Ποιοι ήταν οι νέοι ποιητές που σύστησε στο κοινό πριν από εκατό χρόνια ο Τέλλος Άγρας; Υπό δική του επιμέλεια και εισαγωγή, το καλοκαίρι του 1922 κυκλοφόρησε μια ανθολογία με τίτλο Οι νέοι – Εκλογή από το έργο των νέων Ελλήνων ποιητών 1910-1920. Η πρωτοβουλία άνηκε στον εκδοτικό οίκο Ελευθερουδάκη, ο δε επιμελητής διέτρεξε όλη την εργασία της «ελληνικής νεότητος» για να καταλήξει στην εκλογή του. Όπως σημειώθηκε στον ημερήσιο τύπο κατά την έκδοση της ανθολογίας,  ο αριθμός των ποιητών της τελευταίας δεκαετίας ανήλθε στους εβδομήντα και στη συλλογή αυτή «αντιπροσωπεύονται όλοι με τα καλύτερα ποιήματά τους».

Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για άντρες ποιητές, ενώ η αντιπροσώπευση γυναικών είναι μικρή: Μυρτιώτισσα, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου και Μαρία Μποτάση. Πολλοί εξ αυτών των «νέων» μολονότι είχαν ενδιαφέρουσα πορεία είναι λησμονημένοι πια στον αιώνα που ζούμε -έτσι γίνεται συνήθως-, ενώ ανάμεσά τους είναι και «ηχηρά ονόματα» όπως για παράδειγμα οι Βάρναλης, Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης, Ουράνης, Παράσχος και Φιλύρας. Παρότι δεν έχουμε πρόθεση να κάνουμε κάποια άλλη ανάλυση εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα ποιήματα της ανθολογίας είναι έμμετρα ενώ θεματικά κυριαρχεί ένας ψυχισμός αρνητικός[1].

Η μέριμνα του Άγρα είναι σημαντική καθώς κατάφερε να προτείνει μια πρωτότυπη ανθολογία με την οποία επιχειρούσε να αναδείξει τη νεότερη ποίηση, ανθολογία που θεωρήθηκε από τις πιο αξιόλογες τότε αλλά και μεταγενέστερα. Ο ίδιος ο Τέλλος Άγρας (1899-1944, ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) είναι 23 ετών όταν εκδίδεται ο εν λόγω τόμος -256 σελίδων και 264 στιχουργημάτων- στον οποίο περιλαμβάνει και δικά του ποιήματα. Στην εισαγωγή του διαβάζουμε πως «η ποίηση είναι το πιο πρωτόγονο καλλιτεχνικό φαινόμενο, μα και το στεφάνωμα του έργου της Τέχνης. Είναι η ανώτερή της ατμόσφαιρα, το καθαρό απόσταγμά της, το τέλος, ο πτητικός αιθέρας που μετεωρίζεται απάνω από κάθε δημιουργία: για την ποίηση, αυτό αποτελεί όλο της το υλικό∙ αρχίζει εκεί που η άλλη Τέχνη τελειώνει». 

Επετειακά, λοιπόν, στα εκατό χρόνια από την έκδοση της αναφερόμενης ανθολογίας, επιλέγουμε  τρία ενδεικτικά ποιήματα, ανασύροντάς τα από τα τρίσβαθα της λήθης:

ΑΛΕΚΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

TABERNA BOHEMICA

Γυρτοί στο κίτρινο το φως και την τεφρήν ομίχλη,
το λιτό δείπνο θλιβερά καθένας ως κοιτάζει,
τη θορυβώδη κίνηση γρικάει της ταβέρνας,
που με φωνές κι αλαλητά στο Βάκχο θυσιάζει.

Ο Μαίτρ στην ήρεμη θωριά έχει στυγνή μια θλίψη
στις ζοφερές για τη ζωή σκέψεις του βυθισμένος,
ο αναρχικός ο φοιτητής, -που τρώει, κοντά του απ’ άλλον-
κουνάει το χέρι, λέγοντας πως είν’ απελπισμένος.

