανακαλύψω πώς μοιάζει τελικά να τους κρατά το ίδιο που κρατάει κι εμένα: η γνώση ότι θα έρθει ο Σεπτέμβρης. Για την ώρα, αφοσιώνομαι στο θείο και τον περλίτη. Στέκομαι σε μια άδεια ανατολική παραλία που νότια συνορεύει μαζί μου και βόρεια με εργοστάσιο περλίτη. Αυτός υπάρχει παντού μέσα στο νερό, σαν στρόγγυλοι κόκκοι από καθρέφτη. Είναι ηφαιστειακό υλικό και όταν ζεσταθεί πάρα πολύ το μόνο που κάνει είναι να διογκώνεται και να γίνεται ακόμα πιο χρήσιμος. Αναρωτιέμαι αν και άλλοι άνθρωποι καταλαβαίνουν πόσο ειρωνική είναι αυτή η ψύχρα που αναδίδουν όλα τα ηφαιστειακά υλικά.

.

Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.
Ανήκε στην για τα πολύ ξένα αναχώρηση του σκάφους του και ήταν μέρος της,
Μέρος του κατόπτρου της φωτιάς στην πλώρη του, σύμβολό του, όποιο και αν ήταν,
Μέρος των γυάλινων, νόμιζες, τοιχωμάτων στα οποία γλιστρούσε πάνω από το
λεκιασμένο με αλάτι νερό

.

Μετά τις πρώτες σαράντα μέρες γίνεσαι ένα με τα τοιχώματα του σώματός σου, δηλαδή δεν είσαι πια πάρα αυτό, το σώμα σου. Η αϋπνία συσσωρεύεται και τα καθημερινά κρουασανάκια με καφέ φέρνουν μικρούς σπασμούς στη χολή. Κάθε πρωί νωρίς επισκέπτομαι μία-μία, δεξιόστροφα, όλες τις παραλίες του νησιού, για αποκατάσταση από την εξάλειψη της προηγούμενης ημέρας. Κουβαλάω πάντα στην τσάντα μου φωτογραφίες με το πρόσωπο του Μπέκετ και άγραφες καρτ-ποστάλ με πίνακες του Ρόθκο, ώστε να θυμάμαι, να μπορώ να επαναφέρω το ερώτημα της ζωής στο στήθος. Για πρώτη φορά όμως, ούτε αυτοί οι δύο πιάνουν. Βέβαια τώρα έχω μάθει να αντέχω και τον ήλιο και το θείο στον αέρα και τον θόρυβο που κάνουν οι τουρίστες – αυτό δεν είναι λίγο. Όταν παραδίδεται κανείς στους περιορισμούς του περιβάλλοντος και του σώματος, στην εξάντληση και στην ανεπιτήδευτη διαύγεια που έχει μόνο της σκοπό την επιβίωση, ελευθερώνεται για λίγο.

.

Καθώς ταξίδευε μόνος του, όπως ένας άνθρωπος δελεασμένος από μια συλλαβή
χωρίς κανένα νόημα,
Μια συλλαβή για την οποία ένιωθε, με μια καθορισμένη βεβαιότητα,
Πως περιείχε το νόημα στο οποίο ήθελε να εισέλθει,
Ένα νόημα που, καθώς εισερχόταν μέσα του, θα θρυμμάτιζε τη βάρκα και θα
ηρεμούσε τους κωπηλάτες

.

Παραδίδεται στο κάτοπτρο της φωτιάς στην πλώρη και δεν έχει δύναμη παρά μόνο για αυτό που ήδη συμβαίνει: η ζωή προχωρά οργανικά και χωρίς κανένα προφανές νόημα. Το αν θα τα καταφέρεις να διαβάσεις ξανά ποίηση όταν τελειώσει η σεζόν σταματά να έχει σημασία και το ότι η αισθητική ενός τοπίου μπορεί να σε ορίσει, αρχίζει να σημαίνει την ελπίδα ότι ανήκεις στους ζωντανούς. Για μια στιγμή, καταλαβαίνεις και λίγο τους νησιώτες που ενσαρκώνονται τον ρόλο τους, πιάνουν τη ζωή και την κάνουν σεντόνια και πετσέτες, κρουασάν με υποπροϊόντα πετρελαίου, και εξεζητημένο ψαράκι ψημένο στη χόβολη.

Όχι πολύ καιρό πριν την αναχώρησή μου, και κάνω μια πεζοπορία σε μονοπάτι που δεν υπάρχει. Ακολουθώντας το προσωπικό μου ανύπαρκτο νόημα, περπατώ στην άκρη ενός λόφου με αγκάθια για τουλάχιστον τρεισήμισι ώρες, έως που εντοπίζω ένα μεγάλο κομμάτι οψιδιανού – αλλά δικό μου, όχι του μουσείου. Το μισό ολόλειο και τρυφερό, είναι το μέρος που δεν δέχτηκε κρούση, το άλλο μισό κοφτερό και σπασμένο, θέλει προσοχή να μη σου σκίσει τα χέρια. Το παίρνω μαζί μου και το κουβαλώ. Σε αυτή τη διαδρομή και ίσως λόγω της προσφοράς της, για πρώτη φορά νιώθω αληθινά καλοδεχούμενη στον ξένο τόπο, έχουν περάσει πέντε μήνες.