Στο φως κοντά, το ρόλο του ο αρτίστας απαγγέλει
δίπλα στο γέρο ρεζισσέρ, που ορθός αποκοιμιέται,
κι ο Αλφόνσος λάγνες μολυβιές χαράζει στο καρνέ του,
του Ρέμπραντ κάποια ερωτική σκηνή καθώς θυμιέται.

Γυρτοί στο κίτρινο το φως και την τεφρήν ομίχλη,
«-Κρασί!» στον Πόθο λέν γοργά οι διψασμένοι φίλοι,
κ’ εγώ, χυμένος στη σκιά, καθώς περνάει, κοιτάζω,
στη λερωμένη του θωριά του Δόριαν Γραίυ τα χείλη.

 

 

ΦΑΝΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Απ’ όσους χτίσατε ναούς σ’ ανθρώπους και προφήτες
κι απ’ όσους ελατρέψατε θεούς και μεγαλεία,
σαν τι εκερδίσατε, φτωχοί θνητοί, που καρτερείτε
χρόνια και χρόνια, ελπίζοντας σ’ αγνώστους παραδείσους;

Κάτω τα λόγια των θεών, των προφητών οι μάσκες!

Όλους μια Μοίρα μάς γεννά, μια Μοίρα μάς παιδεύει,
μια Μοίρα ανίκητη, σκληρή, στο θάνατο μάς φέρνει.
Ω! μην προσμένεις, άνθρωπε, καμιά καινούργια πίστη,
να σε οδηγήσει αδούλωτον στην ίδια λύτρωσή σου.

Μια πίστη υπάρχει μοναχά –να ζει κανείς, να ζει…

 

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
(Μελικέρτης)

Η ΠΗΓΗ

Στο δρόμο που πηγαίναμε μού λέει: διψώ
-Κι εγώ διψώ: Και πήραμε το δρόμο μας στα έλατια.

Να η εκκλησούλα, να η πηγή! Ζωσμένες με κισσό
δυο πέτρες είναι η πόρτα της· πεντέξη σκαλοπάτια
φέρνουνε στο νερό βαθιά.

Και κατεβήκαμε κι οι δυό. Κι ήτανε μέσα μια δροσιά
κι ήτανε μέσα μια ευωδιά παράξενη χυμένη
κι ήτανε σκοτεινά και σιωπηλά
κι ήτανε σα μιαν εκκλησιά, που λειτουργιά προσμένει.

Κι εγώ γονάτισα στην πέτρα τη βρεμένη,
τής πήρα μες τα χέρια το κεφάλι
και τηνέ φίλησα στο στόμα.

Ποτέ μου καμιάν άλλη
φορά δεν τηνέ φίλησα, ποτέ μου ακόμα
και τώρα πώς! τής πήρα μες στα χέρια το κεφάλι
και τηνέ φίλησα τρελά!

Γιατί! Γιατί….., γιατί ‘ταν όλα σιωπηλά,
γιατί έμπαινε λιγάκι φως απ’ τον κισσό δειλά,
γιατί ‘ταν μια ευωδιά παράξενη χυμένη
και μια πηγή σαν εκκλησιά, που λειτουργιά προσμένει.

.

Μπορείτε να κατεβάσετε και να διαβάσετε ολόκληρη την ανθολογία από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών «Ανέμη» εδώ

.

.


[1] Βλ. αναλυτικότερα τη διεξοδική ανάλυση του Γαραντούδη Ευριπίδη,  Οι νέοι. Εκλογή από το έργο των νέων Ελλήνων ποιητών 1910-1920 (…), στη διαδικτυακή πύλη greek-language.gr    

 

Εξώφυλλο:
The picture of Dorian Gray,

εικονογράφηση αμερικάνικης έκδοσης 1930.