Αργότερα, την ημέρα που φεύγω και περπατώντας σε ουδέτερο τοπίο κάποιων χωραφιών για να αφήσω τις βαλίτσες μου σε μεταφορική, χωρίς προσπάθεια γεννιέται μάλλον μέσα μου και έξω από μένα ένα συναίσθημα συμπυκνωμένης ευγνωμοσύνης για τη μήλια γη και σε λίγα δευτερόλεπτα, έξι μήνες ουσίας ανθρώπων του νησιού, βιασύνης και ματαιότητας διαχέονται στο σώμα και το πνεύμα μου σαν ήλιο σε υπέρρευστη μορφή: υπερνικά τη βαρύτητα, σκαρφαλώνει σε αρτηριακά τοιχώματα και διαπερνά κάθε τριχοειδές αγγείο που θα βρεθεί μπροστά του. Ύστερα όλα φαίνεται να μπαίνουν και να βρίσκονται ξανά ακριβώς εκεί που όφειλαν να είναι. Με μία πλήρη εξάλειψη, εσύ αποκτάς νόημα και ο κόσμος τη θέση του.

.

Όπως σε ένα σημείο κεντρικής άφιξης, μια προς στιγμήν στιγμή, μεγάλη ή μικρή,
Απομακρυσμένο από κάθε ακτή, από κάθε άντρα ή γυναίκα, και χωρίς να
χρειάζεται κανέναν.

.

Είναι Οκτώβρης και τα καταλύματα μοιάζει να έχουν ήδη περάσει στον βυθό του ασυνειδήτου. Καταποντισμένος τουρισμός. Το νησί κρύο και ξηρό, οι άνθρωποί του αποκτούν ξανά το περίγραμμά τους, ξαποσταίνουν τα μαζεμένα φρύδια τους, οι φούρνοι έκλεισαν εκτός από έναν και τα πραγματικά σπίτια τώρα βρίσκουν τον ρυθμό τους.

.

οι στίχοι σε πλάγια γραφή προέρχονται από το ποίημα του Ουάλας Στίβενς
«Πρόλογοι Στο Τι Είναι Πιθανόν», σε απόδοση Γιώργου Χουλιάρα:

.

ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ

Ι

 

Υπήρχε μια ηρεμία του μυαλού όπως όταν είσαι μόνος σου σε βάρκα στη θάλασσα,
Μια βάρκα που προωθούν κύματα που μοιάζουν στιλπνές πλάτες κωπηλατών,
Σφίγγοντας τα κουπιά τους, λες και ήταν βέβαιοι για τον δρόμο προς τον
προορισμό τους,
Σκύβοντας προς τα εμπρός και κατόπιν όρθιοι κρατώντας τις ξύλινες λαβές,
Υγροί από το νερό και λάμποντας στην ενότητα της κίνησής τους.
Η βάρκα ήταν φτιαγμένη από πέτρες που είχαν χάσει το βάρος τους και καθώς δεν
ήταν πια βαριές
Μια ακτινοβολία μόνον είχε μείνει μέσα τους, ασυνήθιστης καταγωγής,
Έτσι ώστε εκείνος που σηκωνόταν μέσα στη βάρκα γέρνοντας και κοιτάζοντας
μπροστά του
Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.
Ανήκε στην για τα πολύ ξένα αναχώρηση του σκάφους του και ήταν μέρος της,
Μέρος του κατόπτρου της φωτιάς στην πλώρη του, σύμβολό του, όποιο και αν ήταν,
Μέρος των γυάλινων, νόμιζες, τοιχωμάτων στα οποία γλιστρούσε πάνω από το
λεκιασμένο με αλάτι νερό,
Καθώς ταξίδευε μόνος του, όπως ένας άνθρωπος δελεασμένος από μια συλλαβή
χωρίς κανένα νόημα,
Μια συλλαβή για την οποία ένιωθε, με μια καθορισμένη βεβαιότητα,
Πως περιείχε το νόημα στο οποίο ήθελε να εισέλθει,
Ένα νόημα που, καθώς εισερχόταν μέσα του, θα θρυμμάτιζε τη βάρκα και θα
ηρεμούσε τους κωπηλάτες
Όπως σε ένα σημείο κεντρικής άφιξης, μια προς στιγμήν στιγμή, μεγάλη ή μικρή,
Απομακρυσμένο από κάθε ακτή, από κάθε άντρα ή γυναίκα, και χωρίς να
χρειάζεται κανέναν.

.

.

Εικόνα εξωφύλλου:
Νωπογραφία με Χελιδονόψαρα στη Φυλακωπή της Μήλου
(16ος αιών. π.Χ.)

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Χρυσάνθη Νίκα είναι χειρώνακτας. Γεννήθηκε το 1990, ολοκλήρωσε σπουδές μηχανικού και ακόμα δεν ζει μόνιμα πουθενά.